του Michael Roberts
μετ. Διονύσης Περδίκης
“Μεταφράζουμε και αναδημοσιεύουμε το άρθρο A Marshall plan for Ukraine? από το ιστολόγιο του Michael Roberts, το οποίο αναφέρεται στο συνδυασμένο κόστος του πολέμου και της ανοικοδόμησης της Ουκρανίας για τον ευρωατλαντικό ιμπεριαλισμό. Το άρθρο καταδεικνύει, κατά τη γνώμη μας, τα εξής:
- Το μέγεθος των δαπανών σε υποδομές που απαιτεί η καπιταλιστική παραγωγή και αναπαραγωγή στο σύγχρονο στάδιο του κρατικομονοπωλιακού καπιταλισμού.
- Το πως συνδέεται το κόστος αυτός με τη στρατηγική των σημερινών ιμπεριαλιστικών δυνάμεων, και ειδικότερα με την εκτίμηση ότι είναι συμφερότερη η εξάρτηση τυπικά ανεξάρτητων κρατών από την αποικιοποίησή τους.
- Το ότι, επομένως, είναι έωλες οι εκτιμήσεις ότι η Ρωσία εμπλέκεται στον πόλεμο αυτόν μόνο, ή κυρίως, για να καταπιέσει εθνικά, προκειμένου να εκμεταλλευτεί οικονομικά, μέρος ή το όλον της Ουκρανίας, πόσο μάλλον ότι σκοπεύει να συνεχίσει μια τέτοια επεκτατική πολιτική κατακτήσεων και προσαρτήσεων και σε άλλες περιοχές της ανατολικής Ευρώπης “για να ανασυστήσει την τσαρική αυτοκρατορία”.
- Πόσο μάλλον όταν στο όποιο κόστος για την ανοικοδόμηση της “κατακτηθείσας” Ουκρανίας, θα πρέπει να προστεθεί το οικονομικό και πολιτικό κόστος της αποκοπής της από τις αγορές του δυτικού κόσμου, δηλ. τις μεγαλύτερες αγορές του κόσμου (υπενθυμίζουμε ότι η Ρωσία είναι κυρίως χώρα εξαγωγής εμπορευμάτων, όχι κεφαλαίων, και, μάλιστα, πρώτων υλών…).
- Το παραπάνω συμπέρασμα ενισχύεται ακόμη περισσότερο μετά τις πρόσφατες αποτυχίες του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού στη Συρία, το Ιράκ, και το Αφγανιστάν, όπου αποδείχθηκε ότι δεν είναι καθόλου εύκολη η επιβολή ενός πολιτικού καθεστώτος με τα όπλα, επί πληθυσμών και τοπικών εθνικισμών που είναι εχθρικοί. Αν αυτό ισχύει για χώρες χαμηλότερης ανάπτυξης, από τις οποίες ο ιμπεριαλισμός ευελπιστεί κυρίως να κερδίσει μέσω της εκμετάλλευσης των φυσικών τους πόρων, αντιλαμβανόμαστε πόσο πιο δύσκολο είναι για μια πολύ πιο ανεπτυγμένη ευρωπαϊκή χώρα, από την οποία ο – απώτερος – σκοπός δεν μπορεί παρά να είναι η εξαγωγή υπεραξίας μέσω υπερεκμετάλλευσης μιας σχετικά σύνθετης ή ειδικευμένης εργασιακής δύναμης στα πλαίσια λίγο-πολύ ανταγωνιστικών καπιταλιστικών παραγωγικών διαδικασιών (κατά το παράδειγμα του γερμανικού ιμπεριαλισμού σε μεγάλο μέρος της υπόλοιπης, πρώην σοσιαλιστικής, ανατολικής Ευρώπης). Κάτι τέτοιο απαιτεί μεγάλο βαθμό συναίνεσης στη στρατηγική του ιμπεριαλισμού, σαν αυτή, για παράδειγμα, που επιδεικνύει ο ελληνικός λαός, ειδικά τις τελευταίες δεκαετίες από την ένταξή μας στην ΕΕ και μετά, ο οποίος ανέχεται ή υποστηρίζει τη συμμετοχή της χώρας μας στην ΕΕ και στο ΝΑΤΟ.
