1

Τα σύγχρονα οικονομικά από την πλευρά της προσφοράς και η νέα συναίνεση της Ουάσινγκτον

μετ. & σχόλιο, Διονύσης Περδίκης

Σε προηγούμενη σχολιασμένη μας μετάφραση, ρίξαμε μια ματιά στη στρατηγική οπτική των χωρών του Παγκόσμιου Νότου, μέσα από τη συνέντευξη ενός κομμουνιστή ηγέτη, του προέδρου της Κούβας. Ασκήσαμε, μάλιστα, πολεμική στην πολιτική γραμμή του ΚΚΕ, και της πλειοψηφίας της εξωκοινοβουλευτικής κομμουνιστογενούς Αριστεράς της χώρας μας, για τις δικές τους, σχεδόν διαμετρικά αντίθετες, στρατηγικές επιλογές.

Στο παρόν, μεταφράζουμε άρθρο από το ιστολόγιο του Michael Roberts για μια σύντομη περιγραφή της στρατηγικής της ηγεμονικής ιμπεριαλιστικής δύναμης, των ΗΠΑ, όπως συνοψίζεται γύρω από τους όρους της «Νέας Συναίνεσης της Ουάσινγκτον» και των «νέων οικονομικών από την πλευράς της προσφοράς», για ξεπέρασμα της κρίσης εις βάρος, καταρχήν, των αναπτυσσόμενων χωρών του κόσμου, και, δευτερευόντως, των λαϊκών στρωμάτων στις χώρες της ιμπεριαλιστικής «Δύσης» ή «Βορρά».

Σε ένα περιβάλλον πολλαπλών κρίσεων (οικονομικής καπιταλιστικής κρίσης ή/και χρόνιας ύφεσης, περιβαλλοντικής κρίσης, όξυνσης των διεθνών αντιθέσεων και πολέμων), ο ιμπεριαλισμός αναδιοργανώνεται στην κατεύθυνση μιας «πολεμικής οικονομίας», με ξεκάθαρη διάκριση των στρατοπέδων ανά την υφήλιο, και με το κράτος να αναλαμβάνει με δημόσιες δαπάνες, αυξημένη φορολογία, και τις ανάλογες πολιτικές αποφάσεις, να πειθαρχήσει τα επί μέρους κεφάλαια, και τους πιο αδύναμους «συμμάχους» και υποτακτικούς, στη στρατηγική για τη διατήρηση και επέκταση της παγκόσμιας ηγεμονίας, ως στρατηγικής διεξόδου του ιμπεριαλισμού από τη γενικευμένη κρίση του.

Σημάδια της στρατηγικής αυτής, ή και μια «γενική δοκιμή», είδαμε και στην περίοδο της πανδημίας, όπως αναφερθήκαμε σε προηγούμενη αρθρογραφία μας (βλ. εδώ, εδώ, κι εδώ).

 

του Michael Roberts

Τον περασμένο μήνα, ο σύμβουλος Εθνικής Ασφάλειας των ΗΠΑ, Τζέικ Σάλιβαν, περιέγραψε τη διεθνή οικονομική πολιτική της αμερικανικής κυβέρνησης. Η ομιλία αυτή ήταν κομβικής σημασίας, διότι ο Sullivan εξήγησε αυτό που ονομάζεται Νέα Συναίνεση της Ουάσινγκτον για την εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ.

Η αρχική Συναίνεση της Ουάσινγκτον ήταν ένα σύνολο δέκα συνταγών οικονομικής πολιτικής που θεωρήθηκε ότι αποτελούσαν το “πρότυπο” πακέτο μεταρρυθμίσεων που προωθούνταν για τις αναπτυσσόμενες χώρες που μαστίζονταν από την κρίση από ιδρύματα με έδρα την Ουάσινγκτον, όπως το ΔΝΤ, η Παγκόσμια Τράπεζα και το Υπουργείο Οικονομικών των ΗΠΑ. Ο όρος χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά το 1989 από τον Άγγλο οικονομολόγο John Williamson. Οι συνταγές περιλάμβαναν πολιτικές προώθησης της ελεύθερης αγοράς, όπως η “απελευθέρωση” του εμπορίου και της χρηματοδότησης και η ιδιωτικοποίηση κρατικών περιουσιακών στοιχείων. Περιλάμβαναν επίσης δημοσιονομικές και νομισματικές πολιτικές που αποσκοπούσαν στην ελαχιστοποίηση των δημοσιονομικών ελλειμμάτων και των δημόσιων δαπανών.  Ήταν το νεοκλασικό μοντέλο πολιτικής που εφαρμόστηκε στον κόσμο και επιβλήθηκε στις φτωχές χώρες από τον αμερικανικό ιμπεριαλισμό και τους συμμαχικούς του θεσμούς. Το κλειδί ήταν το “ελεύθερο εμπόριο” χωρίς δασμούς και άλλα εμπόδια, η ελεύθερη ροή κεφαλαίων και η ελάχιστη ρύθμιση – ένα μοντέλο που ωφέλησε ειδικά την ηγεμονική θέση των ΗΠΑ.

