Οι σοσιαλιστικές επαναστάσεις του 20ού αιώνα. Λαϊκές δημοκρατίες και εγχειρήματα μετάβασης στον σοσιαλισμό στον 21ό αιώνα. Με το βλέμμα στην ανασυγκρότηση του κομμουνιστικού κινήματος στη χώρα μας.

 

του Διονύση Περδίκη

 

 

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

Οι σοσιαλιστικές επαναστάσεις του 20ού αιώνα.

Ανατροπή του σοσιαλισμού του 20ού αιώνα στην ανατολική Ευρώπη και στην ΕΣΣΔ.

Λαϊκές δημοκρατίες και εγχειρήματα μετάβασης στον σοσιαλισμό στον 21ο αιώνα.

Με το βλέμμα στην ανασυγκρότηση του κομμουνιστικού κινήματος στη χώρα μας.

 

 

Οι σοσιαλιστικές επαναστάσεις του 20ού αιώνα.

Η Οκτωβριανή επανάσταση στη Ρωσία το 1917 και οι αντιιμπεριαλιστικές, αντιαποικιακές και σοσιαλιστικές επαναστάσεις που ακολούθησαν στην ανατολική Ευρώπη, στην Κίνα, στο Βιετνάμ, στο Λάος, στην Κορέα και στην Κούβα σήμαναν την έναρξη της ιστορικής περιόδου επαναστατικής ανατροπής του ιμπεριαλιστικού καπιταλισμού και μετάβασης στον σοσιαλισμό, ως πρώτο στάδιο της κομμουνιστικής κοινωνίας.

Οι επαναστάσεις αυτές

(α) εγκαθίδρυσαν εργατο-αγροτικές εξουσίες, υπό τον πολιτικό έλεγχο κομμουνιστικών κομμάτων,

(β) κοινωνικοποίησαν με την τυπική μορφή της κρατικοποίησης – κατ’ ελάχιστον και με δυναμικές παραλλαγές και διαβαθμίσεις στην ιστορική εξέλιξή τους – τα βασικά και συγκεντρωμένα μέσα παραγωγής, συμπεριλαμβανομένων της γης και των υπόλοιπων φυσικών πόρων, αλλά και των κύριων κοινωνικών (τεχνολογικών) πόρων. Κατ’ αυτόν τον τρόπο,

(γ) επέβαλαν τρόπους παραγωγής και ανάπτυξης που έπαψαν να βασίζονται κυρίαρχα στην ιδιωτική ιδιοκτησία και έλεγχο των μέσων παραγωγής, αλλά, αντίθετα, στον συλλογικό, κοινωνικό έλεγχο και στον κεντρικό, συνειδητό, σχεδιασμό, κυρίως μέσω του κράτους, και

(δ) με αυξημένη ανεξαρτησία από τον ιμπεριαλισμό.

Με αυτόν τον τρόπο αναδείχθηκε ως βασική, κοινωνική αντίθεση στο εσωτερικό τους μια αντίθεση εσωτερική της εργασίας, αυτή

  • της δημιουργικής, επιτελικής, κυρίαρχα διανοητικής εργασίας με σχεδιοποιητικό και οργανωτικό ρόλο στην παραγωγή και γενικότερη, κοινωνική αναπαραγωγή,
  • έναντι της εκτελεστικής, επαναλαμβανόμενης, περισσότερο χειρωνακτικής εργασίας.

Η βασική αντίθεση εκδηλώνεται κυρίαρχα ως αντίθεση μεταξύ του διευθυντικού, κομματικού ή κρατικού, σε κάποιον βαθμό γραφειοκρατικοποιημένου, στρώματος, και των άμεσα παραγωγικών εργαζομένων.

Επιμέρους δευτερεύουσες αντιθέσεις κληρονομήθηκαν από το ιστορικό (προ)καπιταλιστικό παρελθόν των χωρών αυτών, όπως η αντίθεση μεταξύ της βιομηχανικής ανάπτυξης με επίκεντρο τις πόλεις και την εργατική τάξη από τη μια, και της αγροτοκτηνοτροφικής παραγωγής της υπαίθρου και των αντίστοιχων τάξεων από την άλλη, αλλά και οι εθνικές αντιθέσεις και ανταγωνισμοί μεταξύ των χωρών αυτών που δίχασαν το διεθνές κομμουνιστικό κίνημα (π.χ. σχίσμα ΕΣΣΔ και Λ.Δ. Κίνας) και οδήγησαν μέχρι και σε πολεμικές συγκρούσεις (π.χ. Λ.Δ. Κίνας – Λ.Δ. Βιετνάμ).

Ταυτόχρονα, οι χώρες αυτές, σε όλη τη διάρκεια της ιστορίας τους, στον έναν ή στον άλλο βαθμό

(α) διατηρούσαν ή και επανεισήγαγαν εμπορευματοχρηματικές ή και καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής, ως υποταγμένες στην κοινωνική, κρατική ιδιοκτησία, ενώ

(β) συμμετείχαν και στη διεθνή αγορά, στην οποία κυριαρχούσε πάντα ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής και, μάλιστα, κυρίαρχη ιστορική τάση αποτελούσε η ιμπεριαλιστική διεθνοποίηση του κεφαλαίου.

