
του Minqi Li
Τμήμα Οικονομικών Επιστημών
Πανεπιστήμιο της Γιούτα
Σολτ Λέικ Σίτι, Γιούτα 84112
μετ. Φίλιππος Μπαρδουνιώτης
επιμ. Διονύσης Περδίκης
από το Science & Society, Vol. 77, No. 1, January 2013, 10-43.
ΠΕΡΙΛΗΨΗ: Υπό το φως των μεγάλων καπιταλιστικών αποτυχιών των δύο τελευταίων δεκαετιών, είναι απαραίτητο να επανεκτιμηθεί τόσο η ιστορική αξία όσο και η ιστορική αιτιολόγηση του σοσιαλισμού. Ακόμα και αν ακολουθήσει κανείς τη λογική της κυρίαρχης οικονομικής θεωρίας, δεν υπάρχει σαφής θεωρητική επιχειρηματολογία γιατί ο σοσιαλισμός είναι αναγκαστικά κατώτερος από τον καπιταλισμό. Δεν υπάρχουν σαφείς ενδείξεις ότι οι σοσιαλιστικές οικονομίες είχαν χειρότερες επιδόσεις από τις καπιταλιστικές οικονομίες όσον αφορά την οικονομική ανάπτυξη. Υπάρχουν όμως ενδείξεις ότι οι σοσιαλιστικές οικονομίες ικανοποιούσαν τις βασικές ανάγκες του πληθυσμού καλύτερα από τις καπιταλιστικές οικονομίες, ιδίως αν στη σύγκριση συμπεριληφθούν χώρες της περιφέρειας και της ημιπεριφέρειας. Στον 21ο αιώνα, το ιστορικό καθήκον του σοσιαλισμού δεν αφορά πλέον το πώς να ανταγωνιστεί με επιτυχία τον καπιταλισμό στο καπιταλιστικό παγκόσμιο σύστημα. Αντίθετα, καθώς ο καπιταλισμός παύει να είναι ένα βιώσιμο ιστορικό σύστημα, ο σοσιαλισμός μπορεί να αποδειχθεί η μόνη βιώσιμη λύση στη θεμελιώδη κρίση που αντιμετωπίζει η ανθρωπότητα.
Μετά το 1989, στο κλίμα του “τέλους της ιστορίας”, διαμορφώθηκε μια συναίνεση μεταξύ των κυρίαρχων οικονομολόγων ότι ο σοσιαλισμός ως οικονομικό σύστημα ήταν θανάσιμα ελαττωματικό. Η αποτυχία των σοσιαλιστικών μοντέλων του 20ού αιώνα ήταν η οριστική απόδειξη ότι ο καπιταλισμός, με όλα τα προβλήματά του, ήταν το καλύτερο από όλα τα πιθανά κοινωνικά συστήματα. Δεν υπήρχε εναλλακτική στον καπιταλισμό. Το συμπέρασμα αυτό συμμερίζονταν όχι μόνο οι διανοούμενοι υποστηρικτές του υπάρχοντος συστήματος, αλλά και ένα μεγάλο τμήμα των διανοούμενων της δυτικής Αριστεράς[1].
Την πτώση του Τείχους του Βερολίνου ακολούθησε μαζική μείωση του βιοτικού επιπέδου για μεγάλα τμήματα του παγκόσμιου πληθυσμού. Η διάλυση των σοσιαλιστικών οικονομιών συνέβαλε στην αποδυνάμωση των παγκόσμιων εργατικών τάξεων. Το εθνικό εισόδημα αναδιανεμήθηκε από την εργασία στο κεφάλαιο σχεδόν σε κάθε μέρος του κόσμου (Chossudovsky, 2003, Li, 2004).
Τις τελευταίες δύο δεκαετίες, η παγκόσμια οικονομία απειλείται συνεχώς από καταστροφικές χρηματοπιστωτικές κρίσεις. Καθώς μεγάλο μέρος του κόσμου υπέφερε από ανεπαρκή εγχώρια ζήτηση, η παγκόσμια οικονομική επέκταση έπρεπε να καθοδηγείται από την κατανάλωση που χρηματοδοτήθηκε από το χρέος στις Ηνωμένες Πολιτείες, και η ίδια η αμερικανική οικονομία καθοδηγήθηκε από διαδοχικές φούσκες περιουσιακών στοιχείων. Καθώς οι τάσεις αυτές δεν μπορούσαν πλέον να διατηρηθούν, η παγκόσμια οικονομία βυθίστηκε στη βαθύτερη ύφεση από τη δεκαετία του 1930.
Καθώς οι καπιταλιστικές βιομηχανίες μεταφέρονται στον μη δυτικό κόσμο (ιδίως στην Κίνα και την Ινδία), η παγκόσμια εξάντληση των πόρων και η υποβάθμιση του περιβάλλοντος έχουν επιταχυνθεί. Η αδυσώπητη αύξηση της κατανάλωσης ορυκτών καυσίμων απειλεί να επιφέρει κλιματικές καταστροφές τον 21ο αιώνα και πέραν αυτού. Το παγκόσμιο οικολογικό σύστημα βρίσκεται πλέον κυριολεκτικά στα πρόθυρα της κατάρρευσης και διακυβεύεται η επιβίωση του ανθρώπινου πολιτισμού.
Υπό το φως αυτών των μεγάλων καπιταλιστικών αποτυχιών των δύο τελευταίων δεκαετιών, είναι απαραίτητο να επανεκτιμηθούν τόσο οι ιστορικές επιδόσεις όσο και η δικαιολόγηση του σοσιαλισμού. Οι σοσιαλιστικές οικονομίες του 20ού αιώνα ήταν ουσιαστικά μοντέλα εθνικής ανάπτυξης μέσα στο γενικό ιστορικό πλαίσιο του καπιταλιστικού παγκόσμιου συστήματος και περιορίστηκαν θεμελιωδώς από τους βασικούς νόμους κίνησης αυτού του συστήματος. Οι σοσιαλιστικές οικονομίες του 20ού αιώνα έπρεπε να ανταγωνιστούν τις καπιταλιστικές οικονομίες με βάση τα καπιταλιστικά ιστορικά κριτήρια.
Αντίθετα, στις αρχές του 21ου αιώνα, το καπιταλιστικό παγκόσμιο σύστημα έχει εισέλθει σε μια δομική κρίση που δεν μπορεί πλέον να επιλυθεί εντός του ιστορικού πλαισίου του καπιταλισμού (Wallerstein, 1998, 2003; Li, 2008). Λόγω της κρίσης της κλιματικής αλλαγής, η αδυσώπητη καπιταλιστική συσσώρευση σε παγκόσμια κλίμακα βρίσκεται πλέον σε θεμελιώδη σύγκρουση με την επιβίωση του ανθρώπινου πολιτισμού. Σε αυτό το πλαίσιο, το ιστορικό καθήκον του σοσιαλισμού δεν αφορά πλέον το πώς θα ανταγωνιστεί με επιτυχία τον καπιταλισμό εντός του καπιταλιστικού παγκόσμιου συστήματος. Αντίθετα, καθώς ο καπιταλισμός παύει να είναι ένα βιώσιμο ιστορικό σύστημα, ο σοσιαλισμός μπορεί να αποδειχθεί η μόνη βιώσιμη λύση στη θεμελιώδη κρίση που αντιμετωπίζει η ανθρωπότητα τον 21ο αιώνα.
Στην επόμενη Ενότητα (Ενότητα 1) εξετάζεται η κυρίαρχη (Σ.τ.Μ., mainstream) οικονομική κριτική του σοσιαλιστικού συστήματος. Η Ενότητα 2 υποστηρίζει ότι, ακόμη και αν ακολουθήσει κανείς τη λογική της κυρίαρχης οικονομικής θεωρίας, δεν υπάρχει σαφής θεωρητικός λόγος για τον οποίο ο σοσιαλισμός είναι αναγκαστικά κατώτερος από τον καπιταλισμό. Η Ενότητα 3 συγκρίνει τις σχετικές επιδόσεις των σοσιαλιστικών και καπιταλιστικών οικονομιών όσον αφορά την οικονομική ανάπτυξη. Η Ενότητα 4 συγκρίνει τις σχετικές επιδόσεις των σοσιαλιστικών και των καπιταλιστικών οικονομιών ως προς το προσδόκιμο ζωής, ως υποκατάστατο του βιοτικού επιπέδου. Δεν υπάρχουν σαφείς ενδείξεις ότι οι σοσιαλιστικές οικονομίες είχαν χειρότερες επιδόσεις από τις καπιταλιστικές οικονομίες όσον αφορά την οικονομική ανάπτυξη. Υπάρχουν όμως ενδείξεις ότι οι σοσιαλιστικές οικονομίες ικανοποιούσαν τις βασικές ανάγκες του πληθυσμού καλύτερα από τις καπιταλιστικές οικονομίες, ιδίως όταν συνυπολογίζονται οι εμπειρίες της περιφέρειας και της ημιπεριφέρειας.
Στην Ενότητα 5 υποστηρίζεται ότι η δραματική επέκταση της ημιπεριφέρειας τα τελευταία χρόνια οδήγησε σε ένα νέο σύνολο παγκόσμιων ιστορικών συνθηκών που θα οδηγήσουν στην κατάρρευση του καπιταλιστικού παγκόσμιου συστήματος. Στην Ενότητα 6 υποστηρίζεται ότι η κρίση της κλιματικής αλλαγής απειλεί την επιβίωση του ανθρώπινου πολιτισμού, αλλά είναι αδύνατο η κρίση να επιλυθεί μέσα στο ιστορικό πλαίσιο του καπιταλισμού. Η Ενότητα 7 καταλήγει, υποστηρίζοντας ότι μόνο με τον σοσιαλισμό (που βασίζεται στη δημόσια ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής και στον προγραμματισμό στην κλίμακα όλης της κοινωνίας) μπορεί να βρεθεί λύση στην κρίση της κλιματικής αλλαγής και να διατηρηθεί ο ανθρώπινος πολιτισμός.
1. Οικονομική θεωρία: Γιατί ο σοσιαλισμός απέτυχε
Κατά την κλασική μαρξιστική αντίληψη, ο σοσιαλισμός είναι το οικονομικό σύστημα που βασίζεται στην κοινωνική και συλλογική ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής, στον δημοκρατικό έλεγχο των εργαζομένων επί των οικονομικών πόρων και των οικονομικών αποφάσεων, καθώς και στον κοινωνικό σχεδιασμό που συντονίζει τις οικονομικές αποφάσεις σε όλα τα επίπεδα με βάση δημοκρατικά καθορισμένα κριτήρια οικονομικού ορθολογισμού.
Αυτές οι θεσμικές ρυθμίσεις, σύμφωνα με τη μαρξιστική ανάλυση, απαιτούνται όχι μόνο για να καταργηθεί η καπιταλιστική εκμετάλλευση αλλά και για να ξεπεραστεί η καπιταλιστική αντίφαση μεταξύ “κοινωνικοποιημένης παραγωγής και ιδιωτικής ιδιοποίησης”. Ο σχεδιασμός σε επίπεδο κοινωνίας, εξαλείφοντας την “αναρχία της παραγωγής” του κεφαλαίου, θα εξασφάλιζε μια πιο ορθολογική κατανομή των οικονομικών πόρων, θα εξάλειφε την οικονομική κρίση και θα ανέπτυσσε τις παραγωγικές δυνάμεις σύμφωνα με την ελεύθερη ανάπτυξη όλων των ατόμων (Engels, 1978 [1880])[2].
Υπήρχαν σημαντικές διαφορές μεταξύ των σοσιαλιστικών οικονομικών μοντέλων του 20ού αιώνα και του σοσιαλιστικού συστήματος που είχε ως έννοια ο κλασικός μαρξισμός. Συγκεκριμένα, κανένα από τα σοσιαλιστικά κράτη δεν είχε αναπτύξει τυπικούς θεσμούς για να ασκούν οι εργαζόμενοι δημοκρατικό έλεγχο επί των οικονομικών πόρων και των οικονομικών αποφάσεων. Ωστόσο, ορισμένοι από τους σημαντικότερους θεσμούς του σοσιαλισμού του 20ού αιώνα, όπως η κρατική και η συλλογική ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής και ο συγκεντρωτικός οικονομικός σχεδιασμός, ήταν συνεπείς με τις βασικές αρχές του σοσιαλισμού και η λειτουργία τους παρείχε σημαντικά μαθήματα σχετικά με τη βιωσιμότητα και την επιθυμητότητα του σοσιαλισμού (Laibman, 1992- Kotz, 2000).
Θα πρέπει να επισημανθεί ότι ενώ τα σοσιαλιστικά κράτη του 20ού αιώνα απέτυχαν γενικά να αναπτύξουν την τυπική οικονομική και πολιτική δημοκρατία, οι εσωτερικές ταξικές σχέσεις τους ήταν ωστόσο σχετικά ευνοϊκές για τις εργατικές τάξεις και οι εργάτες και οι αγρότες σημείωσαν σημαντικά υλικά και άυλα κέρδη κατά τη διάρκεια της σοσιαλιστικής ιστορικής περιόδου. Αυτό συνέβαινε ιδιαίτερα όταν τα σοσιαλιστικά κράτη του 20ού αιώνα συγκρίνονται με καπιταλιστικά κράτη που είχαν παρόμοια δομική θέση στο καπιταλιστικό παγκόσμιο σύστημα. Με αυτή την έννοια, τα σοσιαλιστικά κράτη του 20ού αιώνα αξίζουν επίσης να χαρακτηριστούν ως μια ιδιαίτερη ιστορική μορφή σοσιαλισμού (Li, 2008, 24-66).
Σύμφωνα με την επικρατούσα οικονομική θεωρία, τόσο η δημόσια (κρατική ή συλλογική) ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής όσο και ο συγκεντρωτικός οικονομικός σχεδιασμός ήταν μοιραία ελαττωματικοί. Το πρόβλημα με τον κεντρικό σχεδιασμό ήταν ότι, δεδομένης της πολυπλοκότητας της σύγχρονης οικονομίας, ήταν αδύνατο για τον κεντρικό σχεδιαστή να συλλέξει και να επεξεργαστεί τον τεράστιο όγκο οικονομικών πληροφοριών που απαιτούνται για ορθολογικές οικονομικές αποφάσεις. Καθώς η οικονομική πολυπλοκότητα αυξανόταν με την πάροδο του χρόνου, το πρόβλημα της πληροφόρησης γινόταν όλο και πιο συντριπτικό και η απόδοση του κεντρικού σχεδιασμού αναπόφευκτα επιδεινωνόταν, οδηγώντας στην πτώση των σοσιαλιστικών οικονομιών[3].
