του Δημήτρη Καλτσώνη
Η επανάσταση στην Κούβα παρουσίασε ιδιομορφίες αλλά και επιβεβαίωσε μερικές βασικές αρχές τις οποίες είχε ήδη εντοπίσει και ερμηνεύσει η μαρξιστική λενινιστική θεωρία. Όπως έγραψε ο Τσε, «ανακαλύψαμε εμείς καθώς κι αυτή (ενν. η επανάσταση της Κούβας – ΔΚ) με τις δικές της μέθοδες τους δρόμους που υπέδειξε ο Μαρξ»[1].
Μια επανάσταση μπορεί να ξεσπάσει μόνο όταν υπάρχει επαναστατική κατάσταση και τέτοια υπήρχε στην Κούβα μετά την επιβολή της δικτατορίας του Μπατίστα το 1952. Nα σημειωθεί ότι η δικτατορία επιβλήθηκε για να μην επικρατήσει εκλογικά ένα κεντροαριστερό, όχι επαναστατικό κόμμα, το λεγόμενο “ορθόδοξο κόμμα” (“Κόμμα του Κουβανικού Λαού” ήταν η επίσημη ονομασία), το οποίο φαινόταν ότι θα κέρδιζε τις επικείμενες εκλογές.
Σε κάθε επανάσταση είναι αναγκαία μια επαναστατική πρωτοπορία, και όταν αναφέρεται κανείς στις σύγχρονες επαναστάσεις, χρειάζεται ένα επαναστατικό κόμμα της εργατικής τάξης. Τέτοιο κόμμα στην Κούβα της περιόδου ήταν το κομμουνιστικό κόμμα που ήταν τμήμα των διαδικασιών που προέκυψαν από την Τρίτη Διεθνή. Η επίσημη ονομασία του ήταν Λαϊκό Σοσιαλιστικό Κόμμα. Ωστόσο, το κόμμα αυτό δεν κατάφερε να παίξει το ρόλο της επαναστατικής πρωτοπορίας και να οδηγήσει τα πράγματα σε επαναστατικές αλλαγές. Ο λόγος ήταν ότι, παρά τους δεσμούς που είχε με την εργατική τάξη (και όχι με άλλα λαϊκά στρώματα), η πολιτική του ήταν σεχταριστική, διακρινόταν από την απομόνωσή του. Επιπλέον, οι μακρόχρονες διώξεις και ο διαδεδομένος αντικομμουνισμός δυσχέραιναν τις όποιες προσπάθειές του.
Με αυτό το δεδομένο, το κενό έπρεπε να καλυφθεί. Έπρεπε δηλαδή να δημιουργηθεί μια επαναστατική πρωτοπορία προκειμένου να ωθήσει το λαό στην επαναστατική διαδικασία. Και πράγματι, αυτό έγινε. Το κενό καλύφθηκε από τη δημιουργία του “Κινήματος της 26 Ιουλίου”. Αρχικά, επρόκειτο για ένα πυρήνα με επικεφαλής τον Φιδέλ Κάστρο. Ο Κάστρο αρχικά είχε σχέσεις με τη νεολαία του κεντροαριστερού “ορθόδοξου κόμματος”. Ανήκε στην αριστερή, ριζοσπαστική πτέρυγά του. Μετά την επιβολή της δικτατορίας διέρρηξε τις σχέσεις του με τη συμβιβασμένη ηγεσία του ορθόδοξου κόμματος και με μια οργάνωση 1000 έως 1500 περίπου ατόμων ξεκίνησαν τον αγώνα ενάντια στη δικτατορία. Από αυτούς προήλθαν και οι 160 περίπου αγωνιστές που έκαναν την αποτυχημένη επίθεση στο στρατόπεδο της Μονκάδα στις 26 Ιουλίου 1953. Όπως διακήρυσσε ο Κάστρο, δεν επρόκειτο για πολιτικό κόμμα αλλά για επαναστατικό κίνημα.
Ιδιαίτερη έμφαση έδινε ο ίδιος ο Φιδέλ Κάστρο και το Κίνημα 26 Ιούλη στην ενότητα των αγωνιστών, στην ενότητα των επαναστατών, στην υπέρβαση των διενέξεων και των αντιπαραθέσεων του παρελθόντος. Έγραφε χαρακτηριστικά σε προκήρυξή του ο Κάστρο: “Το Κίνημα της 26ης Ιουλίου απευθύνει μια θερμή πρόσκληση για να πυκνώσει τις γραμμές του και είναι έτοιμο να δεχτεί με ανοιχτές αγκάλες όλους τους ειλικρινείς επαναστάτες της Κούβας, χωρίς καμιά επιφύλαξη, απ’ όποιο κόμμα κι αν προέρχονται, και χωρίς να λογαριάζει τις τυχόν διχόνοιες που εκδηλωθήκανε κατά το παρελθόν”[2].
Στο Κίνημα 26 Ιούλη συμμετείχαν αγωνιστές διαφορετικών ιδεολογικο-πολιτικών προελεύσεων και πεποιθήσεων. Δεν είχαν όλοι το ίδιο εύρος και βάθος στις επιδιώξεις τους. Συμμετείχαν πρώην μέλη της Κομμουνιστικής νεολαίας, όπως ο Ραούλ Κάστρο, προσχώρησαν ανένταχτοι κομματικά κομμουνιστές όπως ο Τσε, αλλά υπήρχαν και απλώς οπαδοί της πτώσης της δικτατορίας και της αγροτικής μεταρρύθμισης.