Όμως τα πράγματα έχουν αλλάξει από τη δεκαετία του 1990 – ιδίως η άνοδος της Κίνας ως αντίπαλης οικονομικής δύναμης σε παγκόσμιο επίπεδο και η αποτυχία του νεοφιλελεύθερου, νεοκλασικού διεθνούς οικονομικού μοντέλου να επιτύχει οικονομική ανάπτυξη και να μειώσει την ανισότητα μεταξύ των εθνών και εντός των εθνών. Ιδιαίτερα μετά το τέλος της Μεγάλης Ύφεσης το 2009 και τη Μακρά Ύφεση της δεκαετίας του 2010, οι ΗΠΑ και άλλες κορυφαίες προηγμένες καπιταλιστικές οικονομίες παραπαίουν. Η “παγκοσμιοποίηση”, η οποία βασίζεται στις ταχέως αυξανόμενες εμπορικές και κεφαλαιακές ροές, έχει μείνει στάσιμη και ακόμη και αντιστραφεί. Η υπερθέρμανση του πλανήτη έχει αυξήσει τον κίνδυνο περιβαλλοντικής και οικονομικής καταστροφής. Η απειλή για την ηγεμονία του αμερικανικού δολαρίου έχει αυξηθεί. Χρειαζόταν μια νέα “συναίνεση”.

Η άνοδος της Κίνας με μια κυβέρνηση και μια οικονομία που δεν υποκλίνεται στις επιθυμίες των ΗΠΑ είναι μια κόκκινη σημαία για τους στρατηγούς των ΗΠΑ. Τα παρακάτω στοιχεία της Παγκόσμιας Τράπεζας μιλούν από μόνα τους. Το μερίδιο των ΗΠΑ στο παγκόσμιο ΑΕΠ αυξήθηκε από 25% σε 30% μεταξύ 1980 και 2000, αλλά κατά τις δύο πρώτες δεκαετίες του 21ου αιώνα έπεσε ξανά κάτω από το 25%. Σε αυτές τις δύο δεκαετίες, το μερίδιο της Κίνας αυξήθηκε από κάτω από 4% σε πάνω από 17% – δηλαδή τετραπλασιάστηκε. Το μερίδιο των άλλων χωρών της G7 – Ιαπωνία, Ιταλία, Ηνωμένο Βασίλειο, Γερμανία, Γαλλία, Καναδάς – μειώθηκε απότομα, ενώ οι αναπτυσσόμενες χώρες (εκτός της Κίνας) παρέμειναν στάσιμες ως ποσοστό του παγκόσμιου ΑΕΠ, με το μερίδιό τους να μεταβάλλεται ανάλογα με τις τιμές των εμπορευμάτων και τις κρίσεις χρέους.