Έτσι, οι ως άνω αντιθέσεις αλληλεπιδρούσαν πάντα με την αντίθεση κεφάλαιο – εργασία.

Συνολικά, όλες αυτές οι αντιθέσεις συγκλίνουν στην κοινή συνισταμένη μιας κυρίαρχης αντίθεσης, η οποία θέτει

  • στον έναν πόλο το προχώρημα του κοινωνικού χαρακτήρα της παραγωγής από την τυπική κοινωνικοποίηση στην πραγματική, υπό τον ουσιαστικό, δημοκρατικό, επιστημονικό έλεγχό της από το σύνολο των εργαζομένων και προς όφελος του συνόλου της κοινωνίας,
  • επιμέρους πλευρά και όρος της οποίας είναι η εξάπλωση και νίκη της σοσιαλιστικής επανάστασης εις βάρος του ιμπεριαλιστικού καπιταλισμού στο σύνολο του κόσμου, ως αναγκαία προϋπόθεση και για τη σταδιακή άρση των υπόλοιπων κοινωνικών αντιθέσεων και τη συνεπαγόμενη “απονέκρωση” του κράτους,
  • και στον άλλο πόλο την αντεπαναστατική επιστροφή στις καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής, που σημαίνει και την εθνική υποτέλεια στις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις.

Η άρση της αντίθεσης αυτής από τη σκοπιά της παγκόσμιας νίκης της σοσιαλιστικης επανάστασης και της οικοδόμησης του σοσιαλισμού έθεσε και θέτει θεωρητικά και στρατηγικά προβλήματα στο διεθνές κομμουνιστικό κίνημα που ακόμη και σήμερα παραμένουν σε μεγάλο βαθμό άλυτα και αποτελούν την κύρια αιτία για την ιστορική, στρατηγική κρίση που το ταλανίζει. Σημαντικές πλευρές αυτών των προβλημάτων είναι:

(α) H θεωρητική αντίληψη της διαλεκτικής παραγωγικών δυνάμεων και σχέσεων και η συνειδητή αντεπίδραση σε αυτήν, ώστε αυτή να συγκλίνει στη διαμόρφωση της κοινωνίας ως ένα ενοποιημένο, συλλογικό υποκείμενο που καθίσταται ικανό να οργανώσει την παραγωγή και την κοινωνική ζωή – όσο το δυνατόν σε κάθε ιστορική συγκυρία – πιο συνειδητά. επιστημονικά και δημοκρατικά, ενώ ταυτόχρονα συμμετέχει στην παγκόσμια διαπάλη με τις δυνάμεις της καπιταλιστικής παλινόρθωσης και της υποταγής στον ιμπεριαλισμό, με δεδομένο, μάλιστα, ότι όλες αυτές οι επαναστάσεις έγιναν σε χώρες σχετικά υποανάπτυκτες, σε σύγκριση με τις ιμπεριαλιστικές χώρες.

(β) H περιοδολόγηση της ιστορικής μετάβασης που εκκινεί από τη νίκη της σοσιαλιστικής επανάστασης σε μια μικρότερη ή μεγαλύτερη ομάδα χωρών, μέχρι και την τελική, παγκόσμια νίκη του σοσιαλισμού και την προσέγγιση στον κομμουνισμό.

(γ) Η αλληλεπίδραση αυτής της διαδικασίας με τις εθνικοαπελευθερωτικές, αντιαποικιακές και αντιιμπεριαλιστικές, επαναστατικές διαδικασίες.

(δ) Ο ρόλος – θετικός ή αρνητικός σε κάθε ιστορική περίπτωση και συγκυρία – που παίζουν οι εμπορευματοχρηματικές ή και καπιταλιστικές παραγωγικές σχέσεις (βλ. π.χ. εδώ κι εδώ), ιδιαίτερα κατά τα αρχικά στάδια της ιστορικής αυτής μετάβασης.

(ε) Οι μορφές κοινωνικής, πολιτικής και κρατικής οργάνωσης και η σχέση τους με το κομμουνιστικό κόμμα, ως προς τον προωθητικό ρόλο που μπορούν να παίξουν σε κάθε φάση της μετάβασης αυτής, ή, αντίθετα, ως προς τη γραφειοκρατικοποίησή τους και τον δυνητικά αντεπαναστατικό τους ρόλο.

Οι εσωτερικές και εξωτερικές κοινωνικές αντιθέσεις των χωρών αυτών εκδηλώθηκαν με τη μορφή του πολέμου, του παγκόσμιου αλλά και του εμφυλίου, και, γενικότερα, ως ιδιαίτερα έντονες, έως και σκληρές, βίαιες συγκρούσεις μεταξύ των επιμέρους τάξεων ή κοινωνικών στρωμάτων, έως και στο εσωτερικό του κράτους και των κομμουνιστικών κομμάτων. Οι τελευταίες αφορούν καταστάσεις που άσχετα από το κατά πόσο θα μπορούσαν να αποφευχθούν, έστω ως προς τις πιο βίαιες εκδηλώσεις τους, σε κάθε περίπτωση αποτελούν όψεις της ιστορίας του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος ως προς τις οποίες στεκόμαστε με (αυτο)κριτικό τρόπο.