Στο Κίνημα 26 Ιούλη υπήρχαν δυο βασικά ρεύματα. Ένα δεξιό και ένα αριστερό[3]. Το δεξιό αποτελούνταν από αγωνιστές των οποίων οι στόχοι περιορίζονταν στην ανατροπή της δικτατορίας και δεν ενδιαφέρονταν για πιο βαθιές κοινωνικές αλλαγές. Στην αριστερή πτέρυγα βρίσκονταν εκείνοι που θεωρούσαν την ανατροπή της δικτατορίας το προοίμιο βαθύτερων κοινωνικών αλλαγών.
Ωστόσο, ο πυρήνας του Κινήματος, με επικεφαλής τον Φιδέλ Κάστρο, ήταν ανένταχτοι κομματικά κομμουνιστές. “Ένας περιορισμένος αριθμός από αυτούς που οργανώσαμε το Κίνημα 26 του Ιούλη, είχαμε ήδη μαρξιστική – λενινιστική διάπλαση”, εξηγούσε αργότερα ο Φ. Κάστρο[4]. Στη διάρκεια του επαναστατικού αντιδικτατορικού αγώνα το Κίνημα 26 Ιούλη μετασχηματιζόταν κάτω από το βάρος της εμπειρίας του αγώνα αυτού αλλά και με τη δημιουργική ώθηση των πρωτοπόρων επαναστατών που συμμετείχαν σε αυτό όπως ο Φιδέλ Κάστρο, ο Ραούλ Κάστρο, ο Τσε και άλλοι. Ο Φιδέλ Κάστρο ωθούσε δημιουργικά, με βάση την εμπειρία του αγώνα, όλο το Κίνημα σε πιο ριζοσπαστικές κατευθύνσεις.
Έχει σημασία να τονιστεί ότι το Κίνημα 26 Ιούλη δεν ήταν μόνο ένα ένοπλο κίνημα. Φυσικά ο αντάρτικος στρατός έπαιξε τον καθοριστικό ρόλο στην ανατροπή της δικτατορίας και δεν θα μπορούσε να είναι αλλιώς. Ο Κάστρο είχε απόλυτη συνείδηση αυτής της αναγκαιότητας. Όμως το αντάρτικο κίνημα δεν θα μπορούσε να σταθεί χωρίς ένα πλατύ δίχτυ παράνομων οργανώσεων στις πόλεις και στα χωριά το οποίο τροφοδοτούσε πολιτικά αλλά και υλικά τους αντάρτες. Ακόμη και η επίθεση στην Μονκάδα δεν ήταν ένοπλος τυχοδιωκτισμός αλλά είχε ως στόχο την πρόκληση λαϊκής εξέγερσης για την οποία εκτιμούσαν ότι οι συνειδήσεις είχαν ωριμάσει. Όπως έχει τονίσει ο Φ. Κάστρο “εμείς (ενν. οι αντάρτες – ΔΚ) όμως ανήκαμε σ’ ένα κίνημα, στο Κίνημα 26 του Ιούλη, που είχε εθνική διοίκηση η οποία λειτουργούσε ολόπλευρα. Η διοίκηση αυτή είχε όλη την ευθύνη του Κινήματος, στον κάμπο και στις πόλεις”[5].
Οι κοινωνικές συμμαχίες
Είναι ευνόητο ότι η επανάσταση στην Κούβα δεν θα είχε επικρατήσει αν το Κίνημα 26 Ιούλη δεν είχε φροντίσει με επιμέλεια να καλλιεργήσει κοινωνικές συμμαχίες. Με πολύ γλαφυρό τρόπο, ο Φιδέλ Κάστρο έδωσε στην απολογία του στο δικαστήριο μετά την έφοδο στη Μονκάδα τις κοινωνικές τάξεις στις οποίες απευθυνόταν το επαναστατικό αυτό κίνημα. Η εμβληματική αυτή ομιλία έγινε στη συνέχεια το πρόγραμμα του Κινήματος 26 Ιούλη, τυπώθηκε παράνομα και διακινήθηκα στον κουβανικό λαό. Εκεί ο Φ. Κάστρο αναφέρθηκε με λαϊκή γλώσσα στις κοινωνικές τάξεις που πλήττονταν από το καθεστώς του Μπατίστα και τα μέτρα τα οποία θα ελάμβανε η επανάσταση αν επικρατούσε.
Πρωτίστως, και όχι τυχαία, ο Φ. Κάστρο αναφέρθηκε στους άνεργους και στους εργάτες (ιδίως στους εργάτες γης), στην εργατική τάξη δηλαδή, την πιο ριζοσπαστική κοινωνική δύναμη από την ίδια τη θέση της. “Όταν γίνεται λόγος για αγώνα, εμείς αποκαλούμε λαό τις εξακόσιες χιλιάδες Κουβανούς που είναι χωρίς δουλειά”, “τις πεντακόσιες χιλιάδες εργάτες γης που ζουν σε άθλιες καλύβες”, “τους τετρακόσιες χιλιάδες βιομηχανικούς εργάτες και μεροκαματιάρηδες”[6].
Στη συνέχεια αναφέρθηκε στους αγρότες, και ιδίως στους ακτήμονες αγρότες, την πιο πολυάριθμη καταπιεζόμενη τάξη στην Κούβα εκείνη την περίοδο, “τους εκατό χιλιάδες μικροκαλλιεργητές που ζουν και πεθαίνουν δουλεύοντας μια γη που δεν είναι δικιά τους”.
