Ο Ρωσο-Ουκρανικός πόλεμος από τη σκοπιά των συμφερόντων της ελληνικής εργατικής τάξης
Αυτή η ανάρτηση θα είναι σχετικά μακροσκελής, οπότε όσοι δεν έχουν υπομονή είναι καλό να την εγκαταλείψουν τώρα.
Επίσης, αν και αφορά τον Ρωσο-ουκρανικό πόλεμο, τον αφορά αποκλειστικά και μόνο από τη σκοπιά των συμφερόντων της ελληνικής εργατικής τάξης.
Τον Δεκέμβριο του 1946, ο Πρωθυπουργός της Ελλάδας Κωνσταντίνος Τσαλδάρης ταξίδεψε στις ΗΠΑ για να αναζητήσει βοήθεια στον ελληνικό εμφύλιο από τις ΗΠΑ, αφού οι Βρετανοί, οι οποίοι πρωταγωνίστησαν δυο χρόνια πριν στα Δεκεμβριανά, ανακοίνωσαν την πρόθεσή τους να εγκαταλείψουν την Ελλάδα. Οι ΗΠΑ απέστειλαν σημαντική οικονομική ενίσχυση στην ελληνική κυβέρνηση, προσέφεραν πολεμικό υλικό, περιλαμβανομένων των βομβών τύπου Ναπάλμ, και εκπαίδευσαν στελέχη του Εθνικού Στρατού ενάντια στον ΔΣΕ, θέτοντας τον στρατηγό Τζέιμς βαν Φλιτ επικεφαλής της προσπάθειας της ελληνικής αστικής τάξης να εξασφαλίσει τον πολιτικό έλεγχο της χώρας.
Το 1949, ο στρατός της ελληνικής αστικής τάξης κατάφερε να επικρατήσει του ΔΣΕ και ο εμφύλιος έληξε. Ακολούθησαν 24 χρόνια σχεδόν αδιάλειπτης τρομοκρατίας εναντίον των μελών του Κομμουνιστικού Κόμματος, των μαχητών του ΔΣΕ και άλλων οργανώσεων, των συγγενών τους. Στρατοδικεία, εκτελέσεις, εκτοπισμοί, φυλακίσεις, εξορία. Τελικά, ένα επταετές πραξικόπημα που επικαλέστηκε τον κομμουνιστικό κίνδυνο για να πατάξει ολοκληρωτικά τις αστικές δημοκρατικές ελευθερίες που είχαν απομείνει στη χώρα. Στην αρχή σχεδόν της περιόδου, το 1952, η Ελλάδα εντάχθηκε στο ΝΑΤΟ μαζί με την Τουρκία, στο όνομα, σύμφωνα με το δόγμα Τρούμαν, της αντιμετώπισης στην περιοχή του κομμουνιστικού κινδύνου.
Η παρέμβαση λοιπόν του αμερικανικού παράγοντα στις τύχες του ελληνικού κράτους α) συνέβαλε καθοριστικά στη στρατιωτική νίκη της αστικής τάξης β) καθόρισε τον χαρακτήρα αυτού του κράτους στην περίοδο 1950-1974 ως ενός κράτους ουσιαστικής ποινικοποίησης των αγώνων της εργατικής τάξης.
Παρά τον έντονο χαρακτήρα των λαϊκών και εργατικών διεκδικήσεων, ειδικά τα πρώτα χρόνια της λεγόμενης Μεταπολίτευσης, η αστική εξουσία στην Ελλάδα παρέμεινε αλώβητη. Ο ιστορικός «συμβιβασμός» της αστικής τάξης με την κυβέρνηση ΠΑΣΟΚ το 1981 εξασφάλισε μια σχετική ομαλότητα, για πρώτη φορά, στην ελληνική πολιτική και κοινωνική ζωή. Και, μετά τη σταδιακή αφομοίωση του ΠΑΣΟΚ στο λεγόμενο «μέινστριμ» της αστικής εξουσίας όπως τη γνώριζε η Ελλάδα, η ομαλότητα αυτή έγινε σχεδόν πλήρης. Άλλωστε, είχε επέλθει, στη διετία 1989-1991, η κατάρρευση του Σοβιετικού μπλοκ, η οποία αποτέλεσε ένα τελευταίο και ισχυρότατο πλήγμα στις εργατικές-λαϊκές διεκδικήσεις στην Ελλάδα.
