1

Συσπείρωση για μια νέα κομμουνιστική προοπτική. Πολιτική πρόταση και αρχές λειτουργίας Συντονισμού Δράσης και Διαλόγου Κομμουνιστικών Δυνάμεων.

Αναδημοσιεύουμε παρακάτω την ανταπόκριση από το kommon.gr για την παναττική συνέλευση του Συντονισμού Δράσης και Διαλόγου Κομμουνιστικών Δυνάμεων, και στη συνέχεια τα εγκεκριμένα κείμενα για την Πολιτική Πρόταση και το πλαίσιο προσωρινών αρχών κοινής λειτουργίας.

 

Με επιτυχία πραγματοποιήθηκε η παναττική συνέλευση του Συντονισμού Δράσης και Διαλόγου Κομμουνιστικών Δυνάμεων

Γύρω στους 200 αγωνιστές και αγωνίστριες ανταποκρίθηκαν και παρακολούθησαν την παναττική συνέλευση που κάλεσε ο Συντονισμός Δράσης και Διαλόγου Κομμουνιστικών Δυνάμεων, χθες Τετάρτη 13 Νοεμβρίου, στη Νομική Σχολή. Η Αθήνα ανοίγει την αυλαία συνελεύσεων σε κλάδους, δήμους και πόλεις ανά την Ελλάδα.

Τη συνέλευση άνοιξε ο Δημήτρης Καλτσώνης, ο οποίος διεύθυνε τη συζήτηση μαζί με το Δημήτρη Μητρόπουλο και τη Δώρα Μόσχου, ενώ την εισηγητική Πολιτική Πρόταση παρουσίασε ο Χρίστος Τουλιάτος.

Ακολούθησε πλούσια συζήτηση, στην οποία πήραν μέρος περίπου 20 συμμετέχοντες/σες, μεταξύ αυτών ανένταχτοι και εκπρόσωποι του Εργατικού Αγώνα, της Παρέμβασης, της Αναμέτρησης, της ΑΡΑΝ, του Συλλόγου Γ. Κορδάτος και του Σύγχρονου Κομμουνιστικού Σχεδίου.

Αποφασίστηκε η συμμετοχή στις διαδηλώσεις του Πολυτεχνείου με ενιαίο μπλοκ, ενώ έχουν ήδη εκδοθεί αφίσα και προκήρυξη.

Στη συνέλευση εγκρίθηκε η Πολιτική Πρόταση ως βάση για συζήτηση και στην οποία θα ενσωματωθούν δημιουργικά οι προβληματισμοί που κατατέθηκαν στη συνέλευση.

Αναδείχθηκε 15μελές προσωρινό Συντονιστικό το οποίο θα λειτουργεί ως πανελλαδικό μέχρι την καταληκτική πανελλαδική διαδικασία και εγκρίθηκε το παρακάτω πλαίσιο προσωρινών αρχών κοινής λειτουργίας.

Για την πορεία συγκρότησης, συζήτησης και δράσης
του Συντονισμού Δράσης και Διαλόγου Κομμουνιστικών Δυνάμεων

Προσωρινές οργανωτικές αρχές λειτουργίας

Ο Συντονισμός δράσης & διαλόγου Κομμουνιστικών Δυνάμεων μετά την παναθηναϊκή συνέλευση της 13/11/2019 προχωρά στην αναβάθμιση της συγκρότησης και της συνεύρεσης του δυναμικού του σε πανελλαδικό επίπεδο. Η πορεία αυτή στοχεύει στο να συναντηθούν, να συζητήσουν αποφασιστικά αλλά και να δράσουν από κοινού οι σύντροφοι/ισσες που ενδιαφέρονται να συμμετάσχουν και να παρακολουθούν το εγχείρημά μας. Ταυτόχρονα και παράλληλα επιδιώκουμε να ανοίξουμε οργανωμένα και πιο βαθιά την πολιτική, προγραμματική και στρατηγική συζήτηση με ειδικές ημερίδες.

Για την εξυπηρέτηση των στόχων αυτών θα προχωρήσουμε μέσα στους επόμενους μήνες στην δημιουργία επιτροπών του συντονισμού (τοπικών και κλαδικών) που θα συγκροτηθούν σε χώρους εργασίας και κατοικίας.

Στις επιτροπές αυτές θέλουμε να συμμετέχουν πέραν των μελών των συλλογικοτήτων που συγκροτούν την προσπάθεια μας και αγωνιστές/τριες που συμφωνούν ή συμμερίζονται την Πολιτική Πρόταση Συζήτησης και τις αρχές λειτουργίας που αποφασίσαμε.

Κάθε τέτοια επιτροπή συζητάει και αποφασίζει τα πολιτικά θέματα αλλά και τα ζητήματα δράσης και παρέμβασης της, μέσα από την συνέλευση των συμμετεχόντων σε αυτή. Οι αποφάσεις των επιτροπών πρέπει να λαμβάνονται με συναινετικό τόπο. Με τον ίδιο τρόπο ορίζεται και το συντονιστικό της κάθε επιτροπής στο οποίο μετέχουν εκπρόσωποι των συλλογικοτήτων αλλά και μη οργανωμένοι σύντροφοι/ισσες που μετέχουν στην επιτροπή.

Ειδική βαρύτητα πρέπει να δίνεται στον εξαντλητικό και συντροφικό τρόπο συζήτησης, ώστε να διασφαλίζεται η κοινή και ενιαία παρέμβαση και δράση της κάθε επιτροπής.
Στο  πνεύμα των γενικών κατευθύνσεων της Πολιτικής Πρότασης Συζήτησης και των αποφάσεων του προσωρινού Συντονιστικού του Συντονισμού οι επιτροπές συζητούν και σχεδιάζουν την δράση τους.

Για τον πανελλαδικό συντονισμό αλλά και την καλύτερη οργάνωση του διαλόγου και της παρέμβασής μας συγκροτούμε 15μελές προσωρινό Συντονιστικό του Συντονισμού Δράσης και Διαλόγου Κομμουνιστικών Δυνάμεων. Το  προσωρινό Συντονιστικό απαρτίζεται από  εκπροσώπους των συλλογικοτήτων που συγκρότησαν τον Συντονισμό και ανένταχτους/ες αγωνιστές/τριες. Χαράσσει τις γενικές πολιτικές και οργανωτικές κατευθύνσεις, οι οποίες συζητούνται, κρίνονται και εξειδικεύονται από τις συνελεύσεις των επιτροπών. Αποφασίζει με βάση την αρχή της συναίνεσης.

Με τις αποφάσεις μας αυτές αποσκοπούμε να διαμορφώσουμε τους πολιτικούς, προγραμματικούς και οργανωτικούς όρους συνοχής που είναι αναγκαίοι για τα επόμενα βήματα συγκρότησης του συντονισμού.  Μετά από τον κύκλο συγκρότησης επιτροπών, συζήτησης και κοινής παρέμβασης επιδίωξή μας είναι η οργάνωση πανελλαδικής συνδιάσκεψης. Εκεί με βάση τα υπαρκτά βήματα που θα έχουν γίνει η επιδίωξή μας είναι η περαιτέρω πολιτική – προγραμματική και οργανωτική συγκρότηση, που θα αναλογεί σε ένα πιο αναβαθμισμένο επίπεδο κοινής λειτουργίας και δράσης. Υπό αυτή την έννοια, οι παραπάνω αποφάσεις έχουν προσωρινό χαρακτήρα και θα ισχύσουν μέχρι την πανελλαδική συνδιάσκεψη.

ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΠΡΟΤΑΣΗ ΣΥΖΗΤΗΣΗΣ ΣΤΙΣ ΣΥΝΕΛΕΥΣΕΙΣ

 

Κλείνει ο προηγούμενος και ανοίγει ένας νέος ιστορικός κύκλος

1. Το αποτέλεσμα των βουλευτικών εκλογών της 7ης Ιουλίου έκλεισε τον ταραγμένο κύκλο της προηγούμενης δεκαετίας με την αναγέννηση του δικομματισμού και τη Νέα Δημοκρατία στη θέση του ηγεμόνα και του αυτοδύναμου κυβερνήτη, μετά από χρόνια κατακερματισμού του αστικού πολιτικού συστήματος. Με έναν ΣΥΡΙΖΑ που βγαίνει από τη μνημονιακή διαχείριση με μικρές σχετικά απώλειες και ταυτόχρονα με πορεία στην κατεύθυνση μιας σοσιαλφιλελεύθερης «προοδευτικής και δημοκρατικής παράταξης». Η Ακροδεξιά πλέον εκπροσωπείται κοινοβουλευτικά από τη συστημική Ελληνική Λύση, η οποία θα πιέζει τη ΝΔ προς μία ακόμη πιο εθνικιστική, αυταρχική και ρατσιστική πολιτική. Από την άλλη, η αδυναμία της Χρυσής Αυγής να εξασφαλίσει κοινοβουλευτική εκπροσώπηση φαίνεται να αποτυπώνει μια ευρύτερη τάση σταθεροποίησης του πολιτικού συστήματος, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν διατηρούνται σήμερα στοιχεία κρίσης εκπροσώπησης (π.χ. αποχή που αποτελεί ταυτόχρονα και ανησυχητική ένδειξη απόγνωσης και εξατομίκευσης ευρύτερων μαζών).