Τα οικονομικά στοιχεία και οι συλλογισμοί του αρθρογράφου υποστηρίζουν την άποψη ότι ο επιτιθέμενος δεν είναι η Ρωσία (και ας έχει πλέον τη στρατιωτική πρωτοβουλία), αλλά το ΝΑΤΟ, και το αντικείμενο του πολέμου δεν είναι η Ουκρανία, αλλά η τύχη της ίδιας της Ρωσίας, και αργότερα της Κίνας. Επομένως, ο “ανταγωνισμός” δεν είναι για τις “σφαίρες επιρροής” αντιπάλων “ιμπεριαλισμών”, αλλά για την υποταγή των πρώην σοσιαλιστικών χωρών, είτε είναι σήμερα ιμπεριαλιστικές, είτε όχι, είτε είναι “μεγάλες”, είτε “μικρές” “Δυνάμεις”. Αυτή είναι η ουσία της στρατηγικής της σημερινής συμμαχίας του αμερικανικού/αγγλοσαξωνικού, ευρωενωσιακού, και ιαπωνικού ιμπεριαλισμού, με ηγεμονική τη θέση των ΗΠΑ, φυσικά.”
Διονύσης Περδίκης
Η Μεγάλη Ύφεση του 2008-9 αποτέλεσε σημείο καμπής για την παγκόσμια στρατηγική των ΗΠΑ. Μέχρι τότε, ο γενικός στόχος ήταν η “ενσωμάτωση” σημαντικών οικονομικών δυνάμεων όπως η Ρωσία και η Κίνα. Από τη δεκαετία του 1990 και μετά, η κυβέρνηση των ΗΠΑ πίεζε για το άνοιγμα των οικονομιών τους στις πολυεθνικές και τις τράπεζες της “Δύσης”. Οι οικονομίες αυτές θα αναπτύσσονταν και θα εμπορεύονταν, αλλά, κάνοντάς το αυτό, θα παρείχαν επίσης την παγκόσμια επέκταση των κερδών που χρειαζόταν ο αμερικανικός ιμπεριαλισμός, καθώς η εγχώρια κερδοφορία άρχισε να υποχωρεί. Η “παγκοσμιοποίηση” θα εκμεταλλευόταν το φθηνό εργατικό δυναμικό και τις νέες αγορές της Κίνας και του υπόλοιπου Παγκόσμιου Νότου, οι οποίες είχαν επεκταθεί απότομα από τις αρχές της δεκαετίας του 1980, στο πλαίσιο αυτής της πολιτικής της “ενσωμάτωσης”. Δεν ήταν τυχαίο ότι η Παγκόσμια Τράπεζα δημοσίευσε το 2013 μια έκθεση που καλούσε την Κίνα να προχωρήσει γρήγορα σε μια πλήρη “οικονομία της αγοράς”.
Αλλά η Μεγάλη Ύφεση τα άλλαξε όλα αυτά. Έγινε σαφές στους σχεδιαστές στρατηγικής των ΗΠΑ ότι, ενώ η παγκοσμιοποίηση απέφερε επιπλέον κέρδη, οδήγησε επίσης σε πολύ ταχύτερη οικονομική ανάπτυξη χωρών όπως η Ρωσία, η Κίνα και η ανατολική Ασία. Το πρόβλημα εδώ ήταν ότι γινόταν σαφές ότι οι χώρες όπως η Κίνα και η Ρωσία (αλλά κυρίως η Κίνα) δεν ήταν διατεθειμένες να παίξουν μπάλα με τον αμερικανικό ιμπεριαλισμό και τις πολυεθνικές του. Η Ρωσία επεδίωκε να συνδεθεί με την Ευρώπη και να τη διαχωρίσει από το Ηνωμένο Βασίλειο και τις ΗΠΑ, ενώ η Κίνα επεδίωκε να ανταγωνιστεί τις ΗΠΑ στην τεχνολογία και να διασπείρει την επιρροή της σε όλο τον παγκόσμιο νότο. Ο αμερικανικός καπιταλισμός βυθίστηκε κατά τη διάρκεια της Μεγάλης Ύφεσης και οι προηγμένες καπιταλιστικές οικονομίες σύρθηκαν μαζί της στη συνέχεια κατά τη διάρκεια της Μακράς Ύφεσης της δεκαετίας του 2010. Εν τω μεταξύ, η Κίνα αναπτύχθηκε ραγδαία και η Ρωσία αύξησε επίσης τις εξαγωγές ενέργειας και ορυκτών πόρων. Αυτό ξεπέρασε τα όρια. Κάτι έπρεπε να γίνει για να μπουν αυτές οι αντίπαλες οικονομικές δυνάμεις στη θέση τους. Η “ενσωμάτωση” εγκαταλείφθηκε προς χάριν της “ανάσχεσης”.
