1

Στρατηγική αμηχανία πίσω από τη συζήτηση περί (μη) συντηρητικοποίησης της ελληνικής κοινωνίας

του Διονύση Περδίκη

Είναι γνωστή η συζήτηση περί συντηρητικοποίησης ή μη της ελληνικής κοινωνίας που πυροδότησε το εξαιρετικά αρνητικό εκλογικό αποτέλεσμα της 21ης Μαΐου (πχ. βλ. εδώ, εδώ, εδώ, εδώ, εδώ, εδώ, κι εδώ). Από σχολιαστές του χώρου της «αντικαπιταλιστικής» Αριστεράς φαίνεται να υπάρχει μια δυσκολία να κοιτάξουν κατάματα τη σημερινή κοινωνικοπολιτική πραγματικότητα στη χώρα μας.

Στο παρόν σύντομο σχόλιο δεν θα ασχοληθούμε με το να επαναλάβουμε επιχειρήματα που κατατέθηκαν εκατέρωθεν. Αρκούμαστε να σχολιάσουμε, ότι, σε αντίθεση με το τελικό συμπέρασμα που βγαίνει από την κάθε πλευρά, στην πραγματικότητα υπάρχει πολύ μεγάλη σύγκλιση, τόσο στην περιγραφή των επιμέρους πλευρών της πραγματικότητας (άλλωστε αυτές είναι σε μεγάλο βαθμό αντικειμενικές και παρατηρήσιμες από όσους θέλουν να τις δουν), όσο και στη μαρξιστική μεθοδολογία που προσπαθούν όλοι να εφαρμόσουν.

Μάλιστα, ως προς τη μεθοδολογία, διαπιστώνουμε πολύ μεγάλη συμφωνία με σχετικές παρατηρήσεις του Ηλία Ιωακείμογλου στο τελευταίο του άρθρο. Το ίδιο συμβαίνει και με παλαιότερη αρθρογραφία του συναγωνιστή, στην οποία αναφέρεται σε 4η οργανική κρίση του καπιταλισμού και στον «πολεμικό καπιταλισμό» (βλ. κι εδώ σχετικά) ως τη μόνη δυνατή στρατηγική των ηγεμονικών αστικών τάξεων για το ξεπέρασμά της.

Επιπλέον, φανταζόμαστε ότι οι συναγωνιστές της «αντικαπιταλιστικής» Αριστεράς δε θα διαφωνούσαν, μεθοδολογικά, ως προς την τεράστια σημασία που έχει η ταξική πάλη για τη διαμόρφωση της πολιτικο-κοινωνικής συνείδησης, τόσο στη βραχεία χρονική κλίμακα, όσο και στην μεσο-/μακρο-πρόθεσμη.

Αναρωτιόμαστε, λοιπόν, πως μπορεί να μη γίνεται αντιληπτό, ότι ο συνδυασμός των παρακάτω παραγόντων δεν μπορεί παρά να οδηγεί και σε (σχετική πάντα) συντηρητικοποίηση, ως κυρίαρχη μεν, αντιφατική δε, τάση στην ελληνική κοινωνία:

  • Η επιθετική στρατηγική του «πολεμικού καπιταλισμού» τόσο στο υλικό όσο και στο ιδεολογικό επίπεδο.
  • Η συνδυασμένη αδυναμία όλων των εκδοχών Αριστεράς, τόσο στη χώρα μας, όσο και γενικότερα, στις χώρες της ΕΕ και της ιμπεριαλιστικής «Δύσης», να ξεδιπλώσουν μια στρατηγική πρόταση εξουσίας που να μπορεί να ηγεμονεύσει στα λαϊκά κινήματα και να τα οδηγήσει στην ανατροπή της επίθεσής αυτής.
  • Η συγκυρία της ήττας του λαϊκού κινήματος το 2015, λόγω και της τέτοιας αδυναμίας της Αριστεράς.

