Οι τενίστες με τις κόκκινες φανέλες που ταπείνωσαν τον Πινοτσέτ
Με αφορμή τον Τζόκοβιτς η ιστορία της σκόπιμης εμφάνισης των Πανάττα και Μπερτολούτσι με κόκκινες φανέλες «στο στάδιο του θανάτου».
Τις τελευταίες εβδομάδες όλη η υφήλιος ασχολείται με την υπόθεση Τζόκοβιτς και με όλες τις συμπαραδηλώσεις της αναφορικά με την σχέση αθλητισμού-πολιτικής-ηθικής και μηνυμάτων που ενδέχεται κάποιος να περάσει μέσα από την υπεύθυνη ή μη στάση ενός τενίστα ή όποιου άλλου διάσημου αθλητή. Μυριάδες δημοσιεύματα είδαν το φως κι αρίφνητα επιχειρήματα ένθεν κι ένθεν ανασύρθηκαν, πολλές διιστάμενες απόψεις διατυπώθηκαν.
Αντιμέτωπες ήλθαν δύο δυναμικές, η μία που ήθελε τον Τζόκοβιτς να αψηφά αλαζονικά κάθε έννοια ηθικής και δικαίου κι η άλλη που τον αναδείκνυε σε έναν τολμηματία, αδιάψευστα φιλάνθρωπο στην προσωπική του ζωή, ή όπως συνέβη με το αντιεμβολιαστικό κίνημα στη Γαλλία που τον αποθέωσε, που δεν διστάζει να βάλει τα πιστεύω του πάνω από τις σκοπιμότητες και τα κέρδη.
Όλη όμως η ιστορία πλέχθηκε κι εξελίχθηκε αποκλειστικά γύρω από το όνομα ενός τενίστα, τα μεμονωμένα του πιστεύω και τις συνέπειες που θα έχει γι’ αυτόν. Υπάρχουν όμως στην ιστορία του παγκόσμιου τένις στιγμές, που κάποιοι αθλητές, με τη στάση τους πραγματικά υπερασπίσθηκαν τα παγκόσμια ιδεώδη και πραγματικά όρθωσαν ανάστημα, υψώνοντας με τη δική τους πράξη σύμβολα για τους ανθρώπους και τους καιρούς που ζούσανε.
Λίγοι θυμούνται αν και μέχρι βιβλία έχουνε γραφτεί για να υμνήσουνε την μεγάλη και μοναδική (κυριολεκτικά και μεταφορικά) κατάκτηση της Ιταλίας του Κυπέλλου Ντέιβις το 1976 στη Χιλή. Μοναδική γιατί η νίκη εκείνη ξεπερνά αυτό καθ’ αυτό το αθλητικό γεγονός και αναγορεύθηκε σε μία ύπατη πράξη πολιτικής κι ανθρωπιστικής ευθύνης για τον τρόπο που επιτεύχθηκε.
Γιατί η σκόπιμη κι ψυχωμένη εμφάνιση των Αντριάνο Πανάττα και Πάολο Μπερτολούτσι με κόκκινες φανέλες στο γήπεδο, μια πράξη απροκάλυπτης καταγγελίας για τα εγκλήματα της δικτατορίας του Αουγκούστο Πινοτσέτ. Η μάχη που δόθηκε μέσα στο court του Σαντιάγο μετατράπηκε σε αγώνα της ελευθερίας και της δημοκρατίας απέναντι στον σκοταδισμό και τη φαυλότητα ενός κακοποιού καθεστώτος. Όσο κι εάν η φρίκη που βίωνε εκείνα τα χρόνια η δύσμοιρη χώρα, που μόλις σήμερα πασχίζει να αλλάξει σελίδα στην Ιστορία της και ν’ απαλλαγεί από το βάρος της κληρονομιάς του Πινοτσέτ, δύσκολα μπορεί – και μπορούσε ακόμη και τότε – να περιγραφεί και να διαγραφεί από την κίνηση δύο αθλητών. Όμως εκείνες οι δύο κόκκινες φανέλες, που το άλικό τους συμβόλιζε το αίμα που χυνότανε στη Χιλή την εποχή εκείνη, δίδαξαν πως ο αθλητισμός πρέπει να παίρνει θέση και δικαιούται, ως έκφραση του ανθρώπινου είναι και γίγνεσθαι, να ορθώνει την άποψή του απέναντι στην αδικία.
