“Να μιλάς απαλά και να κρατάς μεγάλο ραβδί”
του Δημήτρη Καλτσώνη
καθηγητή θεωρίας κράτους και δικαίου
Πάντειο Πανεπιστήμιο*
εφημ. ΤΑ ΝΕΑ, 28/7/2021
Η πρόσφατη απόφαση του Συμβουλίου Ασφαλείας δημιούργησε κλίμα ευφορίας καθώς βρίσκεται σε θετική κατεύθυνση για την Κύπρο. Τι συμπεράσματα μπορούν να αντληθούν;
Πρώτο, η Βρετανία, σύμμαχός μας στο ΝΑΤΟ και ο πιο στενός οικονομικο-πολιτικός σύμμαχος των ΗΠΑ, είχε πάλι τον γνωστό βρώμικο ρόλο. Παρουσίασε ένα αρχικό σχέδιο απόφασης εντελώς ανώδυνο για την Τουρκία. Ας μην ξεχνάμε το αποικιοκρατικό παρελθόν της Βρετανίας και ότι διατηρεί τεραστίων διαστάσεων στρατιωτικές βάσεις στην Κύπρο. Έχει επίσης ενδιαφέρον να θυμηθούμε ότι στο παρελθόν η Βρετανία έπαιξε παρόμοιο ρόλο σε άτυπη συνέργεια με τις ΗΠΑ. Η βρετανική πλευρά εμφανιζόταν πιο αιχμηρή ενάντια στην Κύπρο ενώ στη συνέχεια οι ΗΠΑ συμμάζευαν την κατάσταση σε μια πιο ισορροπημένη εκδοχή.
Δεύτερο, οι χώρες που στήριξαν μια πιο ουσιαστική απόφαση καταδίκης ήταν η Κίνα και η Ρωσία. Αν μελετήσει κανείς προσεκτικά τις κινήσεις τους θα διαπιστώσει ότι η σθεναρή τους στάση απέτρεψε την υιοθέτηση της βρετανικής πρότασης. Οι δύο αυτές μεγάλες δυνάμεις έχουν τις δικές τους ιδιοτελείς επιδιώξεις αλλά δεν είναι προς συμφέρον τους η νομιμοποίηση βημάτων που οδηγούν στην διχοτόμηση.
Τρίτο, οι ΗΠΑ ελίσσονται στο πλαίσιο της συνολικής τους διαπραγμάτευσης με την Τουρκία. Ας μην έχει κανείς την επικίνδυνη αυταπάτη ότι οι ΗΠΑ θα πάνε μακρύτερα. Το ίδιο ισχύει για τη Γαλλία, η οποία έχει μια αντζέντα αντιπαράθεσης με την Τουρκία αλλά διαπραγματεύεται παράλληλα μαζί της: η γαλλική βιομηχανία όπλων διψάει για τουρκικές παραγγελίες.
Τέταρτο, επιβεβαιώνεται για μια ακόμη φορά ότι ο δρόμος για την επίλυση του Κυπριακού είναι η προσφυγή στη διεθνή κοινότητα. Όσο το πρόβλημα παραμένει εντός των τειχών του ΝΑΤΟ και της ΕΕ, η μια υποχώρηση θα διαδέχεται την άλλη. Αντίθετα, στο πεδίο του ΟΗΕ μπορεί να συγκροτηθεί ένα διπλωματικό μέτωπο. Έχει σημασία το γεγονός ότι τα μη μόνιμα μέλη του Συμβουλίου Ασφαλείας (Ινδία, Ιρλανδία, Εσθονία, Νίγηρας, Νορβηγία, Μεξικό, Κένυα, Τυνησία, Βιετνάμ και Αγιος Βικέντιος) διαδραμάτισαν δραστήριο ρόλο στην απόκρουση του χλιαρού βρετανικού σχεδίου και στην υιοθέτηση της τελικής απόφασης.
Πέμπτο, οι αποφάσεις του Συμβουλίου Ασφαλείας μπορεί να μην έχουν κανένα πρακτικό αντίκρισμα (ίσως μάλιστα υπάρξει και πισωγύρισμα) αν δεν συνοδευτούν από άλλα δραστικά μέτρα διπλωματικής αντεπίθεσης, που θα θέσουν ξανά στη διεθνή κοινότητα πιο εμφατικά την καρδιά του προβλήματος: την τουρκική κατοχή του 40% της Κυπριακής Δημοκρατίας και την ανάγκη απομάκρυνσης όλων των ξένων στρατευμάτων.
Απαιτείται επομένως ριζική στροφή στην εξωτερική πολιτική, απομάκρυνση από το ευρωνατοϊκό πλαίσιο που αποδείχθηκε προβληματικό. Όποτε υπήρξε διπλωματική επιτυχία, αυτή ήταν καρπός της πίεσης του διπλωματικού μετώπου χωρών εκτός ΝΑΤΟ και ΕΕ. Όπως έλεγε ο Θ. Ρούζβελτ “να μιλάς απαλά και να κρατάς μεγάλο ραβδί”. Ιδίως όταν πρόκειται για ΝΑΤΟϊκούς “συμμάχους”, θα προσέθετα.
* συγγραφέας (μαζί με τον Κ. Ήσυχο) του βιβλίου Πόλεμος ή ειρήνη, 6 σημεία για τις ελληνοτουρκικές σχέσεις και την εξωτερική πολιτική, εκδ. Τόπος