του Βασίλη Λιόση
Κάθε χρόνο φωτιές. Κάθε χρόνο χιλιάδες στρέμματα δασικής έκτασης καμένα. Κάθε χρόνο καμένα σπίτια. Κάθε χρόνο καμένα ζώα. Ενίοτε και καμένοι άνθρωποι. Κι όλοι αναρωτιούνται: γιατί δεν υπάρχει κρατικός μηχανισμός; Γιατί δεν μονιμοποιούν τους συμβασιούχους πυροσβέστες; Γιατί δεν παίρνουν πυροσβεστικά οχήματα και αεροπλάνα; Γιατί δεν υπάρχει στρατηγικό σχέδιο πρόληψης, κατάσβεσης, αναδάσωσης;
Η απάντηση δεν προϋποθέτει βαρύγδουπες θεωρητικές αναλύσεις και βαθιές φιλοσοφικές ενατενίσεις. Είναι απλή. Για τον ίδιο λόγο που ρημάζουν την υγεία, που ρημάζουν την παιδεία, που ρημάζουν το οδικό σύστημα και τις δημόσιες συγκοινωνίες, που διαλύουν τις εργασιακές σχέσεις.
Με αυτόν τον τρόπο έρχεται α) ως «ώριμη» η αγανάκτηση για ό,τι δημόσιο, β) ως «κατασταλαγμένη» άποψη η ανάγκη ιδιωτικοποιήσεων, γ) ως τετελεσμένη η αποδοχή έργων κερδοφορίας άχρηστων με τις λαϊκές ανάγκες κι επικίνδυνων για το περιβάλλον (βλέπε π.χ. ανεμογεννήτριες) και δ) ο εθισμός των συνειδήσεων. Αυτό το τελευταίο είναι «κλειδί».
Δεν είναι μόνο η ανικανότητα κεντρικού σχεδιασμού (υπάρχει και αυτή ασφαλώς). Κυρίως πρόκειται για απολύτως συνειδητή επιλογή να μην αντιμετωπιστεί το πρόβλημα. Η επαναλαμβανομένη εικόνα των πυρκαγιών επί πολλά χρόνια, η προβολή των καμένων ξανά και ξανά, η απόκρυψη των πραγματικών αιτιών αυτού του εγκλήματος κατά της ζωής των ανθρώπων, καταλήγει ή θέλει να καταλήξει στην ύφεση της αγανάκτησης. Στον εκμηδενισμό της. Στον συμβιβασμό με το πρόβλημα και εν τέλει στην απάθεια. Είναι σαν τους ανθρώπους που στις μεγαλουπόλεις των ΗΠΑ, τώρα πλέον και εδώ, έχουν συμβιβαστεί με τις εικόνες ανθρώπων που κείτονται στον δρόμο και δεν δίνει κανείς σημασία. Πρόκειται για μία σύγχρονη βαρβαρότητα που αν την αποδεχτούμε με εκείνον ή τον άλλο τρόπο, τότε σύμφωνα με τη χατζηδάκια ρήση, θα έχουμε μοιάσει στο τέρας.
*Πήραμε την κεντρική εικόνα από σχετικό ρεπορτάζ του Ημεροδρόμου.