3 ρεπορτάζ και αναλύσεις για τις εξελίξεις στο Αφγανιστάν (Κ. Ράπτης, Λ. Βατικιώτης, Π. Παπακωνσταντίνου)
Του Κώστα Ράπτη, αναδημοσίευση από το Capital.gr
Τουλάχιστον διατηρείται μια αίσθηση αναλογίας. Το 2014, ο ιρακινός στρατός, ο οποίος επί 11 χρόνια εκπαιδευόταν και εξοπλιζόταν από τις ΗΠΑ, εξανεμίσθηκε μέσα σε τρεις ημέρες μπροστά στην επέλαση του “Ισλαμικού Κράτους”. Στο Αφγανιστάν η επένδυση των Αμερικανών και των συμμάχων τους είχε μεγαλύτερο βάθος – εξ ού και ο αφγανικός κυβερνητικός στρατός, του οποίου η εκπαίδευση διήρκεσε είκοσι χρόνια και κόστισε 88 δισ. δολάρια, χρειάστηκε μία εβδομάδα, πριν καταρρεύσει ενώπιον των Ταλιμπάν.
Η επιστροφή στην Καμπούλ των “ιεροσπουδαστών” οι οποίοι την είχαν εγκαταλείψει το 2001, ως παρίες της διεθνούς κοινότητας, μετά από έναν σύντομο πόλεμο στον οποίο συνασπίσθηκαν με τον ένα ή τον άλλο τρόπο από τις ΗΠΑ και τους Ευρωπαίους μέχρι τη Ρωσία και το Ιράν, σηματοδοτεί ασφαλώς ένα “τέλος εποχής”, όχι μόνο για το πολύπαθο Αφγανιστάν, αλλά για τον κόσμο ολόκληρο: το τέλος της εποχής της δια των όλων εξαγωγής των δυτικών αξιών.
Η μεγαλύτερη σε διάρκεια πολεμική περιπέτεια στην ιστορία των ΗΠΑ, η μόνη χερσαία επιχείρηση που ανέλαβαν από κοινού οι σύμμαχοι του ΝΑΤΟ, η εμβληματική πρεμιέρα του “πολέμου κατά της τρομοκρατίας” κατέληξε σε ένα τεράστιο πλήγμα στην αξιοπιστία των ΗΠΑ – αυτήν ακριβώς της οποίας η μέριμνα διαφύλαξης παρέτεινε την στρατιωτική εμπλοκή πολύ πέραν του αναγκαίου.
Δύσκολα πλέον θα επικαλείται η Ουάσιγκτον τις πληροφορίες των υπηρεσιών της, όταν με βάση αυτές μόλις τον προηγούμενο μήνα ο πρόεδρος Μπάιντεν απέκρουε κατηγορηματικά κάθε πιθανότητα κατάρρευσης της κυβέρνησης της Καμπούλ. Και πολύ δύσκολα βεβαίως κανείς θα επενδύει στο εξής στην προστασία των ΗΠΑ, είτε σε κρατικό είτε σε κοινωνικό επίπεδο, όταν οι μεν Ευρωπαίοι συναυτουργοί της αφγανικής αποτυχίας σπεύδουν να εκκενώσουν και αυτοί τις πρεσβείες τους στην Καμπούλ, οι δε ντόπιοι συνεργάτες των νατοϊκών δυνάμεων (ένα τεράστιο πλήθος που περιλαμβάνει από οδηγούς μέχρι μεταφραστές – και τις οικογένειές τους) εγκαταλείπεται στην αντεκδίκηση των Ταλιμπάν και αντιμετωπίζεται μάλιστα ως απειλητικό δυνάμει προσφυγικό ρεύμα από τις χώρες στις οποίες προσέφεραν τις υπηρεσίες τους.
Μολονότι δε η τελική έκβαση ήταν εν πολλοίς προδιαγεγραμμένη, η ευκολία και η ταχύτητα με την οποία οι Ταλιμπάν εκπλήρωσαν τον στόχο της καθιστά τις εξελίξεις απολύτως εντυπωσιακές. Δεν ήταν αυτό που συντελέσθηκε κάποια συντριπτική στρατιωτική επικράτηση των Ταλιμπάν όσο μια ραγδαία απώλεια κάθε διάθεσης αντίστασης από μέρους των μέχρι πρότινος αντιπάλων τους – σαν κάποιος να φώναξε ξαφνικά “ο βασιλιάς είναι γυμνός”.
