Η μελέτη του Λεωνίδα Οικονομάκη για την πορεία δύο πολύ σημαντικών κινημάτων που πέτυχαν να κατακτήσουν αδιαμφισβήτητες νίκες στο κοινωνικό πεδίο.
«[…]που μας ξεκαθάρισαν
τα πράγματα στο μυαλό»
Δεν είναι αρκετά συχνή τα τελευταία χρόνια η συνάντηση, εντός της ελληνικής εκδοτικής επικράτειας, με βιβλία που μπορούν να ανοίξουν εναλλακτικούς δρόμους στην πολιτική φαντασία. Με αφηγήσεις ή μελέτες που καταπιάνονται με τη θεωρία και την ιστορία ως δρώσες δυναμικές και δυνατότητες, χρησιμοποιώντας εργαλεία και μεθοδολογίες που συγκροτούνται εν τω γίγνεσθαι και σε ανταπάντηση στην πραγματική σύγχρονη κίνηση. Το σκοτεινό φάσμα της ήττας (διά της εκπροσώπησης, αλλά –κακά τα ψέματα- και αυτοτελώς) του μεγάλου κύκλου των πολιτικών αγώνων της περιόδου 2006-2015, αλλά και μια γενικότερη «δυτικοκεντρική» τάση που είχε υπερισχύσει μέχρι πρόσφατα στις προσπάθειες θεωρητικού αναστοχασμού της πορείας του ανταγωνιστικού κινήματος δεν ευνοούσαν ανάλογες επιλογές και προοπτικές.
Εντός αυτού του πλαισίου, η έκδοση, πριν από δύο χρόνια, του βιβλίου του Λεωνίδα Οικονομάκη «Σαν τον Ζαπάτα και τον Τσε; Οι Ζapatistas και οι Βολιβιανοί Cocaleros» από τις «Ακυβέρνητες Πολιτείες» στη Θεσσαλονίκη ήταν μια πολύ σημαντική όσο και ευχάριστη έκπληξη. Πρόκειται για ένα βιβλίο που όχι μόνο «ανοίγει» τον ορίζοντα γνώσεων και προσδοκιών αναφορικά με τα κοινωνικά κινήματα και τις μορφές πολιτικής πάλης, αλλά επιπλέον, τρόπον τινά, «επιστρέφει» τη συζήτηση εκεί που πρέπει και εκεί που μπορούμε πιο εύκολα και φυσιολογικά να αντλήσουμε ουσιαστική γνώση. Όχι στην παρηκμασμένη γηραιά ήπειρο που ανασκάπτει ολοένα «αριστερές μελαγχολίες», αλλά εκεί που ανεξάλειπτα όρισε τα ίχνη των πραγματικών αναλογιών και συγγενειών η εξέγερση του Νοέμβρη του ’73: στη Λατινική Αμερική.
Η μελέτη του Οικονομάκη έχει ως θέμα της την πορεία και μετεξέλιξη δύο πολύ σημαντικών κινημάτων που πέτυχαν, με διαφορετικούς τρόπους το καθένα, να αλλάξουν τους συσχετισμούς δύναμης και να κατακτήσουν αδιαμφισβήτητες νίκες στο κοινωνικό πεδίο: τους Ζαπατίστας στο Μεξικό και τους παραγωγούς φύλλων κόκας –αλλά και το ευρύτερο αγροτικό, ιθαγενικό και κοινωνικό κίνημα που συσπειρώθηκε γύρω τους- στη Βολιβία. Μέσα από ένα ιδιαίτερα πυκνό, αλλά ταυτόχρονα ευκολοδιάβαστο, κείμενο η ιστορική αφήγηση της ανάπτυξής τους συμπλέκεται γόνιμα με θεωρητικά ερωτήματα που αφορούν τις στρατηγικές αποφάσεις και πολιτικές τους επιλογές, και κυρίως τα αίτια και τους τρόπους με τους οποίους τόλμησαν σε κρίσιμες συγκυρίες να αλλάξουν την τακτική και τους στόχους τους.