Η ιστορία απέδειξε με αυτόν τον σκληρό τρόπο ότι η κατάκτηση της εξουσίας από τις υποτελείς τάξεις δεν ταυτίζεται λογικά και ιστορικά με την κατάργηση κάθε είδους ατομικής ιδιοκτησίας, ούτε μια τέτοια κατάργηση ταυτίζεται με την άρση κάθε κοινωνικού καταμερισμού εργασίας που έχει και τεχνική βάση ή, συνολικά, κάθε είδους κοινωνικού ανταγωνισμού ή πρακτικής εκμετάλλευσης και καταπίεσης ανθρώπου από άνθρωπο, πόσο μάλλον σε ένα διεθνές περιβάλλον κυριαρχίας του ιμπεριαλιστικού κεφαλαίου. Μάλιστα, θα λέγαμε ότι το ξέσπασμα και η νίκη των εν λόγω επαναστάσεων οδήγησε σε μια όξυνση και αναβάθμιση της ταξικής πάλης, δίνοντάς της και τον χαρακτήρα της διακρατικής διαπάλης και του (παγκόσμιου) πολέμου.

Σε κάθε περίπτωση, εναλλακτικές προσεγγίσεις που εμφανίστηκαν ιστορικά στο κομμουνιστικό κίνημα, και εν μέρει κυριάρχησαν στις χώρες που είναι ενσωματωμένες στη στρατηγική του ιμπεριαλισμού (στις λεγόμενες χώρες της/του ιμπεριαλιστικής/ού “Δύσης”/”Βορρά”) και οι οποίες αντιμετωπίζουν με δογματικό, απλουστευτικό τρόπο την πολυπλοκότητα και τις αντιφάσεις -τόσο εσωτερικές όσο και εξωτερικές- αυτής της ιστορικής διαδικασίας, αναφερόμενες σε “κρατικό καπιταλισμό” ή “ανέκδοτα/πρωτότυπα/γραφειοκρατικοποιημένα εκμεταλλευτικά συστήματα”, αν και περιέχουν σημαντικές επιμέρους κριτικές παρατηρήσεις και προτάσεις, δεν πρόσφεραν μετά από αρκετές δεκαετίες μια ολοκληρωμένη, κριτική θεώρηση της ιστορικής εμπειρίας του σοσιαλισμού του 20ού αιώνα που να βασίζεται με επιστημονικό τρόπο στην εμπειρία αυτή και να λειτουργεί προωθητικά για το διεθνές κομμουνιστικό κίνημα.

Σε κάθε περίπτωση, υπερασπιζόμαστε τα επιτεύγματα των επαναστάσεων του 20ού αιώνα και των λαϊκών δημοκρατιών στον 21ο αιώνα, όπως

(α) την απόδειξη στην πράξη ότι οι υποτελείς τάξεις μπορούν να επαναστατήσουν και να εγκαθιδρύσουν τη δική τους εξουσία,

(β)  την αποτίναξη του αποικιακού και ιμπεριαλιστικού ζυγού σε ένα μεγάλο μέρος του κόσμου, όπου νίκησαν οι επαναστάσεις αυτές,

(γ) την ενίσχυση των ανά τον κόσμο αντιιμπεριαλιστικών και αντιαποικιακών κινημάτων,

(δ) την εθνικά, ανεξάρτητη, αυτόκεντρη ανάπτυξη, ιδιαίτερα ταχύρρυθμη κατά τόπους και ιστορικές περιόδους, που δεν βασίζεται στην εκμετάλλευση άλλων λαών και χωρών,

(ε) τις κατακτήσεις για τις εργαζόμενες, λαϊκές τάξεις που συγκρίνονται ή και ξεπερνούν -επίσης κατά τόπους και ιστορικές περιόδους- αυτές που παρατηρήθηκαν/παρατηρούνται στις ανεπτυγμένες, ιμπεριαλιστικές χώρες,

(στ) την ενίσχυση των εργατικών και λαϊκών κινημάτων για τέτοιες κατακτήσεις, αλλά και συνολικά για ειρήνη, δημοκρατία, ενάντια στον ιμπεριαλιστικό πόλεμο, για τον πυρηνικό αφοπλισμό κ.ο.κ. σε όλο τον κόσμο,

(ζ) την πρόοδο σε θέματα διακρίσεων και αντιθέσεων εθνικιστικών, φυλετικών (ενάντια στον ρατσισμό) και φύλου (θέση και ρόλος της γυναίκας στην παραγωγή και στην κοινωνία),

(η) την αντιφασιστική νίκη κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο στην οποία πρωταγωνίστησαν από όλες τις απόψεις (συμπεριλαμβανομένου του φόρου αίματος και των κάθε είδους καταστροφών) τόσο η ΕΣΣΔ όσο και ο κινεζικός λαός, ο οποίος αμέσως μετά έφερε εις πέρας την κινεζική επανάσταση,

(θ) την ανάπτυξη του εργατικού και λαϊκού πολιτισμού.