Στις δυνάμεις της επανάστασης επίσης ανήκαν: “οι τριάντα χιλιάδες δάσκαλοι και καθηγητές”, “οι είκοσι χιλιάδες μικρέμποροι εξαντλημένοι από τα χρέη”, “οι δέκα χιλιάδες νεαροί επαγγελματίες: γιατροί, μηχανικοί, δικηγόροι, κτηνίατροι, παιδαγωγοί, οδοντίατροι, φαρμακοποιοί, δημοσιογράφοι, ζωγράφοι, γλύπτες, κλπ”.
Είναι φανερό από τα παραπάνω ότι ο Φ. Κάστρο και το Κίνημα 26 Ιούλη προσδοκούσε σε μια επαναστατική συμμαχία της εργατικής τάξης με τους αγρότες και τα μικροαστικά στρώματα. Αυτή ήταν η ουσία του προγράμματος της Μονκάδα.
Αν αυτές ήταν οι κινητήριες δυνάμεις της επανάστασης ποιοι ήταν ο εχθροί της; Ποιοι ήταν οι βασικοί στόχοι της; Και αυτό διευκρινιζόταν στην απολογία του Φ. Κάστρο, το πρόγραμμα δηλαδή του Κινήματος 26 Ιούλη. Τους περιέγραφε μιλώντας για τους πέντε βασικούς επαναστατικούς νόμους που θα υιοθετούσε η επανάσταση αν νικούσε.
Ο πρώτος και βασικότερος στόχος ήταν η ανατροπή της δικτατορίας του Μπατίστα. “Ο πρώτος επαναστατικός νόμος θα ξανάδινε την κυριαρχία στο λαό και θα διακήρυττε το Σύνταγμα του 1940 ως τον πραγματικό ανώτατο νόμο του κράτους, εωσότου ο λαός αποφάσιζε να το τροποποιήσει ή να το αλλάξει”[7]. Ο στόχος αυτός συνδυάζεται με την επαναφορά του Συντάγματος του 1940, ενός αστικοδημοκρατικού βέβαια Συντάγματος το οποίο όμως λόγω της συγκυρίας στην οποία ψηφίστηκε, ήταν ένα προοδευτικό, δημοκρατικό, αρκετά προωθημένο Σύνταγμα. Αυτός ήταν ο ελάχιστος στόχος. Παράλληλα, η διατύπωση του Φ. Κάστρο άφηνε ανοιχτή τη δυνατότητα τροποποίησης ή και υιοθέτησης νέου Συντάγματος, πιο ριζοσπαστικού.
Ο δεύτερος σημαντικός στόχος της επανάστασης θα ήταν οι μεγάλοι γαιοκτήμονες. Η ταξική σύνθεση της κουβανικής κοινωνίας αποτελούνταν κατά πλειοψηφία από αγρότες. Άρα τα δικά τους αιτήματα είχαν προτεραιότητα να ικανοποιηθούν. Διακηρυσσόταν ότι θα δοθούν τίτλοι γης στους αγρότες. Έπρεπε γι’ αυτό “να τεθούν εκτός νόμου οι μεγάλες γαιοκτησίες”. Στο στόχαστρο των επαναστατών ετίθεντο και οι πολυεθνικές των ΗΠΑ, “οι εκτάσεις της United Fruit Company και της West Indies” οι οποίες ήταν από τους βασικούς μεγαλογαιοκτήμονες[8]. Άρα, και μόνο από αυτό, η επανάσταση αποκτούσε αντικειμενικά αντιιμπεριαλιστική αιχμή.
Το πρόγραμμα της Μονκάδα δεν έμεινε εκεί. Στρεφόταν και ενάντια στη χρηματιστική ολιγαρχία. Έκανε λόγο για μια χούφτα χρηματιστών που κυβερνούν, “για δέκα ή δώδεκα μεγιστάνες”[9]. Έστρεφε έτσι την αιχμή του επαναστατικού κινήματος ενάντια στο μεγάλο κεφάλαιο. Έθετε το ζήτημα της εθνικοποίησης των μεγάλων επιχειρήσεων ξεκινώντας από την κατηγορία εκείνη που ήταν πιο μισητή από το λαό άρα και πιο κατανοητή η ανάγκη. Όριζε ότι ο επαναστατικός νόμος “διέταζε τη δήμευση όλης της περιουσίας των καταχραστών όλων των κυβερνήσεων”[10]. Ξεκαθάριζε επίσης ότι η οικονομική ανάπτυξη της Κούβας δεν μπορεί να γίνει με προσφυγή στη λογική της ελεύθερης αγοράς και των προνομίων προς τους επενδυτές αλλά με εθνικό σχέδιο βιομηχανικής ανάπτυξης.
Από τα παραπάνω διαγράφεται με απόλυτη ευκρίνεια οι κοινωνικές συμμαχίες αλλά και οι άμεσοι στόχοι της επανάστασης. Η επανάσταση ήταν αντιδικτατορική, αντιιμπεριαλιστική, αντιολιγαρχική. Όπως έλεγε ο Φιδέλ Κάστρο στην ομιλία του στο 1ο συνέδριο του νέου ΚΚ Κούβας το 1975, “σε κάθε στάδιο του αγώνα εξαγγέλλονταν και πραγματοποιούνταν εκείνοι ακριβώς οι στόχοι για τους οποίους το επαναστατικό κίνημα και ο λαός είχαν αποκτήσει την ανάλογη ωριμότητα. Αν είχαμε διακηρύξει τον σοσιαλισμό στη διάρκεια του αγώνα της εξέγερσης, αυτό δεν θα είχε γίνει κατανοητό από το λαό… Την εποχή εκείνη η ανατροπή της αιμοσταγούς τυραννίας του Μπατίστα καθώς και το πρόγραμμα της Μονκάδα συσπείρωναν ολόκληρο τον λαό. Αργότερα, όταν η επανάσταση, δυνατή και νικηφόρα, δεν δίστασε να συνεχίσει την πορεία της προς τα εμπρός, ορισμένοι ισχυρίστηκαν ότι προδόθηκε, χωρίς να σκεφτούν ότι η πραγματική προδοσία θα ήταν να σταματούσε η επανάσταση στα μισά του δρόμου”[11].