Η “γύμνια” βέβαια αφορούσε τη διαφθορά και αντιδημοφιλία της κυβέρνησης Γάνι, η οποία βυθισμένη στις εσωτερικές της φατριαστικές αντιθέσεις ήταν αδύνατο να εμπνεύσει εμπιστοσύνη στον κυβερνητικό στρατό και να διατηρήσει κάποιαν ικανοποιητική επικοινωνία με τα πεδία των μαχών. Άλλωστε, οι ίδιοι οι αμερικανικοί χειρισμοί έδωσαν με έναν τρόπο το σινιάλο της κατάρρευσης: το ότι οι Ταλιμπάν βρέθηκαν ήδη από την εποχή Τραμπ να συνομιλούν με τη διεθνή κοινότητα στη Ντόχα, πιστοποιούσε ότι το μέλλον της χώρας τους συμπεριλαμβάνει αναπόφευκτα, ενώ η εσπευσμένη εκκένωση από τους Αμερικανούς της μεγάλης βάσης του Μπαγκράμ (εν μέσω της νυκτός χωρίς καν να ειδοποιηθεί το αφγανικό υπουργείο Άμυνας) ασφαλώς δεν γέννησε στους τοπικούς δρώντες τη διάθεση να πολεμήσουν μέχρι τέλους.
Σε μία κοινωνία που παραμένει οργανωμένη φυλετικά και όπου οι διαφορετικές και αντιμαχόμενες πλευρές εξακολουθούν να υπακούουν στους ίδιους για όλους πολιτισμικούς κώδικες (μεταξύ άλλων και της “εξαγοράς νομιμοφροσύνης”) οι Ταλιμπάν βρέθηκαν να ελέγχουν την μία επαρχία μετά την άλλη, έπειτα από συμφωνίες που επέτρεπαν την ασφαλή αποχώρηση των υπερασπιστών τους, με παράδοση του αμερικανικής κατασκευής εξοπλισμού τους.
Συνέβη αυτό και με τη Χεράτ, για της οποίας τον σιιτικό πληθυσμό έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον το Ιράν, αλλά και με τη Μαζαρ-ι-Σαρίφ, κάποτε προπύργιο του ουζμπεκικής εθνότητας πρώην πράκτορα της KGB και νυν ανθρώπου του Ερντογάν, στρατηγού Ρασίντ Ντόστουμ. Μάλιστα, η “προέλαση” των Ταλιμπάν ξεδιπλώθηκε κατά προτεραιότητα στον “εχθρικό” Βορρά, και όχι στον Νότο, όπου και η εθνολογική τους βάση, και είχε ως αποτέλεσμα, πολύ πριν την πτώση της Καμπούλ, τον έλεγχο όλων των χερσαίων συνόρων, γεγονός που αντικειμενικά αναβάθμιζε τους νέους κυρίαρχους της χώρας σε συνομιλητές των γειτονικών χωρών.
Είναι μέγα ερώτημα αν οι τοπικές αυτές συμφωνίες “λιπάνθηκαν” με τα αναμενόμενα χρηματικά ανταλλάγματα – και αν ναι, από πού μπορεί να προήλθαν αυτά.
Σε κάθε περίπτωση, υπάρχουν κάποιοι διεθνείς παίκτες που αντιμετωπίζουν με χαρακτηριστική ψυχραιμία την επόμενη μέρα. Αίφνης, η Ρωσία και η Κίνα δεν βλέπουν λόγο για να απομακρύνουν το διπλωματικό τους προσωπικό από την Καμπούλ, ενώ η εκπρόσωπος του ρωσικού υπουργείου Εξωτερικών Μαρία Ζαχάροβα σχολίασε δηκτικά την “αλλαγή σκυτάλης” στο Αφγανιστάν ως αναμέτρηση δύο διαφορετικών προϊόντων της αμερικανικής σκέψης – εννοώντας τους ισλαμιστές φονταμενταλιστές και τους θιασώτες του “αντιτρομοκρατικού” εκδημοκρατισμού.