Υπό την κυβέρνηση Τραμπ, οι ΗΠΑ προσπάθησαν να απομονώσουν την Κίνα με δασμούς και απαγορεύσεις σε κινεζικά προϊόντα και εταιρείες. Επέμεινε να αρχίσει η Ευρώπη να πληρώνει για την επέκταση του ΝΑΤΟ και των όπλων στην Ευρώπη. Υπό τον Μπάιντεν, αυτή η πολιτική επεκτάθηκε για να υποστηρίξει κάθε φιλοδυτικό και εθνικιστικό κόμμα εναντίον της Ρωσίας. Στόχος ήταν να συμπεριληφθούν στο ΝΑΤΟ όλες οι χώρες κατά μήκος των συνόρων της Ρωσίας, οι περισσότερες από τις οποίες επιθυμούσαν να επωφεληθούν από την υποτιθέμενη οικονομική ευημερία της Ευρωπαϊκής Ένωσης και την “προστασία” από τον ρωσικό έλεγχο με το ΝΑΤΟ. Αυτό κορυφώθηκε με τη σύγκρουση στην Ουκρανία.
Η Ουκρανία καταστρέφεται τώρα από τους βομβαρδισμούς και τα όπλα της Ρωσίας. Χιλιάδες άνθρωποι έχουν πεθάνει, εκατομμύρια έχουν εκτοπιστεί και/ή εγκαταλείψει τη χώρα. Η οικονομική βάση της χώρας εκμηδενίζεται. Πριν από τον πόλεμο, η Ουκρανία ήταν ήδη μια πολύ φτωχή χώρα με πραγματικό ΑΕΠ μόλις 160 δισ. δολάρια. Πριν τελειώσει αυτός ο πόλεμος – και φαίνεται ότι θα διαρκέσει χρόνια, όχι εβδομάδες ή μήνες πια, αυτό το ΑΕΠ θα μειωθεί τουλάχιστον στο μισό.
Ουκρανικές πηγές υπολογίζουν το κόστος αποκατάστασης των υποδομών: χρηματοδότηση της πολεμικής προσπάθειας (πυρομαχικά, όπλα κλπ.) – απώλειες σε κατοικίες, εμπορικά ακίνητα, αποζημιώσεις για θανάτους και τραυματισμούς, κόστος επανεγκατάστασης, εισοδηματική στήριξη κλπ) και απώλεια τρέχοντος και μελλοντικού εισοδήματος σε 500 έως 1.000 δισεκατομμύρια δολάρια. Η Παγκόσμια Τράπεζα εκτιμά ότι το κατά κεφαλήν παραγόμενο κεφαλαιακό απόθεμα της Ουκρανίας το 2014 ήταν περίπου 25.000 δολάρια, το οποίο ανέρχεται σε περίπου 1,1 τρισεκατομμύρια δολάρια σε συνολικό επίπεδο. Οι πρώτες αναφορές κυβερνητικών αξιωματούχων και επιχειρηματιών δείχνουν ότι το 30-50% αυτού του κεφαλαιακού αποθέματος έχει καταστραφεί ή έχει υποστεί σοβαρές ζημιές. Υποθέτοντας 40% καταστροφή, το κόστος ανέρχεται σε 440 δισεκατομμύρια δολάρια. Επιπλέον, με την παραδοχή ότι το κόστος ανέρχεται σε 10.000 ευρώ ανά πρόσφυγα (ανά έτος), το κόστος χρηματοδότησης 5 εκατομμυρίων προσφύγων για ένα έτος ανέρχεται σε 50 δισ. ευρώ ή 0,35% του ΑΕΠ της ΕΕ. Έτσι, η αποκατάσταση της οικονομίας της Ουκρανίας και η ανοικοδόμηση είναι πιθανό να κοστίσει τουλάχιστον 500 δισ. δολάρια, ας πούμε για τα επόμενα πέντε χρόνια. Αυτό είναι περίπου 1,0% του ΑΕΠ της ΕΕ ετησίως ή 0,75% του ΑΕΠ της G7 – τουλάχιστον.