Από τον Δεκέμβριο του 2008, άρχισαν να εκδηλώνονται στην Ελλάδα σημάδια κλυδωνισμού του πολιτικού συστήματος που κυβέρνησε με ελάχιστες αναταράξεις από το 1990. Κατά τη διετία 2010-2012, μετά την επιβολή του πρώτου Μνημονίου από τα όργανα της ΕΕ (όπου η Ελλάδα είχε επίσης προσχωρήσει από το 1981), η σχέση τμήματος της μεσαίας τάξης και των μικροαστών με την ξένη κηδεμονία στη χώρα διαταράχτηκε, καθώς επήλθαν τεράστιες αλλαγές στα «κεκτημένα» της καθημερινότητάς τους, ενώ η εργατική τάξη βυθίστηκε ακόμη περισσότερο στην ένδεια. Πραγματοποιήθηκαν πρωτόγνωρες σε μέγεθος διαδηλώσεις κατά του Μνημονίου, το πολιτικό προσωπικό της χώρας αποκαθηλώθηκε, ένα τμήμα του έφτασε να προπηλακίζεται στους δρόμους έντρομο, οι σχέσεις της κοινής γνώμης της χώρας με την ΕΕ έφτασαν στο ναδίρ, οι κυβερνήσεις έπεφταν η μία μετά την άλλη, χάνοντας ψηφοφόρους, εκλογική πελατεία, και τελικά νομιμοποίηση. Για πρώτη φορά μετά το 1949, αλλά από άλλον, μη ένοπλο δρόμο, η αστική εξουσία στην Ελλάδα έμοιαζε να αμφισβητείται σθεναρά από μεγάλα τμήματα της ελληνικής κοινωνίας.
Η απάντηση της αστικής τάξης ήταν η ενότητα δια πυρός και σιδήρου. Αν και τμήματά της έχαναν από τα ευρωπαϊκά μέτρα λιτότητας και τις συνθήκες αποπληρωμής των δανείων, προέταξαν, στη βάση της γκραμσιανής «ηγεμονίας», το ευρύτερο συμφέρον τους πάνω από το στενό οικονομικό συμφέρον. Το ευρύτερο συμφέρον τους ήταν βέβαια να παραμείνουν στην πολιτική εξουσία της χώρας παραμένοντας πιστοί στον εναγκαλισμό με την ΕΕ και τις ΗΠΑ, κι αυτό παρά την εντονότατη κρίση που βίωσε το πολιτικό σύστημα που είχε εγκαθιδρυθεί μετά τον Εμφύλιο και τη Μεταπολίτευση, ακόμη και με οικονομικό κόστος το βάθεμα της υστέρησης του ελληνικού καπιταλισμού, ακόμη επίσης και με κόστος το βάθεμα της εξάρτησης της ελληνικής αστικής τάξης από το ξένο κεφάλαιο και από ξένα πολιτικά και οικονομικά κέντρα αποφάσεων.
Μετά το δημοψήφισμα-παρωδία του 2015 και την τελική συνθηκολόγηση του κόμματος στο οποίο βρήκε τελικά μαζική έκφραση η πίεση τμημάτων της μεσαίας τάξης, των μικροαστών και της εργατικής τάξης για «ανάσα» από τη σφοδρότατη επίθεση του ευρωπαϊκού κεφαλαίου, το εργατικό-λαϊκό κίνημα ηττήθηκε συντριπτικά, αν και η ειρωνεία το ήθελε να δει πρώτα το κόμμα το οποίο στήριξε μαζικά να κυβερνά—κατ’ όνομα μόνο, επί της ουσίας, και μόνο με την ανοχή της αστικής εξουσίας, η οποία απέφυγε με τις μεθόδους ελέγχου της στην αντιπολίτευση την αναγκαιότητα πιο βίαιων μέτρων όπως αυτό της δικτατορίας, που πλανιόταν σαν φάντασμα πάνω απ’ την Ελλάδα σε όλη την περίοδο της έντονης πολιτικής αστάθειας 2010-2015.
