1

Η νέα άρνηση του ιμπεριαλισμού στην Αριστερά

 

του Τζον Μπέλαμι Φόστερ

από τη Μηνιαία Επιθεώρηση

 

μετ. Δημήτρης Κούλος

επιμ. Θοδωρής Νασόπουλος, Διονύσης Περδίκης

 

 

Μεταφράζουμε και αναδημοσιεύουμε το παρόν άρθρο του Τζον Μπέλαμι Φόστερ από τη Μηνιαία Επιθεώρηση, όχι γιατί συμφωνούμε απαραίτητα με το σύνολο της θεωρητικής του αντίληψης για τον καπιταλιστικό ιμπεριαλισμό, ή και για τον αντιιμπεριαλισμό ως παγκόσμιο κίνημα ή/και στρατηγική, αλλά γιατί συνοψίζει πολύ πετυχημένα τόσο το ιστορικό παρελθόν, όσο και το παρόν της απολογητικής του ιμπεριαλισμού αυτού, στην οποία ασκείται η πλειοψηφική μερίδα της «δυτικής» Αριστεράς, πλέον και στη χώρα μας…

Έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τον Έλληνα αναγνώστη να δει από που αντλεί τα θεωρητικά της ιδεολογήματα η ηγεσία του ΚΚΕ ή το ΝΑΡ, η ΑΝΤΑΡΣΥΑ κ.α., αλλά και το πως αυτά δεν έχουν καμία απολύτως σχέση ούτε με το πνεύμα ούτε με το γράμμα της ιστορικής παράδοσης τόσο του μαρξισμού, όσο και του λενινισμού.

Διονύσης Περδίκης

 

 

 

Είναι ένα σημάδι του βάθους της δομικής κρίσης του κεφαλαίου στην εποχή μας ότι η διάσπαση στην Αριστερά σχετικά με τον ιμπεριαλισμό είχε να πάρει τόσο σοβαρές διαστάσεις από την έναρξη του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου και τη διάλυση της Δεύτερης Διεθνούς -κατά τη διάρκεια του οποίου σχεδόν όλα τα ευρωπαϊκά σοσιαλδημοκρατικά κόμματα προσχώρησαν στον διαϊμπεριαλιστικό πόλεμο στο πλευρό των αντίστοιχων εθνών-κρατών τους[1]. Αν και τα πιο ευρωκεντρικά τμήματα του δυτικού μαρξισμού έχουν από καιρό προσπαθήσει να υποβαθμίσουν τη θεωρία του ιμπεριαλισμού με διάφορους τρόπους, το κλασικό έργο του Β.Ι Λένιν Ιμπεριαλισμός: Το Ανώτατο Στάδιο του Καπιταλισμού (γραμμένο το διάστημα Ιανουαρίου – Ιουνίου του 1916) έχει ωστόσο διατηρήσει την κεντρική του θέση σε όλες τις συζητήσεις για τον ιμπεριαλισμό για πάνω από έναν αιώνα, όχι μόνο λόγω της ακρίβειάς του στην εξήγηση του Πρώτου και του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου, αλλά και λόγω της χρησιμότητάς του στην εξήγηση της μεταπολεμικής αυτοκρατορικής τάξης[2]. Ωστόσο, η συνολική ανάλυση του Λένιν δεν είναι καθόλου μεμονωμένη, αλλά συμπληρώθηκε και επικαιροποιήθηκε κατά καιρούς από τη θεωρία της εξάρτησης, τη θεωρία της άνισης ανταλλαγής, τη θεωρία των παγκόσμιων συστημάτων και την ανάλυση της παγκόσμιας αλυσίδας αξίας, λαμβάνοντας υπόψη τις νέες ιστορικές εξελίξεις. Μέσα από όλα αυτά, υπάρχει μια βασική ενότητα της μαρξιστικής θεωρίας του ιμπεριαλισμού που τροφοδοτεί τους παγκόσμιους επαναστατικούς αγώνες.

Ωστόσο, σήμερα αυτή η μαρξιστική θεωρία του ιμπεριαλισμού κατά κανόνα απορρίπτεται σε μεγάλο βαθμό, αν όχι στο σύνολό της, από αυτοαποκαλούμενους σοσιαλιστές στη Δύση με ευρωκεντρική μεροληψία. Ως εκ τούτου, το χάσμα μεταξύ των απόψεων για τον ιμπεριαλισμό που υιοθετεί η δυτική Αριστερά και εκείνων των επαναστατικών κινημάτων στον Παγκόσμιο Νότο είναι μεγαλύτερο από οποιαδήποτε άλλη στιγμή του περασμένου αιώνα. Τα ιστορικά θεμέλια αυτού του χάσματος βρίσκονται στην φθίνουσα ηγεμονία των ΗΠΑ και στη σχετική αποδυνάμωση ολόκληρης της ιμπεριαλιστικής παγκόσμιας τάξης με επίκεντρο την τριάδα των ΗΠΑ, Ευρώπης και Ιαπωνίας, που βρίσκεται αντιμέτωπη με την οικονομική άνοδο των πρώην αποικιών και ημιαποικιών του Παγκόσμιου Νότου. Η εξασθένιση της αμερικανικής ηγεμονίας συνδυάστηκε με την προσπάθεια των Ηνωμένων Πολιτειών και του ΝΑΤΟ ύστερα από την πτώση της Σοβιετικής Ένωσης το 1991 να δημιουργήσουν μια μονοπολική παγκόσμια τάξη κυριαρχούμενη από την Ουάσιγκτον. Σε αυτό το ακραία πολωμένο πλαίσιο πολλοί στην Αριστερά αρνούνται πλέον την οικονομική εκμετάλλευση της περιφέρειας από τις ιμπεριαλιστικές χώρες του πυρήνα. Επιπλέον, αυτό συνοδεύεται τελευταία από οξείες επιθέσεις στην αντιιμπεριαλιστική Αριστερά.