Θα αποφασίσει η Δύση με τη σοφία της ότι αξίζει να ξοδέψει τόσα χρήματα για να χρηματοδοτήσει επ’ αόριστον την πολεμική προσπάθεια της Ουκρανίας, να στηρίξει τον πληθυσμό της και να ανοικοδομήσει τη χώρα ως προπύργιο του ΝΑΤΟ απέναντι στη Ρωσία; Έτσι φαίνεται. Η Ουκρανία γίνεται η λυδία λίθος της παγκόσμιας πολιτικής των ΗΠΑ για ανάσχεση. Ήδη ο πρόεδρος των ΗΠΑ Μπάιντεν πιέζει το αμερικανικό Κογκρέσο να συμφωνήσει σε 30 δισ. δολάρια για τη στήριξη της Ουκρανίας. Αλλά αρνείται να διαγράψει ή να μειώσει το φοιτητικό χρέος που έχει φτάσει πλέον τα 1,8 τρισ. δολάρια. Η διεθνής πολιτική είναι πιο σημαντική από το να βοηθάει την αμερικανική νεολαία να μορφωθεί.
Για παράδειγμα, να τι είπε ο Martin Sandbu, ο κεϋνσιανός αρθρογράφος των FT: “η ΕΕ, η οποία θα πρέπει να επωμιστεί το μεγαλύτερο μέρος αυτού (και να υποστηρίξει τη ριζική ελάφρυνση του χρέους του Κιέβου, όπως έγινε με τη μεταπολεμική Γερμανία) δεν θα πρέπει να το δει αυτό ως δαπάνη. Οι εταιρείες της ΕΕ θα αναλάβουν εργολαβικά τις υποδομές, την οικοδόμηση κατοικιών, τις μεταφορές και πολλά άλλα – αλλά θα πρέπει να μεταφέρουν δεξιότητες και τεχνολογία στους Ουκρανούς. Πέραν αυτού, πρόκειται για μια επένδυση στις αξίες της Ευρώπης και στην ασφάλειά της. Θα φέρει 44 εκατ. ανθρώπους σταθερά μέσα στο φιλελεύθερο δημοκρατικό μαντρί και στην κοινωνική οικονομία της αγοράς – ένα ιστορικό επίτευγμα που θα συναγωνίζεται την επανένωση της ηπείρου μετά τον ψυχρό πόλεμο και το ίδιο το σχέδιο Μάρσαλ“.
Θα προχωρήσουν οι ΗΠΑ και η Ευρώπη παραπέρα και θα επιλέξουν αυτό που θα μπορούσε να ονομαστεί Σχέδιο Μάρσαλ για την Ουκρανία; Το Σχέδιο Μάρσαλ (επίσημα European Recovery Program, ERP) ήταν μια αμερικανική πρωτοβουλία που θεσπίστηκε το 1948 για την παροχή εξωτερικής βοήθειας στη Δυτική Ευρώπη. Η πρωτοβουλία πήρε το όνομά της από τον υπουργό Εξωτερικών των Ηνωμένων Πολιτειών George C. Marshall. Οι ΗΠΑ μετέφεραν πάνω από 13 δισεκατομμύρια δολάρια σε προγράμματα οικονομικής ανάκαμψης στις οικονομίες της Δυτικής Ευρώπης μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Στόχοι ήταν η ανοικοδόμηση των κατεστραμμένων από τον πόλεμο περιοχών, η άρση των εμπορικών φραγμών για τις πολυεθνικές των ΗΠΑ, ο εκσυγχρονισμός της βιομηχανίας, η βελτίωση της ευρωπαϊκής ευημερίας και έτσι η αποτροπή της εξάπλωσης του κομμουνισμού. Ο δηλωμένος στόχος του Τζορτζ Μάρσαλ στην ομιλία του το 1947 ήταν “να επιτρέψει την εμφάνιση πολιτικών και κοινωνικών συνθηκών στις οποίες μπορούν να υπάρξουν ελεύθεροι θεσμοί“.