Όπως τόνιζε ο Φ. Κάστρο, “είχαμε επίσης και μια στρατηγική, ένα πρόγραμμα σε στάδια… Σε μια πρώτη φάση, ένα πρόγραμμα που τεχνικά θα μπορούσαμε να ονομάσουμε πρόγραμμα εθνικής απελευθέρωση, εθνικής ανεξαρτησίας. Συνίστατο σε μια σειρά προωθημένες κοινωνικές μεταρρυθμίσεις, που ακολουθούσαν τελικά, σε μια καθορισμένη στιγμή, νέα μέτρα που θα μπορούσαν να έχουν σοσιαλιστικό χαρακτήρα”[12].
Αμέσως μετά την ανατροπή της δικτατορίας, ο λαός δεν ήταν ακόμη έτοιμος για βαθύτερες και ριζοσπαστικότερες αλλαγές. “Τα μονοπώλια, οι μεγάλοι γαιοκτήμονες και οι αστοί παρέμεναν κύριοι της χώρας… Η λέξη “σοσιαλισμός” τρόμαζε πολλούς συμπολίτες μας… Η ύπαρξη ενός σχετικά σημαντικού μικροαστικού στρώματος στην κοινωνία μας σε συνδυασμό με την πολιτιστική καθυστέρηση και τον αναλφαβητισμό, διευκόλυναν την πολιτική δουλειά του ιμπεριαλισμού και των κυρίαρχων τάξεων”. Ωστόσο, “ο αγώνας ανέπτυξε τη συνείδηση των μαζών κατά τρόπο καταπληκτικό. Έκανε τους ανθρώπους να δουν, μέσα σε λίγους μόνο μήνες, αυτό που επί δεκαετίες ανελέητης ιμπεριαλιστικής-αστικής εκμετάλλευσης δεν είχε γίνει κατανοητό παρά μόνο από μια μειοψηφία”[13].
Επομένως η επαναστατική αλλαγή στην Κούβα μπόρεσε να πραγματοποιηθεί επειδή ο λαός συσπειρώθηκε και εμπνεύστηκε ώστε να αποκτήσει τη δύναμη για να διεξάγει το σκληρό αγώνα. Αλλά για να γίνει αυτό χρειάστηκε να τεθούν τα κατάλληλα αιτήματα, οι κατάλληλοι στόχοι, τέτοιοι που να ανταποκρίνονται στο επίπεδο συνείδησής του, να μπορεί να τους καταλάβει και, παράλληλα, να ανταποκρίνονται στις αντικειμενικές συνθήκες. Αυτό έχει αποδειχθεί ιστορικά ότι είναι ένα πολύ κομβικό ζήτημα για την επιτυχία των επαναστατών και των επαναστάσεων. Χρειάζεται συγκεκριμένη ανάλυση της συγκεκριμένης κατάστασης. Απαιτείται επιστημονική ανάλυση αλλά και τέχνη στην εφαρμογή της πολιτικής.
Ο Φιδέλ Κάστρο και το Κίνημα 26 Ιούλη έφεραν σε πέρας δημιουργικά και με επιτυχία την προσπάθεια αυτή. Στην πραγματικότητα ανακάλυψε και εφάρμοσε από τους δικούς του δρόμους τη μαρξιστική και λενινιστική ανάλυση περί μετατροπής, μετεξέλιξης της δημοκρατικής επανάστασης σε σοσιαλιστική. Ανάλογες προσεγγίσεις είχαν κάνει στην εποχή τους οι Μαρξ και Λένιν[14].
Τα αιτήματα που διατυπώθηκαν στην απολογία του Κάστρο στο δικαστήριο μετά την επίθεση στη Μονκάδα και το πρόγραμμα του Κινήματος 26 Ιούλη αποτελούσαν ένα πρόγραμμα δημοκρατικής επανάστασης. Συγκεκριμένα η επανάσταση αυτή ήταν αντιδικτατορική, εθνικοανεξαρτησιακή (άρα και αντιιμπεριαλιστική), αγροτική και αντιολιγαρχική. Το πρόγραμμα της Μονκάδα δεν ήταν ένα σοσιαλιστικό πρόγραμμα αλλά αποτελούσε “τον προθάλαμο ενός σοσιαλιστικού καθεστώτος που δεν ήταν ανάγκη να έρθει μετά, ούτε αμέσως”[15]. “Δεν ήταν ακόμη σοσιαλιστικό πρόγραμμα, ήταν όμως ένα πρόγραμμα ικανό να κερδίσει την υποστήριξη των μεγάλων μαζών του πληθυσμού, ήταν ο προθάλαμος του σοσιαλισμού στην Κούβα”[16]. Επομένως, ήταν ένα πρόγραμμα που ανταποκρινόταν στις αντικειμενικές συνθήκες, λάμβανε υπόψη του το επίπεδο συνειδητοποίησης του λαού και άφηνε ανοικτό, ή για την ακρίβεια διευκόλυνε, περαιτέρω ριζοσπαστικές αλλαγές.