Στην πραγματικότητα, οι σοσιαλιστικές οικονομίες δεν οργανώθηκαν ποτέ με τέτοιο τρόπο ώστε η κεντρική αρχή σχεδιασμού να πρέπει να συλλέγει και να επεξεργάζεται όλες τις απαραίτητες πληροφορίες. Υπήρχε πρακτικός καταμερισμός εργασίας μεταξύ των κεντρικών φορέων σχεδιασμού και των διαφόρων επιτροπών σχεδιασμού χαμηλότερου επιπέδου. Μόνο τα επίπεδα παραγωγής και οι τιμές των πιο σημαντικών βιομηχανικών και γεωργικών προϊόντων αποφασίζονταν από τους κεντρικούς φορείς σχεδιασμού. Η αρμοδιότητα για τα λιγότερο σημαντικά προϊόντα ανατέθηκε σε προοδευτικά χαμηλότερα επίπεδα, ενώ τα εργοστάσια και οι γεωργικές εκμεταλλεύσεις είχαν κάποια αυτονομία στην επιλογή των παραγωγικών συντελεστών και των τεχνολογιών.
Έτσι, κατ’ αρχήν, κάθε επίπεδο του συστήματος σχεδιασμού χρειαζόταν να διαθέτει μόνο τις πληροφορίες που ήταν σχετικές με τη δική του δραστηριότητα. Η επιτροπή σχεδιασμού ενός ανώτερου επιπέδου θα ήταν υπεύθυνη για το συντονισμό των αποφάσεων των επιτροπών κατώτερου επιπέδου, λαμβάνοντας υπόψη πληροφορίες που ήταν στη διάθεσή της και δεν μπορούσαν να αξιοποιηθούν αποτελεσματικά στο κατώτερο επίπεδο (όπως πληροφορίες σχετικά με την αλληλεξάρτηση μεταξύ των διαφόρων κλάδων). Σε επίπεδο εργοστασίου ή γεωργικής εκμετάλλευσης, θα αξιοποιούνταν όλες οι σχετικές τοπικές πληροφορίες. Εάν αυτή η ρύθμιση λειτουργούσε σύμφωνα με την αρχή, το πρόβλημα της πληροφόρησης δεν θα ήταν ιδιαίτερα δύσκολο να επιλυθεί.
Αλλά τότε υπήρχε το πρόβλημα των κινήτρων (ή εντολέα – εντολοδόχου· Σ.τ.Μ., principle agent). Δεδομένης της δημόσιας ιδιοκτησίας των μέσων παραγωγής, κανένας ιδιώτης δεν κατείχε παραγωγική ιδιοκτησία και κανείς δεν μπορούσε να επωφεληθεί από την παραγωγική χρήση της ιδιοκτησίας. Ως αποτέλεσμα, δεν υπήρχε κίνητρο για τους ανθρώπους (που ήταν ορθολογικά οικονομικά όντα με κίνητρο το ατομικό συμφέρον) να εργάζονται σκληρά ή αποτελεσματικά. Επιπλέον, η ανώτερη επιτροπή σχεδιασμού θα έπρεπε να βασίζεται σε επιτροπές κατώτερου επιπέδου για την παροχή των απαιτούμενων πληροφοριών και οι επιτροπές κατώτερου επιπέδου θα έπρεπε να βασίζονται σε εργοστάσια και αγροκτήματα για την παροχή των απαιτούμενων πληροφοριών. Επειδή το εισόδημα ενός ατόμου βασιζόταν στην αντιλαμβανόμενη απόδοσή του, η οποία με τη σειρά της εξαρτιόταν από τις πληροφορίες που παρείχε στις επιτροπές σχεδιασμού, δεν υπήρχε κίνητρο για το άτομο να παρέχει επαρκείς και σωστές πληροφορίες.
Έτσι, το πρόβλημα της πληροφόρησης ήταν στην πραγματικότητα το πρόβλημα των κινήτρων. Χωρίς την επίλυση του προβλήματος των κινήτρων, τα διάφορα επίπεδα των επιτροπών σχεδιασμού δεν θα είχαν τις πληροφορίες που απαιτούνται για ορθολογικές οικονομικές αποφάσεις. Από την άλλη πλευρά, χωρίς ορθή πληροφόρηση, θα ήταν αδύνατο για τις επιτροπές σχεδιασμού να σχεδιάσουν κατάλληλους “μηχανισμούς κινήτρων” για να παρακινήσουν αποτελεσματικά τα άτομα (και πάλι με βάση την υπόθεση ότι τα άτομα παρακινούνται από ιδιοτέλεια και πρέπει να παρακινηθούν να συμπεριφερθούν με ορθολογικό τρόπο). Έτσι, το πρόβλημα των κινήτρων ήταν επίσης το πρόβλημα της πληροφόρησης.
Σε σχέση με το πρόβλημα της πληροφόρησης και το πρόβλημα των κινήτρων, σύμφωνα με την κυρίαρχη θεωρία, ο σοσιαλισμός απέτυχε να προωθήσει την τεχνολογική πρόοδο και την καινοτομία. Χωρίς ανταμοιβές για την ατομική ιδιοκτησία και τους κινδύνους, δεν υπήρχε κίνητρο για καινοτομία. Ενώ ο κεντρικός σχεδιαστής θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει ορισμένους μηχανισμούς κινήτρων για να παρακινήσει τα άτομα, δεδομένης της θεμελιώδους αβεβαιότητας του προβλήματος της καινοτομίας, ήταν εντελώς αδύνατο για τον κεντρικό σχεδιαστή να αξιολογήσει την επιτυχία ή την αποτυχία, καθώς και τα πιθανά οφέλη και το πιθανό κόστος της καινοτομίας. Έτσι, η προσπάθεια του κεντρικού σχεδιαστή να προωθήσει την καινοτομία θα αποτύγχανε αναπόφευκτα ή θα οδηγούσε σε ακούσια ανεπιθύμητα αποτελέσματα (Blackburn, 1991b, Roemer, 1994, 3745, Stiglitz, 1994, 197-206).
Ωστόσο, οι επικριτές αναγνώρισαν ότι στον σοσιαλισμό ουσιαστική τεχνική αλλαγή και καινοτομία έλαβε χώρα. Σε ορισμένους τομείς (όπως στη στρατιωτική βιομηχανία), όπου υπήρχε σαφής κοινωνική προτεραιότητα, ο σοσιαλισμός μπορούσε να φτάσει ακόμη και τα τεχνολογικά επιτεύγματα του δυτικού καπιταλισμού. Σε γενικές γραμμές, ωστόσο, οι επικρατέστεροι οικονομολόγοι υποστηρίζουν ότι ο σοσιαλισμός απέτυχε να επιτύχει τεχνολογική πρόοδο ευρείας βάσης, ώστε να διατηρηθεί η ταχεία αύξηση του “βιοτικού επιπέδου”.
Αν ο σοσιαλισμός απέτυχε επειδή δεν μπόρεσε να λύσει αποτελεσματικά το πρόβλημα της πληροφόρησης και το πρόβλημα των κινήτρων, είναι ο καπιταλισμός καλύτερος από τον σοσιαλισμό στην επίλυση αυτών των προβλημάτων;
2. Οικονομική θεωρία: Γιατί ο καπιταλισμός πέτυχε – ή μήπως όχι;
Τα συμβατικά νεοκλασικά οικονομικά υποστηρίζουν ότι σε μια ανταγωνιστική καπιταλιστική οικονομία, εφόσον ο μηχανισμός των τιμών επιτρέπεται να λειτουργεί ελεύθερα, οι πληροφορίες σχετικά με το κόστος και τα οφέλη των εκατομμυρίων διαφορετικών αγαθών μεταδίδονται αποτελεσματικά μέσω των τιμών, επιλύοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο αποτελεσματικά το πρόβλημα της πληροφόρησης. Επιπλέον, όλα τα άτομα έχουν κίνητρο να μεγιστοποιήσουν την ατομική τους χρησιμότητα. Εφόσον τα δικαιώματα ατομικής ιδιοκτησίας διασφαλίζονται από την κυβέρνηση, η επιδίωξη του ατομικού συμφέροντος θα οδηγήσει σε κοινωνικά βέλτιστα αποτελέσματα με την καθοδήγηση των ανταγωνιστικών τιμών της αγοράς.
Αυτή η ακατέργαστη εκδοχή της νεοκλασικής κατανόησης του κεφαλαιοκρατικού οικονομικού συστήματος, παρόλο που εξακολουθεί να διδάσκεται ευρέως στα πανεπιστήμια και τα κολέγια, έχει αναγνωριστεί από τους πιο φωτισμένους οικονομολόγους του κυρίαρχου ρεύματος ότι απέχει πολύ από τη ρεαλιστική πραγματικότητα. Στον πραγματικό κόσμο, οι αδυναμίες της αγοράς είναι διάχυτες. Οι καπιταλιστικές οικονομίες υποφέρουν από μονοπώλια, ηθικούς κινδύνους, ασύμμετρη πληροφόρηση, έλλειψη πλήρων προθεσμιακών αγορών, εξωτερικότητες και το πρόβλημα των δημόσιων αγαθών.
Αναγνωρίζοντας αυτές τις αποτυχίες της αγοράς, οι πεφωτισμένοι οικονομολόγοι υποστηρίζουν ότι, παρά τις αποτυχίες της αγοράς, η καπιταλιστική οικονομία που βασίζεται στην ατομική ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής και στον ανταγωνισμό της αγοράς παραμένει ανώτερη από τον σοσιαλισμό. Ο ανταγωνισμός, αν και μπορεί να είναι σπάταλος, παρέχει το απαραίτητο κίνητρο στους εργαζόμενους να εργάζονται σκληρά και στους καπιταλιστές να μειώνουν το κόστος και να αυξάνουν την αποδοτικότητα. Επιπλέον, ο ανταγωνισμός συμβάλλει στην παροχή πολύτιμων πληροφοριών σχετικά με την ποιότητα και την απόδοση. Ο ανταγωνισμός παρέχει επίσης ισχυρά κίνητρα για τα άτομα και τις επιχειρήσεις να καινοτομούν και να αναπτύσσουν νέες τεχνολογίες (Stiglitz, 1994, 109-152).
Είναι σαφές ότι ο καπιταλισμός ως οικονομικό σύστημα τείνει να προσφέρει ταχεία οικονομική ανάπτυξη (σε σύγκριση με όλα τα προηγούμενα ιστορικά συστήματα). Είναι επίσης σαφές ότι ο καπιταλισμός είναι ικανός να παράγει ταχεία τεχνολογική πρόοδο ως μέρος της ανάπτυξης. Ωστόσο, πώς γνωρίζουμε ότι ο καπιταλισμός παράγει το σωστό είδος τεχνολογικής προόδου; Πώς ξέρουμε ότι το συνολικό κοινωνικό κόστος της καπιταλιστικής οικονομικής ανάπτυξης είναι αναγκαστικά μικρότερο από τα οφέλη; Στην πραγματικότητα, είναι δυνατόν να έχουμε ήδη περάσει ένα κρίσιμο σημείο καμπής, πέρα από το οποίο οποιαδήποτε περαιτέρω οικονομική ανάπτυξη οδηγεί μόνο σε όλο και μεγαλύτερες καθαρές κοινωνικές απώλειες;
Είναι αποδεκτό από τη σύγχρονη μικροοικονομική ότι τόσο η αγορά εργασίας όσο και η αγορά κεφαλαίου υποφέρουν από σοβαρές αποτυχίες. Και οι δύο αγορές υποφέρουν από προβλήματα ασύμμετρης πληροφόρησης και ηθικών κινδύνων. Επιπλέον, η κεφαλαιαγορά πάσχει επίσης από την έλλειψη πλήρων προθεσμιακών αγορών – ή από αυτό που ο John Maynard Keynes ονόμασε “την ακραία επισφάλεια της βάσης γνώσης” στην οποία οι κεφαλαιοκράτες αναμένουν μελλοντικές αποδόσεις· βλέπε Keynes, 1964 (1936), 147-164. Οι πρόσφατες φούσκες περιουσιακών στοιχείων και οι χρηματοπιστωτικές κρίσεις υποδηλώνουν ότι οι τιμές των κεφαλαιουχικών περιουσιακών στοιχείων μπορεί να είναι λανθασμένες με μεγάλα περιθώρια και ότι αυτές οι πολύ λανθασμένες τιμές μπορούν να διατηρηθούν για μεγάλο χρονικό διάστημα.
Αν οι τιμές και των δύο συντελεστών είναι λανθασμένες, με μεγάλα περιθώρια και για μεγάλα διαστήματα, τι γίνεται με τις τιμές των αγαθών και των υπηρεσιών; Εφόσον οι τιμές των αγαθών και των υπηρεσιών βασίζονται στις τιμές των συντελεστών παραγωγής, δεν προκύπτει ότι οι τιμές των αγαθών και των υπηρεσιών πρέπει επίσης να είναι λανθασμένες, στον ίδιο βαθμό;
Ας εξετάσουμε τώρα το πρόβλημα των εξωτερικοτήτων. Η παραγωγή όλων των αγαθών και υπηρεσιών καταναλώνει υλικούς πόρους και παράγει υλικά απόβλητα. Προκύπτει ότι όλες οι δραστηριότητες παραγωγής και κατανάλωσης έχουν περιβαλλοντικό κόστος. Επιπλέον, δεδομένης της σημερινής κατάστασης της παγκόσμιας οικολογικής κρίσης, είναι ασφαλές να πούμε ότι το κόστος είναι πολύ μεγάλο και ότι οι τιμές των αγαθών και των υπηρεσιών στις πραγματικές αγορές πρέπει να είναι πολύ λανθασμένες, και πάλι με μεγάλα περιθώρια.