Σε ένα τοπίο, όπου οι αμερικανικές φιλοδοξίες του nation building είχαν δώσει προ πολλού τη θέση τους (όπως λ.χ. και στο Ιράκ) στην απλή διαχείριση αστάθειας, με κύριο ζητούμενο για τη Δύση την παρενόχληση εκείνων των δυνάμεων που δρομολογούν την “ευρασιατική ολοκλήρωση”, η επανεμφάνιση στην Καμπούλ μιας ισχυρής εξουσίας, έστω και αδιευκρίνιστων προθέσεων, η οποία να χαλιναγωγεί τους πολεμάρχους (και νεοφυείς απειλές όπως το “Ισλαμικό Κράτος στο Αφγανιστάν”) και να διεκδικεί τη νομιμοποίησή της με κάποιες επιδείξεις “υπευθυνότητας” είναι μάλλον ευπρόσδεκτη στη Μόσχα, το Πεκίνο και την Τεχεράνη – η οποία μόλις ανακοινώθηκε ότι έγινε δεκτή ως πλήρες μέλος στον Οργανισμό Συνεργασίας της Σαγκάης.
Αναδημοσίευση από το Κοσμοδρόμιο
Αφγανιστάν: Προσυμφωνημένη παράδοση σκυτάλης στους μεταλλαγμένους Ταλιμπάν
Ούτε Αβάνα του 1959, ούτε Σαϊγκόν του 1975, ούτε Τεχεράνη του 1979. Παρά τις επιφανειακές ομοιότητες, η Καμπούλ του 2021 περισσότερο θυμίζει τις πρωτεύουσες των ανατολικών χωρών από το Βερολίνο μέχρι την Βαρσοβία κι από την Πράγα μέχρι τη Σόφια την περίοδο 1989-1990, όταν η μετάβαση από το ένα καθεστώς στο άλλο έγινε στο πλαίσιο αναίμακτων και προσυμφωνημένων διαδικασιών, παρά την ορμητική εισβολή των λαών στο προσκήνιο της ιστορίας στην Κούβα, το Βιετνάμ και το Ιράν.
Του Λεωνίδα Βατικιώτη
Η κατάληψη της Καμπούλ ήταν θέμα χρόνου και αντικείμενο εξαντλητικών διαπραγματεύσεων με άπειρα μπρος πίσω εδώ και τουλάχιστον μία διετία. Εδώ περιγράφονται ακόμη και οι όροι της αλλαγής σκυτάλης που συζητιόταν σε γνώση του Τύπου από το 2019 κι υλοποιούνται σήμερα.
Προφανώς, η κατάληψη της Καμπούλ από τους Ταλιμπάν δεν ήταν ευκταία εκ μέρους των Αμερικανών. Ούτε μάλιστα ήταν προβλέψιμη σε ό,τι αφορά το χρόνο που εκδηλώθηκε, με μια ταχύτητα που παρέπεμπε στο περίφημο blitzkrieg. Κι εδώ έγκειται μια από τις πολλές αποτυχίες των Αμερικανών: η ικανότητά τους να αξιολογήσουν την ταχύτητα με την οποία προέλαυναν στην χώρα οι Ταλιμπάν, κατακτώντας την μια πόλη μετά την άλλη, μέχρι την Κυριακή 15 Αυγούστου που εισήλθαν στην Καμπούλ. Αυτή ωστόσο ήταν η μικρότερη σε σημασία αποτυχία τους.