 

Ανατροπή του σοσιαλισμού του 20ού αιώνα στην ανατολική Ευρώπη και στην ΕΣΣΔ.

Στην ΕΣΣΔ και στην ανατολική Ευρώπη η ιστορική, μεταβατική αυτή διαδικασία ολοκληρώθηκε με νίκη της αντεπανάστασης (ως ιστορικό όρο, άσχετα με το κατά πόσο ασκήθηκε πολιτική βία κατά τη μετάβαση) λίγο πριν το τέλος του 20ού αιώνα, υπό το βάρος τόσο των εσωτερικών αντιθέσεων όσο και της εξωτερικής, ανταγωνιστικής πίεσης του ιμπεριαλισμού. Υποκείμενο της αντεπανάστασης αποτέλεσε η συμμαχία μέρους της κρατικής και κομματικής γραφειοκρατίας με την αναδυόμενη αστική τάξη, τόσο της επίσημης, όσο και της άτυπης (“μαύρης”) οικονομίας, σε συνεννόηση και διάλογο με τις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις. Η αντεπανάσταση αποτέλεσε την κατάληξη μιας χρόνιας διαδικασίας κλιμάκωσης των αδιεξόδων της σοσιαλιστικής διεύθυνσης της παραγωγής και ανεπιτυχών προσπαθειών άρσης τους μέσω της εισαγωγής και εξάπλωσης εμπορευματοχρηματικών και καπιταλιστικών σχέσεων. Επιπλέον, η επιστροφή των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής έγινε με όρους υποταγής στον ιμπεριαλισμό (βλ. τον κατακερματισμό της ΕΣΣΔ παρόλη την αντίθεση του σοβιετικού λαού όπως αυτή εκδηλώθηκε στα σχετικά δημοψηφίσματα, όπως και τη διάλυση του Συμφώνου της Βαρσοβίας).

Η αντεπανάσταση δεν έχει ολοκληρωθεί σε απόλυτο βαθμό στη Ρωσία με την έννοια ότι (α) η νεοπαγής αστική της τάξη Ρωσίας δεν έχει σταθεροποιηθεί στην εξουσία με αυτοδύναμο τρόπο, αλλά χαρακτηρίζεται από έντονο παρασιτισμό (εις βάρος του φυσικού πλούτου και της πρώην κρατικής περιουσίας) και εξάρτηση από τις σχέσεις της με τις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις (και βασικούς αγοραστές των ρωσικών εξαγωγών μέχρι πρόσφατα), (β) εξ’ ου και η ρωσική οικονομία κυριαρχείται από το στρατιωτικο-βιομηχανικο-ενεργειακό σύμπλεγμα, του οποίου η ιδιοκτησία παραμένει πλειοψηφικά στο κράτος, (γ) ενώ η – πλέον και στρατιωτική – αντιπαράθεση με τις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις επιβάλλει μορφές συλλογικής διεύθυνσης τύπου “πολεμικής οικονομίας”, (δ) την ίδια ώρα που αυξάνονται η αντίθεση με τον ιμπεριαλισμό και η νοσταλγία του σοσιαλιστικού παρελθόντος ή οι αναφορές στην αντιφασιστική νίκη των λαών ως κυρίαρχες συνιστώσες της κοινωνικής συνείδησης. Σε έναν αυξημένο βαθμό αυτά ισχύουν και για τη Λευκορωσία.

 

Λαϊκές δημοκρατίες και εγχειρήματα μετάβασης στον σοσιαλισμό στον 21ο αιώνα.

Αντίθετα, στις Λαϊκές και Σοσιαλιστικές Δημοκρατίες της νοτιοανατολικής Ασίας, και κυρίως στη Λ.Δ. της Κίνας, η διαδικασία αυτή εξακολουθεί να βρίσκεται σε εξέλιξη, χωρίς να μπορεί να προβλεφθεί η κατάληξή της.

Η Λ.Δ. της Κίνας έχει έναν πρωταγωνιστικό ρόλο, τόσο ανάμεσα στις χώρες αυτές, όσο και, συνολικότερα, ανάμεσα στις αναπτυσσόμενες χώρες του κόσμου, πρώην αποικίες, αλλά, πλέον, και ως ανερχόμενη παγκόσμια δύναμη, δυνητικά ανταγωνιστική των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων ως προς την τεχνολογία, την οικονομία, τη διεθνή πολιτική και τη στρατιωτική ισχύ. Είναι σημαντικό να τονιστεί ότι η ανάπτυξη και ισχυροποίηση της Λ.Δ. της Κίνας έχει επιτευχθεί χωρίς να βασιστεί στην εκμετάλλευση άλλων λαών, εθνών ή χωρών, με μοναδικό τέτοιο προηγούμενο στην ανθρώπινη ιστορία την αντίστοιχη ανάπτυξη της ΕΣΣΔ κατά περιόδους του 20ού αιώνα. Η ανάπτυξη αυτή συνοδεύεται με ταχύρρυθμη βελτίωση του βιοτικού επιπέδου του κινεζικού λαού, ο οποίος μέχρι και πριν λίγες δεκαετίες υπέφερε μαζικά από τη φτώχεια, αν και η βελτίωση αυτή συμβαδίζει με μεγάλη αύξηση των κάθε είδους κοινωνικών και περιφερειακών ανισοτήτων.