2. Ανοίγει ένας νέος ιστορικός κύκλος. Η ΝΔ μπορεί να πέτυχε μια «καθαρή» νίκη στις τελευταίες εκλογές αλλά η σημερινή εκλογική της βάση δεν θυμίζει σε τίποτα τα στιβαρά κοινωνικά μπλοκ προηγούμενων δεκαετιών. Καλείται να διαχειριστεί μια ασθενική οικονομική ανάκαμψη, ένα βαθύ κοινωνικό πρόβλημα φτώχειας και ένα ογκώδες δημόσιο χρέος που δύσκολα θα αποπληρωθεί ομαλά σε ένα ασταθές διεθνές περιβάλλον που χαρακτηρίζεται από την ραγδαία όξυνση των γεωπολιτικών ανταγωνισμών στον κόσμο, την Ευρώπη, την Αν. Μεσόγειο και τα Βαλκάνια. Η κυβέρνηση όχι μόνο δεν θα επιτύχει το αναπτυξιακό σοκ που υπόσχεται, αλλά θα προωθήσει με ακόμη μεγαλύτερο ζήλο τις νεοφιλελεύθερες μεταρρυθμίσεις επιχειρώντας να επιτύχει τους δημοσιονομικούς της στόχους εις βάρος της εργατικής τάξης και ευρύτερα, των δυνάμεων της εργασίας και του λαού.

3. Βρισκόμαστε μπροστά σε μια αντιφατική πραγματικότητα. Από τη μια έχουμε ένα δυσμενή συσχετισμό δύναμης τόσο για τις δυνάμεις της εργασίας όσο και για τις δυνάμεις της Αριστεράς. Από την άλλη όμως δεν φαίνεται εύκολα να προδιαγράφεται μια  κοινωνική και κατ’ επέκταση, πολιτική σταθερότητα. Η ΝΔ θα διαχειριστεί τα αποτελέσματα τριών μνημονίων και το τέταρτο, εν αναμονή μνημόνιο που ψήφισε ο ΣΥΡΙΖΑ. Καμία κυβέρνηση δεν μπόρεσε να περάσει αλώβητη από την επιβολή μνημονιακής εμπνεύσεως πολιτικών, όσο κραταιά και αν είναι. Σε πρώτη ανάγνωση, το 71,5% του δικομματισμού φαίνεται καθηλωτικό. Η στήριξη όμως προς το ΣΥΡΙΖΑ δεν πρέπει να εκλαμβάνεται απαραίτητα ως επιδοκιμασία των μνημονιακών πολιτικών που ακολούθησε η κυβέρνηση Τσίπρα. Ένα μεγάλο κομμάτι των ψηφοφόρων του κινήθηκε βάσει της λογικής του μη χείρον βέλτιστον απέναντι σε μια αυταρχικότερη εκδοχή αναδιάρθρωσης, όπως αυτή εκφράζεται από τη ΝΔ. Σε αυτή την αντίδραση πρέπει να προστεθεί και ένα μέρος της αποχής.

4. Εκμεταλλευόμενη μια πραγματικότητα, που με σταθερό τρόπο έχει οικοδομηθεί ιδεολογικά και πολιτικά εδώ και χρόνια από όλες τις δυνάμεις του συστήματος (ΜΜΕ, κράτος, αστικά κόμματα), η πολιτική της ΝΔ παρουσιάζει τα ακόλουθα χαρακτηριστικά:

  • Ένταση της επιθετικότητας του κεφαλαίου, ως προς τους όρους εξυπηρέτησης των συμφερόντων του, αλλά και ως προς την καταστρατήγηση και το ζωτικό χτύπημα των δικαιωμάτων των εργαζομένων. Ξεχωρίζει η επίθεση στο εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα που επιχειρεί να δώσει με το πρόσφατο νομοσχέδιο η κυβέρνηση, το οποίο καταργεί στην πράξη τις συλλογικές συμβάσεις, ενώ επιχειρεί να ποδηγετήσει τον συνδικαλισμό με τα ηλεκτρονικά μητρώα και ψηφοφορίες. Η σπουδή με την οποία η κυβέρνηση ικανοποιεί αιτήματα του εγχώριου και ξένου κεφαλαίου που είχαν αντιμετωπίσει την αντίθεση του λαϊκού κινήματος είναι χαρακτηριστική στην περίπτωση των Σκουριών και του Ελληνικού. Το περιβάλλον υποβαθμίζεται και περιφρονείται, ενώ ο πολιτισμικός πλούτος της χώρας εκποιείται, αν δεν θεωρείται εμπόδιο για τις κάθε είδους «επενδύσεις».
  • Το ζήτημα της μνημονιακής επιτροπείας και του πρόθυμου ακολουθητισμού στους ιμπεριαλιστικούς σχεδιασμούς αποκτά κι αυτό νέα χαρακτηριστικά.   Η άρχουσα τάξη υποτάσσεται πλήρως στον αμερικάνικο και ευρωενωσιακό ιμπεριαλισμό, ευελπιστώντας να βελτιώσει τη θέση της στο παγκόσμιο σύστημα, με τη συμμετοχή της στα παιχνίδια των μεγάλων δυνάμεων στο χώρο της Μεσογείου και της ευρύτερης Μέσης Ανατολής.
  • Ένταση και όξυνση του αυταρχισμού: η κατάργηση του πανεπιστημιακού ασύλου, μιας κερδισμένης με αίμα κατάκτησης του φοιτητικού και λαϊκού κινήματος, είναι ενδεικτική της προσπάθειας της άρχουσας τάξης να ξεμπερδέψει το συντομότερο δυνατό με τα πιο προοδευτικά και φιλολαϊκά στοιχεία της πολιτικής κληρονομιάς της περιόδου της Μεταπολίτευσης. Στην ίδια κατεύθυνση κινούνται οι επιθέσεις σε κοινωνικούς χώρους και αγωνιστές  στα Εξάρχεια. Η όξυνση του συντηρητισμού και του αυταρχισμού είναι τα πολιτικά «προαπαιτούμενα» για το νέο γύρο υπέρ-αντιδραστικής ανάπτυξης, θεμελιωμένης πάνω στην καταπάτηση εργατικών δικαιωμάτων και την καταστροφή του περιβάλλοντος.
  • Ταχύτατα προωθούμενες ιδιωτικοποιήσεις: Η ΔΕΗ είναι το επόμενο βήμα σε αυτή τη διαδικασία, με την απαξίωση και την οριστική εκποίησή της στον ιδιωτικό τομέα. Αλλά και τα πρώτα δείγματα της κυβερνητικής πολιτικής σε τομείς όπως η υγεία, η παιδεία  και το συνταξιοδοτικό σύστημα καταδεικνύουν αυτήν ακριβώς την πορεία προς την ιδιωτικοποίηση των βασικών δημόσιων αγαθών και τη βαθύτερη σύνδεσή τους με τις ανάγκες της αγοράς.
  • Συντηρητικοποίηση και οπισθοδρόμηση σε όλους τους τομείς της δημόσιας ζωής που, δυστυχώς, βρίσκει πρόσφορο έδαφος και σε σημαντικό τμήμα των λαϊκών στρωμάτων. Τα αντιπροσφυγικά και αντιμεταναστευτικά μέτρα της κυβέρνησης και η ένταση της αντίστοιχης ρητορικής εντάσσονται και σε αυτό το πλαίσιο. Το ίδιο και η συστηματική προώθηση ενός πιο  αυταρχικού και επιθετικού εθνικισμού, όπως και οι προτροπές της Υπουργού Θρησκευμάτων και Παιδείας για εμπλοκή ιεροδιδασκάλων στην εκπαιδευτική διαδικασία.
  • Ταυτόχρονα, η κυβέρνηση επιχειρεί να οικοδομήσει κοινωνικές και πολιτικές συμμαχίες με ορισμένα μεσαία στρώματα πάνω στη μείωση της φορολογίας και με κάποιες ελαφρύνσεις που δεν ανατρέπουν αλλά ενισχύουν την κύρια πολιτική κατεύθυνση: την μείωση της φορολογίας των πολυεθνικών μονοπωλιακών ομίλων, την ενίσχυση της κερδοφορίας τους.
  • Επιχειρεί να αναπτύξει συμμαχίες και με τμήματα της εργατικής τάξης και του λαού ενώ λεηλατεί τα εργατικά δικαιώματα και το περιβάλλον στο όνομα των επενδύσεων και της «ανάπτυξης για όλους». Επιχειρεί έτσι να μετατρέψει την παθητική αποδοχή της νεοφιλελεύθερης πολιτικής -στην οποία διέπρεψε ο ΣΥΡΙΖΑ- σε μια ενεργητική στήριξή της.

Αυτή η πολιτική δεν μπορεί όμως να αντιστρέψει ριζικά το πρόβλημα της χαμηλής δυναμικής και αποδοτικότητας των επενδύσεων. Στοιχείο που σχετίζεται και με τις δυναμικές της παγκόσμιας οικονομίας και με τις ιδιαιτερότητες που χαρακτηρίζουν το (μετα)μνημονιακό μοντέλο ανάπτυξης. Κάτι που υπογραμμίζεται από τη διεθνή αδυναμία του κεφαλαίου να ξεπεράσει τη στασιμότητα στις μαζικές, παραγωγικές επενδύσεις. Η οποία, με τη σειρά της, οφείλεται στην αδυναμία να αναταχθεί σταθερά η πτωτική πορεία του μέσου ποσοστού κέρδους, να καταστραφούν μαζικά τα πιο αδύναμα κεφάλαια. Αποδεικνύεται ότι ούτε η μείωση του εργατικού κόστους, ούτε η λεηλασία της φύσης μπορούν να βγάλουν το σύγχρονο καπιταλισμό από τις δομικές αντιθέσεις του.  Αντίθετα, όλα τα μέχρι τώρα μέτρα οδηγούν σε ακόμη μεγαλύτερη όξυνση αυτών των αντιθέσεων.