Η μεγαλύτερη αποτυχία τους ήταν να εγκαθιδρύσουν στο Αφγανιστάν μετά την εισβολή τους το 2001 μια κυβέρνηση που θα μετέτρεπε την ορεινή ασιατική χώρα σε προπύργιο του ιμπεριαλισμού στην Κεντρική Ασία: ένα είδος προκεχωρημένου φυλακίου και απόρθητης στρατιωτικής βάσης που θα απειλούσε τη Ρωσία, την Κίνα και το Ιράν, θα βοηθούσε να πάρουν υπό τον έλεγχό τους τα ενεργειακά αποθέματα της περιοχής και θα επέτρεπε να αλλάξουν άρδην οι γεωπολιτικοί συσχετισμοί σε όλη την Ασία. Όλα τ΄ άλλα περί εθνογένεσης (nation building), σε μια χώρα φυλετικά και γλωσσικά κατακερματισμένη, δεν ήταν παρά προπέτασμα καπνού και υλικό για να έχει να συζητάει η ευρωπαϊκή και αμερικανική διανόηση…
Το σχέδιο των Αμερικάνων νεοσυντηρητικών δε έχαιρε πρωτοτυπίας. Από την μετεμφυλιακή Ελλάδα και την μεταπολεμική Γερμανία μέχρι την Ιαπωνία και την Κορέα, δεκάδες φορές ο αμερικανικός ιμπεριαλισμός στο δεύτερο μισό του 20ου αιώνα ανέτρεψε βίαια με τη χρήση στρατιωτικών μέσων φιλικές προς τους πολίτες κυβερνήσεις και καθεστώτα, εγκαθιδρύοντας αισχρά μειοψηφικές μεν αλλά αρεστές πολιτικές ελίτ που με την πάροδο του χρόνου, τις απαραίτητες συμμαχίες και πακτωλούς χρημάτων εδραιώθηκαν οι ίδιες και συνέβαλαν στην εδραίωση της Pax Americana.
Το τι πήγε στραβά στην περίπτωση του Αφγανιστάν το περιέγραψε απόρρητη έκθεση των αμερικανικών Αρχών που είδε το φως της δημοσιότητας από την εφημερίδα Washington Post (τα περίφημα Afghanistan Papers) τον Δεκέμβριο του 2019. Πρόκειται για ένα συγκλονιστικό ντοκουμέντο (που αποτέλεσε επίσης τη βάση βιβλίου) το οποίο συντάχθηκε από το Γραφείο του αμερικανού Ειδικού Επιθεωρητή για την Γενική Ανοικοδόμηση του Αφγανιστάν. Στις σελίδες του απεικονίζεται η ανατομία ενός αποτυχημένου κράτους υπό αμερικανική επιτήρηση και πλήρη ευθύνη. Ποτάμια αίματος μεταξύ αμάχων και άκρατη διαφθορά μεταξύ των κυβερνητικών σε βαθμό τέτοιο ώστε οι Αφγανοί να αναρωτιούνται αν το μεγαλύτερο κακό είναι οι Ταλιμπάν ή η κυβέρνησή τους…
Οι αιτίες της αμερικανικής υποχώρησης δηλώθηκαν ωστόσο με την μεγαλύτερη δυνατή σαφήνεια από τον ίδιο τον αμερικανό πρόεδρο Τζο Μπάιντεν την επομένη της κατάληψης της Καμπούλ από τους Ταλιμπάν: «Ως πρόεδρος των ΗΠΑ είμαι αμετάπειστος ότι συγκεντρώνουμε την προσοχή μας στις απειλές που αντιμετωπίζουμε σήμερα, το 2021 και όχι στις απειλές του χθες». Οι απειλές του χθες συμπυκνώνονται στους στόχους του πολέμου κατά της «διεθνούς τρομοκρατίας» που κήρυξε ο Μπους, την επομένη των τρομοκρατικών επιθέσεων της 11ης Σεπτεμβρίου, πριν δηλαδή 20 χρόνια. Οι «απειλές του σήμερα» δεν είναι τίποτε άλλο από την Κίνα. Ο Τραμπ άλλωστε που τροχιοδρόμησε την συμφωνία με τους Ταλιμπάν προ διετίας και δεν έχανε ευκαιρία να χαρακτηρίζει τα θερμά μέτωπα της Μέσης Ανατολής και της Κεντρικής Ασίας σαν «πολέμους των Δημοκρατικών» κρατώντας τις αποστάσεις του ήταν ο πρώτος που αναγόρευσε την Κίνα σε υπ’ αριθμόν ένα και στρατηγικό αντίπαλο των ΗΠΑ. Υπ’ αυτό το πρίσμα αν σε κάποιον ανήκουν τα εύσημα για τη στρατηγικής σημασίας σύλληψη απεγκλωβισμού των Αμερικανών από το Αφγανιστάν είναι στον Τραμπ, κι όχι στους Δημοκρατικούς. Ο Ομπάμα μάλιστα που εξελέγη χαρακτηρίζοντας ως δίκαιο πόλεμο αυτό του Αφγανιστάν θα μείνει στην ιστορία ως ο πρόεδρος που διέταξε την μεγαλύτερη αποστολή αμερικανών στρατιωτών στο Αφγανιστάν πολλαπλασιάζοντας τα αδιέξοδα της υπερδύναμης.