Δε θα ήταν τελείως παράδοξο να προκύπτει μια αυθόρμητη ριζοσπαστικοποίηση του λαού υπό τη συνδυασμένη δράση των παραπάνω παραγόντων, όταν ο συνειδητός υποκειμενικός παράγοντας υστερεί τόσο πολύ, και το λαϊκό κίνημα ακόμη γλύφει τις πληγές της πρόσφατης ιστορικής του ήττας; Δεν έχει κραυγαλέες ομοιότητες η συγκυρία της ανόδου του φασισμού/ναζισμού πριν τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο;

Άλλωστε, όσο κυριαρχεί ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής, η ριζοσπαστική, σοσιαλιστική ιδεολογία, αυτή που αντιστοιχεί στα αντικειμενικά συμφέροντα της εργατικής τάξης, δεν μπορεί να αναπτύσσεται, πόσο μάλλον να ηγεμονεύει στην κοινωνία, παρά μόνο μέσω ισχυρών, εργατολαϊκών, κινημάτων, τα οποία να αμφισβητούν έμπρακτα την ηγεμονία του κυρίαρχου αστικού μπλοκ εξουσίας, μόνο, δηλ. κατά την αντίστοιχη ιστορική κοινωνική κίνηση προς τη σοσιαλιστική επανάσταση και τον κομμουνισμό.

Γι’ αυτό και οι κομμουνιστές λειτουργούμε στη συνήθη κατάσταση εντός του «εχθρικού εδάφους» της αστικής κυρίαρχης ιδεολογία, κάτι που απαιτεί να το λαμβάνουμε υπόψη στην τακτική μας, τις πολιτικές και κοινωνικές συμμαχίες κοκ. Εκεί οφείλεται και η αντιφατικότητα των τάσεων αυτών. Πχ δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ο ίδιος λίγο – πολύ λαός ήταν αυτός που ψήφισε ΟΧΙ στο δημοψήφισμα του 2015, και έδειξε διάθεση για σύγκρουση με την ΕΕ και το ΔΝΤ (ΗΠΑ), όταν πίστεψε, καλώς ή κακώς, ότι υπήρχε ένας εναλλακτικός δρόμος για τον οποίο άξιζε να αγωνιστεί και να ρισκάρει. Κι εκεί απέτυχε η Αριστερά να επεξεργαστεί μια αντίστοιχη πολιτική στρατηγική εξουσίας.

Συμπεραίνουμε ότι η διαφωνία, ως προς το τελικό συμπέρασμα, μάλλον πρέπει να αναζητηθεί στις πολιτικές στοχεύσεις της κάθε πλευράς.

Από τη μια, έχουμε όσους, όπως ο σύντροφος Βασίλης Λιόσης, κοιτάνε στα μάτια το θεριό, αναγνωρίζουν το βάθος και την έκταση της στρατηγικής κρίσης στο (διεθνές) κομμουνιστικό κίνημα, και καλούν σε μια εκ βάθρων ανασυγκρότησή του, ως αναγκαίο όρο για την ανασύνταξη και του εργατικού και λαϊκού κινήματος τη χώρα μας.

Από την άλλη, οι συναγωνιστές της «αντικαπιταλιστικής» Αριστεράς, ξεπερνάνε μάλλον εύκολα την εμφανή στρατηγική αμηχανία των πολιτικών τους οργανώσεων, οι οποίες ποτέ δεν πλησίασαν καν να διαθέτουν μια πρόταση εξουσίας, εδώ και δεκαετίες, χωρίς αυτό να έχει απασχολήσει επαρκώς, δυστυχώς. Μάλιστα, απέτυχαν να αξιοποιήσουν και τις δυνατότητες της προηγούμενης δεκαετίας, μέχρι και το 2015, με την επιμονή τους στην «αντικαπιταλιστική στρατηγική/τακτική». Αντίθετα, φαίνεται η αντιπαράθεση γύρω από το θέμα της συντηρητικοποίησης να τους απασχολεί περισσότερο στο πλαίσιο της πολεμικής τους απέναντι στον «ρεφορμισμό» του ΣΥΡΙΖΑ και του ΜΕΡΑ25, όπως γίνεται φανερό και από την τελευταία παράγραφο του πρόσφατου άρθρου του Ηλ. Ιωακείμογλου που αναφέρθηκε παραπάνω.