5. Ο ΣΥΡΙΖΑ συμφωνεί τόσο με το μνημονιακό οικονομικό πλαίσιο που έχει επιβληθεί από ΕΕ και ευρωζώνη, όσο και με τον ατλαντικό προσανατολισμό της αστικής τάξης της  Ελλάδας. Είναι ενσωματωμένος στο αστικό κοινοβουλευτικό παιχνίδι και προσπαθεί να προβάλει –αυτό που προσπάθησε να εφαρμόσει- μια πολιτική ήπιας νεοφιλελεύθερης διαχείρισης. Με βάση αυτό θα κάνει αντιπολίτευση επιδιώκοντας την εναλλαγή και όχι τη ρήξη και την ανατροπή. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχουν προοδευτικές και λαϊκές φωνές στο εκλογικό του ακροατήριο ή ακόμη και την κομματική του  βάση. Σημαίνει όμως ότι ο ΣΥΡΙΖΑ έχει πλέον μετατραπεί  στον δεύτερο πόλο της αστικής πολιτικής, με ορισμένες, βέβαια, διαφορές με τη ΝΔ, που δεν έχουν όμως ποιοτικό χαρακτήρα. Δεν υπάρχουν δυνατότητες για μια μετωπική πολιτική συμπόρευση με αυτό το κόμμα, αλλά μπορούν να αξιοποιηθούν οι διαφοροποιήσεις στο μαζικό κίνημα

.

«Τέλος εποχής» και για τις δυνάμεις της Αριστεράς

6. Τα κόμματα που διατυπώνουν έναν πιο ριζοσπαστικό, προοδευτικό ή και κομμουνιστικό λόγο, παρά την προσφορά και τους αγώνες της βάσης τους, δεν φάνηκαν ικανά να ωφεληθούν από τη σοσιαλφιλελεύθερη μετάλλαξη του ΣΥΡΙΖΑ, ούτε και να εκτιμήσουν τη βαρύτητα του εκλογικού αποτελέσματος: Η επίδοση του ΚΚΕ ήταν εντός του υποδιπλασιασμού των τελευταίων χρόνων. Η ΛΑΕ κυρίως, αλλά και η ΑΝΤΑΡΣΥΑ υπέστησαν σοβαρότατες εκλογικές ήττες. Η πρώτη τέθηκε σε ανεπίστρεπτη κρίση, ενώ η ΑΝΤΑΡΣΥΑ ξαναγύρισε εκεί από όπου ξεκίνησε το 2009 και βαθιά διχασμένη. Ο κύκλος αυτών των πολιτικών μετώπων με τη σημερινή μορφή τους πολιτικά έχει κλείσει. Το κύριο είναι ότι κανένας από αυτούς τους φορείς δεν φαίνεται να έβγαλε τα αναγκαία συμπεράσματα από τις ήττες και τις αποτυχίες του. Πρόκειται για μια πολύ σοβαρή αποτυχία όλων των προγραμμάτων και κομμάτων της Αριστεράς, απέναντι στην οποία τοποθετούμαστε και εμείς αυτοκριτικά.

7. Εξαιρετικά σημαντικό πρόβλημα συνιστά η ύφεση του λαϊκού κινήματος και η αδυναμία ανάπτυξης μαζικών αγώνων, τόσο γενικά όσο και ειδικότερα με πρωτοπόρα την εργατική τάξη. Κάποιες μαζικές κινητοποιήσεις μετά τις εκλογές (για τα Εξάρχεια, τον Φύσσα, τον ένα χρόνο από τη δολοφονία του Ζακ, εργατικές απεργίες και κινητοποιήσεις κ.α.) έδειξαν τη διάθεση ενός εργατικού, λαϊκού και νεολαιίστικου δυναμικού για σύγκρουση με την κυβέρνηση στο πεδίο της στήριξης των ανθρώπινων και δημοκρατικών δικαιωμάτων, χωρίς όμως οργανική σύνδεση με το εργατικό κίνημα. Απουσιάζει ένα συνεκτικό σχέδιο ανάτασης του μαζικού κινήματος και σύνδεσης των επιμέρους κινητοποιήσεων και αγώνων.

8. Η κατάσταση της Αριστεράς, στο σύνολό της, δυσκολεύει μια γρήγορη αναδιοργάνωση του εργατικού και λαϊκού κινήματος, κάνει το έργο της μαζικής και νικηφόρας αντίστασης στην επίθεση της ΝΔ και του νέου δικομματισμού, να μοιάζει με ηράκλειο άθλο. Ωστόσο, αυτός είναι ο δρόμος που απαιτείται να ακολουθήσει η ριζοσπαστική Αριστερά.

9. Για να ανταποκριθούμε σε αυτή την απαίτηση, χρειάζεται βαθιά, μαχόμενη και ουσιαστική αυτοκριτική επανεξέταση της τακτικής, των μετώπων και των συνθημάτων, από την αρχή της κρίσης μέχρι σήμερα, κρατώντας κάθε πολύτιμη παρακαταθήκη, αλλά με διάθεση υπέρβασης και σε ρήξη πλέον με ό,τι καθήλωσε τη δυνατότητα για μια ανατρεπτική αριστερή πολιτική. Χρειάζεται η σχεδιασμένη και έμπρακτη κοινή δράση των αριστερών δυνάμεων για μια ενωτική και μαχητική λαϊκή αντιπολίτευση ενάντια στην κυβέρνηση της ΝΔ, για την ταξική αναδιοργάνωση του εργατικού, λαϊκού και νεανικού κινήματος και μια αποτελεσματική μετωπική συμμαχία της ριζοσπαστικής Αριστεράς.

10. Το ΜεΡΑ25 κινείται πολιτικά σε μια κατεύθυνση  ενσωμάτωσης στην ΕΕ και το αστικό πλαίσιο με πιο «μαχητική» διαπραγμάτευση, αν και εξέφρασε εκλογικά μεγάλο μέρος του δυναμικού που αναζήτησε τα προηγούμενα χρόνια μία διαφορετική ριζοσπαστική κατεύθυνση.  Για αυτό δεν μπορεί να συνεισφέρει στην παραπάνω κατεύθυνση, παρά κάποιες διαφοροποιήσεις του σε επιμέρους ζητήματα.

Το ΚΚΕ, η ΑΝΤΑΡΣΥΑ και η ΛΑΕ, με όποιες μορφές κι αν συνεχίσουν, μπορούν και πρέπει να συμβάλουν σε μια ενωτική λαϊκή αντιπολίτευση. Αλλά, για διαφορετικούς λόγους, η σημερινή πολιτική τους εμποδίζει κάθε μια από αυτές τις δυνάμεις να ανταποκριθούν, πολύ περισσότερο, να ηγηθούν σε μια τέτοια αναγκαία προσπάθεια. Για αυτό χρειάζεται η υπέρβαση τόσο της ρεφορμιστικής, όσο και της σεχταριστικής πολιτικής στην Αριστερά.

Ο καπιταλισμός και ο ιμπεριαλισμός στην εποχή μας

11. Μετά τη δομική κρίση του 2008, το κεφάλαιο και ο ιμπεριαλισμός ανεβάζουν την επιθετικότητά τους σε όλα τα επίπεδα: Προετοιμάζουν πολέμους μέσα από την όξυνση των ανταγωνισμών, βαθαίνουν την εκμετάλλευση της εργατικής τάξης και των μικρομεσαίων στρωμάτων, χτυπούν τα δημοκρατικά, εργασιακά δικαιώματα και τις ελευθερίες, εντείνουν την καταπίεση, προωθούν αντιδραστικές και σκοταδιστικές αντιλήψεις, καταπιέζουν μικρότερα έθνη και εθνότητες, τις γυναίκες, τους μετανάστες, τη νεολαία, καταστρέφουν το περιβάλλον.

12. Σήμερα, η αδυναμία επιτυχημένου ξεπεράσματος της κρίσης από την πλευρά των δυνάμεων του κεφαλαίου οδηγεί σε αντικρουόμενες τάσεις τόσο διεθνώς όσο και στην Ε.Ε. Αφενός, μια τάση ακόμα πιο νεοφιλελεύθερης φυγής προς τα εμπρός, και αφετέρου μία τάση επαναφοράς προστατευτικών πρακτικών έναντι των κύριων διεθνών ανταγωνιστών. Η πρώτη τάση επενδύεται με ιδεολογήματα «κοσμοπολιτισμού» και υπεράσπισης του ανοίγματος των αγορών διεθνώς. Πατώντας πάνω στα αντιδραστικά κεκτημένα του νεοφιλελευθερισμού, αναπτύσσεται μια δεύτερη τάση: ένα αντιδραστικό, ακροδεξιό και εθνικιστικό ρεύμα, που εμφανίζεται ως δήθεν «αντισυστημικό», ενώ αποτελεί την πιο σκοτεινή όψη του συστήματος. Εντός του, επανεμφανίζονται  τα παλιά τέρατα: ο φασισμός και ναζισμός. Αυτές οι δύο τάσεις ανταποκρίνονται σε εσωτερικές δομικές ανάγκες και αντιθέσεις του καπιταλιστικού συστήματος. Εκφράζουν την όξυνση των αντιθέσεων εντός και των κυρίαρχων αστικών δυνάμεων στο εσωτερικό των χωρών. Αντιθέσεις σχετικά με το μείγμα οικονομικής πολιτικής ανάλογα με τα ιδιαίτερα συμφέροντα επιμέρους μερίδων και των κοινωνικών και πολιτικών συμμαχιών που αυτές επιχειρούν να διαμορφώνουν. Η αδυναμία της ριζοσπαστικής και της κομμουνιστικής Αριστεράς να αρθρώσει έναν δομημένο και δυνάμει αντι-ηγεμονικό λόγο απέναντι στην «παγκοσμιοποίηση», την Ε.Ε. και τις πολιτικές του κεφαλαίου άφησε αντικειμενικά χώρο σε αυτές τις δυνάμεις να εδραιωθούν κεφαλαιοποιώντας πολιτικά  τη διάχυτη λαϊκή δυσαρέσκεια.