Πηγή: Bert Hofman, Δεδομένα Παγκόσμιας Τράπεζας

Η Νέα Συναίνεση της Ουάσινγκτον στοχεύει στη διατήρηση της ηγεμονίας του αμερικανικού κεφαλαίου και των κατώτερων συμμάχων του με μια νέα προσέγγιση. Sullivan: “Μπροστά στην επιδείνωση των κρίσεων -της οικονομικής στασιμότητας, της πολιτικής πόλωσης και της κλιματικής έκτακτης ανάγκης- απαιτείται μια νέα ατζέντα ανασυγκρότησης”. Οι ΗΠΑ πρέπει να διατηρήσουν την ηγεμονία τους, δήλωσε ο Sullivan, αλλά ηγεμονία, ωστόσο, δεν είναι η ικανότητα να επικρατεί κανείς -αυτό είναι κυριαρχία- αλλά η προθυμία των άλλων να ακολουθήσουν (υπό περιορισμούς) και η ικανότητα να θέτει κανείς ατζέντες”. Με άλλα λόγια, οι ΗΠΑ θα καθορίσουν τη νέα ατζέντα και οι κατώτεροι εταίροι τους θα ακολουθήσουν – μια συμμαχία των προθύμων. Όσοι δεν ακολουθούν μπορούν να αντιμετωπίσουν τις συνέπειες.

Αλλά ποια είναι αυτή η νέα συναίνεση; Το ελεύθερο εμπόριο και οι ροές κεφαλαίων και η μη κυβερνητική παρέμβαση θα αντικατασταθούν από μια “βιομηχανική στρατηγική” όπου οι κυβερνήσεις παρεμβαίνουν για να επιδοτήσουν και να φορολογήσουν τις καπιταλιστικές εταιρείες ώστε να επιτευχθούν οι εθνικοί στόχοι. Θα υπάρξουν περισσότεροι έλεγχοι στο εμπόριο και στο κεφάλαιο, περισσότερες δημόσιες επενδύσεις και μεγαλύτερη φορολόγηση των πλουσίων. Υπονοείται πίσω από αυτή τη ρητορική ότι, στη δεκαετία του 2020 και μετά, θα είναι κάθε έθνος για τον εαυτό του – όχι παγκόσμιες συμφωνίες, αλλά περιφερειακές και διμερείς συμφωνίες- όχι ελεύθερη κυκλοφορία, αλλά εθνικά ελεγχόμενο κεφάλαιο και εργασία. Και γύρω από αυτό, νέες στρατιωτικές συμμαχίες για την επιβολή αυτής της νέας συναίνεσης.

Αυτή η αλλαγή δεν είναι καινούργια στην ιστορία του καπιταλισμού.  Κάθε φορά που μια χώρα γίνεται κυρίαρχη οικονομικά σε διεθνή κλίμακα, θέλει ελεύθερο εμπόριο και ελεύθερες αγορές για τα αγαθά και τις υπηρεσίες της- αλλά όταν αρχίζει να χάνει τη σχετική της θέση, θέλει να στραφεί σε πιο προστατευτικές και εθνικιστικές λύσεις.

Στα μέσα του 19ου αιώνα, το Ηνωμένο Βασίλειο ήταν η κυρίαρχη οικονομική δύναμη και υποστήριζε το ελεύθερο εμπόριο και τις διεθνείς εξαγωγές του κεφαλαίου του, ενώ οι αναδυόμενες οικονομικές δυνάμεις της Ευρώπης και της Αμερικής (μετά τον εμφύλιο πόλεμο) βασίζονταν σε προστατευτικά μέτρα και τη “βιομηχανική στρατηγική” για να οικοδομήσουν τη βιομηχανική τους βάση. Μέχρι τα τέλη του 19ου αιώνα, το Ηνωμένο Βασίλειο είχε χάσει την κυριαρχία του και η πολιτική του στράφηκε στον προστατευτισμό. Στη συνέχεια, μέχρι το 1945, αφού οι ΗΠΑ “κέρδισαν” τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, η συναίνεση Μπρέτον Γουντς – Ουάσινγκτον μπήκε στο παιχνίδι και επέστρεψε στην “παγκοσμιοποίηση” (για τις ΗΠΑ). Τώρα είναι η σειρά των ΗΠΑ να μετακινηθούν από τις ελεύθερες αγορές σε κυβερνητικά καθοδηγούμενες στρατηγικές προστατευτισμού – αλλά με μια διαφορά. Οι ΗΠΑ περιμένουν ότι και οι σύμμαχοί τους θα ακολουθήσουν τον δρόμο τους και ότι οι εχθροί τους θα συντριβούν ως αποτέλεσμα.