Στην ιστορία της νίκης του Πανάττα και του Μπερτολούτσι όμως υπάρχει κι ένα έντονο παρασκήνιο, που η διήγησή του ανασυνθέτει το κλίμα και τις συνθήκες της εποχής εκείνης, που πρέπει θαρρώ να την αναστοχαζόμαστε διαρκώς -ιδίως στους καιρούς που ζούμε.
Οι ημιτελικοί στο Davis Cup το 1976 είχε καθορισθεί να διεξαχθούν μεταξύ 24 και 27 Σεπτεμβρίου. Στη Ρώμη συναντήθηκαν τότε η Ιταλία και η Αυστραλία, με την ιταλική εθνική ομάδα να επιβάλλεται με 3 – 2 χάρη στις νίκες στο απλό των Πανάτα και Μπαρατζούτι και τη νίκη στο διπλό του δίδυμου Μπερτολούτσι και Πανάτα. Εκείνη τη εποχή οι Πανάτα και Μπαρατζούτι συγκαταλέγονταν μεταξύ των κορυφαίων στον κόσμο, ενώ κι ο Μπερτολούτσι ήταν ένας ασύγκριτος παρτενέρ στο διπλό.
Στον άλλο ημιτελικό, επρόκειτο να έλθουν αντιμέτωπες η τότε Σοβιετική Ένωση με τη Χιλή. Όμως η αναμέτρηση αυτή ποτέ δεν πραγματοποιήθηκε, μιας και η Σοβιετική Ένωση αρνήθηκε να μπει σε γήπεδο με αντίπαλο την ομάδα της λατινοαμερικανικής χώρας σε ένδειξη διαμαρτυρίας κατά του καθεστώτος Πινοτσέτ. Το αποτέλεσμα ήταν η Χιλή να προκριθεί αυτομάτως στον τελικό. Η απόφαση της ΕΣΣΔ για μποϊκοτάζ ήταν ιδιαίτερα θαρραλέα, καθώς βάσει των κανονισμών, η χώρα -μία από τις υπερδυνάμεις του παγκόσμιου τένις, αποκλείστηκε από τις δύο επόμενες διοργανώσεις του Davis Cup.
Αλλά και η επιτυχής πρόκριση της Ιταλίας σχεδόν αμέσως σκιάστηκε από τον έντονο διάλογο που ξεκίνησε στη χώρα για το εάν θα έπρεπε να συμμετέχει στον τελικό ή να κλωτσήσει την ευκαιρία. Μάλιστα, οι αγώνες του τελικού είχαν ορισθεί να διεξαχθούν στη Χιλή. Τη στιγμή που η χώρα στέναζε υπό τον ζυγό του Πινοτσέτ, άνθρωποι εκτελούνταν, συλλαμβάνονταν αυθαίρετα κι εξαφανίζονταν χωρίς ίχνη -ακόμη και σήμερα. Επιπλέον, τα γήπεδα τένις βρίσκονταν μέσα στο ευρύτερο συγκρότημα του Εθνικού Σταδίου στο Σαντιάγο. Ένας τόπος που έχει γίνει ένα από τα σύμβολα της καταστολής του αιματηρού καθεστώτος, καθώς από εκείνη την αποφράδα ημέρα της 11ης Σεπτεμβρίου 1973 και για πολύν καιρό συγκεντρώνονταν μαζικά εκεί οι πολιτικοί αντίπαλοι του Πινοτσέτ.