Σημαντικός σταθμός στην ανάπτυξη αυτή, χωρίς να υποτιμάται η ως τότε ιστορία της, αποτέλεσε η ευρεία επανεισαγωγή των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής που φαίνεται να εξυπηρετεί σκοπούς όπως

(α) τη χρήση του “νόμου της αξίας” για την αποδοτικότερη κατανομή των μέσων παραγωγής και της εργασιακής δύναμης,

(β) τη χρήση του κινήτρου του κέρδους για την ανάπτυξη της τεχνολογικής καινοτομίας και την άμεση εφαρμογή της στην παραγωγή,

(γ) τις χρηματικές απολαβές ως κίνητρο αύξησης της ατομικής εργασιακής απόδοσης,

(δ) το σπάσιμο της απομόνωσης και την ένταξη στη διεθνή αγορά,

(ε) την προσέλκυση άμεσων, ξένων, παραγωγικών επενδύσεων, και μαζί με αυτές, τη μεταφορά τεχνογνωσίας προς ενίσχυση της εγχώριας ανάπτυξης,

(στ) την εξωστρεφή ανάπτυξη με διαμόρφωση εμπορικών και άλλων οικονομικών δεσμών, κυρίως με τις υπόλοιπες αναπτυσσόμενες χώρες του κόσμου, κατά πλειοψηφία καπιταλιστικές και υπό τον έλεγχο του ιμπεριαλισμού.

Ωστόσο, η ανάπτυξη των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής, άρα και εκμετάλλευσης, αντεπιδρά στην κοινωνική συνείδηση της εργατικής τάξης και του λαού, και, μαζί με την ανάπτυξη της ίδιας της αστικής τάξης, συγκροτούν ένα, φύσει και θέσει, αντεπαναστατικό κοινωνικο-ταξικό υποκείμενο.

Η διαδικασία αυτή παραμένει – προς το παρόν – υπό τον έλεγχο του κρατικού, κεντρικού σχεδιασμού και τον πολιτικό έλεγχο του ΚΚ Κίνας χάρις

(α) στην κυριαρχία των (ημι)κρατικών μορφών ιδιοκτησίας και ελέγχου των μέσων παραγωγής, συμπεριλαμβανομένων των συνεταιριστικών (βλ. το παράδειγμα της Huawei), ιδιαίτερα των πιο βασικών, στρατηγικών και συγκεντρωμένων (ενέργεια, βαριά βιομηχανία, τράπεζες, μεταφορές, ηλεκτρονικά και νέες τεχνολογίες, αυτοκινητοβιομηχανία κ.ο.κ.),

(β) στον έμμεσο έλεγχο και του ιδιωτικού τομέα, μέσω του συνδυασμού των συμμετοχών των κρατικών επιχειρήσεων στη μετοχική ιδιοκτησία των ιδιωτικών επιχειρήσεων με τον εργατικό έλεγχο επιτροπών εργαζομένων, πρακτικά μελών του ΚΚ Κίνας,

(γ) στην κρατική ιδιοκτησία στη γη, στους φυσικούς και κοινωνικούς (τεχνολογικούς· π.χ. “πνευματική ιδιοκτησία”) πόρους που έχουν έναν μονοπωλιακό χαρακτήρα, και

(δ) στον πολιτικό αγώνα του ΚΚ Κίνας για την ανάπτυξη της σοσιαλιστικής, αντιιμπεριαλιστικής και πατριωτικής συνείδησης.

Εν τέλει, η ανάπτυξη και οι επενδύσεις υποτάσσονται στους εθνικούς στόχους (π.χ. πενταετή πλάνα) του στρατηγικού σχεδιασμού του κράτους, υπό τον έλεγχο του ΚΚ Κίνας, και όχι στο κίνητρο του (μονοπωλιακού υπερ)κέρδους, όπως συμβαίνει στις καπιταλιστικές χώρες.

Μάλιστα, φαίνεται να υπάρχουν ενδείξεις αντιστροφής της ανάπτυξης των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής μετά τις αλλεπάλληλες καπιταλιστικές κρίσεις (2007, πανδημία κορωνοϊού), οι οποίες είχαν επιπτώσεις και στο εσωτερικό της ΛΔ της Κίνας λόγω της έκθεσης στη διεθνή αγορά και της εγχώριας ανάπτυξης μορφών πλασματικού κεφαλαίου, και την ένταση της ιμπεριαλιστικής επίθεσης, κυρίως με τη μορφή του εμπορικού πολέμου.

Συνολικά, πρόκειται για μια εξαιρετικά αντιφατική διαδικασία, με τις αντιφάσεις να αντανακλώνται και εντός του ΚΚ Κίνας. Ως προς αυτό, αποτελεί ανησυχητική εξέλιξη η εγγραφή μελών από την αστική τάξη εδώ και κάποια χρόνια.