13. Η εποχή μας είναι εποχή εμφάνισης ποιοτικά νέων παραγωγικών δυνάμεων, δυνητικά επαναστατικών για την παραγωγή πλούτου για το λαό και την απελευθέρωση χρόνου εντός και εκτός της εργασίας.  Ο καπιταλισμός, ειδικά στην περίοδο της κρίσης του, όχι μόνο δεν μπορεί να αξιοποιήσει επαρκώς τις κατακτήσεις της επιστήμης, της εργασίας και του πολιτισμού αλλά τις ιδιοποιείται, τις διαστρέφει και τελικά τις στρέφει ενάντια στη σύγχρονη  εργατική  τάξη, τη νεολαία και τα φτωχά μεσαία στρώματα. Οι νέες και συνεχώς εξελισσόμενες παραγωγικές δυνάμεις, οι οξυμένες αντιθέσεις και αντιφάσεις τους με τις καπιταλιστικές παραγωγικές σχέσεις, οι ίδιοι οι ιμπεριαλιστικοί ανταγωνισμοί, παράλληλα με τις μεγάλες δυσκολίες, εμπεριέχουν και εκφράζουν ταυτόχρονα τις σύγχρονες δυνατότητες  για μια βαθιά πολιτική και πολιτιστική επανάσταση στην εργασία, στη γενικότερη οργάνωση της ζωής του εργάτη -δημιουργού. Μπορούν να τροφοδοτήσουν μεγάλες κοινωνικές αναμετρήσεις, ώστε το εξαιρετικά επίκαιρο δίλημμα «σοσιαλισμός ή βαρβαρότητα»  να αποκτά υλική υπόσταση, να γίνεται υπόθεση των εργατικών και λαϊκών δυνάμεων.

14. Κατανοούμε ότι οι παραπάνω επισημάνσεις για τον καπιταλισμό και ιμπεριαλισμό στην εποχή μας, δεν αρκούν για να απαντηθεί το μεγάλο ζήτημα μιας επαναστατικής στρατηγικής και μιας νέας κομμουνιστικής εναλλακτικής απάντησης στο ΤΙΝΑ του νεοφιλελευθερισμού και των δυνάμεων του συστήματος. Μεγάλα προβλήματα αναδεικνύονται μπροστά μας προς απάντηση, όπως η σχέση «παγκοσμιοποίησης» – διεθνοποίησης και έθνους κράτους, οι νέες σχέσεις εκμετάλλευσης της μισθωτής εργασίας, το σύγχρονο μονοπώλιο και οι πολυεθνικοί όμιλοι, τα καινούρια χαρακτηριστικά στο κράτος και στη δομή της αστικής εξουσίας, ο κατακερματισμός και η συγκέντρωση της εργατικής τάξης, οι νέες τεχνολογίες, τα μέσα ενημέρωσης, ο πολιτισμός και η διαμόρφωση της εργατικής και λαϊκής συνείδησης κ.α. Για αυτό, σήμερα, είναι αναγκαίο να ανοίξει μια μεγάλη συζήτηση για τα καινούρια χαρακτηριστικά του σύγχρονου καπιταλισμού και ιμπεριαλισμού.

Η ΕΕ σε κρίση και σε πορεία βαθύτερης αντιδραστικοποίησης

15. Η Ε.Ε. προσπαθεί να δείξει εικόνα κανονικότητας αλλά οι πολιτικές και οικονομικές αντιθέσεις οξύνονται:

  • Οι χώρες της Ε.Ε. ανέκτησαν κατά μέσο όρο το επίπεδο παραγωγής (ΑΕΠ) που είχαν το 2008 σε 6 χρόνια από το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης, ενώ η Γερμανία χρειάστηκε μόλις 3, οι χώρες της ΟΝΕ κατά μέσο όρο χρειάστηκαν 7 χρόνια, ενώ η Ελλάδα και η Ιταλία 10 χρόνια μετά δεν το έχουν ανακτήσει ακόμη. Το ζήτημα του χρέους παραμένει ενεργό, κύρια στην Ιταλία.
  • Η διαδικασία του Brexit μένει να φανεί με πόσους κραδασμούς (συναινετικά ή όχι) θα προχωρήσει.
  • Υπάρχει κρίση και της διαδικασίας ολοκλήρωσης προς ανατολάς, σε χώρες όπως η Ουγγαρία και η Πολωνία, που αμφισβητούν ακόμη και το περίφημο «ευρωπαϊκό κεκτημένο».
  • Ο Μακρόν, που θεωρήθηκε εμβληματικός εκφραστής της «εμβάθυνσης», δυο χρόνια μόλις μετά την ανάδειξή του στην προεδρία δείχνει σαφή σημάδια κόπωσης, με τη δημοτικότητά του να βαίνει διαρκώς μειούμενη χάρη και στην κινητοποίηση των Κίτρινων Γιλέκων. Η Μέρκελ αμφισβητείται από τα δεξιά και στην Ιταλία η ακροδεξιά Λέγκα, αναδεικνύεται σταδιακά σε κύρια πολιτική δύναμη.

Αυτή η Ε.Ε. δεν είναι εστία ειρήνης και οικονομικής ανάπτυξης για τους εργαζόμενους και τους λαούς της Ευρώπης, είναι ένας αντιδραστικός ιμπεριαλιστικός – καπιταλιστικός μηχανισμός. Δεν αλλάζει «από μέσα», δεν μεταρρυθμίζεται, παρά μόνο ανατρέπεται.  Κάτι που φυσικά δεν αρκεί να διαπιστώνεται αλλά πρέπει να τεκμηριώνεται στοιχειωδώς σοβαρά ειδικά και υπό το φως της εμπειρίας του 2015.

16. Η κρίση της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, συνεπώς, παραμένει μπροστά μας. Παραμένει και η ανάγκη ανασύνταξης, ανασύνθεσης, βαθιάς ανασυγκρότησης και μετωπικής συστράτευσης κοινωνικών και πολιτικών δυνάμεων για:

  • Μια κατεύθυνση λαϊκής ρήξης και αποδέσμευσης από την ΟΝΕ και την Ε.Ε.
  • Την εξυπηρέτηση των εργατικών και λαϊκών συμφερόντων.
  • Δημοκρατία προς όφελος των εργαζομένων και του λαού.
  • Λαϊκή κυριαρχία και εθνική ανεξαρτησία από τους ιμπεριαλιστικούς μηχανισμούς.
  • Με τον λαό στο τιμόνι και με το αναγκαίο στη συγκυρία μεταβατικό πολιτικό πρόγραμμα,  για τη σύνδεση της αντιευρώ και αντι-ΕΕ ρήξης με μια φιλολαϊκή έξοδο από την κρίση και με τη σοσιαλιστική-κομμουνιστική προοπτική.

Μια τέτοια Αριστερά θα μπορέσει να εκμεταλλευτεί αποτελεσματικά την κρίση της ΕΕ προς όφελος των εργαζομένων και του λαού. Δίνοντας ένα αποτελεσματικό παράδειγμα άλλου δρόμου ενάντια στα ευρωπαϊκά μνημόνια, τη νεοφιλελεύθερη λιτότητα, την Ακροδεξιά και τον φασισμό, τις πολιτικές του κεφαλαίου και την ιμπεριαλιστική επιτροπεία. Ένα παράδειγμα που θα τονώσει τη λαϊκή αυτοπεποίθηση και τους αγώνες ενάντια στην ΟΝΕ και την ΕΕ και σε άλλες χώρες. Κι έτσι θα επιτελέσει και το διεθνιστικό καθήκον της απέναντι στους υπόλοιπους λαούς της Ευρώπης, με τους οποίους θέλουμε να συντονιστούμε ακριβώς επειδή βιώνουν παρόμοια καταπίεση από τις αστικές τάξεις τους στο πλαίσιο της ΕΕ.

Η Ελλάδα, αδύναμος κρίκος στην ΕΕ και το διεθνές σύστημα

17. Η Ελλάδα, μια χώρα μέσου επιπέδου καπιταλιστικής ανάπτυξης, εντάχθηκε στην ΕΟΚ – ΕΕ με σκοπό να επιταχύνει αλλαγές στην οικονομία και την κοινωνία προς όφελος των δυνάμεων του κεφαλαίου. Η ελληνική αστική τάξη επιδίωξε τη συμμετοχή στην ΟΝΕ ακόμα κι αν υπήρχαν φωνές που έθεταν το ζήτημα ότι η ελληνική καπιταλιστική οικονομία ήταν σχετικά αδύναμη ακόμη για να εκτεθεί στον ανταγωνισμό πιο παραγωγικών ευρωπαϊκών κεφαλαίων χωρίς την προστασία της νομισματικής ισοτιμίας.
Τα πρώτα χρόνια της ΟΝΕ η ελληνική οικονομία είχε υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης, βασιζόμενη στην αθρόα πίστωση λόγω της πτώσης των επιτοκίων (του ευρώ σε σχέση με τη σχετικά «σκληρή» δραχμή των χρόνων πριν από την ένταξη). Αυτή η πίστωση διοχετεύτηκε κυρίως σε κλάδους πιο προστατευμένους από τον διεθνή ανταγωνισμό (κατασκευές, εγχώριες υπηρεσίες, τουρισμός), μη εμπορεύσιμων διεθνώς προϊόντων. Κλάδοι που αποδείχτηκαν εξαιρετικά ευάλωτοι στο ξέσπασμα της κρίσης, ενώ ταυτόχρονα σε όλη την περίοδο του ευρώ η χώρα αύξανε το εμπορικό έλλειμμα και το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών της, κυρίως εξαιτίας της εισαγωγής προϊόντων υψηλότερης προστιθέμενης αξίας που η ίδια δεν παράγει. Ο συνδυασμός αυτών των παραγόντων οδήγησε στην αύξηση του δημόσιου ελλείμματος, του χρέους και του εξωτερικού δανεισμού και συνεπώς στον δημοσιονομικό εκτροχιασμό.