Στην ίδια πολιτική συγκυρία, συμβαίνει μια «κοσμογονία» στο σύστημα των διεθνών σχέσεων, με την εξελισσόμενη διαμόρφωση ενός πόλου συμμαχίας των αναπτυσσόμενων χωρών (πχ BRICS+, G77 + Κίνα). Αυτό συμβαίνει καταρχήν για λόγους άμυνας απέναντι στον ιμπεριαλιστικό «πολεμικό καπιταλισμό». Αφετέρου, συμβάλει σε μια πορεία αποτίναξης της ιμπεριαλιστικής ηγεμονίας ανά τον κόσμο. Κομμουνιστικά κόμματα, τόσο σε χώρες που έχουν την εξουσία (ΚΚ Κίνας, ΚΚ Κούβας, ΚΚ Β. Κορέας), όσο και σε χώρες που βρίσκονται στην αντιπολίτευση, και έχουν ισχυρό ρόλο σε αυτή (όπως κυρίως το ΚΚΡΟ, και, δευτερευόντως, το ΚΕΚΡ, στην εμπόλεμη με το ΝΑΤΟ – στο έδαφος της Ουκρανίας, αλλά πλέον και στο δικό της – Ρωσία), αξιοποιούν την ιστορική αυτή συγκυρία για να δημιουργήσουν ρήγματα στον ιμπεριαλισμό, για την εμβάθυνση ή/και στερέωση των επαναστάσεών τους οι μεν, για τη δημιουργία προϋποθέσεων για τέτοιες επαναστάσεις οι δε.

Χωρίς να ισχυριζόμαστε – αυτοαναιρούμενοι με ότι ισχυριστήκαμε παραπάνω – ότι αυτές οι προσπάθειες είναι ικανές από μόνες τους να αναιρέσουν τη στρατηγική κρίση του κομμουνιστικού κινήματος, θεωρούμε ότι δείχνουν έναν δρόμο που δυστυχώς αρνείται να ανιχνεύσει η «αντικαπιταλιστική» και κομμουνιστογενής Αριστερά στη χώρα μας. Αυτό ισχύει τόσο για το ΚΚΕ (βλ. εδώ σχετικά), όσο και για οργανώσεις όπως το ΝΑΡ και η ΑΝΤΑΡΣΥΑ, από όπου προέρχονται και οι περισσότερες ενστάσεις στο θέμα της συντηρητικοποίησης.

Θεωρούμε ότι η σχετική ωραιοποίηση της κατάστασης στη χώρα μας, ή η υπερβολή για τις δυνατότητες ή τα δείγματα ριζοσπαστικοποίησης μετά από επιμέρους αγώνες ή αυθόρμητα λαϊκά ξεσπάσματα, κοκ, έχει να κάνει καταρχήν με αυτή τη στρατηγική αμηχανία. Αυτή μάλλον επιδεινώνεται από τη στάση – σε μια πρώτη ματιά κεντριστική και πασιφιστική, στην πράξη κεκαλυμμένα σοσιαλσωβινιστική – που κρατούν οι οργανώσεις και τα κόμματα αυτά στο μέγα θέμα της παγκόσμιας σύγκρουσης που κλιμακώνεται.

Από την πλευρά μας, θεωρούμε ότι η όσο το δυνατόν πιο στενή διεθνής συνεργασία και συντονισμός με εκείνη τη μερίδα του – δυστυχώς διχασμένου – διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος που αντιμάχεται έμπρακτα τον ιμπεριαλισμό, και ο γενικότερος αντιιμπεριαλιστικός προσανατολισμός του λαϊκού κινήματος, ενάντια και στην εξάρτηση της χώρας μας από τον ιμπεριαλισμό, αποτελούν κεντρικούς όρους μιας στρατηγικής πρότασης εξουσίας, τέτοιας που να μπορεί να πείσει πλατιά τον ελληνικό λαό να τολμήσει τη σύγκρουση με τον ιμπεριαλισμό, όπως αυτός πραγματώνεται στη χώρα μας με τη μορφή του μπλοκ εξουσίας ΕΕ – ΝΑΤΟ(ΗΠΑ) – ελληνική ολιγαρχία του μεγάλου κεφαλαίου. Όσο αυτό δεν συμβαίνει, τα όποια λαϊκά ξεσπάσματα θα ακολουθούν ήττες και πισωγυρίσματα, σαν αυτό που βιώνουμε σήμερα. Αυτήν την πραγματικότητα πρέπει επιτέλους να την κοιτάξουμε όλοι κατάματα.