Η προοπτική να μη συμμετέχει η Ιταλία στον τελικό έγινε από την πρώτη στιγμή κυρίαρχο σύνθημα για πολλές αριστερές δυνάμεις και κόμματα και διατυμπανιζόταν ασταμάτητα όχι μόνο μέσα από τις σελίδες του Τύπου, αλλά και με διαδηλώσεις στους δρόμους. Μάλιστα μία ομάδα διαδηλωτών κατέλαβε τα γραφεία της ιταλικής ομοσπονδίας Federtennis, φωνάζοντας «δεν παίζουμε ‘βολέ’ με τον δήμιο Πινοτσέτ». Κύριο στόχο τους οι διαμαρτυρίες είχαν τον Πανάττα, για τον οποίο εκείνη η χρονιά ήταν μία από τις καλύτερες στη σταδιοδρομία του. Μόλις είχε κερδίσει τα δύο πιο σημαντικά τουρνουά στον κόσμο στο χώμα: στη Ρώμη, νικώντας τον Αργεντινό Γκιγιέρμο Βίλας και το Ρολάν Γκαρός στο Παρίσι, κερδίζοντας τον Αμερικανό Χάρολντ Σόλομον.
«Πανάττα εκατομμυριούχος, Πινοτσέτ αιμοσταγής (Panatta milionario, Pinochet sanguinario)» ήταν το σύνθημα που ακουγόταν πιο συχνά τότε. Ο ίδιος ο Πανάτα που προερχόταν από αριστερή και φτωχή οικογένεια (και που μάλιστα είχε πολλές φορές εκφρασθεί υποτιμητικά για τα «πλουσιόπαιδα» και τους διάφορους «αρχοντοχωριάτες» με τη ρακέτα στο χέρι) έφερε βαρέως στη συνείδησή του και τραυματικά την ευθύνη που του χρέωναν οι διαμαρτυρίες. Οι διαδηλωτές τον αποκαλούσαν «Παριολίνο» (δηλ. θαμώνα και παίκτη του τένις κλαμπ των πλουσίων Παριόλι), αλλά ο μόνος λόγος που αναδείχθηκε από το Παριόλι ήταν επειδή ο πατέρας του ήταν φύλακας στις εγκαταστάσεις κι είχε την τύχη να μπορεί να προπονείται εκεί. Αλλά και ταυτόχρονα μέσα του πύργωνε κι ο διχασμός ανάμεσα στα προσωπικά πιστεύω και την ευθύνη απέναντι στη χώρα και τις αποφάσεις των θεσμικών της οργάνων – έστω και αθλητικών.
Η δε κυβέρνηση, με επικεφαλής τον Τζούλιο Αντρεότι, και τον αρμόδιο υπουργό Κόνι προτίμησαν να μην πάρουν θέση, αφήνοντας την απόφαση στην Ιταλική Ομοσπονδία Αντισφαίρισης. Τελικά στην αδιέξοδη εκείνη κατάσταση εκείνος που έδωσε λύση ήταν ο ηγέτης του ΙΚΚ Ενρίκο Μπερλινγκουέρ. Με τον διάσημο πραγματισμό κι ορθολογισμό του (άλλωστε το κόμμα του τότε βρισκότανε στα πρόθυρα του «Ιστορικού Συμβιβασμού» με τη Χριστιανοδημοκρατία, ο Μπερλινγκουέρ παρενέβη δραστικά, λύνοντας τον Γόρδιο Δεσμό. Όπως εξιστορεί ο ίδιος ο Πανάττα, για την παρέμβαση του αρχηγού του PCI: «Για τον γενικό γραμματέα του PCI δεν θα ήταν σωστό το Κύπελλο να καταλήξει στα χέρια του καθεστώτος Πινοτσέτ στη Χιλή, παρά μόνο στα χέρια μας. Από εκεί και πέρα, άνοιξε ο δρόμος για την αναχώρησή μας. Ήταν σα να προσέφερε την ελευθερία αποφάσεων σε όλους μας. Η κυβέρνηση Αντρεότι ανακοίνωσε πως άφηνε ον Κόνι ελεύθερο να αποφασίσει, ο τελευταίος άφησε ελεύθερη την Ομοσπονδία και ουσιαστικά πήγαμε στο Σαντιάγο, με την άδεια να κερδίσουμε. Χάρη στον Μπερλινγκουέρ». Αυτομάτως, οι Ιταλοί τενίστες είχαν μία διπλή αποστολή: όχι μόνο να κερδίσουν το Davis Cup για την πατρίδα τους, αλλά και να ταπεινώσουν και να καταγγείλουν το ανόσιο καθεστώς στη Χιλή.