18. Δέκα χρόνια μετά το ξέσπασμα της ελληνικής κρίσης, οι βασικές ορίζουσες του «ελληνικού προβλήματος» είναι ακόμη υπαρκτές:

  • Η ελληνική οικονομία διατηρείται σχετικά στάσιμη, σε επίπεδο σημαντικά χαμηλότερο (περίπου 24-25% μικρότερο) από το 2008.
  • Εξυπηρετείται η διαμόρφωση του συγκεκριμένου αναπτυξιακού προτύπου που προέβλεπαν τα μνημόνια για μια χώρα που θα είναι διαμετακομιστικός κόμβος μεταξύ Ανατολής και Ευρώπης με αναβαθμισμένες μεταφορικές υποδομές, με μια οικονομία έντασης εργασίας με έμφαση στις υπηρεσίες, τον τουρισμό και τις επενδύσεις real estate, με χαμηλό εργατικό κόστος και φιλικό περιβάλλον για «επενδύσεις».
  • Τα κοινωνικά και εργασιακά δικαιώματα συμπιέζονται για να αποκομίζουν κέρδος οι μεγάλες επιχειρήσεις. Οι δυνάμεις του εγχώριου κεφαλαίου έχουν κάθε συμφέρον να μη διακυβευτεί το ουσιαστικό «μνημονιακό κεκτημένο» για να αποκομίζουν κέρδος πλέον κυρίως μέσω της εσωτερικής υποτίμησης των μισθών και της λιτότητας.
  • Οι δυνάμεις της ΕΕ και των δανειστών μας έχουν κάθε συμφέρον να παραμένει σε αυτή την κατάσταση η ελληνική κοινωνία και οικονομία, εφόσον παραμένει εντός των ΟΝΕ – ΕΕ, για λόγους πολιτικού παραδειγματισμού, αλλά και για να μην υπάρξει νέος δημοσιονομικός εκτροχιασμός που θα κλονίσει οικονομικά την ΕΕ. Συνεχίζοντας φυσικά να εκμεταλλεύονται ανάλογα την κατάσταση, αποσπώντας εμπορικά πλεονάσματα και «φιλέτα» μέσω των ιδιωτικοποιήσεων και του ξεπουλήματος της δημόσιας περιουσίας. Αυτή είναι η ουσία της ιμπεριαλιστικής επιτροπείας που έχει επιβληθεί στον ελληνικό λαό.

Πρέπει να είναι σαφές, λοιπόν, ότι η ελληνική κοινωνία θα παραμείνει εγκλωβισμένη σε αυτή την «παγίδα» όσο παραμένει στο κλουβί της ΕΕ. 

19. Στην Ελλάδα, οι εργαζόμενοι και τα λαϊκά στρώματα βίωσαν και βιώνουν πολύ βαθύτερα την καπιταλιστική κρίση, την αντεργατική και αντιδημοκρατική επιθετικότητα του κεφαλαίου, ενώ ζουν μέσα στην ένταση των ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων και των πολεμικών προετοιμασιών.
Η αστική τάξη της Ελλάδας, όχι μόνον δεν προωθεί την «έξοδο» από τα μνημόνια, αλλά τα εμπεδώνει και τα «ιδιοποιείται», υποτάσσεται πλήρως στην ΕΕ και το ΔΝΤ, βαθαίνοντας την εκμετάλλευση και την κερδοφορία ειδικά των πολυεθνικών μονοπωλίων, ενώ προσθέτει και μια νέα αμερικανοκρατία. Προωθεί τις επιδιώξεις της ελληνικής ολιγαρχίας στα Βαλκάνια, η οποία, υπό την σκέπη των ΗΠΑ, επιχειρεί να ανακτήσει κάποιες θέσεις, όπως δείχνει η Συμφωνία των Πρεσπών. Η Συμφωνία αυτή δεν μπορεί να λύσει τα προβλήματα που έχουν δημιουργήσει οι εθνικισμοί των βαλκανικών αστικών τάξεων, κυρίως γιατί είναι ενταγμένη στους ευρύτερους νατοϊκούς και ευρωενωσιακούς σχεδιασμούς, παρά ορισμένα θετικά σημεία της (π.χ. σύνθετη ονομασία, αναγνώριση σλαβομακεδονικού έθνους και γλώσσας).

20. Την ίδια στιγμή, ο τουρκικός καπιταλισμός είναι πιο ισχυρός, σήμερα. Διεκδικώντας ηγετικό ρόλο στην περιοχή αυξάνει την επιθετικότητά του, τις απειλές πολέμου, προβάλλει αναθεωρητικές διεκδικήσεις. Ταυτόχρονα, ο αμερικανικός ιμπεριαλισμός μέσω του άξονα Ισραήλ, Αιγύπτου, Κύπρου, στον οποίο συμμετέχει ενεργά ο ελληνικός καπιταλισμός, εντείνει την παρέμβασή του στην Αν. Μεσόγειο για τον έλεγχο ειδικά των πηγών και δικτύων μεταφορών ενέργειας. Σε αυτό το τοπίο δημιουργούνται σοβαροί κίνδυνοι για την έναρξη πολεμικών αναμετρήσεων στην περιοχή μας.

21. Οι πρώτες αυτές επισημάνσεις δείχνουν ότι είναι αναγκαίο να ανοίξει εκ νέου μια βαθύτερη συζήτηση και σε αυτό το ζήτημα: Ποιος είναι και που βαδίζει ο ελληνικός καπιταλισμός, ποια είναι η θέση του στο διεθνές καπιταλιστικό και ιμπεριαλιστικό σύστημα, ποια είναι η κοινωνική διαστρωμάτωσή του, ποιες οι ιδιομορφίες του κ.α. Αυτή η συζήτηση είναι αναγκαία εάν θέλουμε να αναπτύξουμε μια συγκεκριμένη στρατηγική για την επανάσταση στον «αδύναμο κρίκο» του ελληνικού έθνους – κράτους, για τη διεθνή αλληλεπίδραση, αλλά και αν θέλουμε να αναπτύξουμε μια αποτελεσματική τακτική μετωπικής συγκέντρωσης δυνάμεων που θα απαντά στο «σήμερα» και θα συνδέει με το «αύριο».

Η κατάσταση του κομμουνιστικού, αριστερού και εργατικού – λαϊκού κινήματος

22. Σε αυτή την αντιφατική κατάσταση σε εθνικό και διεθνές επίπεδο, αναπτύχθηκαν και θα αναπτύσσονται ημιαυθόρμητοι εργατικοί, κοινωνικοί και λαϊκοί αγώνες αντίστασης.
Μέσα σε αυτούς τους κοινωνικούς αγώνες μπορεί να γεννηθούν τα σπέρματα από το μέλλον που θα συναντήσουν τις καλύτερες επαναστατικές παραδόσεις και κατακτήσεις του κομμουνιστικού και εργατικού κινήματος. Όμως,  το παρελθόν της ήττας βαραίνει ακόμη πάνω στο παρόν. Βαραίνει η στρατηγική κρίση του εργατικού και κομμουνιστικού κινήματος από τις καταρρεύσεις και ανατροπές της σοσιαλιστικής απόπειρας του προηγούμενου αιώνα. Βαραίνουν δεκαετίες ρεφορμιστικής και συστημικής πολιτικής στην Αριστερά, μαζί με το σεχταρισμό και τον αριστερισμό. Σε όλα αυτά προστέθηκε και η ήττα των μεγάλων αντιμνημονιακών αγώνων, τους οποίους η Αριστερά, ειδικά η κομμουνιστική, εξαιτίας της αδυναμίας και των ανεπαρκειών της απέτυχε να αξιοποιήσει.

23. Οι σημερινές εργατικές και λαϊκές αντιστάσεις είναι ακόμη κατακερματισμένες, ανεπαρκείς και χωρίς σαφή προοπτική, διότι, πέρα από τις αντικειμενικές δυσκολίες, καθορίζονται από την έλλειψη επαναστατικού προγράμματος και προσανατολισμού. Η αντιμετώπιση αυτής της κατάστασης είναι επείγουσα και δεν αφορά αποκλειστικά κάποιον πολιτικό φορέα ή κάποιους «ειδικούς». Πρόκειται για μια διαδικασία που πρέπει να εξελιχθεί μέσα στην ανάπτυξη της δράσης, ανοιχτά μέσα στην εργατική τάξη και το λαό. Εκεί θα δώσει καθένας την συνεισφορά του.

24. Οι ηγεσίες και η πολιτική του ΚΚΕ, της ΑΝΤΑΡΣΥΑ και της ΛΑΕ, για διαφορετικούς λόγους και παρά την προσφορά και τους αγώνες τους, δεν ανταποκρίνονται σε αυτό το καθήκον, αποδείχτηκαν ανεπαρκείς στις πρόσφατες αναμετρήσεις. Αδυνατούν να συλλάβουν τη νέα κατάσταση. Συνεχίζουν χωρίς ουσιαστική αυτοκριτική της πορείας τους. Γενικά, στην Αριστερά κυριαρχεί ο σεχταρισμός μαζί με τον οπορτουνισμό, σε ορισμένες περιπτώσεις, ο αρχηγισμός και ο κοινοβουλευτισμός. Αναπτύσσεται ένας ενδοαριστερός «εμφύλιος» που φτάνει μέχρι και σε φαινόμενα βίας.
Από την άλλη, ο αναρχικός και αντιεξουσιαστικός χώρος, παρά τη συμμετοχή τμημάτων του σε συνδικαλιστικούς και αντικατασταλτικούς αγώνες, δεν μπορεί συνολικά να ξεφύγει από την υποτίμηση της πολιτικής, προγραμματικής και οργανωτικής συγκρότησης και σε όψεις του, από το φετιχισμό της βίας και μία μηδενιστική αντικοινωνική στάση.