Μπορεί η καπιταλιστική κυβέρνηση να παρέμβει για να διορθώσει τις περιβαλλοντικές εξωτερικότητες; Υπάρχουν δύο ανυπέρβλητα προβλήματα για αυτή τη λύση. Πρώτον, αν η καπιταλιστική κυβέρνηση παρεμβαίνει, πιθανώς η κυβέρνηση πρέπει να γνωρίζει τις σωστές τιμές ή τις σωστές ποσότητες (αν η κυβέρνηση επιλέξει να πουλήσει άδειες ρύπανσης σε ιδιωτικές επιχειρήσεις στην αγορά, πρέπει να γνωρίζει τις σωστές ποσότητες). Εάν ισχύει αυτό, πώς θα μπορούσε η καπιταλιστική κυβέρνηση να αποδώσει καλύτερα από τη σοσιαλιστική κυβέρνηση; Επιπλέον, δεδομένου ότι οι περιβαλλοντικές εξωτερικότητες είναι διάχυτες, για να πετύχει πραγματικά τις σωστές τιμές, η καπιταλιστική κυβέρνηση πρέπει πραγματικά να γνωρίζει τη σωστή τιμή (ή τη σωστή ποσότητα) για κάθε είδος αγαθών και υπηρεσιών. Αν ισχύει αυτό, πώς ο καπιταλισμός λύνει το πρόβλημα της πληροφόρησης καλύτερα από τον σοσιαλισμό;
Υπάρχει ένα πιο θεμελιώδες πρόβλημα που έχει να κάνει με την παγκόσμια καπιταλιστική “αποτυχία της αγοράς”. Το καπιταλιστικό παγκόσμιο σύστημα είναι ένα διακρατικό σύστημα. Οι εθνικές καπιταλιστικές κυβερνήσεις υποφέρουν έτσι από ένα παγκόσμιο “δίλημμα των φυλακισμένων”. Η λειτουργία της παγκόσμιας καπιταλιστικής αγοράς επιβάλλει αμείλικτη πίεση σε κάθε εθνική κυβέρνηση να μεγιστοποιήσει την οικονομική ανάπτυξη και ταυτόχρονα να ελαχιστοποιήσει το κόστος των κοινωνικών και περιβαλλοντικών ρυθμίσεων. Αυτό δεν σημαίνει ότι οι εθνικές κυβερνήσεις δεν θα αναλάμβαναν καμία κοινωνική και περιβαλλοντική ρύθμιση· επιπλέον, τα κράτη που ανήκουν στον “πυρήνα” του καπιταλιστικού παγκόσμιου συστήματος μπορούν να αντέξουν μεγαλύτερο κόστος ρύθμισης από ό,τι τα κράτη της περιφέρειας. Σημαίνει όμως ότι στην πραγματικότητα, οι παγκόσμιες καπιταλιστικές προσπάθειες για τον έλεγχο του περιβαλλοντικού κόστους υπολείπονται κατά πολύ αυτού που θα απαιτούνταν για την επίτευξη της παγκόσμιας οικολογικής βιωσιμότητας.
Αν συγκρίνουμε τις καπιταλιστικές αποτυχίες (της αγοράς) με τις σοσιαλιστικές αποτυχίες, ποια είναι τα προκαταρκτικά συμπεράσματα που μπορούμε να βγάλουμε; Η σοσιαλιστική οικονομία προφανώς πάσχει από πολλούς ελλιπείς και λανθασμένους πίνακες εισροών-εκροών. Η καπιταλιστική οικονομία βασίζεται στις τιμές ως υποτιθέμενο ανώτερο υποκατάστατο των πινάκων εισροών-εκροών. Αλλά τα παραπάνω επιχειρήματα καθιστούν σαφές ότι σε μια καπιταλιστική οικονομία του πραγματικού κόσμου, σχεδόν όλες οι τιμές εμφανίζονται λανθασμένες, λανθασμένες με μεγάλα περιθώρια και λανθασμένες για μεγάλες χρονικές περιόδους. Έτσι, όσον αφορά το πρόβλημα της πληροφόρησης, δεν είναι καθόλου σαφές ότι ο καπιταλισμός είναι καλύτερος από τον σοσιαλισμό.
Οι υποστηρικτές του καπιταλισμού θα υποστήριζαν ωστόσο ότι ο καπιταλισμός παραμένει ανώτερος επειδή ο καπιταλισμός λύνει το πρόβλημα των κινήτρων καλύτερα από τον σοσιαλισμό. Με τον ανταγωνισμό και την απειλή της ανεργίας, οι εργαζόμενοι στον καπιταλισμό αναγκάζονται να εργάζονται σκληρά. Το πιο σημαντικό είναι ότι, με την ανταμοιβή της ατομικής ιδιοκτησίας και την απειλή της χρεοκοπίας, όλοι οι καπιταλιστές έχουν συνεχώς κίνητρα να αυξάνουν την αποδοτικότητα και να προωθούν την καινοτομία.
Υπάρχει σοσιαλιστική λύση στο πρόβλημα των κινήτρων; Σε μια σοσιαλιστική οικονομία που βασίζεται στη δημόσια ιδιοκτησία των μέσων , τελικά το λεγόμενο πρόβλημα των κινήτρων θα πρέπει να επιλυθεί μέσω της γενικής προθυμίας και επιθυμίας των εργαζομένων να εργαστούν για το κοινωνικό συμφέρον. Αυτό προϋποθέτει την εγκαθίδρυση και εδραίωση μιας καλά λειτουργούσας σοσιαλιστικής δημοκρατίας και απαιτεί τη σταδιακή μεταμόρφωση της συνείδησης των ανθρώπων.
Στην πρακτική του σοσιαλισμού του 20ού αιώνα, το πρότυπο αυτό προφανώς δεν επιτεύχθηκε πλήρως. Στην πραγματικότητα, οι σοσιαλιστικές οικονομίες είχαν καταφύγει σε διάφορους συνδυασμούς “ηθικών κινήτρων” (που απευθύνονται στην επιθυμία των ανθρώπων να υπηρετήσουν το συλλογικό ή κοινωνικό συμφέρον) και “υλικών κινήτρων” (που απευθύνονται στην επιδίωξη του ατομικού συμφέροντος). Προς το παρόν, ας υποθέσουμε ότι ένας μελλοντικός σοσιαλισμός μπορεί να επιλύσει το πρόβλημα των κινήτρων περίπου τόσο αποτελεσματικά όσο και ο σοσιαλισμός του 20ού αιώνα. Πώς θα μπορούσε να συγκριθεί με τον καπιταλισμό;
Αν υποθέσουμε ότι ο σοσιαλισμός αποτυγχάνει να παρακινήσει τους ανθρώπους τόσο αποτελεσματικά και έντονα όσο ο καπιταλισμός, προκύπτει ότι ο σοσιαλισμός ως οικονομικό σύστημα είναι κατώτερο του καπιταλισμού; Με τα παραπάνω επιχειρήματα διαπιστώθηκε ότι και στα δύο συστήματα οι οικονομικές αποφάσεις βασίζονται σε μεγάλο αριθμό σοβαρά λανθασμένων πληροφοριών. Έτσι, αν επρόκειτο να αξιολογήσουμε τα δύο συστήματα με βάση το πώς αποδίδουν στην επίτευξη ορισμένων γενικά αποδεκτών στόχων κοινωνικής ευημερίας (όπως η ποιότητα ζωής, η κοινωνική ισότητα και η οικολογική βιωσιμότητα), και τα δύο συστήματα πρέπει να κατευθύνονται προς τον λάθος στόχο. Το ένα σύστημα, ο σοσιαλισμός, έχει ένα κατώτερο σύστημα κινήτρων και πιθανώς κινείται προς τον λάθος στόχο συγκριτικά αργά. Το άλλο σύστημα, ο καπιταλισμός, λόγω του ανώτερου συστήματος κινήτρων του, κινείται προς τον λάθος στόχο πιο γρήγορα.
Είναι το σύστημα που κινείται προς τον λάθος στόχο πιο γρήγορα και πιο αποτελεσματικά καλύτερο από το άλλο; Και τι γίνεται αν ο λάθος στόχος είναι η κατάρρευση του παγκόσμιου οικολογικού συστήματος και το τέλος του ανθρώπινου πολιτισμού;
3. Σοσιαλιστικές επιδόσεις του 20ου αιώνα: Οικονομική ανάπτυξη
Η γενική συναίνεση μεταξύ των κυρίαρχων οικονομολόγων, την οποία εξακολουθούν να συμμερίζονται πολλοί διανοούμενοι αριστεροί, είναι ότι οι σοσιαλιστικές οικονομίες του 20ού αιώνα απέτυχαν να λύσουν το πρόβλημα της πληροφόρησης, απέτυχαν να παρακινήσουν τους εργαζόμενους και τους διευθυντές και απέτυχαν να προωθήσουν την τεχνολογική πρόοδο. Ως αποτέλεσμα, οι σοσιαλιστικές οικονομίες είχαν χειρότερες επιδόσεις στην οικονομική ανάπτυξη από τις καπιταλιστικές οικονομίες. Είναι αυτή η αντίληψη συμβατή με τα εμπειρικά στοιχεία;
Το Διάγραμμα 1 συγκρίνει τις μακροπρόθεσμες μεταβολές του εισοδηματικού χάσματος μεταξύ της Ρωσίας/πρώην Σοβιετικής Ένωσης, της “Ανατολικής Ευρώπης” και της Κίνας, από τη μια μεριά, και των Ηνωμένων Πολιτειών από την άλλη. Οι Ηνωμένες Πολιτείες είναι η πιο προηγμένη καπιταλιστική χώρα και θέτουν τα “πρότυπα του πλούτου” στο καπιταλιστικό παγκόσμιο σύστημα (Arrighi, 1991). Η “Ανατολική Ευρώπη” αναφέρεται στο μέσο όρο επτά χωρών της Ανατολικής Ευρώπης (Αλβανία, Βουλγαρία, Τσεχοσλοβακία, Ουγγαρία, Πολωνία, Ρουμανία και Γιουγκοσλαβία). Το κατά κεφαλήν ΑΕΠ για όλες τις χώρες μετράται σε διεθνή δολάρια του 1990. Το κατά κεφαλήν ΑΕΠ των ΗΠΑ λαμβάνεται ως 100. Το κατά κεφαλήν ΑΕΠ για τις άλλες χώρες παρουσιάζεται ως ποσοστό του κατά κεφαλήν ΑΕΠ των ΗΠΑ[4].
Πριν από τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, η Ρωσική Αυτοκρατορία γνώρισε μια μικρή πτώση σε σχέση με τις Ηνωμένες Πολιτείες. Ο δείκτης της μειώθηκε από 30 το 1900 σε 28 το 1913. Ο ρωσικός/σοβιετικός δείκτης υπέστη μεγάλη πτώση από το 1913 έως το 1928, αντανακλώντας τις καταστροφές του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου και του μετεπαναστατικού εμφυλίου πολέμου.
Διάγραμμα 1. Δείκτης του κατά κεφαλήν ΑΕΠ (διεθνή δολάρια 1990, ΗΠΑ= 100, 1900-2000).

Πηγή: Maddison, 2010.
Το 1928, η Σοβιετική Ένωση ξεκίνησε το Πρώτο Πενταετές Σχέδιο. Ο σοβιετικός δείκτης αυξήθηκε από 20 το 1928 σε 35 το 1938. Κατά τη διάρκεια του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου, η Σοβιετική Ένωση υπέστη τεράστιες απώλειες σε ανθρώπινους και υλικούς πόρους. Μέχρι το 1945, ο σοβιετικός δείκτης υποχώρησε στο επίπεδο που βρισκόταν το 1928. Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1950 και του 1960, η Σοβιετική Ένωση γνώρισε συγκριτικά ταχεία οικονομική ανάπτυξη. Μέχρι το 1975, το σοβιετικό κατά κεφαλήν ΑΕΠ αυξήθηκε στο 38% περίπου του επιπέδου των ΗΠΑ.
Μετά το 1975, η σχετική οικονομική περιουσία της Σοβιετικής Ένωσης μειώθηκε σταθερά. Μέχρι το 1990, το τελευταίο έτος κατά το οποίο λειτουργούσε το σοβιετικό σοσιαλιστικό σύστημα σχεδιασμού, το κατά κεφαλήν σοβιετικό ΑΕΠ ανερχόταν περίπου στο 30% αυτού τωνΗΠΑ, συγκρίσιμο με τον ρωσικό δείκτη του 1900. Ήταν μόνο μετά τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης που τα διάδοχα κράτη της πρώην Σοβιετικής Ένωσης γνώρισαν δραματικές οικονομικές καταρρεύσεις, ως αποτέλεσμα της στρατηγικής “θεραπείας σοκ” της καπιταλιστικής μετάβασης.
Πριν από τη σοσιαλιστική περίοδο, η Ανατολική Ευρώπη γνώρισε μεγάλη και συνεχή πτώση της θέσης της σε σχέση με τις Ηνωμένες Πολιτείες. Ο μέσος δείκτης της Ανατολικής Ευρώπης μειώθηκε από 35 το 1900 σε 22 το 1950.
Κατά τις δεκαετίες του 1950 και 1960, τα σοσιαλιστικά κράτη της Ανατολικής Ευρώπης γνώρισαν σχετική οικονομική επιτυχία. Μέχρι το 1975, το μέσο κατά κεφαλήν ΑΕΠ της Ανατολικής Ευρώπης ήταν 33% του αμερικανικού επιπέδου. Όπως και η Σοβιετική Ένωση, η Ανατολική Ευρώπη γνώρισε σχετική παρακμή μετά το 1975. Μέχρι το 1989, το τελευταίο έτος κατά το οποίο λειτούργησε το σοσιαλιστικό σύστημα της Ανατολικής Ευρώπης, ο δείκτης της Ανατολικής Ευρώπης έπεσε στο 26, εξακολουθώντας να είναι καλύτερος από ό,τι το 1950.
Το κατά κεφαλήν ΑΕΠ της Κίνας ανερχόταν στο 13% του αμερικανικού επιπέδου το 1900. Μέχρι το 1950, το κατά κεφαλήν ΑΕΠ της Κίνας ήταν μόνο το 4,7% του επιπέδου των ΗΠΑ και η Κίνα μετατράπηκε σε μια από τις φτωχότερες χώρες του κόσμου. Μετά το 1950, ο μαοϊκός σοσιαλιστικός σχεδιασμός έθεσε τα θεμέλια για την εκβιομηχάνιση της Κίνας. Το 1978, παραμονές της μεταρρύθμισης με προσανατολισμό στην αγορά που οδήγησε στη μετάβαση στον καπιταλισμό στην Κίνα, το κατά κεφαλήν ΑΕΠ της Κίνας ήταν 5,3% του επιπέδου των ΗΠΑ, ελάχιστα καλύτερο από ό,τι το 1950.
Αν συγκρίνει κανείς τον δείκτη του κατά κεφαλήν ΑΕΠ μιας χώρας (ή μιας ομάδας χωρών) στην αρχή της σοσιαλιστικής περιόδου με αυτόν στο τέλος της σοσιαλιστικής περιόδου, τότε για τη Σοβιετική Ένωση υπήρξε μια μικρή βελτίωση από το 1913 έως το 1990 (από 28 σε 30), για την Ανατολική Ευρώπη υπήρξε μια μικρή βελτίωση από το 1950 έως το 1989 (από 22 σε 26) και για την Κίνα υπήρξε μια μικρή βελτίωση από το 1950 έως το 1978 (από 4,7 σε 5,3).
Όσον αφορά τις σοβιετικές επιδόσεις, πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι η σοβιετική οικονομία καταστράφηκε πρώτα από τον τριετή αιματηρό εμφύλιο πόλεμο μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση και στη συνέχεια καταστράφηκε ξανά στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Οι επιδόσεις της Κίνας και της Ανατολικής Ευρώπης κατά τη σοσιαλιστική περίοδο συγκρίνονται αρκετά ευνοϊκά με την προ-σοσιαλιστική περίοδο, όταν και οι δύο περιοχές υπέστησαν συνεχείς, μεγάλες μειώσεις στη θέση τους σε σχέση με τις Ηνωμένες Πολιτείες.