Βέβαια, ο Πανάττα στο κύλισμα του χρόνου έμαθε και κάποιες άλλες λεπτομέρειες για το παρασκήνιο της απόφασης του Μπερλινγκουέρ. Ο ιστορικός γραμματέας του ΙΚΚ είχε έλθει σε επαφή με τον Χιλιανό κομμουνιστή ηγέτη Λουΐς Κορβαλάν, ο οποίος του είχε επισημάνει τις πλεονεκτικές πολιτικές συνέπειες που θα είχε ένα μποϊκοτάζ για τον δικτάτορα, ο οποίος θα μπορούσε να μεταστρέψει το νόημά του. Πέρα από τον κομπασμό για την κατάκτηση του Davis Cup και την έμμεση «νομιμοποίηση» του καθεστώτος μέσω του αθλητισμού, ο Πινοτσέτ θα μπορούσε να νωπογραφήσει ως «επιθετικότητα» εναντίον της ίδιας της χώρας κι ως προσβολή τη στάση της Ιταλίας και να επιτύχει μία εθνικιστικού τύπου συσπείρωση της κοινωνίας, ακόμη και τμημάτων της που ναι μεν δεν συμφωνούσαν με την δικτατορία tout court, αλλά δεν απεμπολούν την εθνική τους υπερηφάνεια και να σταθούν ευμενώς στο πλευρό του δικτάτορα. Μια άλλη παραλλαγή θέλει συνδικαλιστές, στελέχη της Αριστεράς και φοιτητές από τη Χιλή να στέλνουν μηνύματα κι εκκλήσεις στην Ιταλία να στείλει τους τενίστες και να μην αφήσει το τρόπαιο στον μακελλάρη. Εν κατακλείδι, με τη συνειδητή συναίνεση πλέον και του μεγάλου τμήματος της ιταλικής Αριστεράς η Federtenis ενέκρινε τη συμμετοχή της ιταλικής ομάδας στον τελικό.
Εκείνη τη σημαδιακή ημέρα, στις 17 Δεκεμβρίου 1976, η Ιταλία έπαιξε το Davis Cup στη Χιλή με τους τενίστες της να βιώνουν μία πραγματικά σουρεαλιστική ατμόσφαιρα στα αποδυτήρια και γύρω τους μέσα σε μία πραγματικά σουρεαλιστική ατμόσφαιρα. Τα δύο πρώτα μονά παιχνίδια οι Μπαρατσούτι και Πανάτα τα κέρδισαν και την επομένη ήταν στο πρόγραμμα το διπλό. Εκείνη την ημέρα ο Πανάττα ζήτησε από τον συμπαίκτη του Μπερτολούτσι να βάλουν, αντί για τα επίσημα λευκά φανελάκι, κόκκινα. Γιατί; το εξηγεί ο ίδιος ο Πανάτα: «Το κόκκινο ήταν το χρώμα της αντίστασης στον Πινοτσέτ, το χρώμα που φορούσαν οι γυναίκες στους δρόμους, το χρώμα της διαμαρτυρίας, του θάρρους και του αίματος. Γυναίκες των οποίων τα παιδιά, οι αδερφοί, οι πατέρες ή οι σύζυγοι είχαν βασανιστεί, σκοτωθεί, αφανισθεί. Ήταν απλώς ένα μήνυμα, ήθελα να καταθέσω με κάποιο τρόπο τη συμπαράσταση μου και την αλληλεγγύη μου με τον λαό της Χιλής […] Ο Πάολο κι εγώ αποφασίσαμε να το κάνουμε. Αν ο Τύπος το παρατηρούσε και δεν το έγραφε, τότε αυτό θα ήταν κάτι πολύ σοβαρό, εάν όμως δεν καταλάβαινε τον συμβολισμό, τότε αυτό θα ήταν χειρότερο».Έπειτα από μία έντονα φορτισμένη συζήτηση μεταξύ των δύο:,
«Πάολο σήμερα θα βάλουμε κόκκινες φανέλες»
«Μα, είσαι τρελός, θα μας σκοτώσουν»
«Τι, τώρα θα δειλιάσεις;» κλπ. ο Πάολο Μπερτολούτσι δέχθηκε την πρόκληση που του πρότεινε ο Πανάττα.