Έτσι, η επανάσταση στην Κούβα ξεκίνησε ως αντιδικτατορική καθώς το πρόγραμμα του Φιδέλ Κάστρο και του Κινήματος 26 Ιούλη μαχόταν για την πτώση της δικτατορίας, την εγκαθίδρυση μιας νέας ποιότητας δημοκρατίας, την κατάκτηση της εθνικής ανεξαρτησίας, τη ριζική αγροτική μεταρρύθμιση, τη βελτίωση της ζωής των εργατών και των άλλων λαϊκών στρωμάτων. Αφού ολοκληρώθηκαν οι στόχοι αυτοί, η επανάσταση μπορούσε να περάσει στο στάδιο της σοσιαλιστικής. Πραγματικά, αυτό το πέρασμα διακηρύχθηκε τη μέρα που άρχισε η εισβολή των μισθοφόρων από τις ΗΠΑ. Το σοσιαλιστικό χαρακτήρα της επανάστασης διακήρυξε ο Φιδέλ με τη Δεύτερη Διακήρυξη της Αβάνας στις 4 Φεβρουαρίου 1962. Είναι επίσης γεγονός ότι “Οι επιθέσεις του ιμπεριαλισμού επιτάχυναν τις επαναστατικές διαδικασίες”[17].
Οι πολιτικές συμμαχίες
Η επανάσταση δεν θα μπορούσε να νικήσει αν οι κοινωνικές συμμαχίες δεν συνδέονταν διαλεκτικά με τις πολιτικές. Ο Φιδέλ Κάστρο, χωρίς ούτε στιγμή να διαπραγματευτεί την ανεξάρτητη επαναστατική δράση του Κινήματος 26 Ιούλη, εργάστηκε συστηματικά, επίμονα, πολύπλευρα και με ευλυγισία για την επίτευξη της μέγιστης δυνατής ενότητας. Κατανοούσε βαθιά πως, ενάντια σε ένα πανίσχυρο αντίπαλο, χωρίς τη μέγιστη συγκέντρωση δυνάμεων δεν θα μπορούσε να επιτευχθεί η νίκη. Σε προκήρυξη από τη Σιέρα Μαέστρα ήδη τους πρώτους μήνες του αντάρτικου αγώνα επέμενε στο ζήτημα της ενότητας: “Αυτή την ώρα, η ενότητα είναι η μόνη πατριωτική εκλογή. Η ενότητα σε αυτό που έχουν κοινό όλες οι πολιτικές ομάδες, επαναστατικές και κοινωνικές, που πολεμούν τη δικτατορία”[18].
Ο Κάστρο επέμενε με ιδιαίτερη έμφαση στην ανάγκη της συνεργασίας ιδίως των πολιτικών δυνάμεων που μάχονταν με συνέπεια τη δικτατορία και την ιμπεριαλιστική επικυριαρχία. Αυτά ήταν το Λαϊκό Σοσιαλιστικό Κόμμα και το Επαναστατικό Διευθυντήριο (αντιδικτατορική επαναστατική οργάνωση φοιτητών). Για τη συνεργασία με το Λαϊκό Σοσιαλιστικό Κόμμα υπήρχαν αντιρρήσεις στο εσωτερικό του Κινήματος 26 Ιούλη από τα πιο συντηρητικά σκεπτόμενους οι οποίοι ήταν εμποτισμένοι από τον αντικομμουνισμό. Ο Φιδέλ Κάστρο χρειάστηκε να δώσει πειστικά επιχειρήματα για την ανάγκη συνεργασίας και να ξεπεράσει τους δισταγμούς οι οποίοι εξάλλου τρέφονταν και από τη σεχταριστική πολιτική του ίδιου του Λαϊκού Σοσιαλιστικού Κόμματος. Στη διάρκεια του αντιδικτατορικού αγώνα εμπεδώθηκε η στενή συνεργασία των τριών οργανώσεων η οποία οδήγησε αργότερα στην ενοποίησή τους και στη δημιουργία του νέου, ενιαίου ΚΚ Κούβας.
Στην προσπάθεια για συνεργασία και ενότητα των αντιδικτατορικών δυνάμεων, το Κίνημα 26 Ιούλη κι ο Φ. Κάστρο προσωπικά απέδιδαν ξεχωριστή σημασία στην απόρριψη του ηγεμονισμού, ακόμη και του ηγεμονισμού του ίδιου του Κινήματος 26 Ιούλη. Αυτό έγινε ακόμη πιο επιτακτικό μετά την κατάληψη της εξουσίας. Εξαιτίας του κύρους και της δύναμης που είχε αποκτήσει το Κίνημα 26 Ιούλη, έπρεπε να καταπολεμηθεί ο ηγεμονισμός και ο σεχταρισμός.
Έλεγε σχετικά ο Φ. Κάστρο: “αυτό σημαίνει ότι θα μπορούσαμε να προσπαθήσουμε να υπερτερήσει η δική μας οργάνωση, το δικό μας Κίνημα, σαν κλειδί της Επανάστασης. Μπορούσαμε να πούμε: Ωραία, είμαστε πιο δυνατοί από τις υπόλοιπες οργανώσεις, ας μην μοιραστούμε τις υπευθυνότητες, ας τις αναλάβουμε όλες μόνοι μας. Αυτό έχει συμβεί αναρίθμητες φορές στην ιστορία, σχεδόν χωρίς εξαίρεση. Δεν ακολουθήσαμε όμως αυτό το δρόμο… Ο πρώτος σεχταρισμός που αρχίζω να καταπολεμώ ήταν ο σεχταρισμός εκείνων που είχαμε πολεμήσει μαζί στα βουνά… Η δεύτερη σεχταριστική τάση που χρειάστηκε να καταπολεμήσουμε, ήταν η τάση της οργάνωσής μας, σε σχέση με τις άλλες οργανώσεις, που είχαν μικρότερη δύναμη, ήταν πιο μικρές… Εμείς, την αρχή της ενότητας την εφαρμόσαμε με όλες τις οργανώσεις…Γιατί δώσαμε σε όλους την ευκαιρία”[19].