Παρ’ όλα αυτά, θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί ότι το σοσιαλιστικό πείραμα απέτυχε, με την έννοια ότι απέτυχε να εκπληρώσει την υπόσχεσή του να αναπτύξει τις υλικές παραγωγικές δυνάμεις ταχύτερα από τον καπιταλισμό και να φτάσει την πιο προηγμένη καπιταλιστική οικονομία. Ωστόσο, όπως θα αποδειχθεί, αυτή η αποτυχία έτεινε να αποτελεί μάλλον τον κανόνα παρά την εξαίρεση στο καπιταλιστικό παγκόσμιο σύστημα.
Το καπιταλιστικό παγκόσμιο σύστημα είναι ένα άνισο ιεραρχικό σύστημα, στο οποίο τα κράτη χωρίζονται σε τρεις δομικές θέσεις: πυρήνας, ημιπεριφέρεια και περιφέρεια. Ιστορικά, ο πλούτος του συστήματος έχει συγκεντρωθεί στον πυρήνα. Όπως εξήγησε ο Giovanni Arrighi (1991), ο πλούτος που ήταν συγκεντρωμένος στον πυρήνα είχε γίνει ένα είδος “ολιγαρχικού πλούτου” από τον οποίο αποκλείονταν τα κράτη που δεν ανήκαν στον πυρήνα. Εντός του πυρήνα, υπήρξε μια μακροχρόνια τάση σύγκλισης. Αντίθετα, για το παγκόσμιο σύστημα στο σύνολό του, υπήρξε μια μακροχρόνια τάση διεύρυνσης του χάσματος μεταξύ του πυρήνα, της ημιπεριφέρειας και της περιφέρειας μέχρι τη δεκαετία του 1980. Η Ιαπωνία, η μόνη σημαντική ιστορική εξαίρεση, κατάφερε να κινηθεί ανοδικά από την περιφέρεια, στην ημιπεριφέρεια και τελικά στον πυρήνα.
Στο Διάγραμμα 2 συγκρίνεται το κατά κεφαλήν ΑΕΠ της Ρωσίας/Σοβιετικής Ένωσης, της Ανατολικής Ευρώπης και της Λατινικής Αμερικής. Το κατά κεφαλήν ΑΕΠ κάθε χώρας ή ομάδας χωρών εμφανίζεται ως ποσοστό του παγκόσμιου μέσου όρου. Με αυτό το μέτρο, οι επιδόσεις του σοβιετικού και του ανατολικοευρωπαϊκού σοσιαλισμού ήταν αρκετά εντυπωσιακές.
Διάγραμμα 2. Δείκτης του κατά κεφαλήν ΑΕΠ (διεθνή δολάρια 1990, παγκόσμιος μέσος όρος = 100, 1900-2000).

Πηγή: Maddison, 2010.
Η Σοβιετική Ένωση σημείωσε σημαντικά κέρδη κατά το πρώτο μισό του 20ού αιώνα. Το ρωσικό κατά κεφαλήν ΑΕΠ ήταν περίπου το ίδιο με τον παγκόσμιο μέσο όρο το 1913 (98%). Μέχρι το 1950, το σοβιετικό κατά κεφαλήν ΑΕΠ ανήλθε στο 135% του παγκόσμιου μέσου όρου. Τόσο η Σοβιετική Ένωση όσο και η Ανατολική Ευρώπη αναπτύχθηκαν ταχύτερα από τον παγκόσμιο μέσο όρο από το 1950 έως το 1975. Παρόλο που και οι δύο γνώρισαν κάποια μείωση τη δεκαετία του 1980, μέχρι το 1989, το σοβιετικό κατά κεφαλήν ΑΕΠ ήταν 39% υψηλότερο από τον παγκόσμιο μέσο όρο και το ανατολικοευρωπαϊκό κατά κεφαλήν ΑΕΠ ήταν 15% υψηλότερο από τον παγκόσμιο μέσο όρο. Και οι δύο σημείωσαν σημαντικά κέρδη σε σχέση με την προ-σοσιαλιστική περίοδο.
Συγκριτικά, από το 1913 έως το 1940, η Λατινική Αμερική είχε περίπου τα ίδια επίπεδα κατά κεφαλήν ΑΕΠ με τη Ρωσία ή την Ανατολική Ευρώπη. Από το 1950 έως 1980, η Λατινική Αμερική στην πραγματικότητα δεν κέρδισε καθόλου ως προς τη σχετική της θέση στο καπιταλιστικό παγκόσμιο σύστημα. Στη δεκαετία του 1980, η Λατινική Αμερική υπέστη μεγαλύτερη πτώση της σχετικής της θέσης από ό,τι η Σοβιετική Ένωση ή η Ανατολική Ευρώπη. Από το 1980 έως το 1990, το κατά κεφαλήν ΑΕΠ της Λατινικής Αμερικής μειώθηκε από το 121% του παγκόσμιου μέσου όρου στο 98%.
Στο Διάγραμμα 3 συγκρίνεται το κατά κεφαλήν ΑΕΠ της Κίνας, της Ανατολικής και Νότιας Ασίας και της Αφρικής. Η “Ανατολική και Νότια Ασία” αναφέρεται στον μέσο όρο των 14 χωρών της Ανατολικής και Νότιας Ασίας (εκτός της Κίνας και της Ιαπωνίας).
Από το 1950 έως 1980, το κατά κεφαλήν ΑΕΠ της Κίνας αυξήθηκε ελαφρώς από το 21% του παγκόσμιου μέσου όρου στο 24%. Κατά την ίδια περίοδο, το μέσο κατά κεφαλήν ΑΕΠ της Ανατολικής και Νότιας Ασίας μειώθηκε ελαφρώς από 33% σε 31% και το κατά κεφαλήν ΑΕΠ της Αφρικής μειώθηκε από 42% σε 34%. Έτσι, σε σχετικούς όρους, η Κίνα αναπτύχθηκε ελαφρώς ταχύτερα από τον ασιατικό μέσο όρο και πολύ ταχύτερα από την Αφρική.
Έτσι, όταν οι σοσιαλιστικές οικονομίες συγκρίνονται με τον παγκόσμιο μέσο όρο ή με καπιταλιστικές οικονομίες σε παρόμοια επίπεδα οικονομικής ανάπτυξης (συγκρίνοντας τη Σοβιετική Ένωση και την Ανατολική Ευρώπη με τη Λατινική Αμερική και συγκρίνοντας την Κίνα με την υπόλοιπη Ασία και την Αφρική), το ιστορικό της σοσιαλιστικής ανάπτυξης φαίνεται να είναι μάλλον ευνοϊκό.
Είναι αλήθεια ότι μέχρι τη δεκαετία του 1980, τόσο η Σοβιετική Ένωση όσο και η Ανατολική Ευρώπη υπέστησαν σχετική πτώση. Αλλά οι μειώσεις ήταν μέτριες σε σχέση με εκείνες που βίωσαν η Λατινική Αμερική και η Αφρική. Οι σοβιετικές και ανατολικοευρωπαϊκές οικονομίες δεν κατέρρευσαν μέχρι να εφαρμοστούν οι καπιταλιστικές θεραπείες σοκ.
Διάγραμμα 3. Δείκτης του κατά κεφαλήν ΑΕΠ (διεθνή δολάρια 1990, παγκόσμιος μέσος όρος = 100, 1900-2000).

Πηγή: Maddison, 2010.
4. Σοσιαλιστικές επιδόσεις του 20ου αιώνα: προσδόκιμο ζωής
Ως μέτρο του βιοτικού επιπέδου, το κατά κεφαλήν ΑΕΠ έχει πολλούς περιορισμούς. Δεν διορθώνει το κοινωνικό και περιβαλλοντικό κόστος, δεν λαμβάνει υπόψη την ανισότητα εισοδήματος και πλούτου και δεν δείχνει την πραγματική σωματική και ψυχική ευημερία των ανθρώπων.
Ο Amartya Sen (1999) έκανε μια διάκριση μεταξύ των ανθρώπινων επιτευγμάτων ή “λειτουργιών” και της ιδιοκτησίας των αγαθών. Ενώ ο έλεγχος επί των εμπορευμάτων είναι ένα μέσο για την επίτευξη του σκοπού της ευημερίαςδεν πρέπει να συγχέεται με τον ίδιο τον σκοπό. Ο Sen πρότεινε να χρησιμοποιούνται δείκτες ικανοτήτων και όχι χρηματικό εισόδημα ή πλούτος ως μέτρο της ευημερίας ή του βιοτικού επιπέδου.
Το προσδόκιμο ζωής του πληθυσμού είναι ένα άμεσο μέτρο της σωματικής ευημερίας των ανθρώπων. Δεν αντικατοπτρίζει μόνο τις συνθήκες υγείας του πληθυσμού, αλλά αντανακλά επίσης έμμεσα τις γενικές κοινωνικές, οικονομικές και πολιτικές συνθήκες (Navarro, 1993).
Το Διάγραμμα 4 συγκρίνει το προσδόκιμο ζωής κατά τη γέννηση στην πρώην Σοβιετική Ένωση και την Ανατολική Ευρώπη με αυτό στη Δυτική Ευρώπη. Η Δυτική Ευρώπη αντιπροσωπεύεται από τον μέσο όρο των χωρών της σημερινής Ευρωζώνης. Η Ανατολική Ευρώπη αντιπροσωπεύεται από την Πολωνία, την Τσεχική Δημοκρατία και την Ουγγαρία. Η πρώην Σοβιετική Ένωση αντιπροσωπεύεται από τη Ρωσική Ομοσπονδία, τη Λευκορωσία και την Ουκρανία.
Τη δεκαετία του 1960, η Ανατολική Ευρώπη και το ευρωπαϊκό τμήμα της Σοβιετικής Ένωσης είχαν προσδόκιμο ζωής περίπου συγκρίσιμο με εκείνο της Δυτικής Ευρώπης. Η Τσεχική Δημοκρατία και η Λευκορωσία σε ορισμένα έτη είχαν προσδόκιμο ζωής ακόμη και ελαφρώς καλύτερο από τον δυτικοευρωπαϊκό μέσο όρο. Λαμβάνοντας υπόψη ότι το κατά κεφαλήν εισόδημα της Δυτικής Ευρώπης ήταν περίπου διπλάσιο από το επίπεδο της Ανατολικής Ευρώπης, αυτή η κατά προσέγγιση ισοτιμία στο προσδόκιμο ζωής πρέπει να θεωρηθεί ως μεγάλο επίτευγμα του σοβιετικού και του ανατολικοευρωπαϊκού σοσιαλισμού.
Διάγραμμα 4. Προσδόκιμο ζωής κατά τη γέννηση (έτη, επιλεγμένες ευρωπαϊκές χώρες, 1960-2008).

Πηγή: Παγκόσμια Τράπεζα, 2010.
Ωστόσο, κατά τη διάρκεια των δεκαετιών του 1970 και 1980, το προσδόκιμο ζωής στην Ανατολική Ευρώπη και τη Σοβιετική Ένωση παρέμεινε στάσιμο, κολλημένο γύρω στα 70 έτη, και το χάσμα με Δυτική Ευρώπη άνοιξε όλο και περισσότερο. Μετά το 1990, υπήρξε απόκλιση μεταξύ της Ανατολικής Ευρώπης και πρώην Σοβιετικής Ένωσης. Ενώ οι χώρες της Ανατολικής Ευρώπης απολαμβάνουν σταθερή βελτίωση του προσδόκιμου ζωής από τις αρχές της δεκαετίας του 1990, οι πρώην σοβιετικές δημοκρατίες έχουν υποστεί σημαντική μείωση. Ενώ η Ρωσική Ομοσπονδία και η Λευκορωσία είχαν κάποια ανάκαμψη από το 2005 περίπου, δεν υπήρξε καμία βελτίωση στην Ουκρανία.
Στο Διάγραμμα 5 συγκρίνονται οι επιδόσεις του προσδόκιμου ζωής δύο ασιατικών σοσιαλιστικών κρατών (Κίνα και Βόρεια Κορέα) με την Ινδία και τον μέσο όρο της Ανατολικής Ασίας. Στη δεκαετία του 1960, η Κίνα κατόρθωσε να αυξήσει σταθερά το προβάδισμά της έναντι της Ινδίας σε σχέση με το προσδόκιμο ζωής. Μέχρι το 1975, το προσδόκιμο ζωής κατά τη γέννηση στην Κίνα ήταν 14 χρόνια μπροστά από την Ινδία, παρά τα παρόμοια επίπεδα του κατά κεφαλήν εισοδήματος στις δύο χώρες. Το προσδόκιμο ζωής της Κίνας το 1975 ήταν επίσης περίπου τρία χρόνια υψηλότερο από τον μέσο όρο της Ανατολικής Ασίας.
Διάγραμμα 5. Προσδόκιμο ζωής κατά τη γέννηση (έτη, επιλεγμένες ασιατικές χώρες, 1960-2008).

Πηγή: Παγκόσμια Τράπεζα, 2010.
Από τότε που η Κίνα άρχισε να εφαρμόζει μεταρρυθμίσεις προσανατολισμένες στην αγορά, η βελτίωση του προσδόκιμου ζωής στην Κίνα επιβραδύνθηκε και η διαφορά με την Ινδία μειώθηκε γρήγορα.
Η εμπειρία της Βόρειας Κορέας είναι περίπλοκη. Καθ’ όλη τη δεκαετία του 1960 και του 1970, η Βόρεια Κορέα απολάμβανε σταθερή αύξηση του προσδόκιμου ζωής. Στα τέλη της δεκαετίας του 1980, το προσδόκιμο ζωής κατά τη γέννηση στη Βόρεια Κορέα έφτασε περίπου τα 70 έτη, συγκρίσιμο με το προσδόκιμο ζωής στις προηγμένες καπιταλιστικές χώρες στις αρχές της δεκαετίας του 1960.
Μετά τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης, η Βόρεια Κορέα υπέστη δραματική μείωση της προσφοράς πετρελαίου. Η ιδιαίτερα εκσυγχρονισμένη, βασισμένη στο πετρέλαιο γεωργία της κατέρρευσε (Pfeiffer, 2006, 42-51). Το προσδόκιμο ζωής στη Βόρεια Κορέα μειώθηκε κατά τη δεκαετία του 1990, αλλά σταθεροποιήθηκε από το 2000 περίπου.