Έτσι, βρισκόμαστε σήμερα συχνά αντιμέτωποι με αντιφατικές προτάσεις, προερχόμενες από τη δυτική Αριστερά, όπως: (1) ένα έθνος δεν μπορεί να εκμεταλλεύεται ένα άλλο, (2) δεν υπάρχει μονοπωλιακός καπιταλισμός ως οικονομική βάση του ιμπεριαλισμού, (3) ο ιμπεριαλιστικός ανταγωνισμός και η εκμετάλλευση μεταξύ εθνών έχει αντικατασταθεί από παγκόσμιους ταξικούς αγώνες στο πλαίσιο ενός πλήρως παγκοσμιοποιημένου υπερεθνικού καπιταλισμού, (4) όλες οι μεγάλες δυνάμεις σήμερα είναι καπιταλιστικά έθνη που εμπλέκονται σε ενδοϊμπεριαλιστική πάλη, (5) τα ιμπεριαλιστικά έθνη μπορούν να κριθούν κυρίως με βάση ένα φάσμα δημοκρατίας-αυταρχισμού, έτσι ώστε να μην είναι όλοι οι ιμπεριαλισμοί ίσοι, (6) ο ιμπεριαλισμός είναι απλά μια πολιτική επιθετικότητας ενός κράτους εναντίον ενός άλλου, (7) ο ανθρωπιστικός ιμπεριαλισμός που αποσκοπεί στην προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων είναι δικαιολογημένος, (8) οι κυρίαρχες τάξεις στον Παγκόσμιο Νότο δεν είναι πλέον αντιιμπεριαλιστικές και έχουν είτε υπερεθνικιστικό είτε υποϊμπεριαλιστικό προσανατολισμό, (9) η «αντιιμπεριαλιστική Αριστερά» είναι «μανιχαϊστική» στην υποστήριξή της προς τον ηθικά «καλό» Παγκόσμιο Νότο έναντι του ηθικά «κακού» Παγκόσμιου Βορρά, (10) ο οικονομικός ιμπεριαλισμός έχει «αντιστραφεί» με την Παγκόσμια Ανατολή/Νότο να εκμεταλλεύεται πλέον την Παγκόσμια Δύση/Βορρά, (11) η Κίνα και οι Ηνωμένες Πολιτείες ηγούνται αντίπαλων ιμπεριαλιστικών μπλοκ, και (12) ο Λένιν ήταν κυρίως θεωρητικός του ενδοϊμπεριαλισμού και όχι του ιμπεριαλισμού του κέντρου και της περιφέρειας[3].

Για να κατανοήσουμε τα πολύπλοκα θεωρητικά και ιστορικά ζητήματα που εμπλέκονται εδώ, είναι σημαντικό να επιστρέψουμε στην ανάλυση του Λένιν για τον ιμπεριαλισμό, συλλαμβάνοντας την όχι απλώς με τους όρους της μπροσούρας του Ιμπεριαλισμός: Το Ανώτατο Στάδιο του Καπιταλισμού, αλλά στο πλαίσιο του συνόλου των γραπτών του για τον ιμπεριαλισμό στα 1916-1920. Τότε θα καταστεί εφικτό να αντιληφθούμε πώς η θεωρία του ιμπεριαλιστικού παγκόσμιου συστήματος αναπτύχθηκε κατά τη διάρκεια του περασμένου αιώνα με βάση την ανάλυση του Λένιν και τη νεαρή Κομμουνιστική Διεθνή (Κομιντέρν), για να ακολουθηθεί από περαιτέρω θεωρητικές βελτιώσεις μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, με το έργο των κύριων θεωρητικών της εξάρτησης, της άνισης ανταλλαγής, του καπιταλιστικού παγκόσμιου συστήματος και των παγκόσμιων αλυσίδων αξίας. Αυτή η ιστορία θα θέσει τη βάση επί της οποίας θα ασκήσουμε κριτική στην τρέχουσα άρνηση του ιμπεριαλισμού σε μεγάλο μέρος της Αριστεράς.