Αυτή η πτυχή του βιβλίου, ο αναστοχασμός πάνω στη σχέση θεωρίας και πράξης και στο πως αντικειμενικοί και υποκειμενικοί τελεστές επικαθορίζουν και ενίοτε μεταβάλλουν την επιλογή του «δρόμου» που θα ακολουθήσει η πολιτική δράση, είναι και η μεγαλύτερη συνεισφορά του. Επιπλέον, η μελέτη δεν περιορίζεται στις δεκαετίες του 1990 και του 2000, όταν τα συγκεκριμένα κινήματα εδραίωσαν τη θέση τους πετυχαίνοντας νίκες με παγκόσμια απήχηση, αλλά στρέφεται και στο παρελθόν, παρακολουθώντας την αφετηρία και εξέλιξή τους στις δεκαετίες του ’60, του ’70 και του ’80. Ταυτόχρονα, το βιβλίο του Οικονομάκη στηρίζεται σε έρευνα πεδίου του ίδιου του συγγραφέα στο Μεξικό και τη Βολιβία, καθώς και σε συνεντεύξεις αγωνιστών και πολιτικών στελεχών που δεν είχαν δεχθεί να μιλήσουν στο παρελθόν, κατακτώντας έτσι μια μοναδική θέση στη διεθνή βιβλιογραφία.
Το βασικό ερώτημα που διατρέχει τη θεωρητική και αφηγηματική έκθεση είναι το πώς και το γιατί μιας ιδιότυπης «αντιστροφής προτεραιοτήτων» που μπορεί κανείς να εντοπίσει ανάμεσα στην πορεία των Ζαπατίστας και του κινήματος των Koκαλέρος. Οι μεν ξεκινούν στις αρχές της δεκαετίας του ’70 ως αντάρτικο μαρξιστικού-λενινιστικού τύπου έχοντας στόχο την κατάκτηση της εξουσίας και στρατηγική τους τη «δικτατορία του προλεταριάτου», για να καταλήξουν στα μέσα της δεκαετίας του ’90 να απορρίψουν τον αγώνα για την –πανεθνική- εξουσία και να επικεντρωθούν στην de facto εδραίωση της συμμετοχικής αυτο-κυβέρνησης, οικονομικής αυτό-διαχείρισης και τελικά κοινωνικής αυτονομίας των επαρχιών τους. Οι δε, ξεκινώντας τη δεκαετία του ‘60 από την de facto –λόγω κυρίως γεωφυσικών συνθηκών και αδυναμίας/αδιαφορίας του βολιβιανού κράτους- αυτονομία και αυτοδιαχείριση της παραγωγής και των κοινωνικών υπηρεσιών στην περιοχή της Τσαπάρε, θα καταλήξουν τις δεκαετίες του ’90 και του 2000 στη συγκρότηση πολιτικού κόμματος που έχει ως στόχο να καταλάβει την εξουσία με κοινοβουλευτικό τρόπο.
Οι παράγοντες που συνετέλεσαν σε αυτήν την «αντίστροφη» εξέλιξη εξετάζονται αναλυτικά από τον συγγραφέα και επιχειρείται παράλληλα η ερμηνεία των διαφορετικών πολιτικών επιλογών. Οι «ευκαιρίες» πολιτικής ανάπτυξης που δίδονται κατά καιρούς από το σύστημα εξουσίας, αλλά και –αντίθετα- η από τα πάνω ακύρωση της προοπτικής οποιασδήποτε νόμιμης (άοπλης) δράσης, οι διαφωνίες στο εσωτερικό των κινημάτων και οι αλλαγές της ηγεσίας, η διαφοροποίηση της εσωτερικής σύστασης των οργανώσεων –όπως η «ιθαγενοποίηση» του στρατού των Ζαπατίστας από τη δεκαετία του ’90 και εξής-, η «μακρά διάρκεια» της ιδεολογικής στράτευσης σε μια συγκεκριμένη στρατηγική –ή η απουσία της- τίθενται στο προσκήνιο και αναλύεται η διαλεκτική τους σχέση με τις πολιτικές επιλογές που καθορίζουν κάθε φορά τον «δρόμο» που θα ακολουθηθεί.