Πώς συγκρίνεται το σχέδιο Μάρσαλ με το κόστος ενός σχεδίου βοήθειας για την Ουκρανία; Λοιπόν, τα 13 δισ. δολάρια το 1948 ήταν περίπου το 1,1% του ΑΕΠ των ΗΠΑ τότε και ισοδυναμούν με περίπου 130 δισ. δολάρια σήμερα. Έτσι, οποιοδήποτε σχέδιο Μάρσαλ για την Ουκρανία θα έπρεπε να προσφέρει τα διπλάσια, μοιρασμένα μεταξύ των ΗΠΑ και της Ευρώπης. Το σχέδιο του 1948 αποτελούνταν τόσο από άμεσες επιχορηγήσεις όσο και από δάνεια. Η βοήθεια αντιπροσώπευε περίπου το 3% του συνδυασμένου ΑΕΠ των δικαιούχων χωρών μεταξύ 1948 και 1951, πράγμα που σήμαινε αύξηση της μεγέθυνσης του ΑΕΠ κατά λιγότερο από μισό τοις εκατό. Η Ουκρανία θα χρειαστεί πολύ περισσότερα.
Αυτό που πραγματικά αναζωογόνησε τις καπιταλιστικές οικονομίες της Ευρώπης από το 1948 δεν ήταν τόσο το σχέδιο Μάρσαλ, όσο το άνοιγμα των αμερικανικών και ευρωπαϊκών αγορών στις ευρωπαϊκές βιομηχανίες, οι οποίες μπορούσαν να επεκταθούν με βάση το πολύ φθηνό και άφθονο εργατικό δυναμικό μετά τον πόλεμο και τη δυνατότητα αγοράς της τελευταίας τεχνολογίας. Αυτός είναι ο δρόμος για μια αδύναμη και κατεστραμμένη Ουκρανία; Μόνο αν οι Ουκρανοί μπορούν να ζουν με εξαιρετικά χαμηλούς μισθούς και να προσδοκούν ελάχιστα από τις δημόσιες υπηρεσίες, ενώ οι καπιταλιστές της Ουκρανίας (που παλαιότερα αποκαλούνταν “ολιγάρχες”) και οι πολυεθνικές των ΗΠΑ και της Ευρώπης αναλαμβάνουν την εκμετάλλευση της βάσης των φυσικών πόρων της Ουκρανίας.
Φαίνεται όμως ότι οι ΗΠΑ (και η Ευρώπη πιο απρόθυμα) είναι διατεθειμένες να δώσουν τα χρήματα για να αποκατασταθεί πλήρως η Ουκρανία ως φιλοδυτικό κράτος, προκειμένου να αποδυναμωθεί η Ρωσία του Πούτιν. Οι περισσότεροι ιστορικοί εκτιμούν ότι τα πολιτικά κέρδη για τον καπιταλισμό μετά το 1945 από το Σχέδιο Μάρσαλ ήταν ακόμη πιο σημαντικά από τα άμεσα οικονομικά. Η Ευρώπη διατηρήθηκε ασφαλής από τον κομμουνισμό. Πράγματι, η CIA έλαβε το 5% των κονδυλίων του Σχεδίου Μάρσαλ (περίπου 685 εκατομμύρια δολάρια κατανεμημένα σε έξι χρόνια), τα οποία χρησιμοποίησε για να χρηματοδοτήσει μυστικές επιχειρήσεις στο εξωτερικό. Μέσω του Γραφείου Πολιτικού Συντονισμού, τα χρήματα κατευθύνονταν προς την υποστήριξη φιλοεπιχειρηματικών εργατικών συνδικάτων και αντικομμουνιστικών εφημερίδων, φοιτητικών ομάδων, καλλιτεχνών και διανοουμένων.
Σε μια ανάλυση του Σχεδίου Μάρσαλ, οι κεϋνσιανοί Bradford DeLong και Barry Eichengreen κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι: “Δεν ήταν αρκετά μεγάλο ώστε να επιταχύνει σημαντικά την ανάκαμψη μέσω της χρηματοδότησης επενδύσεων, της ενίσχυσης της ανασυγκρότησης των κατεστραμμένων υποδομών ή της διευκόλυνσης των εμπορευματικών στενώσεων. Υποστηρίζουμε, ωστόσο, ότι το Σχέδιο Μάρσαλ έπαιξε σημαντικό ρόλο στη δημιουργία των προϋποθέσεων για την ταχεία ανάπτυξη της Δυτικής Ευρώπης μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Οι όροι που συνδέονταν με τη βοήθεια του Σχεδίου Μάρσαλ έσπρωξαν την ευρωπαϊκή πολιτική οικονομία προς μια κατεύθυνση που άφησε τις “μικτές οικονομίες” της μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο με περισσότερη “αγορά” και λιγότερους “ελέγχους” στο μείγμα”.