Οι αντίπαλοί τους Φιγιόλ και Κορνέχο φορούσαν σε εκείνο το παιχνίδι λευκές φανέλες και γαλάζια σορτς. Οι Πανάττα και Μπερτολούτσι κόκκινες φανέλες και λευκά σορτς. Οι Ιταλοί κέρδισαν το διπλό και μαζί το Davis Cup, τιμώντας με τη νίκη και τη συμβολική τους στάση τα θύματα της καταστολής του Πινοτσέτ.
Ωστόσο, ακόμη και τούτη τους η νίκη δεν γιορτάσθηκε όπως έπρεπε ή όπως συνηθιζόταν σε άλλες αντίστοιχες περιπτώσεις. Σα να μην τους συγχωρήθηκε η παρέκκλιση τούτη, ο αντίκτυπος της επιτυχίας στο Σαντιάγο σάμπως να αρχειοθετήθηκε άρον-άρον. Στην Corriere della Sera, ένας από τους σημαντικούς δημοσιογράφους της Ιταλίας σχολίαζε υποτιμητικά «εάν οι Ιταλοί, για να καταδικάσουν μία δικτατορία, πρέπει να προσφύγουν στον Πανάττα, τότε αυτό σημαίνει πως ξόδεψαν στον βρόντο τριάντα χρόνια», αναφερόμενος στην πικρή εμπειρία του φασισμού.
Αλλά κι ο ίδιος ο Πανάττα θυμάται πως «κατά την επιστροφή μας όλοι μας αγνόησαν. Ακόμη κι οι τιμές του κράτους μας αποδοθήκανε κρυφά, λες και η νίκη μας ήταν ένα όνειδος, λες και γυρίσαμε κρατώντας σφικτά ένα κλεμμένο τρόπαιο». Το μόνο που έχει μείνει να θυμίζει το «έπος» εκείνο με τις «Κόκκινες φανέλες στο στάδιο του θανάτου» είναι το ομώνυμο τραγούδι από τους Modena City Ramblers, που πάντοτε ξεσηκώνει και συγκινεί.
Σαράντα χρόνια μετά, ακόμη πολλοί στην Ιταλία και σε ολόκληρο τον κόσμο αγνοούν αυτόν τον διπλό θρίαμβο: αθλητικό και ηθικό, που εκείνη την εποχή ταπείνωσε έναν από τους πιο αιμοσταγής δικτάτορες, που έχαιρε όμως της προστασίας και της βοήθειας της υπερδύναμης των ΗΠΑ και που την πολιτική του, απότοκη της κυνικής οικονομικής συνταγής των «Παιδιών του Σικάγου» (Chicago Boys) του Μίλτον Φρίντμαν. Μία συνταγή που και σήμερα η Ιταλία βιώνει στο πετσί της, με άλλο τρόπο βέβαια και καταναγκασμούς, αλλά με τα ίδια υλικά: με τις ξέφρενες ιδιωτικοποιήσεις, τις μαζικές απολύσεις, την κατάλυση κάθε εργασιακού δικαιώματος, τη φτώχεια των πολλών που εξυπηρετεί λίγους. Μπορεί τα μέτρα της Σχολής του Σικάγου, που σήμερα έχει βρει ζηλωτές στους διαδρόμους των Βρυξελλών, να μην επιβάλλονται βίαια όπως στη Χιλή από το 1973 και μετά, αλλά εάν κάποιος μετρήσει την κρατική αδιαφορία για τις εκατοντάδες χιλιάδες θύματα της πανδημίας -που παρόλα αυτά δεν συγκινεί την κυβέρνηση της Ιταλίας (και καμίας άλλης χώρας) να ενισχύσει το κοινωνικό κράτος και να εργασθεί για την ευημερία των πολιτών της κι όχι των πολυεθνικών- τα περιοριστικά μέτρα και την ποινικοποίηση της εμβολιαστικής πολιτικής που επιβάλλεται, μάλλον αναλογίες θα βρει. Κόκκινες φανέλες όμως λείπουν σήμερα.
Αναδημοσίευση από το Κοσμοδρόμιο