 

Η Συνολική Θεωρία του Λένιν για τον Ιμπεριαλισμό

Είναι ένδειξη της τεράστιας δύναμης της ανάλυσης του Λένιν στο Ιμπεριαλισμός: Το Ανώτατο Στάδιο του Καπιταλισμού ότι εκείνοι οι αριστεροί στοχαστές που υποστηρίζουν ότι ο ιμπεριαλισμός έχει ξεπεραστεί, εν τούτοις συνεχίζουν να παραπέμπουν στο κλασικό έργο του Λένιν. Ως εκ τούτου, συνήθως υποστηρίζεται σήμερα από την ευρωκεντρική Αριστερά ότι ο Λένιν δεν εστίασε σε ζητήματα ανισότητας μεταξύ αποικιοκρατικών και αποικιοκρατούμενων χωρών ή μεταξύ κέντρου και περιφέρειας. Αντίθετα, μας λένε ότι έβλεπε το έργο του να επικεντρώνεται στην οριζόντια σύγκρουση μεταξύ των μεγάλων καπιταλιστικών δυνάμεων[4]. Έτσι, ο Γουίλιαμ Ρόμπινσον, διακεκριμένος καθηγητής κοινωνιολογίας στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνιας στη Σάντα Μπάρμπαρα και μέλος του εκτελεστικού συμβουλίου της Ένωσης Παγκόσμιων Σπουδών (Global Studies Association of North America, GSA) της Βόρειας Αμερικής, φτάνει μέχρι του σημείου να επιμένει ότι η θεωρία του Λένιν για τον ιμπεριαλισμό δεν είχε καμία σχέση με την εκμετάλλευση ενός έθνους από ένα άλλο.

«Η ιδέα που επικρατεί μεταξύ των αριστερών είναι ότι ο Λένιν προώθησε μια θεωρία του ιμπεριαλισμού με βάση το έθνος-κράτος ή την εδαφική επικράτεια. Αυτό είναι θεμελιωδώς λανθασμένο. Προώθησε μια θεωρία με βάση τις τάξεις. Ένα έθνος δεν μπορεί να εκμεταλλεύεται ένα άλλο έθνος – αυτό είναι απλώς μια άτοπη πραγμοποίηση (Σ.τ.Μ., reification). Ο ιμπεριαλισμός ήταν πάντα μια βίαιη ταξική σχέση, όχι μεταξύ χωρών, αλλά μεταξύ του παγκόσμιου κεφαλαίου και της παγκόσμιας εργασίας…. Οι περισσότεροι στην Αριστερά βλέπουν τον εκμεταλλευτή ως ένα «ιμπεριαλιστικό έθνος». Αυτό συνιστά πραγμοποίηση στο βαθμό που τα έθνη δεν είναι και δεν ήταν ποτέ υποκείμενα μεγάλης κλίμακας (Σ.τ.Μ., macro-agents). Ένα έθνος δεν μπορεί να εκμεταλλεύεται ή να γίνεται αντικείμενο εκμετάλλευσης.»[5]

Ωστόσο, όχι μόνο δεν είναι η εκμετάλλευση ενός έθνους από ένα άλλο θεμελιωδώς αντίθετη με τον μαρξισμό, αλλά ο Καρλ Μαρξ δεν έδειχνε τίποτα άλλο παρά περιφρόνηση για όσους, όπως έλεγε, δεν μπορούσαν να δουν «πώς ένα έθνος μπορεί να πλουτίσει εις βάρος ενός άλλου»[6]. Ομοίως, ο Λένιν υποστήριξε ρητά στο Ιμπεριαλισμός: Το Ανώτατο Στάδιο του Καπιταλισμού ότι η κυρίαρχη τάση του ιμπεριαλισμού ήταν «η εκμετάλλευση ενός αυξανόμενου αριθμού μικρών ή αδύναμων εθνών από μια εξαιρετικά μικρή ομάδα των πλουσιότερων και ισχυρότερων εθνών». Αργότερα, δήλωσε ότι «η εκμετάλλευση των καταπιεσμένων εθνών… και ιδιαίτερα η εκμετάλλευση των αποικιών από μια χούφτα Μεγάλων Δυνάμεων» ήταν η οικονομική κύρια ρίζα του ιμπεριαλισμού. Ο Λένιν κατέστησε απολύτως σαφές ότι η αναφορά στην εκμετάλλευση σε αυτό το πλαίσιο σήμαινε ότι ένα ιμπεριαλιστικό έθνος στο κέντρο του καπιταλιστικού παγκόσμιου συστήματος «αντλεί πλεονάζοντα κέρδη από» ένα καταπιεσμένο έθνος στον αποικιακό/ημιαποικιακό/εξαρτημένο κόσμο[7].