Αντίστοιχες διαδικασίες συμβαίνουν στον έναν ή στον άλλο βαθμό και στις υπόλοιπες λαϊκές και σοσιαλιστικές δημοκρατίες της Ασίας, επηρεασμένες από το – με θετικό πρόσημο – παράδειγμα της Λ.Δ. της Κίνας, όπως και στη Δημοκρατία της Κούβας, ενώ αναπτύσσονται περαιτέρω και οι μεταξύ τους σχέσεις. Αναφερόμαστε σε θετικό πρόσημο, με την έννοια (α) της ανακοπής της νίκης της αντεπανάστασης και της αποτροπής υποταγής στον ιμπεριαλισμό μέσω της σχετικής σταθεροποίησης της εξουσίας των κομμουνιστικών κομμάτων και (β) της οικονομικής προόδου που βελτιώνει το βιοτικό επίπεδο των λαών αυτών μέσω μιας εθνικά ανεξάρτητης και αυτόκεντρης ανάπτυξης.

Η βιασύνη να αποδοθεί η πρόοδος αυτή σε κάποια ήδη συντελεσμένη και ολοκληρωμένη καπιταλιστική παλινόρθωση προσφέρει επιχειρήματα στην προπαγάνδα της αστικής τάξης, εμφανίζοντας τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής, έστω στην υποτιθέμενη εκδοχή των λαϊκών αυτών δημοκρατιών, ως αν να έχει προοδευτικό, ιστορικό ρόλο, ακόμη και στη σημερινή εποχή, ιδιαίτερα για τις αναπτυσσόμενες χώρες του κόσμου. Επιπλέον αντιφάσκει με την άποψη ότι η εθνικά ανεξάρτητη και αυτόκεντρη ανάπτυξη, όταν πρόκειται για καπιταλιστική ανάπτυξη, είναι κάτι αδιάφορο για τις εργατικές και λαϊκές τάξεις. Η αντίφαση αυτή γίνεται πιο έντονη στον βαθμό που οι δύο αυτές απόψεις εκπορεύονται από τις ίδιες δυνάμεις του κομμουνιστικού κινήματος και της Αριστεράς των χωρών της/του ιμπεριαλιστικής “Δύσης”/”Βορρά” που αναφέρθηκαν παραπάνω. Άλλωστε, η διαδικασία αυτή δεν μπορεί να γίνει αντιληπτή ανεξάρτητα από την αντιπαράθεση με τις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις και την προσπάθειά τους να παρεμποδίσουν την ανάπτυξη των λαϊκών και σοσιαλιστικών δημοκρατιών, να τις υποτάξουν ανατρέποντας την εξουσία των κομμουνιστικών κομμάτων ή και, στην περίπτωση της Κίνας, να τη διαμελίσουν σε μικρότερα, πιο αδύναμα και ελεγχόμενα κράτη, όπως συνέβη, εν μέρει, και με την πρώην ΕΣΣΔ.

 

Με το βλέμμα στην ανασυγκρότηση του κομμουνιστικού κινήματος στη χώρα μας.

Το ελληνικό κομμουνιστικό κίνημα ποτέ δεν είχε την εμπειρία της κατάκτησης και διαχείρισης της εξουσίας, αν εξαιρεθεί το σύντομο διάστημα της «Κυβέρνησης του Βουνού» (Πολιτικής Επιτροπής Εθνικής Απελευθέρωσης (ΠΕΕΑ)) την περίοδο της εθνικής αντίστασης στη φασιστική κατοχή. Επιπλέον, η Ελλάδα είναι μια μικρή χώρα που δεν είναι στην αιχμή της ανάπτυξης των σύγχρονων καπιταλιστικών παραγωγικών δυνάμεων και σχέσεων (παρόλο που Έλληνες επιστήμονες, μηχανικοί κ.α. κατέχουν τέτοιες ατομικές θέσεις στις ανεπτυγμένες, ιμπεριαλιστικές χώρες), ούτε, βέβαια, σε αυτή των σημερινών, αντιιμπεριαλιστικών αγώνων (παρόλο που αναδεικνύεται κατά καιρούς σε αδύναμο κρίκο του ιμπεριαλιστικού συστήματος στην νοτιοανατολική Ευρώπη). Συνολικά, κάθε άλλο παρά το ελληνικό κομμουνιστικό κίνημα βρίσκεται στην πρωτοπορία του διεθνούς αγώνα ενάντια στον ιμπεριαλισμό και για τον σοσιαλισμό, παρόλο που υπάρχουν αρκετά ισχυρά κόμματα κι οργανώσεις, ιδιαίτερα, βέβαια, το ΚΚΕ. Το αντίθετο ισχύει, θα λέγαμε ότι η ιστορική, στρατηγική κρίση του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος έχει αφήσει τα σημάδια της στο ελληνικό, κομμουνιστικό κίνημα, το οποίο, προϊόντος του χρόνου, όλο και εμφανίζει τα «συμπτώματα» της κρίσης αυτής που χαρακτηρίζουν συνολικά το κομμουνιστικό κίνημα στις χώρες του/της ιμπεριαλιστικού/ής «Βορρά»/«Δύσης».