Αλλά ακόμη και αστικοδημοκρατικές δυνάμεις καλούσε σε σύμπλευση το Κίνημα της 26 Ιούλη κατά τη διάρκεια του αντιδικτατορικού αγώνα, με πιο περιορισμένους, ελάχιστους στόχους. Αυτοί ήταν η παράλληλη προσπάθεια για την πτώση της δικτατορίας και την προκήρυξη ελεύθερων εκλογών. “Αλλά υπήρχαν ακόμη και τα υπόλοιπα κόμματα και οργανώσεις που ήταν ενάντια στον Μπατίστα, παρ’ όλο που δεν είχαν πάρει μέρος στον ένοπλο αγώνα. Μίλησα με όλες τις οργανώσεις, με όλα τα κόμματα, συμπεριλαμβανομένων και των παλιών κομμάτων, των κομμάτων που είχαν χάσει την υπόληψή τους… Ούτε με αυτά δεν θελήσαμε να είμαστε σεχταριστές. Υψώσαμε τη σημαία της ενότητας όλων των δυνάμεων. Ας πούμε, αν το 95% του λαού ήταν με την Επανάσταση, και το Κίνημα της 26 Ιούλη μπορούσε να έχει το 85% ή το 90% του κόσμου, κι αν ακόμη ήταν ένα 10% ή το 5% που είχαν οι υπόλοιποι, εμείς είπαμε: Χρειάζεται αυτό το 5%, χρειάζεται η ενότητα. Γιατί η ενότητα δεν είναι μόνο ζήτημα ποσοτικό, είναι και ζήτημα ποιοτικό σε μια επανάσταση. Δεν μετράω αν τα υπόλοιπα κόμματα αντιστοιχούν στο 10% ή στο 15% της δύναμης. Όχι. Λέω ότι τα υπόλοιπα κόμματα δίνουν ποιότητα στην επανάσταση, γιατί αυτό σημαίνει ενότητα, αυτή είναι η αρχή της ενότητας. Αν δεν υπερισχύει η ενότητα, όχι μόνο χωρίζεσαι από τα υπόλοιπα κόμματα, αλλά δημιουργούνται διαιρέσεις και μέσα στους κόλπους της ίδιας σου της οργάνωσης”[20].
Ο Φ. Κάστρο και το Κίνημα 26 Ιούλη κατέβαλαν προσπάθειες στη λογική της μέγιστης δυνατής ενότητας και της πρόκλησης ρηγμάτων στο στρατόπεδο του εχθρού, ακόμη και μέσα στο αστικό κράτος. Στην απολογία του στο δικαστήριο Ο Κάστρο διαχώριζε την ηγεσία του στρατού και της δικτατορίας από τους στρατιώτες, τις συνθήκες εκμετάλλευσης των οποίων καταγγέλλει στο δικαστήριο. Αλλά και στους αξιωματικούς προκαλεί ρωγμές: “Κι επειδή πάνω απ’ όλα θέλω να είμαι δίκαιος, δεν μπορώ να θεωρήσω ότι όλοι οι στρατιωτικοί συναινούν με αυτά τα εγκλήματα. Το στίγμα και η ντροπή αυτών των πράξεων βαραίνει ορισμένους προδότες και αχρείους ενώ κάθε έντιμος και αξιοπρεπής αξιωματικός που αγαπά την καριέρα του και τη στολή του έχει το καθήκον να απαιτήσει και να αγωνιστεί ώστε να ξεπλυθεί αυτό το στίγμα…”[21]. Με ανάλογο τρόπο και επιδιώξεις απευθυνόταν στους δικαστές και στους εισαγγελείς[22].
Επαναστατική ηθική και δημοκρατία
Τέλος, ένας σημαντικός συντελεστής της ενότητας του λαού και των επαναστατικών δυνάμεων υπήρξε η επαναστατική ηθική και οι δημοκρατικές αρχές λειτουργίας.
Ιδιαίτερη ήταν η συμβολή του Φ. Κάστρο και του Κινήματος 26 Ιούλη στο ότι έδειξαν με τον πιο έντονο, με τον πιο καθαρό τρόπο τη σημασία της ηθικής υπεροχής των επαναστατών. Πολλές είναι οι αναφορές του Κάστρο στο θέμα αυτό. Αλλά κυρίως πολύ ενδεικτικές οι πράξεις. Η φροντίδα για τους αιχμαλώτους, η περιποίηση πρώτα των αιχμαλώτων τραυματιών, η απέχθεια προς τη χρήση βασανιστηρίων, ο σεβασμός στον άνθρωπο χαρακτήρισαν τον αντάρτικο στρατό ακόμη και στις πιο σκληρές στιγμές του απελευθερωτικού πολέμου, ακόμη και απέναντι στις πιο απάνθρωπες μεθόδους της δικτατορίας[23]. Μιλώντας για τον αντάρτικο στρατό ο Φιδέλ Κάστρο υπογράμμιζε: “επειδή τον σεβάστηκε (ενν. τον εχθρό – ΔΚ), επειδή δεν χτύπησε κανένα στρατιώτη, επειδή δεν τους ταπείνωσε, δεν τους πρόσβαλε, επειδή δεν τους δολοφόνησε. Και έφτασε η στιγμή όπου είχαμε μεγάλη επιρροή. Και μας σέβονταν”[24].