Αντίθετα, η Κούβα αντιμετώπισε αποτελεσματικότερα τη μετασοβιετική ενεργειακή κρίση προωθώντας ενεργά τη βιολογική γεωργία (Pfeiffer, 2006, 53-66). Το Διάγραμμα 6 συγκρίνει το προσδόκιμο ζωής κατά τη γέννηση στην Κούβα, τη Λατινική Αμερική και τις Ηνωμένες Πολιτείες. Από το 1960 έως το 2008, η Κούβα απολάμβανε σημαντικά πλεονεκτήματα όσον αφορά το προσδόκιμο ζωής σε σχέση με τον μέσο όρο της Λατινικής Αμερικής. Μέχρι τη δεκαετία του 1970, η Κούβα είχε φτάσει τις Ηνωμένες Πολιτείες στο προσδόκιμο ζωής. Από το 2003, το προσδόκιμο ζωής της Κούβας παραμένει ελαφρώς πάνω από αυτό των Ηνωμένων Πολιτειών. Αυτό πρέπει να θεωρηθεί τόσο μεγάλο επίτευγμα του κουβανικού σοσιαλισμού, όσο και ως αποτυχία του αμερικανικού καπιταλισμού.
Τα στοιχεία αυτά υποδηλώνουν ότι δεν υπάρχουν πειστικές αποδείξεις ότι οι σοσιαλιστικές οικονομίες είχαν χειρότερη επίδοση από τις καπιταλιστικές οικονομίες όσον αφορά τις συνολικές οικονομικές και κοινωνικές επιδόσεις.
Οι σοσιαλιστικές οικονομίες του 20ού αιώνα δεν κατάφεραν να φτάσουν την πιο προηγμένη καπιταλιστική οικονομία, αλλά ούτε και η πλειοψηφία των περιφερειακών και ημιπεριφερειακών καπιταλιστικών κρατών. Οι σοβιετικές και οι σοσιαλιστικές οικονομίες της Ανατολικής Ευρώπης υπέστησαν σχετική πτώση μετά τη δεκαετία του 1970 και δεν κατάφεραν να βελτιώσουν το προσδόκιμο ζωής για περίπου δύο δεκαετίες. Από την άλλη πλευρά, οι σοβιετικές και ανατολικοευρωπαϊκές οικονομικές πτώσεις ήταν σχετικά μέτριες σε σύγκριση με τη Λατινική Αμερική και την Αφρική τη δεκαετία του 1980.
Για ολόκληρη τη σοσιαλιστική περίοδο, τόσο η Σοβιετική Ένωση όσο και η Ανατολική Ευρώπη κατάφεραν να βελτιώσουν σημαντικά τη σχετική τους θέση στο καπιταλιστικό παγκόσμιο σύστημα (με βάση το κατά κεφαλήν ΑΕΠ σε σχέση με τον παγκόσμιο μέσο όρο). Η Κίνα σταθεροποίησε τη σχετική της θέση υπό τον μαοϊκό σοσιαλισμό σε σύγκριση με τις μακροχρόνιες, συνεχείς μειώσεις που υπέστη η Κίνα κατά την προεπαναστατική περίοδο.
Διάγραμμα 6. Προσδόκιμο ζωής κατά τη γέννηση (έτη, επιλεγμένες αμερικανικές χώρες, 1960-2008).

Πηγή: Παγκόσμια Τράπεζα, 2010.
Το προσδόκιμο ζωής στη Σοβιετική Ένωση και την Ανατολική Ευρώπη, αν και υπολειπόταν από εκείνο της Δυτικής Ευρώπης, ήταν σταθερά καλύτερο από εκείνο της Λατινικής Αμερικής. Η Κίνα είχε μεγάλη διαφορά στο προσδόκιμο ζωής από την Ινδία κατά την ύστερη σοσιαλιστική περίοδο και το προσδόκιμο ζωής της Κούβας έφτασε τις Ηνωμένες Πολιτείες. Αυτά τα επιτεύγματα υποδηλώνουν ότι στο πλαίσιο της περιφέρειας και της ημιπεριφέρειας (χώρες με χαμηλό και μεσαίο εισόδημα), ο σοσιαλισμός ήταν σε θέση να ικανοποιήσει τις βασικές ανάγκες του πληθυσμού καλύτερα από τον καπιταλισμό. Ενώ η Βόρεια Κορέα ήταν μια αξιοσημείωτη αποτυχία (αν και είχε καλές επιδόσεις μέχρι τη δεκαετία του 1980), η εμπειρία της πρέπει να εξεταστεί στο κατάλληλο ιστορικό πλαίσιο, λαμβάνοντας υπόψη τόσο τη μοναδική εσωτερική πολιτική δυναμική της όσο και το εξαιρετικά δυσμενές εξωτερικό περιβάλλον.
Συγκρίνοντας τις ιστορικές καπιταλιστικές και σοσιαλιστικές επιδόσεις, ο Arrighi (1991, 57) έκανε τα ακόλουθα σχόλια:
«Επιπλέον, το κλείσιμο [σοσιαλισμός] έναντι του ανοίγματος [καπιταλισμός] έχει κάνει μεγάλη διαφορά στη θέση και την ευημερία των κατώτερων κοινωνικών στρωμάτων των εν λόγω περιφερειών – στρωμάτων που στις περιφέρειες μεσαίου και χαμηλού εισοδήματος αποτελούν το μισό έως τα δύο τρίτα του πληθυσμού. Όπως υποστηρίχθηκε παραπάνω, η ΕΣΣΔ δεν τα πήγε πιθανώς καλύτερα (και μπορεί να τα πήγε χειρότερα) από τη Λατινική Αμερική στον “αγώνα” να φτάσει τα πρότυπα πλούτου που έθεσε η Δύση. Ωστόσο, τα κατώτερα κοινωνικά στρώματα του πληθυσμού της τα κατάφεραν ασύγκριτα καλύτερα από τα κατώτερα κοινωνικά στρώματα του πληθυσμού της Λατινικής Αμερικής (συμπεριλαμβανομένης της Βραζιλίας) στη βελτίωση των προτύπων διατροφής, υγείας και εκπαίδευσης. Και η βελτίωση ήταν ακόμη μεγαλύτερη για τα κατώτερα κοινωνικά στρώματα της Κίνας σε σύγκριση με εκείνα της Νότιας Ασίας ή της Νοτιοανατολικής Ασίας.»
5. Η άνοδος της ημιπεριφέρειας και η κατάρρευση του καπιταλιστικού παγκόσμιου συστήματος
Εάν οι πραγματικές οικονομικές και κοινωνικές επιδόσεις των σοσιαλιστικών οικονομιών του 20ού αιώνα ήταν σχετικά επιτυχείς, ή τουλάχιστον ένα μείγμα επιτυχιών και αποτυχιών, τι προκάλεσε την κατάρρευσή τους; Είναι πέρα από τον σκοπό του παρόντος άρθρου να εξετάσει λεπτομερώς αυτό το ερώτημα. Αλλά μεγάλο μέρος της απάντησης μπορεί να βρεθεί από την εσωτερική ταξική πάλη που έλαβε χώρα στο εσωτερικό των ιστορικών σοσιαλιστικών κρατών.
Ο Kotz (1997, 2000) υποστηρίζει ότι στα τέλη της Σοβιετικής Ένωσης σχηματίστηκε μια φιλοκαπιταλιστική συμμαχία που περιλάμβανε την πλειοψηφία του σοβιετικού κόμματος και της κρατικής γραφειοκρατίας, νεοφιλελεύθερους διανοούμενους και αναδυόμενους ιδιώτες καπιταλιστές. Παρά το γεγονός ότι η πλειοψηφία του σοβιετικού πληθυσμού συνέχισε να προτιμά κάποια μορφή σοσιαλισμού από τον καπιταλισμό, η φιλοκαπιταλιστική συμμαχία εκμεταλλεύτηκε την ευκαιρία μιας σχετικά ήπιας οικονομικής κρίσης για να επιβάλει μια καπιταλιστική ατζέντα στο γενικό πληθυσμό. Ο Li (2008, 24-66) υποστήριξε ότι με την ήττα της “Πολιτιστικής Επανάστασης”, οι καπιταλιστές οδοιπόροι εντός του Κινεζικού Κομμουνιστικού Κόμματος κέρδισαν μια αποφασιστική πολιτική νίκη έναντι των επαναστατών σοσιαλιστών, ανοίγοντας το δρόμο για την καπιταλιστική μετάβαση της Κίνας.
Η αποτυχία του σοσιαλισμού του 20ού αιώνα επιβεβαίωσε εκ νέου τους θεμελιώδεις νόμους κίνησης του καπιταλιστικού παγκόσμιου συστήματος. Μέχρι τα τέλη του 20ου αιώνα, υπήρχε μια μακροχρόνια τάση διεύρυνσης του εισοδηματικού χάσματος μεταξύ του πυρήνα, της ημιπεριφέρειας και της περιφέρειας, μια τάση που λειτουργούσε επί αιώνες.
Το καπιταλιστικό παγκόσμιο σύστημα χωρίζεται σε τρεις δομικές θέσεις. Ιστορικά, η περιφέρεια είχε την τάση να περιλαμβάνει τη μεγαλύτερη γεωγραφική έκταση και την πλειοψηφία του πληθυσμού του παγκόσμιου συστήματος.
Μέχρι τα μέσα του 20ού αιώνα, οι πληθυσμιακές αναλογίες μεταξύ του πυρήνα (Δυτική Ευρώπη και Βόρεια Αμερική), της ημιπεριφέρειας (Σοβιετική Ένωση, Ανατολική Ευρώπη και Λατινική Αμερική) και της περιφέρειας (Ασία και Αφρική) ήταν περίπου 20:20:60. Οι αναλογίες εισοδήματος μεταξύ των τριών περιοχών ήταν περίπου 100:25:5. Μέχρι τη δεκαετία του 1970, αυτές οι αναλογίες εισοδήματος αμφισβητήθηκαν σοβαρά από την άνοδο των σοσιαλιστικών οικονομιών του 20ού αιώνα. Με την αποσύνθεση των σοσιαλιστικών κρατών, αυτές οι αναλογίες εισοδήματος αποκαταστάθηκαν σε μεγάλο βαθμό στα επίπεδα των μέσων του 20ού αιώνα μέχρι το 1995 περίπου.
Ωστόσο, λιγότερο από ένα τέταρτο του αιώνα μετά την πτώση του Τείχους του Βερολίνου, ο παγκόσμιος γεωπολιτικός χάρτης έχει και πάλι μεταμορφωθεί σε μεγάλο βαθμό. Με την οικονομική άνοδο της Κίνας και της Ινδίας, καθώς και την αναγέννηση της Ρωσίας και της Λατινικής Αμερικής, η οικονομική και γεωπολιτική επιρροή της “Δύσης” έχει μειωθεί δραματικά και τόσο οι Ηνωμένες Πολιτείες όσο και η Δυτική Ευρώπη φαίνεται να έχουν εισέλθει σε μια μακροπρόθεσμη τροχιά μη αναστρέψιμης παρακμής. Τι υποδηλώνει αυτή η δραματική παγκόσμια ιστορική στροφή για το μακροπρόθεσμο μέλλον του καπιταλιστικού παγκόσμιου συστήματος;
Η μεταφορά της παγκόσμιας υπεραξίας (μέσω της άμεσης λεηλασίας και της άνισης ανταλλαγής) από την περιφέρεια στον πυρήνα υπήρξε βασικός μηχανισμός λειτουργίας του καπιταλιστικού παγκόσμιου συστήματος. Η συγκέντρωσή της στα κράτη του πυρήνα επέτρεψε σε αυτά τα κράτη να διατηρήσουν μεγάλα, μονοπωλιακά κέρδη και να παρέχουν τα απαραίτητα κίνητρα για τη συσσώρευση κεφαλαίου στις απαραίτητες “κορυφαίες βιομηχανίες” που έχουν σχετικά υψηλούς κινδύνους και απαιτούν μεγάλες, μακροπρόθεσμες επενδύσεις κεφαλαίου.
Αυτή η μεγάλη υπεραξία που συγκεντρώνεται στον πυρήνα ήταν επίσης αναγκαία, καθώς επιτρέπει στα κράτη του πυρήνα να προσφέρουν συγκριτικά υψηλούς μισθούς στα “στελέχη” του συστήματος, όπως ειδικευμένους εργάτες, μηχανικούς, επιστήμονες, ιδεολογικούς υποστηρικτές (“διανοούμενους”), οικονομικούς διευθυντές και στρατιωτικούς αξιωματικούς (που ελέγχουν τις στρατιωτικές δυνάμεις “υψηλής τεχνολογίας”). Αυτά τα “στελέχη” τείνουν να συγκεντρώνονται στον πυρήνα και οι “υπηρεσίες” και η αφοσίωσή τους είναι απαραίτητες για την κανονική λειτουργία του καπιταλιστικού παγκόσμιου συστήματος.
Καθώς η καπιταλιστική συσσώρευση προχωρούσε στον πυρήνα, από καιρό σε καιρό, υπήρχε μια τάση για τα μισθολογικά, φορολογικά και περιβαλλοντικά κόστη να αυξάνονται, συμπιέζοντας το ποσοστό κέρδους στα κέντρα συγκέντρωσης του συστήματος. Καθώς τα κράτη του πυρήνα ανέπτυσσαν νέες κορυφαίες βιομηχανίες για την αναγέννηση μεγάλων κερδών, οι παλιές βιομηχανίες στις οποίες τα κέρδη είχαν μειωθεί σε ενδιάμεσα επίπεδα έπρεπε να μεταφερθούν σε άλλες γεωγραφικές περιοχές. Ιστορικά, η ημιπεριφέρεια ήταν αυτή που είχε παίξει το ρόλο της υποδοχής των μετεγκατεστημένων βιομηχανιών (ή τμημάτων των “αλυσίδων εμπορευμάτων”) και είχε παίξει έναν απαραίτητο πολιτικό και οικονομικό σταθεροποιητικό ρόλο για το καπιταλιστικό παγκόσμιο σύστημα (Wallerstein, 1979, 20-23; 69-71).
Τον τελευταίο ενάμιση αιώνα, η μακροπρόθεσμη τάση για αύξηση του μισθολογικού, φορολογικού και περιβαλλοντικού κόστους φαίνεται να έχει επιταχυνθεί. Η αύξηση του μισθολογικού και φορολογικού κόστους αντανακλά τις μακροχρόνιες προκλήσεις των “αντισυστημικών κινημάτων” (σοσιαλδημοκρατία, εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα και “κομμουνισμός”), τα οποία ανάγκασαν τις κυρίαρχες ελίτ του συστήματος να κάνουν σημαντικές παραχωρήσεις μέχρι τα μέσα του 20ού αιώνα. Το αυξανόμενο περιβαλλοντικό κόστος προέκυψε από την αδυσώπητη συσσώρευση κεφαλαίου, η οποία επιτάχυνε σημαντικά την εξάντληση των φυσικών πόρων και την υποβάθμιση του παγκόσμιου περιβάλλοντος (Waller- stein, 2003, 57-66).