Επτά χρόνια αργότερα, οι εξελίξεις που θέτουν σε μια δυνητική και αρχική κίνηση την ταξική πάλη στην Ελλάδα δε θα μπορούσαν να προκύψουν «εσωτερικά», «εθνικά». Η περίοδος μετά το 2015 ολοκλήρωσε την εμπέδωση της ηττοπάθειας στην ελληνική αριστερά, η οποία έκανε εκτεταμένα μαθήματα ηττοπάθειας από το 1949 και έπειτα, μέσα από μια σειρά συντριπτικών ηττών. Και επειδή συχνά συγχέεται η ηττοπάθεια με την ήττα, θα πρέπει εδώ να αναδείξουμε τις σημαντικές τους διαφορές: η ήττα είναι ένα αντικειμενικό γεγονός· η ηττοπάθεια είναι ένα υποκειμενικό γεγονός· η ήττα δεν έχει διάρκεια στον χρόνο· η ηττοπάθεια αναπαράγει την ήττα σε βάθος χρόνου, προετοιμάζει την επόμενη ήττα και συνεισφέρει στην επόμενη ήττα.
Μετά το 2015, λοιπόν, ήταν πια αδύνατο για την «κίνηση» στην ελληνική πάλη των τάξεων να έλθει «εσωτερικά», εκ των ένδον. Η κίνηση αυτή ανέκυψε εξωτερικά από ένα γεγονός με φαινομενικά μηδενική σχέση με την ελληνική ιστορία, ουσιαστικά όμως βαθύτατη σχέση με αυτή.
Για δεύτερη φορά μετά την παρέμβασή της στον πολυεθνικό ιμπεριαλιστικό πόλεμο στη Συρία, η Ρωσική Ομοσπονδία έγινε η μόνη στρατιωτικά ισχυρή χώρα του πλανήτη που κινητοποίησε μαζικά στρατιωτικές δυνάμεις και έχυσε αίμα ενάντια στην παρέμβαση των ΗΠΑ, στις οποίες η ελληνική αστική τάξη οφείλει, ουσιαστικά, την επιβίωσή της και τη συνολική της ανάπτυξη και πολιτική εξέλιξη μετά το 1949.
Το γεγονός αυτό έστειλε άμεσα και έντονα μηνύματα ανησυχίας σε όλες τις αστικές τάξεις της ΕΕ και βέβαια και στην ελληνική. Η ρωσική επίθεση σηματοδοτεί χωρίς αμφιβολία πια το τέλος μιας μακράς περιόδου (μετά το 1990) συνθηκολόγησης και υποχώρησης σε ό,τι αφορά τη Ρωσία και θέτει προκλήσεις για πρώτη φορά, επίσης μετά το 1990, στην ικανότητα του ΝΑΤΟ να ελέγξει πλήρως και αποκλειστικά τις εξελίξεις στην ευρωπαϊκή ήπειρο. Η τυχόν επικράτησή της, συνειδητοποιεί ο καθένας, θα την ενθαρρύνει και για τρίτη και τέταρτη επίθεση στα νατοϊκά «κεκτημένα» στην Ευρώπη. Και αν, μετά τα παιχνίδια πολέμου που πήγαν στραβά στη Συρία (ενώ ήταν τόσο εύκολα στη διάλυση της Λιβύης), μια χώρα όπου το ΝΑΤΟ επένδυσε οικονομικά και στρατιωτικά «πέσει» στα χέρια του εξ ανατολών εχθρού, ποια θα είναι η επόμενη;