Ο Φ. Κάστρο επέμενε επίσης στην τήρηση των δημοκρατικών αρχών: στη δημοκρατική συζήτηση και στη συλλογικότητα της καθοδήγησης, που αποτέλεσαν θεμελιώδη παράγοντα για την εμπέδωση της ενότητας των επαναστατών. Ακόμη και στις δύσκολες εποχές της παρανομίας η δημοκρατική συζήτηση και η συλλογικότητα στο Κίνημα 26 Ιούλη βρίσκονταν στην ημερήσια διάταξη. Ακόμη και αν καμιά φορά η πλειοψηφία έπαιρνε λαθεμένες αποφάσεις, όπως έλεγε ο ίδιος[25].
Είναι αξιοσημείωτη η επιμονή του Φιδέλ Κάστρο στις δημοκρατικές μεθόδους για την επίλυση των αντιθέσεων και των προβλημάτων, όχι στις διοικητικές – καταπιεστικές. Τόσο στις εσωκομματικές κρίσεις όσο και στις σχέσεις του επαναστατικού κόμματος με το λαό ο Κάστρο ήταν πάντα ακούραστος συνομιλητής, έτοιμος για να πείσει αλλά και να ακούσει. Έλεγε το 1964: “Αυτή η επανάσταση δεν θα φάει τα παιδιά της. Ο νόμος του Κρόνου δεν θα επιβληθεί”. “Ποτέ, ποτέ, ποτέ, να μην μπορεί να ειπωθεί ότι ένας επαναστάτης τιμωρήθηκε άδικα, ότι κάποιος αθώος εκτελέστηκε, ότι έστω και ένα παιδί της επανάστασης καταβροχθίστηκε”[26].
Αυτές οι αρχές έπρεπε να τηρούνται και στις σχέσεις του επαναστατικού κόμματος με το λαό. Ήδη από τη Σιέρα Μαέστρα, από τις δύσκολες συνθήκες του αντάρτικου αγώνα έλεγε ότι προέχει η αλήθεια, ότι ακόμη και οι αποτυχίες, ακόμη και οι στρατιωτικές αποτυχίες πρέπει να “γνωστοποιούνται με το σκοπό να βγάλουμε ωφέλιμα διδάγματα”[27].
Επέμενε πάντα στην καταπολέμηση του σεχταρισμού, της τάσης κάποιων επαναστατών να ξεκόβονται από το λαό[28]. Επέμενε επίσης ότι οι επαναστάτες “πρέπει να ξέρουν να εφαρμόζουν με επαναστατικό και διαλεκτικό τρόπο τον μαρξισμό λενινισμό” ότι “δεν πρέπει να αντιγράφουν κανέναν”[29], δεν πρέπει να “θεοποιούν κανέναν” αλλά ότι, αντίθετα, πρέπει “να αναπτύσσουν στο λαό την αίσθηση της κριτικής, την ικανότητα για ήρεμη και αντικειμενική ανάλυση”[30].
Πάνω απ’ όλα όμως ο Φιδέλ Κάστρο πίστευε στη δύναμη των επαναστατικών ιδεών, στις επαναστατικές ηθικές αξίες. Όπως είπε σε ομιλία του στο Καράκας το 1999, “Αυτοί (ενν. Οι ιμπεριαλιστές) ανακάλυψαν όπλα πολύ έξυπνα, αλλά οι επαναστάτες ανακαλύψαμε ένα όπλο ισχυρό, πολύ πιο ισχυρό: τον άνθρωπο που σκέφτεται και αισθάνεται!”[31].
Η εμπειρία της κουβανέζικης επανάστασης και του Κινήματος 26 Ιούλη μας δείχνει ότι “δεν υπάρχει καμιά κοινωνική και πολιτική κατάσταση που, όσο δύσκολη κι αν φαίνεται, να μην έχει και τη διέξοδό της”[32].
[1] Βλ. Ε. Τσε Γκεβάρα, «Προς την νεολαία της Λατινικής Αμερικής» (1960), Πολιτικά κείμενα, τ. Ι, Αθήνα, εκδ. Καρανάση, 1982, σελ. 43.
[2] Βλ. Φ. Κάστρο, Η επανάσταση της Κούβας, Αθήνα, εκδ. Γνώσεις, χ.χρ., σελ. 110 επ., 116.
[3] “Και βέβαια το Κίνημά μας είχε τα εσωτερικά του ρεύματα, μπορούσαμε να εντοπίσουμε τη δεξιά πτέρυγα και την αριστερή”. Βλ. Ο Φιδέλ για τη θρησκεία (συνομιλίες με τον Φράι Μπέττο), Αθήνα, εκδ. Γνώσεις, χ. χρ., σελ. 247-248.
[4] Βλ. Ο Φιδέλ για τη θρησκεία (συνομιλίες με τον Φράι Μπέττο), Αθήνα, εκδ. Γνώσεις, χ. χρ., σελ. 241.
[5] Βλ. Ο Φιδέλ για τη θρησκεία (συνομιλίες με τον Φράι Μπέττο), Αθήνα, εκδ. Γνώσεις, χ. χρ., σελ. 245.
[6] Βλ. Φ. Κάστρο, Η ιστορία θα με δικαιώσει, Αθήνα, εκδ. Διεθνές βήμα, 2018, σελ.72-73.