Κι ωστόσο, για τον Βίβεκ Τσίμπερ, καθηγητή κοινωνιολογίας στο Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης και συντάκτη του Catalyst, η όλη αντίληψη του Λένιν για τον οικονομικό ιμπεριαλισμό ως μονοπωλιακό καπιταλισμό ήταν «ελαττωματική», όπως επίσης και οι αντιλήψεις του Λένιν ότι ο ιμπεριαλισμός ήταν οικονομικός (και όχι απλά πολιτικός) και ότι υπήρχε ένα ανώτερο στρώμα της εργατικής τάξης (η εργατική αριστοκρατία) στις πλούσιες καπιταλιστικές χώρες που επωφελούνταν από τον ιμπεριαλισμό. Ως προς όλα τα παραπάνω, υποστηρίζει ο Τσίμπερ, η ανάλυση του Λένιν ήταν λανθασμένη, ενώ η σημασία της θεωρίας του περιοριζόταν κυρίως στο πεδίο του ενδοκαπιταλιστικού ανταγωνισμού[8].

Τέτοιες σοβαρές παρανοήσεις ως προς τη θεωρία του Λένιν και τη σύγχρονη σημασία της οφείλονται εν μέρει στην τάση των ριζοσπαστών ακαδημαϊκών στη Δύση να μελετούν το έργο «Ιμπεριαλισμός: Το Ανώτατο Στάδιο του Καπιταλισμού» αποσπασμένο από τα άλλα σημαντικά γραπτά του για τον ιμπεριαλισμό. Αυτά περιλαμβάνουν έξι καίρια έργα, γραμμένα μεταξύ 1916-1920: «Η Σοσιαλιστική Επανάσταση και τα Δικαιώματα των Εθνών στην Αυτοδιάθεση (Θέσεις)» γραμμένο στο διάστημα Ιανουαρίου-Φεβρουαρίου του 1916)˙ «Ο Ιμπεριαλισμός και η Διάσπαση του Σοσιαλισμού» (γραμμένο τον Οκτώβριο του 1916)˙ «Ομιλία στο Δεύτερο Πανρωσικό Συνέδριο των Κομμουνιστικών Οργανώσεων των Λαών της Ανατολής» (Νοέμβριος 1919)˙ «Προκαταρκτικό Σχέδιο Θέσεων για το Εθνικό και Αποικιακό Ζήτημα» (για το Δεύτερο Συνέδριο της Κομμουνιστικής Διεθνούς [Ιούνιος 1920])˙ «Πρόλογος στη Γαλλική και Γερμανική έκδοση» του βιβλίου του για τον ιμπεριαλισμό (6 Ιουλίου 1920) και «Η Έκθεση της Επιτροπής για το Εθνικό και Αποικιακό Ζήτημα» (26 Ιουλίου 1920)[9]. Αυτά τα πρόσθετα, κυρίως μεταγενέστερα, γραπτά του Λένιν για το εθνικό και αποικιακό ζήτημα συμπληρώνουν το Ιμπεριαλισμός: Το Ανώτατο Στάδιο του Καπιταλισμού, εστιάζοντας άμεσα στο ζήτημα της εκμετάλλευσης των υπανάπτυκτων χωρών από τις μεγάλες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις, κυρίως τις Ηνωμένες Πολιτείες, τη Βρετανία, τη Γαλλία, τη Γερμανία, την Ιταλία και την Ιαπωνία (οι οποίες σήμερα, με την προσθήκη του Καναδά, αποτελούν την Ομάδα των Επτά ή G7)[10].

«Αν ήταν απαραίτητο να δοθεί ο συντομότερος δυνατός ορισμός του ιμπεριαλισμού», έγραψε ο Λένιν στο Ιμπεριαλισμός: Το Ανώτατο Στάδιο του Καπιταλισμού, «θα έπρεπε να πούμε ότι ο ιμπεριαλισμός είναι το μονοπωλιακό στάδιο του καπιταλισμού». Η άνοδος της μονοπωλιακής συσσώρευσης είχε αντικαταστήσει την εποχή του ελεύθερου ανταγωνισμού, δημιουργώντας μια σφαίρα τεράστιων πλεονασματικών κερδών σε σχετικά λίγες επιχειρήσεις, οι οποίες κατέληξαν να κυριαρχούν στην οικονομία[11]. Στα πέντε χαρακτηριστικά του ιμπεριαλισμού που απαρίθμησε ο Λένιν αμέσως μετά, τόνισε τη συγκέντρωση και την συγκεντροποίηση του κεφαλαίου σε εθνική και παγκόσμια κλίμακα ως το πρωταρχικό χαρακτηριστικό του ιμπεριαλισμού. Το δεύτερο χαρακτηριστικό ήταν η συγχώνευση του βιομηχανικού και του τραπεζικού κεφαλαίου για να σχηματιστεί το χρηματιστικό κεφάλαιο και η χρηματιστική ολιγαρχία. Το τρίτο ήταν η εξαγωγή κεφαλαίου, σε διάκριση από την εξαγωγή εμπορευμάτων, δηλαδή η μετακίνηση του κεφαλαίου σε ένα παγκόσμιο πεδίο λειτουργίας. Το τέταρτο, που συνοψίζει τα τρία προηγούμενα, ήταν η κυριαρχία στον κόσμο ενός σχετικά μικρού αριθμού διεθνών καπιταλιστικών μονοπωλίων. Το πέμπτο ήταν η ολοκλήρωση «της εδαφικής διαίρεσης του κόσμου μεταξύ των μεγάλων καπιταλιστικών δυνάμεων»[12].