Στο πλαίσιο της Νέας Συναίνεσης της Ουάσινγκτον επιχειρείται από την κυρίαρχη οικονομική επιστήμη να εισαχθεί αυτό που αποκαλείται “σύγχρονα οικονομικά της πλευράς της προσφοράς” (modern supply-side economics· MSSE). Τα “οικονομικά της πλευράς της προσφοράς” ήταν μια νεοκλασική προσέγγιση που τέθηκε σε αντιπαράθεση με τα κεϋνσιανά οικονομικά, τα οποία υποστήριζαν ότι το μόνο που χρειαζόταν για την ανάπτυξη ήταν τα μακροοικονομικά δημοσιονομικά και νομισματικά μέτρα που θα εξασφάλιζαν επαρκή “συνολική ζήτηση” σε μια οικονομία και όλα θα ήταν καλά. Οι υποστηρικτές της προσφοράς αντιπαθούσαν το συμπέρασμα ότι οι κυβερνήσεις θα έπρεπε να παρεμβαίνουν στην οικονομία, υποστηρίζοντας ότι η μακροοικονομική διαχείριση δεν θα λειτουργούσε, αλλά απλώς θα “στρέβλωνε” τις δυνάμεις της αγοράς. Σε αυτό είχαν δίκιο, όπως έδειξε η εμπειρία από τη δεκαετία του 1970 και μετά.

Η εναλλακτική λύση της πλευράς της προσφοράς ήταν να επικεντρωθούμε στην ενίσχυση της παραγωγικότητας και του εμπορίου, δηλαδή της προσφοράς και όχι της ζήτησης. Ωστόσο, οι υποστηρικτές της προσφοράς ήταν εντελώς αντίθετοι και στην κυβερνητική παρέμβαση στην προσφορά. Η αγορά, οι επιχειρήσεις και οι τράπεζες θα μπορούσαν να κάνουν τη δουλειά της διατήρησης της οικονομικής ανάπτυξης και των πραγματικών εισοδημάτων, αν τις άφηναν μόνες τους. Και αυτό αποδείχθηκε ψευδές.

Έτσι τώρα, στο πλαίσιο της Νέας Συναίνεσης της Ουάσιγκτον, έχουμε “σύγχρονα οικονομικά της πλευράς της προσφοράς”. Αυτό περιγράφηκε από τη νυν υπουργό Οικονομικών των ΗΠΑ και πρώην πρόεδρο της Ομοσπονδιακής Τράπεζας των ΗΠΑ, Janet Yellen, σε ομιλία της στο Ινστιτούτο Έρευνας Οικονομικής Πολιτικής του Στάνφορντ. Η Yellen είναι η απόλυτη Νέοκεϋνσιανή, υποστηρίζοντας τόσο πολιτικές συνολικής ζήτησης όσο και μέτρα από την πλευρά της προσφοράς.

Η Yellen εξήγησε: “ο όρος “σύγχρονα οικονομικά της πλευράς της προσφοράς” περιγράφει τη στρατηγική οικονομικής ανάπτυξης της κυβέρνησης Μπάιντεν και θα την αντιπαραβάλω με τις κεϋνσιανές και τις παραδοσιακές προσεγγίσεις της πλευράς της προσφοράς”. Η ίδια συνέχισε: “Αυτό με το οποίο στην πραγματικότητα συγκρίνουμε τη νέα μας προσέγγιση είναι τα παραδοσιακά “οικονομικά της πλευράς της προσφοράς”, τα οποία επίσης επιδιώκουν να διευρύνουν τη δυνητική παραγωγή της οικονομίας, αλλά μέσω επιθετικής απορρύθμισης σε συνδυασμό με φορολογικές περικοπές που αποσκοπούν στην προώθηση των ιδιωτικών επενδύσεων κεφαλαίου”.

Τι είναι λοιπόν διαφορετικό; “Τα σύγχρονα οικονομικά της πλευράς της προσφοράς, αντίθετα, δίνουν προτεραιότητα στην προσφορά εργασίας, στο ανθρώπινο κεφάλαιο, στις δημόσιες υποδομές, στην Ε&Α και στις επενδύσεις σε ένα βιώσιμο περιβάλλον. Όλοι αυτοί οι τομείς εστίασης αποσκοπούν στην αύξηση της οικονομικής ανάπτυξης και στην αντιμετώπιση μακροπρόθεσμων διαρθρωτικών προβλημάτων, ιδίως της ανισότητας”.