25. Από αυτή τη σκοπιά, για όλα τα παραπάνω απαιτείται μια βαθιά κριτική και αυτοκριτική αποτίμηση της τακτικής, των συνθημάτων και των πράξεων της Αριστεράς στην ταραγμένη δεκαετία που πέρασε και η οποία άφησε ανεξίτηλο ίχνος για το μέλλον. Κατανοούμε πλήρως ότι χωρίς μία συνολική αποτίμηση για αυτές τις ελλείψεις, συνολικά αλλά και για τις δικές μας, δεν μπορεί να υπάρξει ελπιδοφόρα τομή με τα λάθη και τις παθογένειες του παρελθόντος. Σε αυτή την κατεύθυνση, θα προσπαθήσουμε να καταθέσουμε από κοινού έναν τέτοιο αναγκαίο και ουσιαστικό απολογισμό.

Για την αντιστροφή και υπέρβαση της κατάστασης

26. Είναι αναγκαίο ένα αποφασιστικό και μαχητικό βήμα αντιστροφής και υπέρβασης. Είναι η ώρα για μια νέα συσπείρωση δυνάμεων που θα συμβάλει στην προγραμματική ανασύνθεση της κομμουνιστικής και επαναστατικής Αριστεράς. Που θα προωθεί ως στρατηγική τη ρήξη και την ανατροπή του καπιταλιστικού συστήματος, την οικοδόμηση του σοσιαλισμού – κομμουνισμού. Με μαχόμενη κριτική αποτίμηση για την ιστορική πορεία του εργατικού και κομμουνιστικού κινήματος, χωρίς να ισοπεδώνεται η προσφορά του. Με στόχο να δημιουργηθούν οι προϋποθέσεις για ένα σύγχρονο κομμουνιστικό κόμμα αντάξιο της εποχής μας με βασικό καθήκον την ανασυγκρότηση του διεκδικητικού κινήματος και της Αριστεράς, ώστε να ανακοπεί η πορεία διάλυσης. Για να ανοίξει η συζήτηση για την επόμενη μέρα, μπροστά στους υπάρχοντες αριστερούς φορείς, ώστε να τεθούμε όλοι προ των ευθυνών μας.

27. Η ιστορική αποτίμηση της επαναστατικής απόπειρας του 20ου αιώνα και η νέα εποχή του καπιταλισμού και του ιμπεριαλισμού απαιτούν έναν βαθύ διάλογο που θα στηρίζεται στη θεωρία του Μαρξ και του Ένγκελς, στην επέκταση και την εμβάθυνσή του από τη συνεισφορά του λενινισμού, στον επαναστατικό μαρξισμό, αλλά και στη συμβολή όλων των μαχόμενων μαρξιστών, με στόχο μια, αντίστοιχη με την εποχή μας, στρατηγική για τις επαναστάσεις και την κομμουνιστική κοινωνία του 21ου αιώνα. Για να απαντήσουμε στα μεγάλα ερωτήματα: Ποια θα είναι η πορεία της επαναστατικής διαδικασίας στην εποχή μας;  Τι συμπεράσματα αντλούμε από την εμπειρία των επαναστάσεων του 20ου αιώνα; Πώς προωθείται ο σοσιαλισμός και ο κομμουνισμός μετά την κατάκτηση της πολιτικής εξουσίας;

28. Η αντίστοιχη συσπείρωση των κομμουνιστικών δυνάμεων είναι αναγκαίος αλλά όχι επαρκής όρος για την αντιστροφή της σημερινής κατάστασης. Το γεγονός ότι οι κομμουνιστικές δυνάμεις οφείλουν να προωθούν τη στρατηγική τους, δεν σημαίνει ότι παραιτούνται από τα μέτωπα, από άξονες συσπείρωσης και κοινής δράσης με ευρύτερες κοινωνικές και πολιτικές δυνάμεις για τα προβλήματα που ταλανίζουν σήμερα το λαό και τη χώρα.
Γι’ αυτό απαιτείται μια πορεία δημιουργίας ενός σύγχρονου εργατικού και λαϊκού, κοινωνικοπολιτικού μετώπου. Σε αυτό το μέτωπο, οι πρωτοπόρες δυνάμεις οφείλουν να συνδέουν τον αντιιμπεριαλιστικό και δημοκρατικό αγώνα με το ταξικό και αντικαπιταλιστικό περιεχόμενο του, όπως και αντίστροφα, να συμβάλουν έτσι ώστε ο αντικαπιταλιστικός αγώνας να εκφράζεται με τις σύγχρονες αντιιμπεριαλιστικές και δημοκρατικές αιχμές του.
Ένα τέτοιο μέτωπο δεν έρχεται σε σύγκρουση, αντίθετα, ενισχύει τις προσπάθειες για ένα σύγχρονο κομμουνιστικό πρόγραμμα και κόμμα, τροφοδοτεί την επαναστατική προοπτική.
Ταυτόχρονα, ένα τέτοιο μέτωπο δεν μπορεί να είναι μόνον κοινωνικό. Είναι αναγκαία μια πολιτική συμμαχία των ανατρεπτικών αριστερών δυνάμεων. Που θα συσπειρώσει δυνάμεις ενάντια στο διπολισμό γύρω από τον ΣΥΡΙΖΑ και τη ΝΔ, αλλά και ενάντια στην Ακροδεξιά και το νεοφασισμό. Που θα δώσει νέα πνοή στο μαζικό κίνημα, θα συμβάλει σε νίκες και κατακτήσεις τι οποίες τόσο ανάγκη έχει ο λαός και η νεολαία.

Βασικά στοιχεία ενός πολιτικού προγράμματος για τη σημερινή περίοδο

29. Ένα τέτοιο μέτωπο έχει σαν κεντρικό πολιτικό και κοινωνικό στόχο:
Ριζικές κατακτήσεις για τα σύγχρονα δικαιώματα των εργαζομένων, του λαού και της νεολαίας, προωθώντας τη ρήξη και ανατροπή της επίθεσης του καπιταλισμού, του ιμπεριαλισμού και του φασισμού. Κατακτήσεις που μπορούν να επιβληθούν εντός και παρά το χρέος, την ΕΕ και την αστική κυριαρχία, με αγώνα εναντίον τους, ανοίγοντας νέες προοπτικές για την επαναστατική διαδικασία. Σε αυτή την κατεύθυνση  αναζητούμε μια πρόταση τακτικής για τη σημερινή περίοδο, που μπορεί να συσπειρώσει μετωπικά ευρύτερες κοινωνικές και πολιτικές δυνάμεις. Αποτελεσματική τακτική δεν μπορεί να είναι ούτε ο ρεφορμισμός και η υποταγή στο σύστημα, ούτε ο αριστερισμός και η άσφαιρη καταγγελία του καπιταλισμού.
Ένα τέτοιο μέτωπο χρειάζεται ένα πρόγραμμα πάλης με βάση τους παρακάτω βασικούς άξονες:

  • Κατάργηση όλων των μνημονιακών νόμων, ουσιαστικές αυξήσεις σε μισθούς, συντάξεις και λαϊκό εισόδημα, με σταθερές εργασιακές σχέσεις και μείωση του χρόνου εργασίας, προοδευτική φορολογία και προστασία της λαϊκής κατοικίας.
  • Παύση πληρωμών, διαγραφή του δημόσιου χρέους, διαγραφή – ρύθμιση του ιδιωτικού χρέους των λαϊκών στρωμάτων.
  • Εθνικοποίηση των τραπεζών και των στρατηγικής σημασίας επιχειρήσεων με δημοκρατικό, εργατικό και κοινωνικό έλεγχο.
  • Έξοδος από ευρώ και Ευρωπαϊκή Ένωση, λαϊκή κυριαρχία στη νομισματική πολιτική και σε όλους τους τομείς, στην οικονομία, την πρόνοια, την άμυνα, τη δημόσια περιουσία.
  • Ειρήνη και ισότιμη συνεργασία των λαών σε Βαλκάνια, Αιγαίο και Αν. Μεσόγειο. Έξοδος από το ΝΑΤΟ, έξω οι βάσεις. Όχι στη νατοϊκή Συμφωνία των Πρεσπών και στον άξονα με ΗΠΑ, Ισραήλ, Αίγυπτο.
  • Υπεράσπιση και διεύρυνση των δημοκρατικών δικαιωμάτων και των εργατικών λαϊκών ελευθεριών, αποφασιστική αντιφασιστική πάλη.
  • Δημόσια και δωρεάν υγεία, παιδεία και ασφάλιση για όλους.
    Υπεράσπιση των μικρομεσαίων στρωμάτων και της μικρομεσαίας αγροτιάς.
  • Στήριξη των δικαιωμάτων των νέων εργαζόμενων, των φοιτητών και μαθητών, των γυναικών και όλων των καταπιεζόμενων ομάδων.
  • Υπεράσπιση των προσφύγων και των μεταναστών.
  • Προστασία του φυσικού και δομημένου περιβάλλοντος από την καταστροφή χάριν του κέρδους.

30. Οι παραπάνω άξονες πολιτικού προγράμματος απαιτείται να βαθύνουν για να δοθούν πειστικές απαντήσεις:

  • Στο θεμελιώδες κοινωνικό – οικονομικό ζήτημα, απέναντι στην καπιταλιστική κρίση, στην ανεργία, στην κρίση των τραπεζών, στις χρεοκοπίες επιχειρήσεων, στην ασυδοσία της «ελεύθερης αγοράς» και τη ζούγκλα του ανταγωνισμού, στο ξεπούλημα δημόσιων επιχειρήσεων και χώρων, στις ιδιωτικές καταστροφικές επενδύσεις, στις μειώσεις μισθών και συντάξεων, στην κατάργηση συλλογικών συμβάσεων.
  • Στο δεύτερο μεγάλο ζήτημα, αυτό της δημοκρατίας, για δημοκρατικές, πολιτικές και συνταγματικές κατακτήσεις υπέρ των εργαζομένων και με την ενεργό συμμετοχή του λαού σε όλα τα πεδία, απέναντι στον εκφυλισμό και την αντιδραστική μετάλλαξη της αστικής κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, στις νεοφασιστικές τάσεις κατάργησής της.
  • Στο ζήτημα μιας αντιιμπεριαλιστικής ανεξάρτητης πολιτικής, απέναντι στους κινδύνους για την ειρήνη στην περιοχή μας από την πολιτική της ελληνικής άρχουσας τάξης, από τους ιμπεριαλιστικούς ανταγωνισμούς των μεγάλων δυνάμεων, απέναντι στην επιθετικότητα της τουρκικής αστικής τάξης.