Ως αποτέλεσμα, το καπιταλιστικό παγκόσμιο σύστημα ήταν υπό μεγάλη πίεση να επιταχύνει το ρυθμό της παγκόσμιας βιομηχανικής μετεγκατάστασης. Αυτό οδήγησε σε δραματική επέκταση της γεωγραφικής ζώνης της ημιπεριφέρειας τα τελευταία 25 χρόνια. Το πιο σημαντικό είναι ότι η Κίνα και η Ινδία, λειτουργώντας ως κέντρα του τελευταίου γύρου παγκόσμιας βιομηχανικής μετεγκατάστασης, έχουν ενταχθεί στις τάξεις της ημιπεριφέρειας. Το κατά κεφαλήν ΑΕΠ της Κίνας έχει πλέον ανέλθει περίπου στο ένα έβδομο του επιπέδου των ΗΠΑ και η Ινδία θα μπορούσε να φτάσει σε ένα παρόμοιο σχετικό επίπεδο σε περίπου μια δεκαετία. Δεδομένου του τεράστιου μεγέθους του κινεζικού και του ινδικού πληθυσμού, μέχρι το 2020 περίπου, η παγκόσμια ημιπεριφέρεια (που ορίζεται ως οι γεωγραφικές περιοχές με κατά κεφαλήν ΑΕΠ περίπου στο ένα πέμπτο του επιπέδου του πιο προηγμένου καπιταλιστικού κράτους) μπορεί κάλλιστα να έχει επεκταθεί και να περιλαμβάνει περίπου το 60% του παγκόσμιου πληθυσμού. Μπορεί το καπιταλιστικό παγκόσμιο σύστημα να επιβιώσει από μια τέτοια μαζική επέκταση της ημιπεριφέρειας;
Αυτή η επέκταση θα συνεπάγεται αναπόφευκτα μια σημαντική αναδιανομή της παγκόσμιας υπεραξίας. Καθώς λιγότερή από αυτή συγκεντρώνεται στον πυρήνα, θα γίνεται όλο και πιο δύσκολο για τα κράτη του πυρήνα να χρηματοδοτήσουν τη συσσώρευση κεφαλαίου στις κορυφαίες βιομηχανίες. Τα κράτη του πυρήνα θα έχουν επίσης αυξανόμενη δυσκολία να διατηρήσουν μια μεγάλη δεξαμενή “στελεχών”, το εξειδικευμένο και διευθυντικό εργατικό δυναμικό του συστήματος ή τη “μεσαία τάξη”.
Ήδη, σχεδόν όλες οι καπιταλιστικές χώρες του πυρήνα αντιμετωπίζουν σήμερα ανυπέρβλητες δημοσιονομικές κρίσεις. Η δημοσιονομική κρίση, στην ουσία, είναι το σημάδι ότι ο καπιταλισμός στη ζώνη του πυρήνα δεν μπορεί πλέον να παρέχει ταυτόχρονα ευνοϊκές συνθήκες καπιταλιστικής συσσώρευσης και ταυτόχρονα να διατηρεί την “κοινωνική ειρήνη” (δηλαδή να εξασφαλίζει την πολιτική πίστη των μεσαίων τάξεων) στο εσωτερικό του[5].
Είναι ευρέως αποδεκτό ότι η ηγεμονική ισχύς των ΗΠΑ βρίσκεται σε μη αναστρέψιμη πτώση, τόσο με την έννοια ότι η σχετική οικονομική θέση των ΗΠΑ έχει μειωθεί στο καπιταλιστικό παγκόσμιο σύστημα όσο και με την πιο σημαντική έννοια ότι οι ΗΠΑ είναι λιγότερο πρόθυμες και λιγότερο ικανές να ρυθμίσουν το σύστημα για το μακροπρόθεσμο, κοινό συμφέρον του συστήματος.
Η σημερινή επέκταση της ημιπεριφέρειας έχει προφανώς επιταχύνει την παρακμή της ηγεμονικής δύναμης των ΗΠΑ. Πιο δυσοίωνο για το καπιταλιστικό παγκόσμιο σύστημα, η μεγάλη επέκταση της ημιπεριφέρειας έχει επίσης καταστήσει πολύ λιγότερο πιθανό ή και αδύνατο να αναδυθεί μια νέα ηγεμονική δύναμη, αυξάνοντας δραματικά τον αριθμό των κρατών που είναι σημαντικά στην πολιτική του συστήματος. Αυτό φαίνεται από τη διεύρυνση του πιο υψηλού προφίλ οργάνου χάραξης παγκόσμιας πολιτικής από τη λεγόμενη ομάδα “G7” στη λεγόμενη ομάδα “G20”.
Το καπιταλιστικό παγκόσμιο σύστημα είναι ένα διακρατικό σύστημα. Η οργάνωση του διακρατικού συστήματος είναι απαραίτητη για τη διατήρηση της ισορροπίας ισχύος μεταξύ κράτους και κεφαλαίου με όρους ευνοϊκούς για τη συσσώρευση κεφαλαίου. Ωστόσο, το σύστημα έχει επίσης ένα μοιραίο ελάττωμα. Καθώς το σύστημα δεν διαθέτει μια “παγκόσμια κυβέρνηση”, δεν υπάρχει αποτελεσματικός μηχανισμός για τη διασφάλιση και προώθηση του μακροπρόθεσμου, κοινού συμφέροντος του συστήματος (όπως η παγκόσμια ειρήνη, η παγκόσμια μακροοικονομική διαχείριση, η οικοδόμηση του παγκόσμιου κοινωνικού συμβιβασμού και η παγκόσμια περιβαλλοντική διαχείριση) και ο αχαλίνωτος διακρατικός ανταγωνισμός θα μπορούσε να οδηγήσει στην αυτοκαταστροφή του συστήματος.
Ιστορικά, το καπιταλιστικό παγκόσμιο σύστημα έχει στηριχθεί στις κατά περιόδους ηγεμονικές δυνάμεις (την Ολλανδία τον 17ο αιώνα, το Ηνωμένο Βασίλειο τον 19ο αιώνα και τις Ηνωμένες Πολιτείες τον 20ό αιώνα) ως υποκατάστατο της παγκόσμιας κυβέρνησης για τη ρύθμιση του μακροπρόθεσμου, κοινού συμφέροντος του συστήματος. Με τη μαζική επέκταση της ημιπεριφέρειας, αυτός ο ιστορικός μηχανισμός που απαιτείται για την κανονική λειτουργία του καπιταλιστικού παγκόσμιου συστήματος αρχίζει να καταρρέει (Li, 2008, 113-138).
Έτσι, η μαζική επέκταση της ημιπεριφέρειας οδηγεί σε ένα σύνολο θεμελιωδώς νέων παγκόσμιων ιστορικών συνθηκών. Αυτές οι νέες συνθήκες υπονομεύουν διάφορους βασικούς μηχανισμούς που απαιτούνται για την κανονική λειτουργία και αναπαραγωγή του καπιταλιστικού παγκόσμιου συστήματος.
Αλλά είναι η κρίση της κλιματικής αλλαγής που προσφέρει τις πιο σαφείς, αδιαμφισβήτητες αποδείξεις ότι ο καπιταλισμός έχει πάψει να είναι ένα βιώσιμο ιστορικό σύστημα.
6. Η κρίση του 21ου αιώνα: Κλιματική Καταστροφή
Ιστορικά, τα κράτη του πυρήνα (Δυτική Ευρώπη και Βόρεια Αμερική) ήταν υπεύθυνα για το μεγαλύτερο μέρος των σωρευτικών εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου στην ατμόσφαιρα. Ωστόσο, τα τελευταία χρόνια, ως αποτέλεσμα της ταχείας οικονομικής επέκτασης και της αυξανόμενης ενεργειακής ζήτησης των ημιπεριφερειακών κρατών, το μεγαλύτερο μέρος των νέων εκπομπών προέρχεται πλέον από τις λεγόμενες “αναδυόμενες οικονομίες”. Στην πραγματικότητα, η Κίνα έχει ήδη ξεπεράσει τις Ηνωμένες Πολιτείες και έχει γίνει ο μεγαλύτερος παγκόσμιος παράγοντας εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου και η Ινδία έχει ξεπεράσει την Ιαπωνία και έχει γίνει ο τρίτος μεγαλύτερος παράγοντας εκπομπών στον κόσμο (βλ. BP, 2010).
Η παγκόσμια μέση επιφανειακή θερμοκρασία είναι σήμερα περίπου 0,8°C (βαθμοί Κελσίου) υψηλότερη από ό,τι στην προβιομηχανική εποχή και αυξάνεται με ρυθμό περίπου 0,2°C ανά δεκαετία. Με τον σημερινό ρυθμό, μέχρι το τέλος του 21ου αιώνα, η υπερθέρμανση του πλανήτη (σε σχέση με την προβιομηχανική εποχή) θα είναι περίπου 3°C.
Μια αύξηση της θερμοκρασίας κατά 3°C θα καταστρέψει το τροπικό δάσος του Αμαζονίου, οδηγώντας σε περαιτέρω αύξηση της θερμοκρασίας κατά 1,5°C. Η νότια Αφρική, η Αυστραλία, η μεσογειακή Ευρώπη και οι δυτικές Ηνωμένες Πολιτείες θα μετατραπούν σε ερήμους. Η στάθμη της θάλασσας θα μπορούσε να αυξηθεί κατά 25 μέτρα και δισεκατομμύρια άνθρωποι θα μπορούσαν να γίνουν περιβαλλοντικοί πρόσφυγες.
Με αύξηση της θερμοκρασίας κατά 4°C, το λιώσιμο του μόνιμου πάγου της Αρκτικής θα μπορούσε να απελευθερώσει τεράστιες ποσότητες διοξειδίου του άνθρακα και μεθανίου. Τα φύκια, ο κύριος αποδέκτης άνθρακα στον ωκεανό, θα εξαφανιστούβν. Ο κόσμος είναι έτοιμος για μια ανεξέλεγκτη υπερθέρμανση του πλανήτη που θα μπορούσε να οδηγήσει σε πρόσθετη αύξηση της θερμοκρασίας κατά αρκετούς βαθμούς.
Εάν η υπερθέρμανση του πλανήτη αυξηθεί στους 5°C και πάνω, ο κόσμος θα είναι θερμότερος από κάθε άλλη φορά τα τελευταία πενήντα εκατομμύρια χρόνια. Μεγάλο μέρος του πλανήτη θα πάψει να είναι κατοικήσιμο και ο παγκόσμιος ανθρώπινος πληθυσμός θα μπορούσε να μειωθεί καταστροφικά. Δεν διακυβεύεται τίποτα λιγότερο από την ίδια την επιβίωση του ανθρώπινου πολιτισμού (Spratt and Sutton, 2008, Guardian, 2009, Hansen, 2009).
Στο Διάγραμμα 7 συγκρίνονται τρεις πιθανές μελλοντικές πορείες των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα από ορυκτά καύσιμα με τις ιστορικές εκπομπές στην παγκόσμια οικονομία. Σήμερα ο κόσμος εκπέμπει περίπου 31 δισεκατομμύρια μετρικούς τόνους διοξειδίου του άνθρακα από την καύση ορυκτών καυσίμων. Εάν ο κόσμος επιτύχει σταθεροποίηση των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα στο σημερινό επίπεδο, χωρίς περαιτέρω αύξηση, τότε οι σωρευτικές εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα κατά τον 21ο αιώνα θα ανέλθουν σε περίπου τρία τρισεκατομμύρια μετρικούς τόνους. Αυτό είναι πιθανό να οδηγήσει σε αύξηση της θερμοκρασίας κατά 4°C μέχρι το τέλος του 21ου αιώνα και μια μακροπρόθεσμη θέρμανση ισορροπίας (για μια περίοδο αρκετών αιώνων) περίπου 8°C.
Διάγραμμα 7. Παγκόσμιες εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα από ορυκτά καύσιμα (δισεκατομμύρια μετρικοί τόνοι, 2000-2100).

Πηγές: BP, 2010, και υπολογισμοί του συγγραφέα. Αυτά τα σενάρια υποθέτουν μηδενικές καθαρές εκπομπές από την αλλαγή χρήσης γης. Τα κατώτερα άκρα των μακροπρόθεσμων θερμοκρασιών ισορροπίας βασίζονται στην IPCC, 2007. Τα υψηλότερα άκρα των μακροπρόθεσμων θερμοκρασιών ισορροπίας βασίζονται στο Hansen, 2009, 140-171.
Αν ο κόσμος αρχίσει να μειώνει άμεσα τις εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα και διατηρήσει ένα μέσο ετήσιο ρυθμό μείωσης της τάξης του 1% για το υπόλοιπο του 21ου αιώνα, τότε οι σωρευτικές εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα κατά τη διάρκεια του 21ου αιώνα θα ανέλθουν σε περίπου δύο τρισεκατομμύρια τόνους. Αυτό είναι πιθανό να οδηγήσει σε αύξηση της θερμοκρασίας κατά 3°C μέχρι το τέλος του 21ου αιώνα και σε μακροπρόθεσμη αύξηση της θερμοκρασίας ισορροπίας κατά περίπου 6°C. Η παγκόσμια θέρμανση αυτού του επιπέδου θα καταστρέψει το τροπικό δάσος του Αμαζονίου, θα οδηγήσει σε άνοδο της στάθμης της θάλασσας κατά 2575 μέτρα, θα μετατρέψει μεγάλο μέρος του κόσμου σε ακατοίκητες ερήμους και θα προκαλέσει καταστροφική μείωση του παγκόσμιου πληθυσμού.
Τέλος, ας υποθέσουμε ότι ο κόσμος αρχίζει να μειώνει άμεσα το διοξείδιο του άνθρακα ιδεατών εκπομπών και διατηρεί ένα μέσο ετήσιο ποσοστό μείωσης της τάξης του 4% για το υπόλοιπο του 21ου αιώνα. Τότε οι σωρευτικές εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα κατά τη διάρκεια του 21ου αιώνα θα ανέλθουν σε περίπου ένα τρισεκατομμύριο μετρικούς τόνους. Αυτό είναι πιθανό να οδηγήσει σε αύξηση της θερμοκρασίας κατά 2°C μέχρι το τέλος του 21ου αιώνα και σε μακροπρόθεσμη αύξηση της θερμοκρασίας ισορροπίας κατά περίπου 4°C. Αν και το σενάριο αυτό θα εξακολουθήσει να ενέχει κάποιο σημαντικό κίνδυνο ανεξέλεγκτης υπερθέρμανσης του πλανήτη, υπό τις παρούσες συνθήκες είναι το μόνο σενάριο που υπόσχεται τη διατήρηση του ανθρώπινου πολιτισμού όπως τον γνωρίζουμε.