Η Yellen απορρίπτει την παλιά προσέγγιση: “Η νέα μας προσέγγιση είναι πολύ πιο ελπιδοφόρα από τα παλιά οικονομικά της προσφοράς, τα οποία θεωρώ ότι ήταν μια αποτυχημένη στρατηγική για την αύξηση της ανάπτυξης. Οι σημαντικές φορολογικές περικοπές στο κεφάλαιο δεν έχουν επιτύχει τα υποσχόμενα κέρδη τους. Και η απορρύθμιση έχει παρόμοια κακή πορεία γενικά και όσον αφορά τις περιβαλλοντικές πολιτικές -ιδιαίτερα όσον αφορά τον περιορισμό των εκπομπών CO2”. Πράγματι.

Και η Yellen σημειώνει αυτό που έχουμε συζητήσει σε αυτό το ιστολόγιο πολλές φορές. “Κατά την τελευταία δεκαετία, η αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας στις ΗΠΑ ήταν κατά μέσο όρο μόλις 1,1% – σχεδόν το μισό της αύξησης κατά τη διάρκεια των προηγούμενων πενήντα ετών. Αυτό συνέβαλε στην αργή αύξηση των μισθών και των αμοιβών, με ιδιαίτερα αργά ιστορικά κέρδη για τους εργαζόμενους στο κάτω μέρος της κατανομής των μισθών”.

Η Yellen κατευθύνει το ακροατήριό της από τους mainstream οικονομολόγους στη φύση της σύγχρονης οικονομίας της προσφοράς. “Το μακροπρόθεσμο αναπτυξιακό δυναμικό μιας χώρας εξαρτάται από το μέγεθος του εργατικού δυναμικού της, την παραγωγικότητα των εργαζομένων της, την ανανεωσιμότητα των πόρων της και τη σταθερότητα των πολιτικών της συστημάτων. Τα σύγχρονα οικονομικά της πλευράς της προσφοράς επιδιώκουν να τονώσουν την οικονομική ανάπτυξη τόσο με την ενίσχυση της προσφοράς εργασίας όσο και με την αύξηση της παραγωγικότητας, μειώνοντας παράλληλα την ανισότητα και τις περιβαλλοντικές ζημίες. Ουσιαστικά, δεν επικεντρωνόμαστε απλώς στην επίτευξη ενός υψηλού αριθμού ανάπτυξης σε επίπεδο κορυφής που δεν είναι βιώσιμος – αντίθετα, στοχεύουμε σε μια ανάπτυξη χωρίς αποκλεισμούς και πράσινη”. Έτσι, τα οικονομικά από την πλευρά της MSSE στοχεύουν στην επίλυση των σφαλμάτων του καπιταλισμού στον 21ο αιώνα.

Πώς θα γίνει αυτό; Βασικά, με κρατικές επιδοτήσεις προς τη βιομηχανία, όχι με την ιδιοκτησία και τον έλεγχο βασικών τομέων της προσφοράς. Όπως το έθεσε η ίδια: “η οικονομική στρατηγική της κυβέρνησης Μπάιντεν αγκαλιάζει, αντί να απορρίπτει, τη συνεργασία με τον ιδιωτικό τομέα μέσω ενός συνδυασμού βελτιωμένων κινήτρων που βασίζονται στην αγορά και άμεσων δαπανών που βασίζονται σε εμπειρικά αποδεδειγμένες στρατηγικές. Για παράδειγμα, μια δέσμη κινήτρων και εκπτώσεων για την καθαρή ενέργεια, τα ηλεκτρικά οχήματα και την απεξάρτηση από τον άνθρακα θα δώσει κίνητρα στις εταιρείες να πραγματοποιήσουν αυτές τις κρίσιμες επενδύσεις”. Και με τη φορολόγηση των εταιρειών τόσο σε εθνικό επίπεδο όσο και μέσω διεθνών συμφωνιών για να σταματήσει η φοροαποφυγή των φορολογικών παραδείσων και άλλα τεχνάσματα φοροαποφυγής των εταιρειών.