31. Η δεκαετία που πέρασε ανέδειξε το ζήτημα της σχέσης ανάμεσα στο πρόγραμμα και το εργατικό λαϊκό μέτωπο με την κυβέρνηση και με την επαναστατική διαδικασία και εξουσία. Αυτό το μεγάλο πρόβλημα δεν απαντήθηκε επαρκώς από τις κομμουνιστικές επαναστατικές δυνάμεις, στην προηγούμενη δεκαετία, με αποτέλεσμα να «απαντηθεί» από τον ΣΥΡΙΖΑ σε μια κατεύθυνση ενσωμάτωσης και υποταγής. Απαιτείται μια ριζοσπαστική αντιμετώπιση αυτών των σχέσεων, με βάση την εποχή μας, τις παλιές και σύγχρονες εμπειρίες, όχι μόνο της Ελλάδας, αλλά και άλλων χωρών (π.χ. Λατ. Αμερική).

32. Ταυτόχρονα, μέσα και μαζί με την όξυνση της αντίθεσης κεφαλαίου – εργασίας, οξύνεται ένα ευρύτερο σύνολο κοινωνικών αντιθέσεων, όπως η αντίθεση καπιταλισμού – φύσης, πόλης – υπαίθρου, έμφυλες αντιθέσεις και πατριαρχία, εθνοτικές αντιθέσεις και ρατσισμός, πολιτισμικές – θρησκευτικές αντιθέσεις κ.λπ. Η ανάπτυξη μαζικών κινημάτων για την καταπολέμηση των αντιδραστικών τάσεων σε κάθε πεδίο είναι αναγκαία, ταυτόχρονα με μία προσπάθεια σύνδεσής τους με το ευρύτερο κίνημα και ρεύμα για την απελευθέρωση των εργαζομένων και του λαού. Η σύνδεση αυτή απαιτεί σύγχρονες ειδικές θεωρήσεις και πρακτικές ανά πεδίο όσο και μία συνολική ταξική – κοινωνική οπτική σε σύγκρουση με τον καπιταλισμό και με σοσιαλιστική – κομμουνιστική κατεύθυνση εντός των κινημάτων αυτών. Για να αντιμετωπιστεί η προσπάθεια του νεοφιλελευθερισμού, συχνά μέσω μεταμοντέρνων ιδεολογικών ρευμάτων, για τον κατακερματισμό, την απομόνωση και τελικά την ενσωμάτωση αυτών των κινημάτων σε μια κοσμοπολίτικη και φιλελεύθερη ατζέντα.

Στο μαζικό κίνημα

33. Τόσο οι κομμουνιστικές δυνάμεις, όσο και το μέτωπο, δοκιμάζονται, κρίνονται και υπηρετούν το μαζικό κίνημα.
Από αυτή τη σκοπιά, για να αναπτυχθούν μαζικοί, νικηφόροι εργατικοί αγώνες, είναι αναγκαίο να εξοπλιστεί το ταξικό συνδικαλιστικό εργατικό κίνημα με ένα σύγχρονο πρόγραμμα διεκδικήσεων για το μισθό, το χρόνο και τις σχέσεις εργασίας, τις ιδιωτικοποιήσεις, τη δημοκρατία στους χώρους εργασίας κ.α. Χρειάζεται μετωπική συσπείρωση των αγωνιζόμενων, ταξικών δυνάμεων  για μια μαζική, ενωτική και ανεξάρτητη εργατική ταξική κίνηση που θα συμβάλει σε πλατιά αγωνιστικά σχήματα στους κλάδους και τις επιχειρήσεις. Θα συμβάλει στην ενότητα των διάσπαρτων δυνάμεων σε ένα αγωνιστικό ταξικό δίκτυο ανυπότακτων συνδικάτων, το οποίο θα υπερβαίνει τη συνδικαλιστική γραφειοκρατία και θα αντιπαλεύει το ρεφορμισμό, χωρίς αποχωρήσεις και περιχαρακώσεις από την πλατιά βάση του υπάρχοντος συνδικαλιστικού κινήματος.

34. Απέναντι στην ανάπτυξη των πολεμικών κινδύνων και του εθνικισμού χρειάζεται η ενωτική πάλη ενάντια στην σύγχρονη αμερικανοκρατία, τον ευρωατλαντικό άξονα και την κυβερνητική πολιτική, χωρίς υποκλίσεις σε άλλους ιμπεριαλισμούς. Η πάλη αυτή θα είναι αποτελεσματική εάν εμπνέεται από τον ευρύτερο αγώνα για εθνική ανεξαρτησία με σαφή αντιιμπεριαλιστικό προσανατολισμό, για λαϊκή κυριαρχία με εργατική ηγεμονία και για ισότιμη διεθνιστική συνεργασία των λαών. Σε αυτή την πάλη, οι κομμουνιστικές δυνάμεις οφείλουν να συνδέουν τον πατριωτισμό με τον ταξικό διεθνισμό και αντίστροφα, ενάντια και στον αστικό κοσμοπολιτισμό και στον αστικό εθνικισμό.
Σε αυτή την κατεύθυνση συμβάλλει ο Πανελλαδικός Αντιπολεμικός Κινηματικός Συντονισμός ενώ, ταυτόχρονα, χρειάζεται η κοινή δράση όλων των αντιπολεμικών συλλογικοτήτων και η δημιουργία ενός ενωτικού μαζικού κινήματος για την προάσπιση της ειρήνης.

35. Απαιτείται η μετωπική προάσπιση και ανάπτυξη των δημοκρατικών, συλλογικών και ατομικών ελευθεριών, από την ακροδεξιά επιθετικότητα και τη φασιστική απειλή, από τη μόνιμη αντιδημοκρατική «εκτροπή» με κοινοβουλευτικό μανδύα. Για αυτό χρειάζεται η κοινή μετωπική δράση όλων των αντίστοιχων δημοκρατικών και αντιφασιστικών συλλογικοτήτων, η αποφασιστική απομόνωση του νεοφασισμού από το μαζικό κίνημα και η δημιουργία μιας πλατιάς δημοκρατικής αντιφασιστικής κίνησης μετωπικού χαρακτήρα.

36. Από τις βασικές προτεραιότητες είναι η συμβολή στην ανάπτυξη του κινήματος της νεολαίας, η οποία δέχεται μεγάλες επιθέσεις στην εργασία αλλά και στα σχολεία και τα πανεπιστήμια, στο στρατό και στον πολιτισμό. Είναι εμφανής η ανάγκη για μία μετωπική κοινωνική και πολιτική πρωτοβουλία νεολαίας που να επιχειρεί να αναμετρηθεί με το σύνολο των πεδίων του νεολαιίστικου κινήματος.

37. Σημαντική πλευρά της δράσης μας είναι και η συμβολή στην ανάπτυξη τοπικών κινημάτων και κινημάτων πόλης ενάντια στις προωθούμενες ιδιωτικοποιήσεις στο δημόσιο χώρο, την υποβάθμιση και ιδιωτικοποίηση των δημοτικών υπηρεσιών και την καταστροφή του περιβάλλοντος. Για αυτό είναι αναγκαία η δράση μέσα στις αντίστοιχες λαϊκές κινηματικές μορφές (επιτροπές κατοίκων, σύλλογοι κλπ.) όσο και ο συντονισμός των κινηματικών αντιδράσεων όταν αναπτύσσονται. Ταυτόχρονα, επιδιώκουμε το συντονισμό των αριστερών ριζοσπαστικών αυτοδιοικητικών σχημάτων πόλης ώστε να υπάρχει ανταλλαγή εμπειρίας, αλλά και ως συμβολή στην ευρύτερη ανάπτυξη της λογικής της κοινής δράσης και της μετωπικής συμπόρευσης δυνάμεων της ριζοσπαστικής αριστεράς. 