Είναι δυνατόν να επιτευχθεί μια σταθεροποίηση του κλίματος που να συνάδει με τη διατήρηση του ανθρώπινου πολιτισμού (το σενάριο που αντιστοιχεί σε μακροπρόθεσμη αύξηση της θερμοκρασίας κατά 2-4°C) μέσα στο ιστορικό πλαίσιο του καπιταλισμού;
Η σχέση μεταξύ των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα, της οικονομικής παραγωγής (ΑΕΠ) και της τεχνολογίας καθορίζεται από τον ακόλουθο τύπο:
Ένταση εκπομπών = Εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα / ΑΕΠ
Ή,
Εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα = Ένταση εκπομπών × ΑΕΠ
Η ένταση των εκπομπών καθορίζεται από τεχνολογικούς παράγοντες, όπως η ενεργειακή απόδοση και το μερίδιο των ορυκτών καυσίμων στη συνολική κατανάλωση ενέργειας. Προκύπτει ότι:
Ο ρυθμός αύξησης των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα = ο ρυθμός αύξησης της έντασης των εκπομπών + ο ρυθμός οικονομικής ανάπτυξης
Όταν ο ίδιος τύπος αναφέρεται ως ποσοστό μείωσης:
Ο ρυθμός μείωσης των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα = ο ρυθμός μείωσης της έντασης των εκπομπών – ο ρυθμός οικονομικής ανάπτυξης
Έτσι, με τα υπόλοιπα δεδομένα να είναι ίσα, κάθε μείωση της έντασης των εκπομπών (που προκύπτει από την αύξηση της ενεργειακής απόδοσης ή την υποκατάσταση των ορυκτών καυσίμων από μορφές ενέργειας χωρίς άνθρακα, όπως η πυρηνική ενέργεια και οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας) οδηγεί σε μείωση των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα. Αλλά οποιαδήποτε αύξηση του ρυθμού οικονομικής ανάπτυξης θα αντισταθμίσει τις μειώσεις των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα.
Τόσο οι της κυρίαρχης ιδεολογίας όσο και οι μαρξιστές οικονομολόγοι συμφωνούν ότι το καπιταλιστικό οικονομικό σύστημα βασίζεται στην ατομική ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής και στον ανταγωνισμό της αγοράς. Επιπλέον, και οι δύο ομάδες οικονομολόγων συμφωνούν ότι με τον αδυσώπητο ανταγωνισμό, οι καπιταλιστές βρίσκονται υπό ισχυρή και συνεχή πίεση να αυξήσουν την αποδοτικότητα και να προωθήσουν την καινοτομία, οδηγώντας σε συνεχή και ταχεία οικονομική ανάπτυξη μακροπρόθεσμα. Μέχρι σήμερα, αυτή η τάση για απεριόριστη ανάπτυξη εξακολουθεί να θεωρείται από τους επικρατέστερους οικονομολόγους ως μια σημαντική αρετή του καπιταλιστικού συστήματος.
Αντίθετα, υπάρχει μια εξίσου ισχυρή τάση του καπιταλιστικού συστήματος να μειώσει τις εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα από τα ορυκτά καύσιμα; Στην πραγματικότητα, αυτό που χρειάζεται είναι η ένταση των εκπομπών να μειωθεί πολύ πιο γρήγορα από την ανάπτυξη της οικονομίας.
Κατά τη δεκαετία 1999-2009, η παγκόσμια οικονομία αναπτύχθηκε με μέσο ετήσιο ρυθμό 3,5%, η ένταση των εκπομπών μειώθηκε με μέσο ετήσιο ρυθμό 1,1% και οι εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα από την καύση ορυκτών καυσίμων αυξήθηκαν με μέσο ετήσιο ρυθμό 2,4%. Στη “Μεγάλη Ύφεση” του 2009, οι παγκόσμιες εκπομπές μειώθηκαν κατά 1,3%. Αν ο κόσμος επαναλάμβανε την εμπειρία της Μεγάλης Ύφεσης κάθε χρόνο για το υπόλοιπο του 21ου αιώνα, ο κόσμος θα ήταν περίπου σε καλό δρόμο για να επιτύχει το σενάριο της μακροπρόθεσμης αύξησης της θερμοκρασίας κατά 3-6°C.
Είναι δυνατόν η καπιταλιστική παγκόσμια οικονομία να επιταχύνει σημαντικά το ρυθμό μείωσης της έντασης των εκπομπών μέσω ενός συνδυασμού κυβερνητικής παρέμβασης και τεχνολογικής καινοτομίας;
Στο πλαίσιο του σημερινού καπιταλιστικού συστήματος, η παγκόσμια οικονομία πρέπει να αναπτύσσεται κατά τουλάχιστον τρία τοις εκατό ετησίως μόνο και μόνο για να αποτραπεί η αύξηση των ποσοστών ανεργίας (υποθέτοντας ότι η παραγωγικότητα της εργασίας αυξάνεται κατά περίπου δύο τοις εκατό ετησίως και ο παγκόσμιος πληθυσμός αυξάνεται κατά περίπου ένα τοις εκατό ετησίως). Εάν ο στόχος είναι να μειωθούν οι εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα κατά τέσσερα τοις εκατό ετησίως, η ένταση των εκπομπών πρέπει να μειωθεί με ετήσιο ρυθμό ποσοστό επτά τοις εκατό! Ακόμη και αν ο στόχος είναι η μείωση των εκπομπών κατά ένα τοις εκατό ετησίως, η ένταση των εκπομπών θα πρέπει να μειωθεί κατά τέσσερα τοις εκατό ετησίως.
Αφήνοντας κατά μέρος πολλές άλλες θεσμικές και τεχνικές δυσκολίες, ο εγγενώς αργός ρυθμός μετασχηματισμού των υποδομών θέτει θεμελιώδη όρια στο πόσο γρήγορα μπορεί να μειωθεί η ένταση των εκπομπών. Το σύνολο των σημερινών ενεργειακών και βιομηχανικών υποδομών του κόσμου βασίζεται στα ορυκτά καύσιμα. Αυτή η υποδομή μπορεί να μετασχηματιστεί μόνο αργά. Αν κάθε χρόνο αντικαθίσταται περίπου το 5% της παγκόσμιας κεφαλαιακής υποδομής, και αν υποθέσουμε ότι το νέο απόθεμα κεφαλαίου μειώνει την ένταση εκπομπών κατά 50% σε σύγκριση με το παλιό απόθεμα κεφαλαίου (αυτό είναι περίπου ισοδύναμο με την υπόθεση ότι όλα τα νέα εργοστάσια παραγωγής ενέργειας και τα νέα αυτοκίνητα στον κόσμο δεν έχουν εκπομπές), αυτό θα μείωνε τη μέση παγκόσμια ένταση εκπομπών μόνο κατά 2,5%.
Φανταστείτε ότι στο μέλλον ο ρυθμός μείωσης της έντασης των εκπομπών μπορεί να αυξηθεί σε τρία τοις εκατό ετησίως· τότε, για να επιτευχθεί ετήσια μείωση των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα κατά τέσσερα τοις εκατό, η παγκόσμια οικονομία θα πρέπει να συρρικνωθεί με ετήσιο ρυθμό ενός τοις εκατό[6].
7. Ο 21ος αιώνας: Υπάρχει εναλλακτική (του σοσιαλισμού);
Στον 20ό αιώνα, οι σοσιαλιστικές οικονομίες παρέμειναν μέρος του καπιταλιστικού παγκόσμιου συστήματος και έπρεπε να ανταγωνιστούν τις καπιταλιστικές οικονομίες με βάση τα κριτήρια που επέβαλε το καπιταλιστικό παγκόσμιο σύστημα. Οι σοσιαλιστικές οικονομίες κατόρθωσαν να διατηρήσουν και, κατά κάποιο τρόπο, ακόμη και να βελτιώσουν κάπως τη σχετική τους θέση στο καπιταλιστικό παγκόσμιο σύστημα, ενώ ικανοποιούσαν τις βασικές ανάγκες του πληθυσμού καλύτερα από ό,τι οι καπιταλιστικές οικονομίες σε παρόμοια επίπεδα ανάπτυξης. Αλλά τελικά, οι σοσιαλιστικές οικονομίες απέτυχαν να ξεπεράσουν τους βασικούς νόμους κίνησης του καπιταλιστικού παγκόσμιου συστήματος.
Στον 21ο αιώνα, οι παγκόσμιες ιστορικές συνθήκες έχουν μεταμορφωθεί ριζικά. Ο καπιταλισμός έχει πάψει να είναι ένα βιώσιμο οικονομικό σύστημα στο βαθμό που η ύπαρξή του δεν είναι πλέον συμβατή με τη μακροπρόθεσμη επιβίωση του ανθρώπινου πολιτισμού. Αυτό αποδεικνύεται πιο ξεκάθαρα από την κρίση της κλιματικής αλλαγής.
Η παραπάνω ανάλυση καθιστά σαφές ότι μόνο ένα οικονομικό σύστημα που είναι σε θέση να λειτουργήσει σταθερά με μηδενική οικονομική ανάπτυξη και ταυτόχρονα να ανταποκρίνεται στις βασικές ανάγκες του πληθυσμού θα μπορούσε να έχει οποιαδήποτε πιθανότητα να αντιμετωπίσει την κρίση της κλιματικής αλλαγής, να διασφαλίσει την παγκόσμια οικολογική βιωσιμότητα και να διατηρήσει τον ανθρώπινο πολιτισμό. Όλοι οι άλλοι οικονομικοί και κοινωνικοί στόχοι είναι δευτερεύοντες σε σχέση με αυτόν τον στόχο.
Μόνο με μηδενική οικονομική ανάπτυξη (και, εάν είναι απαραίτητο, αρνητική οικονομική ανάπτυξη) μπορεί να μεταφραστεί άμεσα σε απόλυτη μείωση των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα η μείωση της έντασης των εκπομπών μέσω της υψηλότερης ενεργειακής απόδοσης και της υποκατάστασης από ενέργειες χωρίς άνθρακα. Μόνο με ένα συνδυασμό μηδενικής οικονομικής ανάπτυξης και ταχείας μείωσης της έντασης των εκπομπών (η οποία με τη σειρά της απαιτεί μαζικό μετασχηματισμό των υποδομών), η ανθρωπότητα έχει μια ρεαλιστική πιθανότητα να επιτύχει ένα επίπεδο σταθεροποίησης του κλίματος που να συνάδει με τη διατήρηση του πολιτισμού[7].
Μπορεί ο καπιταλισμός να μετασχηματιστεί ώστε να λειτουργεί σταθερά με μηδενική οικολογική ανάπτυξη; Όσο ο καπιταλισμός βασίζεται στην ατομική ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής και στον ανταγωνισμό της αγοράς (τι άλλο είναι ο καπιταλισμός;), είναι αδύνατο να φανταστούμε πώς οι καπιταλιστές, υπό τα κίνητρα του κέρδους και την πίεση του ανταγωνισμού, δεν θα επιδιώξουν όλο και μεγαλύτερες κλίμακες παραγωγής και όλο και υψηλότερα κέρδη.
Υπάρχουν ορισμένοι πρόσθετοι λόγοι για τους οποίους ο καπιταλισμός δεν μπορεί να λειτουργήσει με μηδενική οικονομική ανάπτυξη. Πρώτον, στον καπιταλισμό υπάρχει η τάση η παραγωγικότητα της εργασίας να αυξάνεται με την πάροδο του χρόνου. Η μηδενική οικονομική ανάπτυξη σε συνδυασμό με την αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας θα οδηγούσε σε ολοένα και υψηλότερα ποσοστά ανεργίας.
Δεύτερον, στον καπιταλισμό υπάρχει η τάση η ανισότητα εισοδήματος και πλούτου να αυξάνεται με την πάροδο του χρόνου. Η μηδενική οικονομική ανάπτυξη σε συνδυασμό με την αύξηση των ανισοτήτων θα οδηγήσει σε απόλυτη μείωση του βιοτικού επιπέδου για τη μεγάλη πλειονότητα του πληθυσμού.
Τρίτον, οι καπιταλιστικές κυρίαρχες ελίτ βασίστηκαν στην οικονομική ανάπτυξη και στην απατηλή υπόσχεση ενός ολοένα και υψηλότερου βιοτικού επιπέδου ως την κύρια ιδεολογική τους αιτιολόγηση. Χωρίς οικονομική ανάπτυξη, γιατί η μεγάλη πλειοψηφία του πληθυσμού να συνέχιζε να ανέχεται την καπιταλιστική εκμετάλλευση και την τεράστια ανισότητα στο εισόδημα και τον πλούτο; Ποια θα ήταν η βάση της καπιταλιστικής νομιμότητας;
Η απαίτηση της μηδενικής οικονομικής ανάπτυξης αποκλείει όχι μόνο τον καπιταλισμό, αλλά και κάθε άλλο πιθανό οικονομικό σύστημα που βασίζεται στην αγορά ως βιώσιμη ιστορική επιλογή στον 21ο αιώνα. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι οποιοδήποτε σύστημα βασισμένο στην αγορά, ανεξάρτητα από τον τρόπο με τον οποίο κατανέμονται αρχικά τα μέσα παραγωγής, θα δημιουργήσει αναπόφευκτα τα ίδια είδη οικονομικής και κοινωνικής δυναμικής με τον καπιταλισμό, αναγκάζοντας όλους τους οικονομικούς παράγοντες να επιδιώκουν την παραγωγή σε όλο και μεγαλύτερες κλίμακες. Στην πραγματικότητα, αν ο ανταγωνισμός της αγοράς δεν οδηγεί στην παραγωγή υλικών σε όλο και μεγαλύτερες κλίμακες, ποιο είναι το κοινωνικό όφελος από την ύπαρξη ενός οικονομικού συστήματος που βασίζεται στον ανταγωνισμό της αγοράς με όλες τις αρνητικές κοινωνικές συνέπειες (όπως η αυξανόμενη ανισότητα, η ανεργία, ο αδυσώπητος ατομικισμός, η κοινωνική αποξένωση και η περιβαλλοντική υποβάθμιση);
Αν η ανθρωπότητα δεν επιστρέψει σε κάποια μορφή προκαπιταλιστικού ταξικού συστήματος, ποιες επιλογές έχουμε εκτός από ένα σοσιαλιστικό οικονομικό σύστημα που θα βασίζεται στη δημόσια ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής και στον σχεδιασμό της κοινωνίας;
Τα ιστορικά σοσιαλιστικά κράτη ήταν προσηλωμένα στην επιδίωξη της οικονομικής ανάπτυξης. Αυτό όμως συνέβαινε επειδή τα κράτη αυτά αποτελούσαν μέρος του καπιταλιστικού παγκόσμιου συστήματος και έπρεπε να ανταγωνίζονται τα καπιταλιστικά κράτη σε οικονομικό και στρατιωτικό επίπεδο. Η διαρκής οικονομική ανάπτυξη είναι απαραίτητη προϋπόθεση για την επιβίωση κάθε εθνικού κράτους στο καπιταλιστικό παγκόσμιο σύστημα. Σε έναν μελλοντικό μετα-καπιταλιστικό κόσμο, δεν υπάρχει κανένας λόγος για τον οποίο ο σοσιαλιστικός σχεδιασμός σε επίπεδο κοινωνίας δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την οργάνωση ενός οικονομικού συστήματος που δεσμεύεται για μηδενική οικονομική ανάπτυξη.