Κατά την άποψή μου, τα “κίνητρα” και οι “φορολογικές ρυθμίσεις” δεν θα φέρουν επιτυχία στην πλευρά της προσφοράς περισσότερο από ό,τι η νεοκλασική εκδοχή της SSE, επειδή η υπάρχουσα δομή της καπιταλιστικής παραγωγής και των επενδύσεων θα παραμείνει σε γενικές γραμμές ανέγγιχτη. Τα σύγχρονα οικονομικά της πλευράς της προσφοράς προσβλέπουν στις ιδιωτικές επενδύσεις για την επίλυση των οικονομικών προβλημάτων με την κυβέρνηση να “κατευθύνει” τις επενδύσεις αυτές προς τη σωστή κατεύθυνση. Αλλά η υπάρχουσα δομή εξαρτάται από την κερδοφορία του κεφαλαίου. Πράγματι, η φορολόγηση των επιχειρήσεων και οι κυβερνητικές ρυθμίσεις είναι πιο πιθανό να μειώσουν την κερδοφορία περισσότερο απ’ ό,τι τα όποια κίνητρα και οι κυβερνητικές επιδοτήσεις θα την αυξήσουν.

Τα σύγχρονα οικονομικά της προσφοράς και η Νέα Συναίνεση της Ουάσιγκτον συνδυάζουν τόσο την εγχώρια όσο και τη διεθνή οικονομική πολιτική για τις μεγάλες καπιταλιστικές οικονομίες σε μια συμμαχία των προθύμων. Αλλά αυτό το νέο οικονομικό μοντέλο δεν προσφέρει τίποτα σε εκείνες τις χώρες που αντιμετωπίζουν αυξανόμενα επίπεδα χρέους και κόστος εξυπηρέτησης που οδηγούν πολλές από αυτές σε χρεοκοπία και ύφεση.

Η Παγκόσμια Τράπεζα ανέφερε μόλις αυτή την εβδομάδα ότι η οικονομική ανάπτυξη στον Παγκόσμιο Νότο εκτός Κίνας θα μειωθεί από 4,1% το 2022 σε 2,9% το 2023. Ταλαιπωρημένες από τον υψηλό πληθωρισμό, τα αυξανόμενα επιτόκια και τα επίπεδα χρέους ρεκόρ, πολλές χώρες γίνονται όλο και πιο φτωχές. Δεκατέσσερις χώρες με χαμηλό εισόδημα διατρέχουν ήδη υψηλό κίνδυνο, δυσχερούς χρέους, από μόλις έξι το 2015. “Μέχρι το τέλος του 2024, η αύξηση του κατά κεφαλήν εισοδήματος σε περίπου το ένα τρίτο των χωρών της EMDE θα είναι χαμηλότερη από ό,τι ήταν την παραμονή της πανδημίας. Στις χώρες με χαμηλό εισόδημα -ιδιαίτερα στις φτωχότερες- η ζημία είναι ακόμη μεγαλύτερη: στο ένα τρίτο περίπου των χωρών αυτών, το κατά κεφαλήν εισόδημα το 2024 θα παραμείνει κάτω από τα επίπεδα του 2019 κατά μέσο όρο 6%”.

Και δεν αλλάζουν οι όροι δανεισμού του ΔΝΤ, του ΟΟΣΑ ή της Παγκόσμιας Τράπεζας: οι υπερχρεωμένες χώρες αναμένεται να επιβάλουν αυστηρά δημοσιονομικά μέτρα στις κρατικές δαπάνες και να ιδιωτικοποιήσουν τους εναπομείναντες κρατικούς φορείς. Η διαγραφή του χρέους δεν περιλαμβάνεται στην ατζέντα της Νέας Συναίνεσης της Ουάσιγκτον. Επιπλέον, όπως το έθεσε πρόσφατα ο Adam Tooze, “η Yellen προσπάθησε να οριοθετήσει τα όρια του υγιούς ανταγωνισμού και της συνεργασίας, αλλά δεν άφησε καμία αμφιβολία ότι η εθνική ασφάλεια υπερισχύει κάθε άλλης σκέψης στην Ουάσινγκτον σήμερα”. Τα σύγχρονα οικονομικά της πλευράς της προσφοράς και η Νέα Συναίνεση της Ουάσιγκτον αποτελούν μοντέλα, όχι για καλύτερες οικονομίες και περιβάλλον για τον κόσμο, αλλά για μια νέα παγκόσμια στρατηγική για τη διατήρηση του αμερικανικού καπιταλισμού στο εσωτερικό και του αμερικανικού ιμπεριαλισμού στο εξωτερικό.