Μαζί με την αναβάθμιση της κινέζικης απειλής οφείλουμε επίσης να πάρουμε υπ’ όψη μας δύο ακόμη λόγους που συνέβαλαν εξ ίσου σοβαρά στην παράδοση της σκυτάλης στους Ταλιμπάν: Πρώτο, η οικονομική κρίση στο εσωτερικό των ΗΠΑ και το πρόγραμμα των Δημοκρατικών που προτάσσει την αθρόα οικονομική στήριξη των αμερικανικών νοικοκυριών. Ως σήμερα ο πόλεμος στο Αφγανιστάν στοίχισε το ασύλληπτο ποσό των 2 τρισ. δολ! Κάθε παραπάνω ημέρα παραμονής στο Αφγανιστάν είναι ένα επίδομα που δεν θα δοθεί σε μια οικογένεια φτωχών. Δεύτερο, η ενεργειακή μετάβαση. Η στροφή στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας αλλάζει άρδην και τον χάρτη των στρατιωτικών επεμβάσεων, ανατρέποντας προτεραιότητες της μεταπολεμικής εποχής, όταν μήλο της έριδας αποτελούσαν χώρες με κοιτάσματα πετρελαίου και φυσικού αερίου.
Ποτέ ωστόσο η βελούδινη μετάβαση του Αφγανιστάν δεν θα είχε συμβεί αν οι Ταλιμπάν δεν υπόσχονταν ότι η διακυβέρνησή τους στο εξής δεν πρόκειται επ’ ουδενί να θυμίζει την περίοδο 1996-2001. Η πρώτη τους και σημαντικότερη δέσμευση έναντι των Δυτικών είναι ότι το έδαφός τους δεν πρόκειται να χρησιμοποιηθεί ποτέ ξανά ως εφαλτήριο για την εξαπόλυση διεθνών τρομοκρατικών ενεργειών. Επαναλήφθηκε τόσες πολλές φορές από δυτικούς ηγέτες (για τους οποίους είναι θέμα χρόνου η διπλωματική αναγνώριση του νέου καθεστώτος) που μάλλον ήταν το πρώτο άρθρο της συμφωνίας που σε λίγα χρόνια θα ανακαλύψουν δημοσιογράφοι και ιστορικοί. Με αυτή τη διαβεβαίωση ξεκίνησε την ομιλία του προς τους δημοσιογράφους κι ο εκπρόσωπος Τύπου των Ταλιμπάν, στην πρώτη συνέντευξη που παραχώρησε. Μεταξύ άλλων διαβεβαιώσεών του για ελευθερία του Τύπου, γενική αμνηστία και δικαιώματα των γυναικών, πάντα στο πλαίσιο του Ισλάμ 🙂 έστειλε και το ακόλουθο μήνυμα προς τον Λευκό Οίκο: «Θέλω να διαβεβαιώσω τη διεθνή κοινότητα περιλαμβανομένων και των ΗΠΑ ότι κανείς δεν πρόκειται να ζημιωθεί. Δε θέλουμε ούτε εσωτερικούς ούτε εξωτερικούς εχθρούς».
Είναι αυτονόητο πώς κανείς δεν μπορεί να προβλέψει τι ακριβώς θα γίνει. Κατά πόσο δηλαδή οι Ταλιμπάν θα τηρήσουν την υπόσχεσή τους και θα μεταλλαχθούν σε μια ισλαμική δικτατορία όπως η Σαουδική Αραβία, που δε χορταίνουν να αγαπάνε όλες οι Δυτικές κυβερνήσεις, ανεξαρτήτως των εγκλημάτων που διαπράττει στην Υεμένη κι εναντίον ακόμη και πολιτικών αντιπάλων της όπως ο δημοσιογράφος Κασόγκι που ακρωτηριάστηκε με αλυσοπρίονο κατόπιν εντολής του δικτάτορα Μοχάμεντ Μπιν Σαλμάν.