Για τους αναγνώστες με κάποιο μαρξιστικό υπόβαθρο, είναι εύκολο να κατανοήσουν ότι η οικονομική ανάπτυξη λαμβάνει χώρα όταν το πλεονάζον προϊόν μιας χώρας χρησιμοποιείται για διευρυμένη αναπαραγωγή (μέσω μεγαλύτερων εισροών εργασίας, μεγαλύτερων ποσοτήτων μέσων παραγωγής και αυξανόμενης παραγωγικότητας της εργασίας). Έτσι, για να έχουμε μια οικονομία με μηδενική οικονομική ανάπτυξη, η κοινωνία ως σύνολο πρέπει, πρώτον, να είναι σε θέση να αποφασίσει συλλογικά πώς θα χρησιμοποιηθεί το πλεονάζον προϊόν και, δεύτερον, να αποφασίσει να το χρησιμοποιήσει για άλλους σκοπούς από την ανάπτυξη. Ο καπιταλισμός ή οποιοδήποτε σύστημα βασισμένο στην αγορά δεν μπορεί να ικανοποιήσει καμία από τις δύο προϋποθέσεις[8].
Μόνο με ένα οικονομικό σύστημα βασισμένο στη δημόσια ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής και σε έναν κοινωνικό σχεδιασμό θα μπορούσε η κοινωνία να ασκήσει άμεσο έλεγχο στη χρήση του πλεονάζοντος προϊόντος και να διασφαλίσει ότι το πλεονάζον προϊόν δεν θα χρησιμοποιηθεί για την οικονομική ανάπτυξη αλλά για άλλους σκοπούς, όπως η δημόσια κατανάλωση, η μείωση του χρόνου εργασίας ή άλλες χρήσεις που συμβάλλουν στην ανάπτυξη του φυσικού και πνευματικού δυναμικού των ατόμων[9].
Μόνο με δημόσια ιδιοκτησία και σχεδιασμό σε όλη την κοινωνία, η κοινωνία θα μπορούσε να αναλάβει τον μαζικό μετασχηματισμό των υποδομών μέσα σε σχετικά σύντομο χρονικό διάστημα που απαιτείται για την ταχεία μείωση της έντασης των εκπομπών. Η ιστορική εμπειρία του σοσιαλισμού του 20ού αιώνα δείχνει ότι οι σοσιαλιστικές σχεδιασμένες οικονομίες θα μπορούσαν να είναι ιδιαίτερα αποτελεσματικές στην κινητοποίηση πόρων για ορισμένους αποκλειστικά κοινωνικούς σκοπούς και στην προώθηση ορισμένων τύπων τεχνολογικής καινοτομίας, όταν υπάρχει σαφής κοινωνική προτεραιότητα.
Μόνο με τη δημόσια ιδιοκτησία και τον κοινωνικό σχεδιασμό θα μπορούσε η κοινωνία να επιτύχει οικολογική βιωσιμότητα χωρίς να θυσιάσει τις βασικές ανάγκες της μεγάλης πλειοψηφίας πληθυσμού. Η ιστορική εμπειρία δείχνει ότι οι σοσιαλιστικές οικονομίες ήταν πιο επιτυχημένες από τον καπιταλισμό στην ικανοποίηση των βασικών αναγκών των πληθυσμών σε συγκριτικά χαμηλά επίπεδα υλικής κατανάλωσης.
Τι γίνεται με το πρόβλημα της πληροφόρησης και το πρόβλημα των κινήτρων; Πρώτα απ’ όλα, τα προβλήματα αυτά δεν ήταν πιθανώς τόσο σοβαρά όσο μας έκανε να πιστέψουμε η οικονομική βιβλιογραφία του κύριου ρεύματος. Αυτό αποδεικνύεται από τις πραγματικές επιδόσεις των σοσιαλιστικών οικονομιών σε σύγκριση με τις καπιταλιστικές οικονομίες. Σε κάθε περίπτωση, μπορούν αυτά τα προβλήματα να είναι πιο σημαντικά από τη διατήρηση του ανθρώπινου πολιτισμού;
Για την ανθρωπότητα του 21ου αιώνα, υπάρχει εναλλακτική λύση – του σοσιαλισμού;
[1] Για μια συλλογή απόψεων κορυφαίων δυτικοευρωπαίων αριστερών διανοουμένων σχετικά με την κατάρρευση του σοβιετικού και ανατολικοευρωπαϊκού σοσιαλισμού, βλέπε Blackburn, 1991a. Για μια χαρακτηριστική κριτική του κεντρικά σχεδιασμένου σοσιαλισμού και μια πρόταση του σοσιαλισμού της αγοράς, βλέπε Roemer, 1994. Για τις συζητήσεις μεταξύ του σοσιαλισμού της αγοράς και του συμμετοχικού σχεδιασμένου σοσιαλισμού, βλέπε Weisskopf, 1992, Schweickart, 1992, Albert and Hahnel, 1992, Devine, 1992. Βλέπε επίσης το ειδικό τεύχος του Science & Society (τόμος 56, αριθμός 1, άνοιξη 1992) για τα εναλλακτικά οράματα και μοντέλα του σοσιαλισμού.
[2] Τόσο ο Ένγκελς (1978 [1880]) όσο και ο Λένιν (1968 [1916]) υποστήριξαν ότι η αντικειμενική τάση για κοινωνικοποίηση της παραγωγής είχε αναγκάσει τον καπιταλισμό να αναγνωρίσει τον “κοινωνικό χαρακτήρα” των σύγχρονων παραγωγικών δυνάμεων υιοθετώντας προοδευτικά πιο κοινωνικοποιημένες μορφές επιχειρηματικής οργάνωσης. Οι καπιταλιστικές μονοπωλιακές επιχειρήσεις, οργανώνοντας την παραγωγή σύμφωνα με λεπτομερές σχέδιο μέσα σε συγκεκριμένους κλάδους, είχαν προετοιμάσει την υλική και οργανωτική βάση για τον μελλοντικό σοσιαλιστικό σχεδιασμό.
[3] Στο παρόν άρθρο, με τον όρο “κυρίαρχη οικονομική θεωρία” αναφέρομαι όχι μόνο στη νεοκλασική οικονομική θεωρία αλλά και σε διάφορες “ετερόδοξες” αστικές οικονομικές θεωρίες, όπως η αυστριακή και η κεϋνσιανή προσέγγιση. Αυτές είναι “κυρίαρχες” με την έννοια ότι όλες υποθέτουν την ιστορική αιωνιότητα του καπιταλισμού και θεωρούν τον καπιταλισμό ως το καλύτερο μεταξύ όλων των πιθανών οικονομικών συστημάτων. Για την κυρίαρχη κριτική του σοσιαλισμού που συζητείται σε αυτή την ενότητα, βασίζομαι κυρίως στα επιχειρήματα που συνοψίζονται από τον Stiglitz, 1994. Για μια κλασική κριτική του κεντρικά σχεδιασμένου σοσιαλισμού, βλέπε Hayek, 1996 (1948).
[4] Για μια παλαιότερη μελέτη που συνέκρινε τα ιστορικά στοιχεία οικονομικής ανάπτυξης των σοσιαλιστικών και των καπιταλιστικών οικονομιών, λαμβάνοντας υπόψη τη θέση των διαφόρων οικονομιών στο καπιταλιστικό παγκόσμιο σύστημα, βλέπε Arrighi (1991), αν και ο Arrighi χρειάστηκε να βασιστεί σε σχετικά περιορισμένα ιστορικά δεδομένα.
[5] Για μια πληρέστερη ανάπτυξη του επιχειρήματος ότι η άνοδος της ημιπεριφέρειας είναι ασύμβατη με τη συνεχιζόμενη λειτουργία του καπιταλιστικού παγκόσμιου συστήματος, βλέπε Li, 2008, 93-112.
[6] Σε μια πρόσφατη επιστημονική εργασία, οι Anderson και Bows (2011) καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι χωρίς να αμφισβητηθεί η πρωτοκαθεδρία της οικονομικής ανάπτυξης, υπάρχουν ελάχιστες ή καθόλου πιθανότητες να αποτραπεί η υπερθέρμανση του πλανήτη κατά 2°C, πέρα από την οποία η κλιματική αλλαγή γίνεται εξαιρετικά επικίνδυνη.
[7] Στο παρόν άρθρο, όροι όπως “οικονομική μεγέθυνση” και “ρυθμός οικονομικής μεγέθυνσης” αναφέρονται στη συμβατικά μετρούμενη οικονομική μεγέθυνση, δηλαδή στην αύξηση του “πραγματικού ΑΕΠ”. Αυτή η συμβατική μέτρηση της οικονομικής μεγέθυνσης είναι μια έννοια με νόημα στο βαθμό που τη θεωρεί κανείς ως ένα πρόχειρο μέτρο του ρυθμού της καπιταλιστικής συσσώρευσης και όχι ως ένα πραγματικό μέτρο της βελτίωσης της ποιότητας ζωής. Στη μελλοντική μετακαπιταλιστική κοινωνία, η “μηδενική οικονομική ανάπτυξη” που απαιτείται για την οικολογική βιωσιμότητα αναφέρεται σε μηδενική αύξηση της συνολικής υλικής παραγωγής και κατανάλωσης της κοινωνίας. Έτσι, η μηδενική οικονομική ανάπτυξη δεν χρειάζεται να σημαίνει το τέλος της βελτίωσης της ποιότητας ζωής ή το τέλος της ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων, στο βαθμό που οι “παραγωγικές δυνάμεις” νοούνται ως η ανθρώπινη σωματική και πνευματική ανάπτυξη. Ορισμένοι μαρξιστές συγγραφείς πιστεύουν ότι ο μελλοντικός σοσιαλισμός πρέπει να βασίζεται τόσο στην οικολογική βιωσιμότητα όσο και στην οικονομική ανάπτυξη (Schwartzman, 2008- 2009). Πιστεύω, ωστόσο, ότι η απεριόριστη οικονομική ανάπτυξη είναι θεμελιωδώς ασυμβίβαστη με την οικολογική βιωσιμότητα, για λόγους που συζητούνται εν μέρει στο παρόν άρθρο. Βλέπε επίσης Li, 2008, 139-173, Speth, 2008, Foster, 2010.
[8] Ο Schweickart (1992) πρότεινε ένα σοσιαλιστικό μοντέλο στο οποίο η καθημερινή παραγωγή και κατανάλωση θα πραγματοποιείται μέσω ενός συστήματος αγοράς, αλλά οι επενδύσεις θα τελούν υπό κοινωνικό έλεγχο. Αυτό το υβριδικό σύστημα αγοράς-σχεδιασμού εγείρει πολλά ερωτήματα σχετικά με τη συμβατότητα μεταξύ του τμήματος της αγοράς και του τμήματος σχεδιασμού της οικονομίας. Για παράδειγμα, πόσο μεγάλο θα ήταν το ελεγχόμενο από την κοινωνία επενδυτικό ταμείο σε σχέση με το συνολικό υπερπροϊόν της κοινωνίας; Αν δεν είναι αρκετά μεγάλο, τότε θα λάμβανε χώρα το ίδιο είδος οικονομικής δυναμικής με αυτό του καπιταλισμού, καθώς οι παίκτες της αγοράς θα χρησιμοποιούσαν τα κέρδη για τη συσσώρευση κεφαλαίου. Αν είναι πολύ μεγάλο, τότε δεν θα υπήρχαν επαρκή κίνητρα για τους παίκτες της αγοράς να επιδιώξουν την οικονομική αποτελεσματικότητα, και τότε γιατί χρειαζόμαστε ένα υβριδικό σύστημα αγοράς-σχεδιασμού; Γιατί να μην έχουμε απλώς μια απλή σοσιαλιστική σχεδιασμένη οικονομία;
[9] Στην Κριτική του Προγράμματος της Γκότα, ο Μαρξ οραματίστηκε ότι “σε μια ανώτερη φάση της κομμουνιστικής “, “οι πηγές του συνεταιριστικού πλούτου” θα ρέουν άφθονα και η κοινωνική διανομή θα βασίζεται στο “από τον καθένα σύμφωνα με τις ικανότητές του, στον καθένα σύμφωνα με τις ανάγκες του” (Marx, 1978 [1875]). Ο Μαρξ και ο Ένγκελς πιθανότατα όντως οραματίστηκαν μια μελλοντική κομμουνιστική κοινωνία που θα βασιζόταν σε έναν υλικό πλούτο πολύ πιο άφθονο από αυτόν που υπήρχε στον καπιταλισμό του 19ου αιώνα. Αλλά είναι αρκετά αμφίβολο ότι θα πανηγύριζαν για την εξαιρετικά σπάταλη “μαζική κατανάλωση” στις δυτικές καπιταλιστικές οικονομίες, αν ζούσαν σήμερα. Τόσο για τον Μαρξ όσο και για τον Ένγκελς, το βασικό ζήτημα ήταν η “μείωση της εργάσιμης ημέρας”, η οποία αποτελούσε την απαραίτητη προϋπόθεση τόσο για την ελεύθερη ανάπτυξη των ατομικών φυσικών και πνευματικών δυνατοτήτων όσο και για τη μετάβαση από τον καπιταλισμό στον κομμουνισμό. Στο μέλλον, αν η συνολική υλική παραγωγή της κοινωνίας καθοριστεί σε ένα επίπεδο που να συνάδει τόσο με την οικολογική βιωσιμότητα όσο και με τις βασικές ανάγκες του πληθυσμού, αλλά η τεχνολογική βελτίωση συνεχίσει να προσφέρει αυξανόμενη παραγωγικότητα της εργασίας με την πάροδο του χρόνου, τότε είναι νοητό ότι η συνολική παραγωγή της κοινωνίας θα είναι επαρκής για να ικανοποιήσει την απαίτηση “στον καθένα ανάλογα με τις ανάγκες του”, ενώ η αυξανόμενη παραγωγικότητα της εργασίας μεταφράζεται σε ολοένα και μικρότερο χρόνο εργασίας για το γενικό πληθυσμό, επιτρέποντας αυξανόμενο χώρο για ατομική ανάπτυξη (και αύξηση του βιοτικού επιπέδου με αυτή την έννοια), καθώς και τη σταδιακή κατάργηση του διαχωρισμού μεταξύ σωματικής και πνευματικής εργασίας (και, επομένως, την κατάργηση της βάσης για τη διαίρεση της κοινωνίας σε ανταγωνιστικές τάξεις). Βλ. Marx, 1967 (1894), 820- Engels, 1978 (1880)- Li, 2008, 188-192.