Όσον αφορά την Ουκρανία, δεν είναι το τέλος του κόστους για τη Δύση. Οι ΗΠΑ επιμένουν τώρα ότι η Ευρώπη πρέπει να διακόψει τη χρήση του ρωσικού πετρελαίου και φυσικού αερίου. Η σταδιακή διακοπή της, ακόμη και στο τέλος του τρέχοντος έτους, θα κοστίσει στην Ευρώπη σε υψηλότερες τιμές ενέργειας και χαμηλότερη προσφορά. Αυτό θα αφαιρέσει ίσως άλλο ένα 0,5% του ΑΕΠ από την ευρωπαϊκή οικονομία, η οποία ήδη οδεύει προς την ύφεση. Αναπόφευκτα αυτό θα αναγκάσει τις κυβερνήσεις να επεκτείνουν τις δαπάνες τους, τόσο για όπλα για να ανταποκριθούν στις νέες δεσμεύσεις του ΝΑΤΟ όσο και για “βούτυρο” καθώς η ανεργία αυξάνεται.
Και πάλι, αυτό συμβαίνει σε μια εποχή που το δημόσιο χρέος σε σχέση με το ΑΕΠ στις περισσότερες οικονομίες βρίσκεται στο υψηλότερο επίπεδο από την έναρξη του Σχεδίου Μάρσαλ. Σύμφωνα με το ΔΝΤ, το παγκόσμιο δημόσιο χρέος προς το ΑΕΠ ανέρχεται στο 97%, αυξημένο κατά 20% μόνο από το 2017 και προβλέπεται ότι θα εξακολουθεί να είναι πολύ υψηλότερο το 2027 από ότι το 2019 πριν από το χτύπημα της πανδημίας του COVID. Στις προηγμένες καπιταλιστικές οικονομίες, ο λόγος του δημοσίου χρέους προς το ΑΕΠ ξεπέρασε το 120% το 2020, με το ακαθάριστο χρέος των ΗΠΑ να βρίσκεται στο 134%. Αν συμπεριλάβετε και το χρέος του ιδιωτικού τομέα, τότε το παγκόσμιο χρέος έφτασε το 290% του ΑΕΠ το 2021, αυξημένο κατά 40% από το 2001. Και η πρόβλεψη του ΔΝΤ για το 2027 δεν λαμβάνει υπόψη της ένα σχέδιο Μάρσαλ για την Ουκρανία και την ενίσχυση του ΝΑΤΟ.
Πηγή: ΤΔΔ
Υπάρχει μεγάλο τίμημα μπροστά μας για τους εργαζόμενους στη Δύση που πρέπει να πληρώσουν για τη διάσωση της Ουκρανίας από τη ρωσική κυριαρχία και το άνοιγμα της χώρας στις δυτικές πολυεθνικές. Αλλά φαίνεται στους σχεδιαστές στρατηγικής του κεφαλαίου ότι είναι ένα τίμημα που αξίζει να το πληρώσουν οι εργαζόμενοι της Ευρώπης και των ΗΠΑ, με περισσότερο κόστος να έρχεται στην αντιμετώπιση της Κίνας κατά το υπόλοιπο αυτής της δεκαετίας.
Φυσικά, το βάρος της χρηματοδότησης της Ουκρανίας θα μπορούσε να μειωθεί αν οι δυτικές δυνάμεις διατάξουν την κατάσχεση των ρωσικών συναλλαγματικών αποθεμάτων που βρίσκονται στο εξωτερικό ως αποζημιώσεις για την Ουκρανία – αυτό μπορεί να αξίζει περίπου 400 δισ. δολάρια. Αλλά τότε αυτό θα ήταν ένα ακόμη βήμα προς την κατεύθυνση της ευθείας αντιπαράθεσης με δυνάμεις που αντιστέκονται, όπως η Κίνα. Δεν είναι περίεργο που αυτή την εβδομάδα οι Κινέζοι ηγέτες συζήτησαν πώς να προστατεύσουν τα συναλλαγματικά τους αποθέματα ύψους 3 τρισ. δολαρίων από την κατάσχεση από τις δυτικές δυνάμεις.