Αυτή η εις βάθος ανάλυση, η ζωτική περιήγηση στον «γαλαξία» θεωρίας και πράξης που συγκρότησε τα λατινοαμερικάνικα κινήματα, δεν μπορεί παρά να φέρνει αυθόρμητα τον ενεργό αναγνώστη «πίσω» στον δικό του χρονότοπο πολιτικής συγκυρίας και δράσης αναμοχλεύοντας κρίσιμα ερωτήματα. Για παράδειγμα, η από το 1993 και μετά «ιθαγενοποίηση» του EZLN που έφερε μεγάλες αλλαγές –και νίκες- στην τακτική και την στρατηγική του κινήματος θα μπορούσε να είναι «διδακτική» για τις πολιτικές οργανώσεις της ελληνικής Αριστεράς; Σε ποιο βαθμό σήμερα έχουν αποφασιστικό λόγο στις τελευταίες άτομα από τη νέανεργατική τάξη της πόλης ή της υπαίθρου και οι κοινότητες των μεταναστών εργατών; Η πρωτοκαθεδρία των αυτοχθόνων ιθαγενών και εργατών –με τους λευκούς αριστερούς διανοούμενους να ακολουθούν σε δεύτερη θέση- στους εκλογικούς καταλόγους του ΜΑS στη Βολιβία έχει να μας πει κάτι για τον τρόπο που διεξάγεται η κοινοβουλευτική πάλη;
Πολύ ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει επίσης η παρουσίαση που γίνεται από τον συγγραφέα της πολιτικής παιδαγωγικής προσπάθειας που λάμβανε χώρα στο εσωτερικό των Ζαπατίστας. Ενδεικτική είναι η μαρτυρία που του παραχωρήθηκε από έναν από τους αγωνιστές που αναφέρεται στο κείμενο ως «Frank». Θεωρώντας πως η εκπαιδευτική εμπειρία του Frank από το Μεξικό έχει μεγάλη εκπαιδευτική σημασία για εμάς εδώ στην Ελλάδα και για τον τρόπο που έχουμε συνηθίσει να αναγνωρίζουμε την πολιτική δράση και στράτευση, θα κλείσουμε αυτό το σημείωμα με τα λόγια του;
«[…]επειδή όμως έπρεπε και να δουλεύουμε, και μάλιστα αδήλωτοι και ανασφάλιστοι, δουλεύαμε τη μέρα και διαβάζαμε τη νύχτα[…] Μας καλούσαν στο κρησφύγετο και μας έκαναν μαθήματα. Ήταν μια εποχή πλούσια σε νέες γνώσεις. Μας διαμόρφωσαν, και είμαστε ευγνώμονες στις Δυνάμεις (FLN) για αυτό, για τη μεθοδική τους διδασκαλία, που μας ξεκαθάρισαν τα πράγματα στο μυαλό. Ήταν όμως και επίπονο και εντατικό για μας, γιατί δεν είχαμε ακαδημαϊκή εκπαίδευση –ήταν αδύνατο με το περιορισμένο λεξιλόγιο που είχαμε τότε. Χρειαζόταν πειθαρχία, ενώ υπήρχαν και πρακτικές ασκήσεις.[…] Στη διάρκεια της εκπαίδευσης, και για να αποδείξουμε την αξία μας, μας ανέθεταν μικροδουλειές, να μεταφέρουμε μηνύματα, να κάνουμε εργασίες. Δεν επιτρεπόταν να μιλήσεις σε κανένα, να πιεις αλκοόλ… (προσπαθούσαν να διαπιστώσουν) αν ήσουν χαβαλετζής, αν ήσουν κουτσομπόλης. Υπήρχαν τιμωρίες, όπως ο περιορισμός της συμμετοχής. Μέσα σε 8-9 μήνες ήμασταν ερωτευμένοι με την επανάσταση[…]».
Αναδημοσίευση από το Κοσμοδρόμιο