[7] Βλ. Φ. Κάστρο, Η ιστορία θα με δικαιώσει, Αθήνα, εκδ. Διεθνές βήμα, 2018, σελ. 74.
[8] Βλ. Φ. Κάστρο, Η ιστορία θα με δικαιώσει, Αθήνα, εκδ. Διεθνές βήμα, 2018, σελ. 75, 77, 78.
[9] Βλ. Φ. Κάστρο, Η ιστορία θα με δικαιώσει, Αθήνα, εκδ. Διεθνές βήμα, 2018, σελ. 83.
[10] Βλ. Φ. Κάστρο, Η ιστορία θα με δικαιώσει, Αθήνα, εκδ. Διεθνές βήμα, 2018, σελ. 76, 79-80.
[11] Βλ. Φ. Κάστρο, Η ιστορία θα με δικαιώσει, Αθήνα, εκδ. Διεθνές βήμα, 2018, σελ. 149
[12] Βλ. Ο Φιδέλ για τη θρησκεία (συνομιλίες με τον Φράι Μπέττο), Αθήνα, εκδ. Γνώσεις, χ. χρ., σελ. 241-242.
[13] Βλ. Φ. Κάστρο, Η ιστορία θα με δικαιώσει, Αθήνα, εκδ. Διεθνές βήμα, 2018, σελ. 157-159.
[14] Βλ. ενδεικτικά Β.Ι.Λένιν, «Δυο τακτικές της σοσιαλδημοκρατίας στη δημοκρατική επανάσταση», Άπαντα, τ. 11, σελ. 77 και Β.Ι.Λένιν, «Θέσεις για το ΙΙ συνέδριο της Κομμουνιστικής Διεθνούς», Άπαντα, τ. 41, σελ. 176 και Β.Ι.Λένιν, «Το VIII συνέδριο του ΚΚΡ(μπ)», Άπαντα, τ. 38, σελ. 143 και Β.Ι.Λένιν, «Το ΙΙ Συνέδριο της Κομμουνιστικής Διεθνούς», Άπαντα, τ. 41, σελ. 243 και Β.Ι.Λένιν, «Η τέταρτη επέτειος της οχτωβριανής επανάστασης», Άπαντα, τ. 44, σελ. 147.
[15] Βλ. Ι. Ραμονέ, Εκατό ώρες με τον Φιντέλ (βιογραφία σε δύο φωνές), Αθήνα, εκδ. Πατάκη, 2007, σελ. 157.
[16] Βλ. Ο Φιδέλ και η θρησκεία (συνομιλίες με τον Φ. Μπέττο), Αθήνα, εκδ. Γνώσεις, χ.χρ., σελ. 179.
[17] Βλ. Ο Φιδέλ και η θρησκεία (συνομιλίες με τον Φ. Μπέττο), Αθήνα, εκδ. Γνώσεις, χ.χρ., σελ. 241-242, 257.
[18] Βλ. Φ. Κάστρο, Η επανάσταση της Κούβας, Αθήνα, εκδ. Γνώσεις, 1963, σελ. 121.
[19] Βλ. Ο Φιδέλ και η θρησκεία (συνομιλίες με τον Φ. Μπέττο), Αθήνα, εκδ. Γνώσεις, χ.χρ., σελ. 248-249, 251.
[20] Βλ. Ο Φιδέλ και η θρησκεία (συνομιλίες με τον Φ. Μπέττο), Αθήνα, εκδ. Γνώσεις, χ.χρ., σελ. 251.
[21] Βλ. Φ. Κάστρο, Η ιστορία θα με δικαιώσει, Αθήνα, εκδ. Διεθνές βήμα, 2018, σελ. 64-77, 44.
[22] Βλ. Φ. Κάστρο, Η ιστορία θα με δικαιώσει, Αθήνα, εκδ. Διεθνές βήμα, 2018, σελ. 48, 134, 145.
[23] Βλ. Φ. Κάστρο, Η επανάσταση της Κούβας, Αθήνα, εκδ. Γνώσεις, 1963, σελ. 130.
[24] Βλ. Ι. Ραμονέ, Εκατό ώρες με τον Φιντέλ (βιογραφία σε δύο φωνές), Αθήνα, εκδ. Πατάκη, 2007, σελ. 193, 196, 197.
[25] Βλ. Ο Φιδέλ και η θρησκεία (συνομιλίες με τον Φ. Μπέττο), Αθήνα, εκδ. Γνώσεις, χ.χρ., σελ. 245.
[26] Βλ. F. Castro, Révolution cubaine, II (textes choisis 1962-1968), Paris, Maspero, 1969, σελ. 68-70.
[27] Βλ. Φ. Κάστρο, Η επανάσταση της Κούβας, Αθήνα, εκδ. Γνώσεις, χ.χρ., σελ. 128.
[28] Βλ. Ο Φιδέλ και η θρησκεία (συνομιλίες με τον Φ. Μπέττο), Αθήνα, εκδ. Γνώσεις, χ.χρ., σελ. 249.
[29] Βλ. Fidel Castro, Discurso, 2/1/1965, www.cuba.cu/gobierno/discursos.
[30] Βλ. F. Castro, Révolution cubaine, II (textes choisis 1962-1968), Paris, Maspero, 1969, σελ. 161.
[31] Βλ. F. Castro, Una revolucion solo puede ser hija de la cultura y de las ideas, Editora politica, 1999, σελ. 19.
[32] Βλ. Φ. Κάστρο, Εισήγηση στο πρώτο συνέδριο του Κομμουνιστικού Κόμματος Κούβας, Αθήνα, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, 1976, σελ. 26.