Η μετωπική πολιτική πρόταση στο σήμερα

38. Η κατεύθυνση για ένα μαζικό εργατικό και λαϊκό μέτωπο διεκδίκησης κατακτήσεων που θα προωθεί τη ρήξη και την ανατροπή της επίθεσης του καπιταλισμού, του ιμπεριαλισμού και του φασισμού είναι ένα έργο μιας ολόκληρης ιστορικής περιόδου, που προϋποθέτει την κατάκτηση ή τη δυνατότητα κατάκτησης της δημοκρατικής ηγεμονίας ενός κομμουνιστικού προγράμματος και μιας αντίστοιχης μετωπικής αντίληψης. Αυτό το κοινωνικό μέτωπο χρειάζεται την πολιτική πλευρά του, μια αριστερή συμμαχία ανατροπής. Γνωρίζουμε ότι ενώ είναι αναγκαίο, ένα τέτοιο μέτωπο και συμμαχία δεν είναι ακόμη ώριμο να πραγματοποιηθούν.
Σε αυτή την κατεύθυνση, εκτιμούμε ότι αυτό που ανταποκρίνεται περισσότερο στο επίπεδο ανάπτυξης του κινήματος στη φάση της ανάταξης είναι μια πολιτική συνεργασία διαλόγου και κοινής δράσης με πρακτικές πολιτικές δεσμεύσεις, μεταξύ αριστερών ριζοσπαστικών δυνάμεων και αγωνιστών/τριών. Η μορφή αυτή μπορεί και πρέπει να είναι πιο ανοιχτή και «πειραματική» επειδή, στο φως της εμπειρίας έως τώρα, χρειάζονται και σοβαρές τομές στο επίπεδο του πολιτικού προγράμματος,  της δομής, της λειτουργίας και της φυσιογνωμίας ενός νέου, σύγχρονου αριστερού ριζοσπαστικού μετωπικού εγχειρήματος.
Προτείνουμε έναν κινηματικό και πολιτικό χώρο με μια στοιχειώδη κεντρική πολιτική συμφωνία μετωπικού χαρακτήρα και δεσμεύσεις σε κεντρικά πολιτικά ζητήματα, στην κοινή δράση και την παρέμβαση στα επιμέρους κοινωνικά κινήματα, που θα επιδιώξουμε προοπτικά να επεκταθεί γεωγραφικά, με τις ανάλογες μορφές παρέμβασης.
Αυτή η διεργασία αφορά ένα εύρος δυναμικού που κινείται ενωτικά – μετωπικά και ριζοσπαστικά, είτε οργανωμένο ακόμα σε υπαρκτά πολιτικά σχήματα, είτε ευρύτερο ανένταχτο δυναμικό. Η σκέψη, οι προτάσεις και οι πρωτοβουλίες μας για το προχώρημα αυτής της διαδικασίας θα υπηρετούν αυτό το κριτήριο, καλώντας ανοιχτά όλο αυτό το δυναμικό και έχοντας συναίσθηση του αναγκαίου χρόνου για την ευόδωση μιας τέτοιας διεργασίας ώστε να οδηγήσει στη σύγκλιση και συνεύρεση αυτών των δυνάμεων.
Παρά τις δυσκολίες τα τελευταία χρόνια και τη σύγχυση στη σημερινή εποχή, σε δυνάμεις του κινήματος και της ριζοσπαστικής Αριστεράς αναπτύχθηκαν και αναπτύσσονται ορισμένες πολιτικές διεργασίες και αναζητήσεις, στην κατεύθυνση για μετωπική λογική και αντίληψη ουσιαστικής κοινής δράσης, αντίληψη προγράμματος για μαζική αντίσταση, για θετικές διεκδικήσεις και αναμετρήσεις, για γόνιμη σύνδεση τακτικής και στρατηγικής, λογική γραμμής μαζών στην παρέμβαση, αυτοτέλειας του μαζικού κινήματος και όχι ελέγχους «κομματικών κορυφών», για ειλικρινή αναστοχαστική και ανασυνθετική διάθεση. Όλα αυτά διαμορφώνουν ορισμένες δυνατότητες για συγκλίσεις. Μια τέτοια διεργασία μπορεί και πρέπει να προχωρήσει χωρίς βεβιασμένες κινήσεις, αλλά με ό,τι είναι ώριμο να γίνει. Με σεβασμό στα υπάρχοντα σχήματα των κοινωνικών χώρων, αλλά ταυτόχρονα αναζητώντας έναν «οδικό χάρτη» για την όσο το δυνατόν ενωτική υπέρβασή τους, όπου αυτό είναι εφικτό.
Η πρόταση αυτή απευθύνεται σε όλη τη ριζοσπαστική Αριστερά και θα συγκροτηθεί από εκείνες τις δυνάμεις, ρεύματα και αγωνιστές/τριες που προσεγγίζουν έμπρακτα τις παραπάνω αντιλήψεις και λογικές.

39. Το περιεχόμενο αυτής της πρότασης είναι η συμφωνία πάνω σε συγκεκριμένες διεκδικήσεις για τις οποίες θα αγωνιστούμε από κοινού στην πολιτική και στο μαζικό κίνημα αντιστρέφοντας την υποχώρηση, βοηθώντας στην ανάπτυξη των αγώνων που θα επιχειρούν να σπάνε την επίθεση της κυβέρνησης και να βελτιώνουν άμεσα τη θέση των εργαζομένων και το συσχετισμό δύναμης.
Αυτή η πολιτική συμφωνία κοινής δράσης και διαλόγου μπορεί να αρχίσει τη δράση της πάνω στους εξής άξονες: α) επιβολή στην πράξη συλλογικών συμβάσεων για αυξήσεις σε μισθούς – συντάξεις, σταθερή εργασία και μείωση του χρόνου εργασίας, β) αναχαίτιση και ματαίωση ιδιωτικοποιήσεων και ξεπουλήματος του δημόσιου πλούτου, κρατικοποιήσεις – εθνικοποιήσεις με ευρύτερο κοινωνικό, δημοκρατικό και εργατικό έλεγχο γ) διεκδίκηση δημόσιων επενδύσεων με σεβασμό στο περιβάλλον, φιλολαϊκά έργα υποδομής και ίδρυση δημόσιων επιχειρήσεων, με κοινωνικό, δημοκρατικό και εργατικό έλεγχο, δ) δημοκρατική προάσπιση των συνδικάτων, των μαζικών φορέων, των λαϊκών αγωνιστών/τριών, των προσφύγων – μεταναστών, των γυναικών, των ΛΟΑΤΚΙ, με διεκδικήσεις για μείωση του αστυνομικού κράτους, των μέσων καταστολής και του ρόλου των αστικών μέσων ενημέρωσης, για κατάργηση των «στρατοπέδων συγκέντρωσης» μεταναστών/τριών κ.λπ., ε) πάλη για την ειρήνη με ανεξάρτητη, πολυδιάστατη αντιιμπεριαλιστική εξωτερική πολιτική, με διεθνιστική στήριξη των λαών, στ)  προάσπιση του περιβάλλοντος από τη ληστρική καπιταλιστική εκμετάλλευσή του.

Για μια συσπείρωση των κομμουνιστικών δυνάμεων της εποχής μας

40. Όλα τα παραπάνω καθήκοντα, η σκληρή περίοδος στην οποία εισερχόμαστε και πάνω από όλα, η συγκλονιστική εποχή που ζούμε, σε συνδυασμό με την αποτυχία των αριστερών δυνάμεων και προγραμμάτων στη δεκαετία που πέρασε, δείχνουν ότι απαιτείται  η δημιουργία ενός νέου αριστερού, επαναστατικού και κομμουνιστικού φορέα.
Σε αυτή την κατεύθυνση, απαιτείται η δημιουργία μιας μαζικής συσπείρωσης κομμουνιστικών ρευμάτων προς μια ενωτική οργάνωση, που θα ανοίξει το δρόμο για το κομμουνιστικό πρόγραμμα και κόμμα της εποχής μας.
Μια συσπείρωση δυνάμεων γύρω από ένα σαφές ανατρεπτικό πολιτικό πρόγραμμα για την περίοδο, πρώτα από όλα για το μισθό, το εισόδημα, το χρόνο και τις σχέσεις εργασίας, αλλά και για τη δημοκρατία και τον αντιφασισμό, την εθνική ανεξαρτησία, την ειρήνη και τη διεθνή συνεργασία των λαών, καθώς και για όλα τα ζητήματα που συγκλονίζουν τις σύγχρονες κοινωνίες, όπως το περιβάλλον και η διατροφή, το γυναικείο ζήτημα, ο ρατσισμός, οι σεξιστικές διακρίσεις κ.α.
Με ανοιχτή, δημιουργική συζήτηση και αναζήτηση για μια νέα στρατηγική σε επαναστατική και κομμουνιστική κατεύθυνση, με βάση το μαρξισμό, τις εμπειρίες από τις επαναστατικές απόπειρες του 20ου αιώνα και τις σύγχρονες, υλικές δυνατότητες χειραφέτησης της εργασίας, στην εποχή μας.
Μια συσπείρωση δυνάμεων με ενότητα στη δράση που θα διασφαλίζεται από εσωτερική δημοκρατία, με αιρετή και ανακλητή ηγεσία, προσανατολισμό στην εργατική τάξη, ειδικά στους συγκεντρωμένους χώρους βιομηχανίας και υπηρεσιών, στη νέα γενιά αλλά και σε όλο τον λαϊκό κόσμο της εργασίας.
Με μια συνεπή και σύγχρονη μετωπική πολιτική που θα ξεπερνά τόσο την υποταγή στις πτέρυγες της αστικής πολιτικής ή των αριστερών ρεφορμιστικών τάσεων, όσο και την απομόνωση από τις πλατιές εργαζόμενες και λαϊκές μάζες, στο όνομα της επανάστασης. Στόχος είναι η δημιουργία ενός πλατιού κοινωνικού και πολιτικού μετώπου ανατροπής, ακόμα και αν αυτό δεν είναι άμεσα εφικτό.
Μία συσπείρωση δυνάμεων με δημιουργία διεθνιστικών δεσμών, σε μια εποχή όπου οι δυνατότητες επικοινωνίας, μεταφορών και εμπειριών έχουν ανέβει εκθετικά, ενώ ο καπιταλισμός και ο ιμπεριαλισμός παρασύρουν την εργατική τάξη και τους λαούς στον εθνικισμό και τους πολέμους ή στην υποταγή στις κοσμοπολίτικες ολοκληρώσεις τους, όπως η Ευρωπαϊκή Ένωση.

41. Ο Συντονισμός Δράσης και Διαλόγου Κομμουνιστικών Δυνάμεων προτείνει αυτόν τον δρόμο. Θα συμβάλει αποφασιστικά, με αυτοκριτική και σχεδιασμένη πορεία υπέρβασης του ίδιου, με συντροφικό πνεύμα σύνθεσης και κοινή στράτευση.
Καλεί τους αγωνιστές και αγωνίστριες που συμφωνούν, να συμβάλουν στη δημιουργία μιας συσπείρωσης πολιτικών δυνάμεων και αγωνιστών που αγωνίζονται για το κομμουνιστικό κίνημα της εποχής μας.