Η ανάλυση του Λένιν ήταν έντονα αντίθετη με εκείνη του Καρλ Κάουτσκι, του κύριου θεωρητικού του Γερμανικού Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος, ο οποίος είχε υποστηρίξει ότι ο ιμπεριαλισμός θα εξελισσόταν σε έναν «υπεριμπεριαλισμό», στον οποίο οι ηγετικές καπιταλιστικές χώρες θα ενοποιούνταν μέσω μιας «ομοσπονδίας των ισχυρότερων», μια θέση που θα διαψευσθεί από τον Πρώτο και τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Αν και τα κυριότερα καπιταλιστικά κράτη όντως συγκρότησαν ένα πιο συλλογικό ιμπεριαλιστικό μέτωπο μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, αυτό ήταν αποτέλεσμα της παγκόσμιας ηγεμονίας των Ηνωμένων Πολιτειών, οι οποίες υποβάθμισαν τα άλλα κορυφαία καπιταλιστικά κράτη στο καθεστώς των μικρότερων εταίρων. Εν γένει και εν συνόλω, η άποψη του Κάουτσκι για τον ιμπεριαλισμό ως πολιτική αποδείχθηκε ασύγκριτα πιο αδύναμη από την άποψη του Λένιν για τον ιμπεριαλισμό ως σύστημα[13].

Όπως έχει σημειώσει η Ερευνητική Μονάδα Πολιτικής Οικονομίας (Research Unit for Political Economy, RUPE, Ινδία), «το επίκεντρο του Ιμπεριαλισμός: Το Ανώτατο Στάδιο του Καπιταλισμού του Λένιν ήταν η αποκάλυψη του χαρακτήρα του [Πρώτου] παγκόσμιου πολέμου και των ριζών του στον ίδιο τον καπιταλισμό˙ έτσι δεν διερεύνησε στο συγκεκριμένο έργο τον αντίκτυπο του ιμπεριαλισμού στις αποικίες και τις ημιαποικίες»[14]. Για να φτάσουμε σε αυτό το μέρος της ανάλυσής του, είναι απαραίτητο να εξετάσουμε τα άλλα, κυρίως μεταγενέστερα, γραπτά του Λένιν για τον ιμπεριαλισμό σε μια εποχή που ήταν άμεσα αντιμέτωπος με τον αντιιμπεριαλιστικό αγώνα στα έθνη της περιφέρειας, ιδιαίτερα στην Ασία, στο πλαίσιο της συγκρότησης της Κομιντέρν. Μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση, η Σοβιετική Ρωσία ήρθε αμέσως αντιμέτωπη με τις στρατιωτικές επεμβάσεις των αυτοκρατορικών δυνάμεων στο πλευρό των Λευκών κατά τη διάρκεια του Ρωσικού Εμφυλίου Πολέμου. Ο Ουίνστον Τσώρτσιλ, παρατηρούσε ο Λένιν, διακήρυξε όλο χαρά ότι η Ρωσία δέχεται εισβολή από «μια εκστρατεία δεκατεσσάρων εθνών», κυρίως των μεγάλων αυτοκρατορικών δυνάμεων των Ηνωμένων Πολιτειών, της Βρετανίας, της Γαλλίας, της Ιταλίας και της Ιαπωνίας, οι οποίες συνασπίστηκαν ενάντια στην Οκτωβριανή Επανάσταση[15]. Ταυτόχρονα, η Ρωσική Επανάσταση ενέπνευσε μεγάλες εξεγέρσεις στην Ασία, όπως το Κίνημα της 4ης Μαΐου στην Κίνα (1919), τις Ταραχές κατά του Νόμου Ρόουλατ (Σ.τ.Μ., Rowlatt Act) στην Ινδία (1919) και τη Μεγάλη Ιρακινή Επανάσταση (1920)[16].

Ο Λένιν, φυσικά, ήταν ένας πολύ ικανός πολιτικός στοχαστής για να μην αναγνωρίσει τις συνέπειες αυτών των νέων επαναστατικών κινημάτων. Ως εκ τούτου, επικεντρώθηκε ακόμη περισσότερο στην εκμετάλλευση των υπανάπτυκτων οικονομιών, η οποία αποτελούσε πάντα την πρωταρχική ιστορική αντίφαση που διέπει την ανάλυσή του για τον ιμπεριαλισμό στο σύνολό του. Η εκμετάλλευση των αποικιών, των ημιαποικιών και των εξαρτημένων χωρών από τις αυτοκρατορικές δυνάμεις ήταν ήδη ορατή στα γραπτά του Λένιν το 1916. Στο «Η Σοσιαλιστική Επανάσταση και τα Δικαιώματα των Εθνών στην Αυτοδιάθεση», υποστήριξε ότι ένας βαθμός αυτοδιάθεσης ήταν δυνατός για ορισμένα αποικιοκρατούμενα/εξαρτημένα έθνη υπό τον καπιταλισμό, αλλά μόνο ως αποτέλεσμα επαναστάσεων. Τέτοιες επαναστάσεις στις παρυφές του συστήματος απαιτούσαν τελικά επαναστάσεις στις μητροπόλεις. «Κανένα έθνος», έγραψε, αναφερόμενος σε μια προηγούμενη δήλωση του Μαρξ, «δεν μπορεί να είναι ελεύθερο αν καταπιέζει άλλα έθνη»[17].