Επομένως, δεν μπορεί η αναγκαία ανασυγκρότηση του κομμουνιστικού κινήματος στη χώρα μας να βασιστεί στη θεωρητική και ιδεολογικοπολιτική άρση της κρίσης αυτής ως τετελεσμένο γεγονός. Δεν είναι σε θέση καμία από τις επιμέρους οργανώσεις και συλλογικότητες (συνήθως ολιγομελείς), πόσο μάλλον το ΚΚΕ με τον αντιδημοκρατικό, γραφειοκρατικοποιημένο και επαγγελματοποιημένο τρόπο λειτουργίας του, να καινοτομήσουν θεωρητικά και να εφαρμόσουν πρακτικά τις όποιες θεωρητικές καινοτομίες με τρόπο που να δημιουργηθεί μια νέα στρατηγική ενότητα στο ορατό μέλλον.

Επομένως, αναγκαστικά πρέπει να θεωρήσουμε τη στρατηγική κρίση ως το περιβάλλον μέσα στο οποίο κατ’ ελάχιστον θα εκκινήσει η διαδικασία ανασυγκρότησης και δημιουργίας μεταβατικής, κομμουνιστικής οργάνωσης. Στη συνέχεια, στην πορεία μαζικοποίησης της οργάνωσης αυτής και διεύρυνσης και εμβάθυνσης της στρατηγικής, προγραμματικής συμφωνίας, θα μπορέσουν να γίνουν και βήματα στη θεωρητική και στρατηγική αντίληψη για τον κομμουνισμό, τον σοσιαλισμό και τη μετάβαση σε αυτόν.

Ούτε, φυσικά, αυτή η συζήτηση μπορεί να περιοριστεί στη «μάχη της ταμπέλας», στην οποία ολιγομελείς οργανώσεις και συλλογικότητες σκιαμαχούν για το εάν υπήρξε/υπάρχει ή όχι σοσιαλισμός στη μια ή στην άλλη χώρα, την ίδια ώρα, μάλιστα, που εκατοντάδες εκατομμύρια άνθρωποι έζησαν και ζουν, αγωνίστηκαν και αγωνίζονται, πολέμησαν και πολεμούν στις χώρες αυτές και σε ολόκληρο τον κόσμο, ακριβώς στο όνομα του σοσιαλισμού! Μόνο και μόνο λόγοι ταπεινοφροσύνης και διεθνιστικής αλληλεγγύης θα αρκούσαν για να αποκαλούνται οι χώρες αυτές όπως επιθυμούν οι λαοί αυτοί… Μάλιστα, η απόλυτη άρνηση όλων των ιστορικών ή εν εξελίξει επαναστατικών εγχειρημάτων αντικειμενικά συμπλέει με την κυρίαρχη ιδεολογία και την αντεπανάσταση…

Άλλωστε, είναι ανάγκη η συζήτηση αυτή να ξεφύγει από τη δογματική σύγκριση της θεωρίας με την ιστορική πράξη και από τις βεβαιότητες που υιοθετούν το ένα ή το άλλο «κριτήριο» για το εάν ένα κράτος είναι σοσιαλιστικό ή όχι, όπως και από τις ιδεολογικές διαμάχες των ιστορικών ρευμάτων του κομμουνιστικού κινήματος («τροτσκισμός», «σταλινισμός», «μαοϊσμός» κ.α.) και, αντίθετα, να βασιστεί στη δημιουργική ανάπτυξη («διαλεκτική άρση») του μαρξισμού – λενινισμού στη βάση της εξελισσόμενης ιστορικής πραγματικότητας.

Ωστόσο, καταθέτοντας μια αυστηρά προσωπική οπτική, από τη στιγμή που:

(α) κατακτά μια εργατολαϊκή επανάσταση την εξουσία και τη σταθεροποιεί (σχετικά πάντα),

(β) κοινωνικοποιεί τα βασικά, συγκεντρωμένα και στρατηγικά μέσα παραγωγής με την τυπική μορφή της εθνικοποίησης/κρατικοποίησης,

(γ) επιβάλλει, στον έναν ή στον άλλο βαθμό, μορφές κεντρικού σχεδιασμού της παραγωγής που κυριαρχούν έναντι του κινήτρου του κέρδους,

(δ) με πρωταγωνιστικό τον ρόλο των μαζικών, εργατολαϊκών, κοινωνικών και πολιτικών οργανώσεων, κι ιδιαίτερα του κομμουνιστικού κόμματος,

μπορούμε να πούμε ότι ξεκινάει η διαδικασία μετάβασης από τον καπιταλισμό στον σοσιαλισμό. Το από ποιο ιστορικό σημείο θα συμπεριλάβουμε τη μετάβαση αυτή στον ορισμό του «σοσιαλισμού», πιθανόν σε κάποιο αρχικό του στάδιο, και με ποια κριτήρια, είναι ασφαλώς ένα σημαντικό επιστημονικό και πολιτικό ερώτημα, αλλά όχι το σημαντικότερο.