Με άλλα λόγια, το ζητούμενο για τις ΗΠΑ δεν είναι να χτίσουν μια κοινοβουλευτική δημοκρατία στο Αφγανιστάν. Ποτέ δεν ήταν! Το ζητούμενο είναι να αποκτήσουν ένα ακόμη φιλικό καθεστώς, που μπορεί κάλλιστα να συνεχίσει να επιβάλει μαντήλα ή μπούρκα και να απαγορεύει τη συμμετοχή των γυναικών σε πολλές δραστηριότητες, από την εκπαίδευση μέχρι την πολιτική, όπως κάνουν όλες σχεδόν οι πετρομοναρχίες του Κόλπου, υπό την ανοχή όχι μόνο των ΗΠΑ αλλά κι όλων των ευρωπαϊκών ηγεσιών.
Το μέλλον των Ταλιμπάν δεν θα κριθεί από τα δημοκρατικά δικαιώματα που θα παραχωρήσουν για τα οποία κόπτονται τώρα Μέσα και πολιτικοί της Δύσης, αλλά (πέραν των όρων της συμφωνίας) από την στήριξη που θα προσφέρουν στις ΗΠΑ στους θερμούς ή ψυχρούς πολέμους εναντίον του Ιράν, της Ρωσίας και της Κίνας. Είναι ακριβώς αυτή η βάση πάνω στην οποία χτίστηκε η ιερή συμμαχία ΗΠΑ και Μουζαχεντίν αρχικά και Ταλιμπάν στη συνέχεια τις δεκαετίες του ’70 και ‘80. Γιατί όχι και τώρα;
The Afghan War Diary is an extraordinary collection of over 91,000 reports covering the war in Afghanistan from 2004 to 2010
The WikiLeaks Archive provides the only public library of information allowing us to understand the conflict in #Afghanistan
Link:https://t.co/bcSNtyNlpb pic.twitter.com/O534Q77Q4u
— WikiLeaks (@wikileaks) August 18, 2021
Αναδημοσίευση από το ιστολόγιο του Λ. Βατικιώτη
Αυτοκρατορική Ύβρις, ερεβώδης Νέμεσις
Ένας πιο επικίνδυνος, χαοτικός κόσμος αναδύεται μετά την ταπείνωση της Δύσης στο Αφγανιστάν
Του ΠΕΤΡΟΥ ΠΑΠΑΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ
Το ημερολόγιο έγραφε Τρίτη, 13 Νοεμβρίου 2001 όταν οι δυνάμεις της υποστηριζόμενης από τις ΗΠΑ Βόρειας Συμμαχίας έμπαιναν στην Καμπούλ υπό τους ήχους του Μάουτχαουζεν, του Μίκη Θεοδωράκη, έχοντας εξοστρακίσει τους Ταλιμπάν. Η αμερικανική υπερδύναμη είχε απαντήσει ταχύτατα και συντριπτικά στις τρομοκρατικές επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου που εξαπέλυσε η Αλ Κάιντα, με τον αρχηγό της Οσάμα μπιν Λάντεν, πρώην σύμμαχο των Αμερικανών στην αντισοβιετική τζιχάντ, να απολαμβάνει ασυλίας στο Αφγανιστάν. Ενάμιση χρόνο αργότερα, θα ακολουθούσε το Σοκ και Δέος στο Ιράκ. Οι περισσότεροι Δυτικοί πολιτικοί, αναλυτές και δημοσιογράφοι υποκλίνονταν μπροστά στην επίδειξη αμερικανικής ισχύος. Το σχέδιο των νεοσυντηρητικών στην κυβέρνηση του υιού Μπους για έναν Νέο Αμερικανικό Αιώνα μέσω του “πολέμου κατά της τρομοκρατίας” φαινόταν, στα μάτια πάρα πολλών, να δικαιώνεται.
Σε λίγες ημέρες η Νέα Υόρκη θα τιμά την εικοστή επέτειο της 11ης Σεπτεμβρίου, ενώ στην Καμπούλ θα κυματίζει το άσπρο λάβαρο των Ταλιμπάν με τη μαύρη επιγραφή του Ισλάμ. Ο πιο μακρύς πόλεμος στην ιστορία της Αμερικής τέλειωσε, την Κυριακή, 15 Αυγούστου, με τον πιο ταπεινωτικό τρόπο. Οι χαώδεις σκηνές στο αεροδρόμιο της Καμπούλ, με αλλόφρονες Αφγανούς να συνθλίβονται από τους τροχούς αμερικανικών μεταγωγικών αεροπλάνων καθώς προσπαθούσαν να γαντζωθούν από αυτά, θα περάσουν στην ιστορία για να συμβολίζουν το “όνειδος της Δύσης”, όπως το χαρακτήρισε ο Γερμανός πρόεδρος Φρανκ- Βάλτερ Σταϊνμάγερ. Η Αυτοκρατορική Ύβρις των νεοσυντηρητικών του Μπους προκάλεσε, είκοσι χρόνια μετά, τη Νέμεσι στο πρόσωπο των σκοταδιστών ισλαμιστών. Άλλωστε, η Νέμεσις της μυθολογίας μας θυγατέρα της Νύχτας και του Ερέβους είναι.