Στο «Ο Ιμπεριαλισμός και η Διάσπαση του Σοσιαλισμού», ο Λένιν δήλωσε:

«Μια χούφτα πλούσιες χώρες – υπάρχουν μόνο τέσσερις από αυτές, αν εννοούμε τον ανεξάρτητο, πραγματικά γιγαντιαίο, «σύγχρονο» πλούτο: η Αγγλία, η Γαλλία, οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Γερμανία – έχουν αναπτύξει το μονοπώλιο σε τεράστιες διαστάσεις, αποκτούν υπερκέρδη που ανέρχονται σε εκατοντάδες, αν όχι χιλιάδες εκατομμύρια, «καβαλάνε στις πλάτες» εκατοντάδων και εκατοντάδων εκατομμυρίων ανθρώπων σε άλλες χώρες και παλεύουν μεταξύ τους για τη διανομή των ιδιαίτερα πλούσιων, ιδιαίτερα παχιών και ιδιαίτερα εύκολων λαφύρων. Αυτό [η εκμετάλλευση και τα λάφυρα που αυτή προσφέρει], στην πραγματικότητα, είναι η οικονομική και πολιτική ουσία του ιμπεριαλισμού.»[18]

Ο Λένιν όχι μόνο υποστήριξε ότι το μονοπωλιακό κεφάλαιο εκμεταλλευόταν τις αποικίες, τις ημιαποικίες και τις εξαρτημένες χώρες, αποκομίζοντας με αυτά τα μέσα υπερκέρδη, αλλά και ότι αυτό, όπως είχε υπαινιχθεί ο Φρίντριχ Ένγκελς, του επέτρεπε να «δωροδοκεί» ένα περιορισμένο τμήμα της εργατικής τάξης (το ανώτερο στρώμα της εργασίας), γνωστό ως εργατική αριστοκρατία[19]. Θα το επαναλάμβανε αυτό με εμφατικό τρόπο στον πρόλογο του 1920 στο «Ιμπεριαλισμός: Το Ανώτατο Στάδιο του Καπιταλισμού»[20]. Ήταν αυτό, υποστήριξε, που εξηγούσε τον πιο συντηρητικό χαρακτήρα του βρετανικού εργατικού κινήματος, καθώς και όλων των βασικών ιμπεριαλιστικών χωρών. Η απάντηση εδώ, «αν θέλουμε να παραμείνουμε σοσιαλιστές», έγραψε, είναι «να κατέβουμε χαμηλότερα και βαθύτερα», κάτω από αυτό το στενό ανώτερο στρώμα της εργατικής τάξης, «στις πραγματικές μάζες˙ αυτό είναι όλο το νόημα και όλη η στόχευση του αγώνα ενάντια στον οπορτουνισμό» της εργατικής αριστοκρατίας και της σοσιαλδημοκρατίας[21].

Στην «Ομιλία στο Δεύτερο Πανρωσικό Συνέδριο των Κομμουνιστικών Οργανώσεων των Λαών της Ανατολής», ο Λένιν υπογράμμισε πώς ένα «ασήμαντο τμήμα του παγκόσμιου πληθυσμού» είχε δώσει στον εαυτό του «το δικαίωμα να εκμεταλλεύεται την πλειοψηφία του πληθυσμού του πλανήτη». Υπό αυτές τις συνθήκες, ο αγώνας ενάντια στον ιμπεριαλισμό πήρε ακόμη και προτεραιότητα έναντι της ταξικής πάλης, αν και παρέμεναν άρρηκτα συνδεδεμένα. «Η σοσιαλιστική επανάσταση δεν θα είναι αποκλειστικά ή κυρίως αγώνας των επαναστατών προλετάριων σε κάθε χώρα ενάντια στην αστική τους τάξη -όχι, θα είναι αγώνας όλων των ιμπεριαλιστικά καταπιεσμένων αποικιών και χωρών, όλων των εξαρτημένων χωρών, ενάντια στον διεθνή ιμπεριαλισμό…. Ο εμφύλιος πόλεμος των εργαζομένων ενάντια στους ιμπεριαλιστές και τους εκμεταλλευτές σε όλες τις προηγμένες χώρες αρχίζει να συνδυάζεται με εθνικούς πολέμους ενάντια στον διεθνή ιμπεριαλισμό»[22].