Αν θα έπρεπε, οπωσδήποτε, να διαλέξουμε, λοιπόν, μια ταμπέλα, θα επιλέγαμε αυτή που δείχνει προς το μέλλον, τον σοσιαλισμό και τον κομμουνισμό, και όχι κάποια, π.χ. «κρατικός καπιταλισμός», που λοξοκοιτάει προς το παρελθόν και αφήνει αναπάντητα περισσότερα ερωτήματα από όσα απαντάει. Ούτε είναι δυνατόν να υπάρξει ένα άπειρο και απροσδιόριστο φάσμα «ανέκδοτων» ή «ιδιότυπων» εκμεταλλευτικών συστημάτων μεταξύ καπιταλισμού και σοσιαλισμού. Άλλωστε, η ιστορία είναι αντιφατική κίνηση, όχι στατική κατάσταση ή απλοϊκός, μηχανιστικός, μονόδρομος. Σημασία έχει ποια τάξη έχει την εξουσία και προς τα που κινείται και αυτό απαιτεί σοβαρή μελέτη για να διαγνωστεί σε κάθε συγκεκριμένη κατάσταση και ιστορική συγκυρία, χωρίς να αποκλείονται ασυνέχειες, άλματα ή/και πισωγυρίσματα.

Σε κάθε περίπτωση, αντιμετωπίζουμε την ιστορική εμπειρία, το παρόν, και το μέλλον των σοσιαλιστικών επαναστάσεων και εγχειρημάτων από θέσεις υπεράσπισής τους από την επίθεση των δυνάμεων της παλινόρθωσης του καπιταλισμού και του ιμπεριαλισμού, με πνεύμα διεθνιστικής αλληλεγγύης, αλλά και συντροφικής κριτικής, προσβλέποντας στην παγκόσμια νίκη του σοσιαλισμού, στον κομμουνισμό!

Επιδιώκουμε με ταπεινοφροσύνη τον επιστημονικό, θεωρητικό, πολιτικό διάλογο και την ανταλλαγή εμπειρίας με τα κομμουνιστικά κόμματα και αντιιμπεριαλιστικά κινήματα που διαχειρίζονται την κρατική εξουσία ή/και βρίσκονται στην πρώτη γραμμή της σύγκρουσης με τον ιμπεριαλισμό.

Ιδιαίτερα εμπνεόμαστε από τον ηρωικό αγώνα του λαού της Κούβας, μιας χώρας με πολλές ιστορικές και γεωγραφικές ομοιότητες με την Ελλάδα (παρόμοιο μέγεθος, χώρα νησιωτική, χωρίς ιδιαίτερο ορυκτό πλούτο, ενδιάμεσης, πλέον, ανάπτυξης, με εχθρικούς γείτονες να την περικυκλώνουν…). Ο λαός της Κούβας αντέχει εδώ και δεκαετίες αγωνιζόμενος με αξιοπρέπεια ενάντια στις υπονομευτικές προσπάθειες του ιμπεριαλισμού, στις παράνομες, διεθνείς κυρώσεις και το εμπάργκο, συνορεύοντας με τον πιο αδίστακτο και ισχυρό αντίπαλο, τον μεγαλύτερο εχθρό της ανθρωπότητας σύμφωνα με τα λόγια του Τσε Γκεβάρα, τον αμερικάνικο ιμπεριαλισμό!

Έτσι, μας προσφέρει ένα παράδειγμα που μπορεί να αποδειχτεί πολύ κρίσιμο για τη διαμόρφωση μιας εναλλακτικής της ιμπεριαλιστικής ΤΙΝΑ πρότασης εξουσίας για τη χώρα μας, έξω από την ΕΕ και το ΝΑΤΟ και σε σύγκρουση με τον ιμπεριαλισμό, στην κατεύθυνση του σοσιαλισμού.

Μοιραστείτε το άρθρο

1 Comment

  1. […] Πρόσφατα (19/3/2025) δημοσιεύθηκε εκτενές άρθρο στο ΠΡΙΝ με τίτλο «Ακτινογραφία του κινεζικού καπιταλισμού: Σκληρή εκμετάλλευση και ολοκληρωτισμός». Είναι το πρώτο τέτοιο κείμενο που πέφτει στην αντίληψή μας από τον χώρο του πρώην ΝΑΡ / νυν «Κομμουνιστική Απελευθέρωση» που διαπραγματεύεται τα όσα συμβαίνουν στη Λ.Δ. της Κίνας πέραν επιμέρους αναφορών στα πλαίσια άλλων θεμάτων, οι οποίες είχαν πάντα έναν ιδιαίτερα πρόχειρο χαρακτήρα. Eπομένως, μπορούμε, πλέον, να ασκήσουμε κριτική από τη δική μας σκοπιά, χωρίς να επεκταθούμε αναλυτικά ως προς τη δική μας άποψη, την οποία μπορεί κάθε ενδιαφερόμενος να βρει εδώ. […]

Comments are closed.