Η εικόνα κατά μήκος της λεωφόρου Μέλροουζ, μιας από τις πιο φημισμένες εμπορικές περιοχές του Λος Άντζελες, θυμίζει τη λέξη εκδίκηση. Θραύσματα από γυάλινες τζαμαρίες στο πεζοδρόμιο. Γκράφιτι στις βιτρίνες. Μυρωδιά καπνού παντού. Εδώ ήταν το επίκεντρο των λεηλασιών που έγιναν το Σάββατο βράδυ, λίγο πριν ο δήμαρχος Eric Garcetti κηρύξει κατάσταση έκτακτης ανάγκης σε όλη την πόλη και απαγόρευση της κυκλοφορίας από τις 8 μ.μ. Ο Garcetti κάλεσε αργότερα τον Κυβερνήτη Newsom να φέρει την Εθνοφυλακή. Είναι η πρώτη φορά που η Εθνοφυλακή κατεβαίνει στους δρόμους του Λος Άντζελες από το 1992, όταν δημοσιεύτηκε η ετυμηγορία για τους δολοφόνους του Ρόντνεϊ Κινγκ. Σήμερα, την Κυριακή (30/5), τα στρατιωτικά οχήματα και τα στρατεύματα προστατεύουν ό,τι έχει απομείνει μετά το ξέσπασμα μαζικού θυμού και οργής.
Ποντάροντας στο φόβο του κοινού, το Fox News χαρακτήρισε την καταστροφή μετά τις διαμαρτυρίες του Σαββάτου «βίαιες ταραχές». Η ντόπια εφημερίδα L.A. Times φρόντισε να επισημάνει ότι υπήρχαν «διαφοροποιήσεις μεταξύ των διαδηλωτών» και στη συνέχεια συνέχισε να ενοχοποιεί ως έγκλημα τις λεηλασίες. Και την Κυριακή το πρωί, ο Τραμπ δήλωσε ότι η κυβέρνησή του θα χαρακτηρίσει την Antifa τρομοκρατική οργάνωση. Πράγματι, οι διαδηλωτές που κατέβηκαν στους δρόμους του Λος Άντζελες για να εκφράσουν τη συλλογική οργή τους για τη δολοφονία του Τζορτζ Φλόιντ, ήταν ένα διαφοροποιημένο πλήθος με διαφοροποιημένες προθέσεις.
Οι άνθρωποι που κατηγορήθηκαν για τις λεηλασίες ήταν ένα μέρος αυτών που έμειναν στους δρόμους μετά τη διάλυση των συγκεντρώσεων. Τώρα θεωρούνται «κακοποιοί» και «κλέφτες» από όσους αγνοούν εύκολα την απογοήτευση και την οργή του πλήθους που εξαπλώθηκε στη Σάντα Μόνικα και σε όλο το Λονγκ Μπιτς το απόγευμα της Κυριακής. Η αγνόηση του, ωστόσο, όχι μόνο κρύβει τον συστημικό ρατσισμό της Αμερικής, αλλά επίσης αδυνατεί να αντιμετωπίσει την τρομερή κοινωνική ανισότητα. Όπως εμφανίστηκε από το περασμένο Σαββατοκύριακο στους δρόμους του Λος Άντζελες και αλλού, η έκρηξη που συμβαίνει σε ολόκληρη τη χώρα αφορά τόσο το ταξικό ζήτημα όσο και τη φυλετική αδικία και την αστυνομική βιαιότητα.
Ο Τραμπ, με τον δικό του εγωιστικό τρόπο, ήλπιζε για αυτό το αποτέλεσμα, δηλώνοντας ότι ήθελε να γίνει «πρόεδρος σε καιρό πολέμου». Η ευχή έγινε πραγματικότητα. Οι φωτιές που έχει βάλει ο Τραμπ από τότε που ανέλαβε τα καθήκοντά του, έφτασαν τώρα στο κατώφλι του. Αυτό που βλέπουμε σήμερα είναι ένας πλήρης ταξικός πόλεμος σε εξέλιξη. Χωρίς αμφιβολία, ήταν μια τρομακτική καταιγίδα γεγονότων: η μαζική ανεργία λόγω πανδημίας που άγγιξε τα 40 εκατομμύρια, οι διαφοροποιήσεις στον θάνατο από τον κορωνοϊό λόγω της κοινωνικής και οικονομικής θέσης των ασθενών, η συνεχιζόμενη επίθεση στους μαύρους από μια στρατιωτικοποιημένη αστυνομική δύναμη μαζί με μια επιχειρηματική κυβέρνηση που σκόπιμα δεν προστατεύει τους πιο ευάλωτους πολίτες της.
Η λεηλασία καταστημάτων είναι εγγενώς ένα ταξικό ζήτημα, είτε τη βλέπεις δικαιολογημένα είτε όχι (υπάρχουν πάντα εξαιρέσεις φυσικά). Η πράξη της λεηλασίας είναι μια μακροχρόνια αμερικανική παράδοση, που χρονολογείται από την κλοπή των εδαφών των γηγενών και την αφρικανική σκλαβιά. Σήμερα, οι πλούσιοι άνθρωποι δεν λεηλατούν φυσικά τα εμπορικά κέντρα, είναι εξοικειωμένοι όμως με τη λεηλασία φυσικών πόρων και εργασίας, από τα ανθρακωρυχεία της Δυτικής Βιρτζίνιας μέχρι τις αποθήκες του Τζεφ Μπέζος της Άμαζον. Οι φτωχοί, ασκώντας τη λιγοστή τους δύναμη – ακόμη και με καταστροφικό και βίαιο τρόπο – εμφανίζουν μια εντελώς φυσική αντίδραση σε μια διαρκώς μειονεκτική κατάσταση ύπαρξης. Για αυτούς, η λεηλασία είναι μια κραυγή για βοήθεια, μια έκφραση απελπισίας.