Ο Λένιν προώθησε περαιτέρω αυτή τη θέση στο «Προκαταρκτικό Σχέδιο Θέσεων για τα Εθνικά και Αποικιακά Ζητήματα». Έκανε αυστηρή διάκριση μεταξύ των «καταπιεσμένων, εξαρτημένων και υποτελών εθνών» και των «καταπιεστικών, εκμεταλλευτικών και κυρίαρχων εθνών». Εδώ ξεκαθάρισε ότι «ο προλεταριακός διεθνισμός απαιτεί… τα συμφέροντα του προλεταριακού αγώνα σε οποιαδήποτε χώρα να υποτάσσονται στον αγώνα σε παγκόσμια κλίμακα». Ο καπιταλισμός, υποστήριξε, συχνά προσπαθούσε να συγκαλύψει το επίπεδο της διεθνούς εκμετάλλευσης μέσω της δημιουργίας κρατών που ήταν ονομαστικώς κυρίαρχα, αλλά που στην πραγματικότητα εξαρτιόνταν από τις αυτοκρατορικές χώρες «οικονομικά, χρηματοδοτικά και στρατιωτικά»[23].

Η «Έκθεση της Επιτροπής για το Εθνικό και Αποικιακό Ζήτημα» του Λένιν επανέλαβε αυτά τα σημεία και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι υπό τις σημερινές συνθήκες υπανάπτυξης των καταπιεσμένων εθνών, «κάθε εθνικό κίνημα, μπορεί να είναι μόνο ένα αστικοδημοκρατικό κίνημα». Αυτοί οι «εθνικοί-επαναστατικοί» αγώνες, παρά τον κυρίαρχο ταξικό τους χαρακτήρα, έπρεπε να υποστηριχθούν, αλλά μόνο εφόσον επρόκειτο για «πραγματικά επαναστατικούς» αγώνες. Απέρριπτε σθεναρά την άποψη ότι τέτοιες επαναστάσεις «πρέπει αναπόφευκτα να περάσουν από το καπιταλιστικό στάδιο», υποστηρίζοντας αντιθέτως ότι θα μπορούσαν, δεδομένης της αντιιμπεριαλιστικής και σύνθετης ταξικής τους σύνθεσης, και με το παράδειγμα της Σοβιετικής Ένωσης μπροστά τους, να εξελιχθούν ενδεχομένως σε γνήσια κινήματα προς το σοσιαλισμό που θα επιτύγχαναν πολλά από τα αναπτυξιακά καθήκοντα που συνδέονται με τον καπιταλισμό με μη καπιταλιστικούς όρους[24].

Το «Προκαταρκτικό Σχέδιο Θέσεων για το Εθνικό και Αποικιακό Ζήτημα», του Λένιν, όταν παρουσιάστηκε στο Δεύτερο Συνέδριο της Κομιντέρν, συνοδεύτηκε, με την υποστήριξη του Λένιν, από τις «Συμπληρωματικές Θέσεις για το Εθνικό και Αποικιακό Ζήτημα», γραμμένες από τον Ινδό μαρξιστή Μ.Ν. Ρόι (M.N. {Manabendra Nath} Roy), οι οποίες υιοθετήθηκαν μαζί με το «Προκαταρκτικό Σχέδιο Θέσεων» του Λένιν. Καίρια σε αυτές τις «Συμπληρωματικές Θέσεις» ήταν η ρητή δήλωση ότι ο ιμπεριαλισμός είχε στρεβλώσει την οικονομική ανάπτυξη στις αποικίες, τις ημιαποικίες και τις εξαρτημένες χώρες. Αποικίες όπως η Ινδία είχαν αποβιομηχανοποιηθεί, εμποδίζοντας την πρόοδό τους. Οι αυτοκρατορικές δυνάμεις είχαν αποσπάσει υπερκέρδη από τις οικονομικά «καθυστερημένες χώρες» και τις αποικίες:

«Η ξένη κυριαρχία εμποδίζει συνεχώς την ελεύθερη ανάπτυξη της κοινωνικής ζωής˙ επομένως, το πρώτο βήμα της επανάστασης πρέπει να είναι η αποπομπή αυτής της ξένης κυριαρχίας. Ο αγώνας για την ανατροπή της ξένης κυριαρχίας στις αποικίες δεν σημαίνει επομένως την υποστήριξη των εθνικών στόχων της εθνικής αστικής τάξης, αλλά πολύ περισσότερο σημαίνει την εξομάλυνση του δρόμου προς την απελευθέρωση για το προλεταριάτο των αποικιών… Η πραγματική δύναμη, το θεμέλιο του απελευθερωτικού κινήματος, δεν θα επιτρέψει στον εαυτό του να εξαναγκαστεί να μπει στο στενό πλαίσιο του αστικοδημοκρατικού εθνικισμού στις αποικίες. Στο μεγαλύτερο μέρος των αποικιών υπάρχουν ήδη οργανωμένα επαναστατικά κόμματα που εργάζονται σε στενή επαφή με τις εργαζόμενες μάζες»[25].