Έπεσε στον Τζο Μπάιντεν ο κλήρος να πληρώσει το βαρύ πολιτικό τίμημα για το επονείδιστο τέλος ενός πολέμου που διαχειρίστηκαν τέσσερις Αμερικανοί πρόεδροι, δύο από κάθε κόμμα. Είναι αλήθεια ότι η κυβέρνησή του πιάστηκε στον ύπνο με την αστραπιαία επέλαση των Ταλιμπάν, που κατέλαβαν όλα τα αστικά κέντρα μέσα σε μία μόνο εβδομάδα, με αποτέλεσμα αντί για μια συντεταγμένη αποχώρηση να προκύψουν σκηνές που θύμιζαν Σαϊγκόν του 1975. Σαν να μην έφταναν αυτά, ήρθε το ανεκδιήγητο διάγγελμα του Μπάιντεν την περασμένη Δευτέρα. Ο άνθρωπος που εμφανιζόταν ως ο πιο έμπειρος πρόεδρος στη διεθνή πολιτική μετά τον Αϊζενχάουερ και είχε οικοδομήσει, με βάση και τα οικογενειακά του δράματα, το προφίλ του γεμάτου ενσυναίσθηση ηγέτη, εμφανίστηκε ως ένας πείσμων γέρος, που ενώ ο κόσμος καίγεται, εκείνος δεν έχει άλλο μέλημα παρά να αποδείξει, κάποτε με χολερική διάθεση, ότι είχε 100% δίκιο.
Ωστόσο ο Αμερικανός πρόεδρος έχει δίκιο όταν λέει ότι ο πόλεμος ήταν ούτως ή άλλως χαμένος, τι έναν μήνα πριν, τι έναν μήνα αργότερα, κι ότι η αποχώρηση των αμερικανικών στρατευμάτων- κάτι που επιδίωξαν και ο Ομπάμα και ο Τραμπ- ήταν μονόδρομος. Το αμερικανικό σχέδιο ήταν θνησιγενές από την πρώτη στιγμή. Αν οι βομβαρδισμοί κατά των Ταλιμπάν μπορούσαν να νομιμοποιηθούν λόγω 11ης Σεπτεμβρίου, γεγονός είναι ότι ο μπιν Λάντεν είχε καταφύγει από τις 16 Νοεμβρίου του 2001 στο Πακιστάν όπου και εξοντώθηκε δέκα χρόνια αργότερα από τους Αμερικανούς. Οι Ταλιμπάν είχαν ηττηθεί καθολικά από τον Δεκέμβριο του 2001 και οι επιβιώσαντες ηγέτες τους κρύβονταν στις σπηλιές της Τόρα Μπόρα. Επομένως δεν υπήρχε καμία βάση νομιμοποίησης στην απόφαση της κυβέρνησης Μπους να στείλει, το 2002, στο Αφγανιστάν μεγάλο όγκο αμερικανικών στρατιωτών, που λειτουργούσαν ως στρατός κατοχής, προστάτες διεφθαρμένων κυβερνήσεων και χάριζαν στους Ταλιμπάν το φωτοστέφανο των μαχητών για εθνική απελευθέρωση.