Στη διάρκεια των «Μνημονιακών» συγκρούσεων της περιόδου 2010-2015 στην Ελλάδα, κανένας εχέφρων αναλυτής των γεγονότων δε μπορούσε να ξεχάσει ότι αυτές δεν ήταν απλά ανάμεσα στην αστική εξουσία και τα εργατικά και ευρύτερα λαϊκά στρώματα, αλλά ανάμεσα στα δεύτερα και τα οικονομικά και στρατιωτικά όργανα της ΕΕ και του ΝΑΤΟ. Είναι αδιανόητο να είχε φτάσει η χώρα στη λεγόμενη «επαναστατική κατάσταση» και να μην είχαν παρεμβεί αυτοί που έσωσαν την ελληνική αστική τάξη την περίοδο 1944-1949 στη σημερινή τους συμμαχική μορφή. Αυτό το γνώριζαν και οι δύο πλευρές και ήταν βασικός παράγοντας στην ανάκτηση της αυτοπεποίθησης της αστικής τάξης και την ενίσχυση της ηττοπάθειας όσων κινήθηκαν απαιτώντας κοινωνική αλλαγή: τα πράγματα μπορούσαν να «στραβώσουν» ανά πάσα στιγμή, και τότε αντί για την ιδεολογική προπαγάνδα και τις πολιτικάντικες μηχανορραφίες για να βγει η ψηφοφορία για το επόμενο Μνημόνιο, τον λόγο θα έπαιρναν πια τα όπλα, που έχουν πάψει ήδη από το 1947 να είναι απλώς «ελληνικά όπλα».
Η πιο πάνω ανάλυση αναδεικνύει την ύπαρξη αντικειμενικού συμφέροντος στην επικράτηση αυτής και κάθε ήττας του ΝΑΤΟ για την ελληνική εργατική τάξη. Αντικειμενικού γιατί είναι εντελώς ανεξάρτητο από τις προθέσεις, τον ηθικό χαρακτήρα, κλπ., του επιφέροντος την ήττα. Το συμφέρον αυτό είναι διττού χαρακτήρα: Η ήττα του ΝΑΤΟ και κάθε ήττα του ΝΑΤΟ αδυνατίζει τη σταθερότητα και την αυτοπεποίθηση της ελληνικής αστικής εξουσίας, που έχει παίξει όλα της τα χαρτιά με αυτό σε όλη της την ιστορική πορεία (σε αντίθεση με την τουρκική, που επειδή είναι πολύ ισχυρότερη έχει τη δυνατότητα παιχνιδιών «ισορροπίας»)· και αντίστροφα, ενισχύει την αυτοπεποίθηση της εργατικής τάξης και των λαϊκών στρωμάτων ότι μπορούν να πιέσουν την αστική εξουσία με λιγότερους κινδύνους συντριπτικής καταστολής. Όσο υποχωρεί ο νατοϊκός έλεγχος στην Ευρώπη, τόσο οι ανισότητες που προέκυψαν και θα συνεχίσουν να προκύπτουν από την αστική διαχείριση της παρατεταμένης ύφεσης, της περιβαλλοντικής κρίσης, της Πανδημίας και πλέον, του πολέμου σε ευρωπαϊκό έδαφος, θα πυροδοτούν αντιδράσεις «από τα κάτω» που θα ενθαρρύνονται από αυτή την υποχώρηση, θα βλέπουν για πρώτη φορά εδώ και δεκαετίες «φως» στην ιστορική διαδικασία, θα μπορούν να φανταστούν πολύ πιο απτά την εθνική κυριαρχία και την έξοδο από την ξένη και εκμεταλλευτική κηδεμονία.
Όλα τα παραπάνω μαρτυρούν επίσης, εύγλωττα νομίζω, για το τι θέλουν όσοι δε θέλουν ήττα του ΝΑΤΟ αλλά «ίσες αποστάσεις», «ειρήνη», η «συμπαράσταση στην ουκρανική κυβέρνηση και στον ουκρανικό λαό» στην παρούσα ιστορική φάση.