του Αντώνη Αναστασόπουλου
Και ξαφνικά γέμισαν τα social και τα παραδοσιακά media με φωτογραφίες από τη Νέα Σμύρνη, στίχους ενός σχεδόν 40άρη ράπερ από τη Θεσσαλονίκη και αναλύσεις για το «φαινόμενο».
Τι δουλειά έχει ένας «ποιητής του περιθωρίου» από τη… Σαλούγκα, στα πρωτοσέλιδα εφημερίδων που διαβάζονται από ηλικιωμένους δεξιούς συνοδεία ελληνικού καφέ και μπεζέδων σε παραδοσιακό ζαχαροπλαστείο στα Βόρεια Προάστια; «Για τις φυλλάδες είμαι απλά ένα προϊόν/ ο πόνος των φτωχών γίνεται η τέχνη των αστών». Και από την άλλη για κάποιους που βρέθηκαν εκεί, γιατί η ίδια συναυλία λογίζεται κάτι σαν μικρή επανάσταση;
Πολιτική σημασία μπορεί κανείς να βρει παντού. Το μέγεθος που της αποδίδει όμως πιθανότατα συνδέεται με την ανάγκη του να νιώσει συμμέτοχος σε σπουδαία πολιτικά γεγονότα. Και όταν δυσκολεύεται για αντικειμενικούς ή λιγότερα αντικειμενικούς λόγους να συμμετέχει σ’ αυτά, βαφτίζει τέτοια όσα του είναι πιο εύκολο να συμμετέχει.
«Φαινόμενο» ναι, «επανάσταση» όχι. Πώς γεμίζει ένα ολόκληρο ποδοσφαιρικό γήπεδο ένας τύπος που δεν λέει (κυρίως) για έρωτες, για γκάνια ή ντρόγκια; «Πώς κερδίζει ενώ λέει τα ίδια; μεταξύ μας δεν νικιέται η αλήθεια». Αυτή είναι η αλήθεια, η δική του και ενός μεγάλου κομματιού της νεολαίας (και όχι μόνο) της πρωταθλήτριας χώρας στην ΕΕ σε νεανική ανεργία. Της γενιάς που δεν έφυγε ποτέ από το πατρικό της γιατί όσο μεγάλωνε, οι μισθοί θύμιζαν επίδομα και τα νοίκια τιμές αγοράς οικοπέδου. Τον λένε «ποιητή του περιθωρίου» και ευχαριστεί για το εγκώμιο, γιατί «ποτέ στη ζωή μου δεν ήμουν ποιητής, όμως ξέρω από περιθώριο».
Και τελικά για ποιους ραπάρει (μπρο); «Ραπάρω για όσους δεν ραπάρουν καλά/ μα έχουν τόσα και τόσα να πούνε/ κι αυτοί μ’ ακούνε γιατί όσα ζούνε/ τα έχω ραπάρει πριν καν μου τα πούνε». Οι απαντήσεις είναι στην πραγματικότητα εκεί. Δεν χρειάζεται ούτε μεγαλοποίηση, ούτε υποτίμηση.
Υπόρρητα, αλλά σαφώς, ο ΛΕΞ μπαίνει στη συνείδησή αρκετών σε αντιπαράθεση με τους τράπερς, το κοινό των οποίων φθίνει όσο «σβήνει» κεράκια. Και αυτό γιατί το «αμερικάνικο όνειρο» της ατομικής λύσης και της κοινωνικής ανέλιξης μπορεί να πουλάει στις ΗΠΑ στηριγμένο σε εξαιρέσεις που παρουσιάζονται σαν κανόνας, στην Ελλάδα όμως μοιάζει λίγο με την κονσόλα του δύσμοιρου DJ στα Mad Awards. Δεν υπάρχει.
«Ζητάνε να κάνω τον κόσμο καλύτερο/ είπα δεν τ’ αναλαμβάνω/ κρατάς μυστικό;/ δεν ξέρω πώς να το κάνω». Και δεν ξέρουν – πιθανότατα – και οι περισσότεροι απ’ όσους βρέθηκαν στο τεραίν και τις κερκίδες της Νέας Σμύρνης. Αλλά ασφυκτιούν στην πραγματικότητά τους. «Ζούνε τον έρωτα σε νοικιασμένα σπίτια/ έχουν κομμένα ρεύματα κι απλήρωτα ενοίκια/ μικρά δωμάτια και όνειρα τεράστια/ μίσος σαν τα γαλλικά προάστια». Μίσος που ίσως δεν γνωρίζουν πού να διοχετεύσουν. Γιατί η γενιά της κρίσης δεν γνώρισε νίκες για να την καθοδηγήσουν, μόνο ελπίδες και συνεπακόλουθες ματαιώσεις.
Ίσως η γενιά δεν είχε τα εργαλεία ή τα ερεθίσματα και τον χρόνο για να τα ψάξει ώστε να ερμηνεύσει τον κόσμο. Σίγουρα όμως είχε αρκετά βιώματα και εμπειρίες για να απορρίψει αυτό το οικοδόμημα που την καταπιέζει. Όπως οι προμαρξικοί φιλόσοφοι, έτσι και ο ποιητής ερμηνεύει τον κόσμο χωρίς να γνωρίζει πώς να τον αλλάξει. Και τον ερμηνεύει με όρους προσιτούς, κατανοητούς με βάση τα βιώματά μας. «Το μόνο χρέος μας είναι η αλήθεια/ μέσα απ’ τα χρεωμένα μας σπίτια/ είμαστε όλοι καταδικασμένοι/ αν η ασχήμια μας γίνει συνήθεια». Τον εξηγεί με «μαύρη μουσική χωρίς nigga και bitch/ μαύρη, προτού το μαύρο να γίνει κιτς». Αλλά δεν ξέρει όπως κι οι περισσότεροι από εκείνους που τον ακούνε πώς να φτιάξει έναν άλλον: «Ολόκληρη η πόλη στην πλάτη μας/ τα φτιάξαμε όλα μονάχοι μας/ Και ίσως τα καίγαμε, / αν ξέραμε σίγουρα τι θα γεννήσουν οι στάχτες μας».
Τη λύση σ’ αυτό δεν θα τη δώσει ένας καλλιτέχνης ή μια συναυλία, κανένας δεν έχει απαίτηση για κάτι τέτοιο. Θα την δώσουν τα παιδιά της κερκίδας που θα καταλάβουν το γήπεδο και θα… παίξουν μπάλα. Η τέχνη – η γειωμένη τουλάχιστον- θα αποτυπώσει τότε σε μεγαλύτερες συναυλίες με ακόμα μεγαλύτερο πάθος το προϊόν αυτής της κίνησης. Με στίχους σαν κι αυτόν ίσως «Κάποτε τ’ αφεντικά μας γελούσανε με τ’ ονειρά μας. θυμάσαι που στο ‘πα αδερφούλη μια μέρα όλα θα γίνουν δικά μας».
Και αυτή η εξέλιξη είναι αναπόφευκτη. Dura ΛΕΞ, sed ΛΕΞ.
Αναδημοσίευση από το dikaiologitika.gr