Η επόμενη μέρα διαγράφεται τραγικά δύσκολη, πρώτα απ’ όλα για τους ίδιους τους Αφγανούς. Οι νέοι άρχοντες της Καμπούλ πασχίζουν να πείσουν ότι έχουν αλλάξει, ότι δεν θα επαναφέρουν το ζόφο της δεκαετίας του ’90 σε ό,τι αφορά τη μεταχείριση των γυναικών, τις σχέσεις με την τρομοκρατία και σειρά άλλων θεμάτων. Ο βασικός λόγος είναι ότι δεν θέλουν να ξαναγίνουν παρίας της διεθνούς κοινότητας, καθώς καλούνται να κυβερνήσουν μια από τις πιο φτωχές χώρες του κόσμου, όπου το 75% του προϋπολογισμού καλύπτεται από τη διεθνή βοήθεια. Μάλιστα από την πρώτη στιγμή έκλεισαν το μάτι στους Αμερικανούς, διαβεβαιώνοντας ότι είναι υπέρ του αγωγού φυσικού αερίου ΤΑΡΙ (Τουρκμενιστάν- Αφγανιστάν- Πακιστάν- Ινδία), ο οποίος, αν χτιστεί, θα είναι σε βάρος της επιρροής της Ρωσίας, του Ιράν και της Κίνας. Ωστόσο ο κίνδυνος ενός νέου εμφυλίου που θα μετατρέψει το Αφγανιστάν σε γεωπολιτική μαύρη τρύπα της Ευρασίας είναι ήδη ορατός, με τις πρώτες αιματηρές διαδηλώσεις σε τρεις πόλεις και τη συγκέντρωση στρατευμάτων αντιπάλων τους στη δυσπρόσιτη κοιλάδα Παντσίρ, ιστορικό οχυρό της Βόρειας Συμμαχίας.
Σε περιφερειακό επίπεδο, το Πακιστάν είναι ο μεγάλος κερδισμένος, καθώς οι σύμμαχοι Ταλιμπάν του προσφέρουν το ποθητό “στρατηγικό βάθος” στη σύγκρουση με την Ινδία για το Κασμίρ. Ωστόσο το ενδεχόμενο να αποκτήσουν νέα ορμή οι Πακιστανοί Ταλιμπάν (αιμοσταγής τρομοκρατική οργάνωση, που δεν έχει οργανικούς δεσμούς με τους Αφγανούς συνονόματους) απασχολεί σοβαρά την Ισλαμαμπάντ. Κίνα και Ρωσία ασφαλώς χαίρονται για το οδυνηρό πλήγμα που δέχτηκε η Αμερική, αλλά έχουν λόγους να ανησυχούν για το ενδεχόμενο να ενισχυθούν ισλαμικά κινήματα στο Ξινγιάνγκ, το Ουζμπεκιστάν, το Τατζικιστάν ή ακόμη και τον Καύκασο. Ιράν και Τουρκία θα διεκδικήσουν μερίδιο επιρροής στο Αφγανιστάν, αλλά θα δοκιμαστούν από το νέο μεταναστευτικό κύμα, το οποίο αργά ή γρήγορα θα φτάσει και στην Ευρώπη, προκαλώντας πολιτικές παρενέργειες- ενδεχομένως και στην κρίσιμη αναμέτρηση Μακρόν- Λεπέν, την ερχόμενη άνοιξη.
Όσο για τη μεγάλη εικόνα της διεθνούς πολιτικής, οι κατεξοχήν χαμένοι είναι η ισχύς και η ενότητα της Δύσης. Το ΝΑΤΟ βγαίνει συντετριμμένο από τον μοναδικό πόλεμο, με συμμετοχή χερσαίων δυνάμεων, όπου δοκιμάστηκε. Όλοι οι σύμμαχοι της Αμερικής, από την Ταϊπέι και τη Σεούλ μέχρι το Βερολίνο και το Λονδίνο, αναρωτιούνται αν έχουν οποιαδήποτε αξία χρήσης οι δεσμεύσεις της Ουάσιγκτον. Με την απόσυρσή της από το Αφγανιστάν και τη Μέση Ανατολή, η Αμερική ασφαλώς θα συγκεντρώσει περισσότερη ισχύ στα στρατηγικά μέτωπα που την ενδιαφέρουν, κυρίως απέναντι στην Κίνα και τη Ρωσία. Αλλά οι φυγόκεντρες τάσεις στο Δυτικό στρατόπεδο θα ενταθούν, καθώς οι ίδιοι οι Αμερικανοί είναι σαν να λένε σε όλο τον κόσμο “καθένας για τον εαυτό του, και τον τελευταίο ας τον πάρει ο διάβολος”.
Καθημερινή, 22 Αυγούστου 2021