του Βασίλη Λιόση
«Θα κάτσω σπίτι, θ’ αράξω σπίτι/και δε σκοπεύω από δω να κουνηθώ/Θα κάτσω σπίτι, θ’ αράξω σπίτι/θα βάλω βίντεο και θ’ αποβλακωθώ», τραγουδούσε το 1986 ο Λουκιανός Κηλαηδόνης, επιχειρώντας να στιγματίσει αυτό που σήμερα ονομάζουμε cocooning. Το cocooning που ανέφερε και στο διάγγελμά του ο Κυριάκος Μητσοτάκης και που οι ιστοσελίδες μας πληροφορούν πως «είχε ξεκινήσει να γίνεται μόδα μόλις λίγα χρόνια πριν και υιοθετήθηκε από αρκετούς διάσημους, γι’ αυτό και ο Κυριάκος Μητσοτάκης ανέφερε ότι είχε γίνει τάση» (αλήθεια και τι έγινε που υιοθετήθηκε από τους διάσημους;).
Ας αποσαφηνίσουμε τούτο: είναι άλλο το cocooning που προκύπτει αναγκαστικά όπως αυτό στην τρέχουσα συγκυρία και άλλο η υιοθέτησή του ως επιλογή ζωής. Ως επιλογή ζωής είναι θλιβερό. Είναι αντικοινωνικό το να υποστηρίζει κάποιος πως το νόημα της ζωής βρίσκεται στο να είσαι έγκλειστος στο σπίτι, να βλέπεις μανιωδώς ταινίες ώσπου το μυαλό σου να μετατραπεί σε πουρέ, να παρακολουθείς τα «πρωινάδικα» και τα «μεσημεριανάδικα» καταπίνοντας τόνους εκτοξευόμενης βλακείας, να καθαρίζεις σε σημείο ψυχαναγκασμού εωσότου μυρίσει όλο το σπίτι χλωρίνη και στην τελευταία του γωνία. Το cocooning μας μετατρέπει σε νεκρό ζωντανό, σε ένα ζόμπι δίχως κοινωνικές επαφές, δίχως ενδιαφέροντα, δίχως τη δυνατότητα να «ανοίξει» το μυαλό μας. Μας κάνει αδιάφορους για ό,τι γίνεται γύρω μας. Αδιάφορο για τον ανθρώπινο πόνο, για ό,τι μας μικραίνει τη ζωή, αφού και αυτό το ίδιο το cocooning αποτελεί ένα απελπιστικό στένεμα της ζωής μας.
Βεβαίως, σήμερα λόγω του κορονοϊού ο περιορισμός στο σπίτι είναι στάση υπευθυνότητας και κίνηση αυτοπροσρτασίας. Ωστόσο, αυτό το αναγκαστικό cocooning θα πρέπει να αποτελέσει ευκαιρία για πράγματα που κάναμε περιορισμένα ή δεν κάναμε καθόλου πριν την εμφάνιση του ιού. Αυτά που θα θέλαμε να κάνουμε, αλλά οι απάνθρωποι ρυθμοί ζωής που μας έχουν επιβάλει δεν μας επέτρεπαν να κάνουμε. Γιατί, αλήθεια, ποιος μετά από την εργασία του, μετά από το super market, μετά από το διάβασμα των παιδιών, μετά από όλες τις οικιακές δουλειές, είχε το κουράγιο να διαβάσει ένα καλό βιβλίο; Να διαβάσουμε, λοιπόν! Να ακούσουμε όμορφες μουσικές! Να δούμε καλές ταινίες! Να διαβάσουμε πολλά παραμύθια στα παιδιά μας ή να κουβεντιάσουμε μαζί τους! Να μιλήσουμε στο τηλέφωνο με αγαπημένα πρόσωπα! Ο Ελύτης, ο Ρίτσος, ο Σεφέρης, ο Καβάφης, ο Καββαδίας, ο Αναγνωστάκης, ο Κατσαρός, ο Μπρεχτ, ο Αζίζ Νεσίν, ο Μαγιακόφσκι, ο Τζακ Λόντον και τόσοι άλλοι είναι στα ράφια μας και μας περιμένουν. Να τους κάνουμε και να μας κάνουνε παρέα. Να τους απολαύσουμε με μία κούπα ζεστού καφέ ή με ένα ποτήρι κρασί.
Ναι, λοιπόν! Μένουμε σπίτι, έχοντας επίγνωση πως αυτό είναι προσωρινό και δεν είναι τρόπος ζωής. Μένουμε σπίτι, αλλά μένουμε ενεργοί και σκεπτόμενοι, προβληματισμένοι και όχι προβληματικοί. Μας έχουν φτιάξει μία φάκα να κινούμαστε. Ας μην μικρύνουμε αυτή τη φάκα κι άλλο. Στο χέρι μας είναι. Κι ας ακούσουμε τον μεγάλο Μπρεχτ:
Απολαύσεις
Η πρώτη ματιά το πρωί απ’ το παράθυρο
Το παλιό βιβλίο που βρέθηκε ξανά
Ενθουσιασμένα πρόσωπα
Χιόνι, η αλλαγή των εποχών
Η εφημερίδα
Ο σκύλος
Η διαλεκτική
Να κάνεις ντουζ, να κολυμπάς
Παλιά μουσική
Άνετα παπούτσια
Τη σύγχρονη μουσική
Ν’ αφομοιώνεις
Να γράφεις, να φυτεύεις
Να ταξιδεύεις
Να τραγουδάς
Να’σαι φιλικός.