Δύο χρόνια αργότερα, στις «Θέσεις για το Ανατολικό Ζήτημα» του Τέταρτου Συνεδρίου της Κομιντέρν το 1922, εισήχθησαν ορισμένες από τις βασικές έννοιες που συνδέονται με τη θεωρία της εξάρτησης:

«Αυτή η (μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο) εξασθένηση της ιμπεριαλιστικής πίεσης στις αποικίες, σε συνδυασμό με τη σταθερά αυξανόμενη αντιπαλότητα μεταξύ των διαφόρων ιμπεριαλιστικών ομάδων, διευκόλυνε την ανάπτυξη του ντόπιου καπιταλισμού στις αποικιακές και ημιαποικιακές χώρες, ο οποίος επεκτάθηκε και συνεχίζει να επεκτείνεται πέρα από τα στενά και περιοριστικά όρια της ιμπεριαλιστικής κυριαρχίας των μεγάλων δυνάμεων. Παλαιότερα, ο καπιταλισμός των μεγάλων δυνάμεων επεδίωκε να απομονώσει τις καθυστερημένες χώρες από το παγκόσμιο οικονομικό εμπόριο, προκειμένου με αυτόν τον τρόπο να εξασφαλίσει το μονοπωλιακό του καθεστώς και να επιτύχει υπερκέρδη από την εμπορική, βιομηχανική και δημοσιονομική εκμετάλλευση αυτών των χωρών. Η άνοδος των ντόπιων παραγωγικών δυνάμεων στις αποικίες βρίσκεται σε ασυμβίβαστη αντίθεση με τα συμφέροντα του παγκόσμιου ιμπεριαλισμού, η ουσία του οποίου είναι να επωφελείται από τις διαφοροποιήσεις στο επίπεδο ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων σε διάφορους τομείς της παγκόσμιας οικονομίας για να επιτύχει μονοπωλιακά υπερκέρδη.»[26]

Οι «Θέσεις για το Επαναστατικό Κίνημα στις Αποικίες και τις Ημιαποικίες» στο Έκτο Συνέδριο της Κομιντέρν, το 1928, αποτέλεσαν ένα κορυφαίο σημείο της θεωρίας του ιμπεριαλισμού στον Μεσοπόλεμο. Εκεί αναφερόταν ότι «Ολόκληρη η οικονομική πολιτική του ιμπεριαλισμού σε σχέση με τις αποικίες καθορίζεται από την προσπάθειά του να διατηρήσει και να αυξήσει την εξάρτησή τους, να βαθύνει την εκμετάλλευσή τους και, όσο το δυνατόν περισσότερο, να εμποδίσει την ανεξάρτητη ανάπτυξή τους….. Το μεγαλύτερο μέρος της υπεραξίας που αποσπάται από τη… φτηνή εργατική δύναμη» στις αποικίες και στις ημιαποικίες εξάγεται στο εξωτερικό, με αποτέλεσμα την «αφαίμαξη του εθνικού πλούτου των αποικιακών χωρών»[27].

Το πιο δύσκολο θεωρητικό και πρακτικό πρόβλημα ήταν η ταξική βάση της αντιιμπεριαλιστικής επανάστασης στις υπανάπτυκτες χώρες. Ο Λένιν είχε τονίσει ότι η εξέγερση ενάντια στον ιμπεριαλισμό θα έπρεπε να πραγματοποιήσει τους αναπτυξιακούς στόχους που συνήθως συναρτώνται με την εθνική αστική τάξη, αλλά ότι η φύση του «εθνικού επαναστατικού» αγώνα δεν θα καθοριζόταν αναγκαστικά από την εθνική αστική τάξη. Ο Μάο Τσετούνγκ (Mao Zedong) επρόκειτο να συμβάλει σημαντικά στον αντιιμπεριαλιστικό αγώνα και τη σοσιαλιστική επανάσταση με την «Ανάλυση των Τάξεων στην Κινεζική Κοινωνία» το 1926. Εδώ ο Μάο υποστήριξε ότι η μεγάλη, μονοπωλιακή καπιταλιστική αστική τάξη, μαζί με την τάξη των γαιοκτημόνων, αποτελούσαν έναν ταξικό σχηματισμό κομπραδόρων που χρησίμευε ως παράρτημα του διεθνούς κεφαλαίου. Η μικρότερη εθνική αστική τάξη, εν τω μεταξύ, ήταν πολύ αδύναμη και κυρίως προσπαθούσε να μετατραπεί σε μια μεγάλη αστική τάξη. Έτσι, οι επαναστατικές δυνάμεις εξαρτιόνταν από τους μικροαστούς, το ημιπρολεταριάτο, το προλεταριάτο και, κυρίως από τους αγρότες[28].

Όλες αυτές καθώς και οι περισσότερες μεταγενέστερες εξελίξεις στη θεωρία του ιμπεριαλισμού είχαν τις ρίζες τους στον Λένιν. Όπως έγραψε ο Πραμπάτ Πατνάικ (Prabhat Patnaik),

«Η σημασία του Ιμπεριαλισμού του Λένιν έγκειται στο γεγονός ότι έφερε επαναστατικοποίησε πλήρως την αντίληψη περί της επανάστασης. Ο Μαρξ και ο Ένγκελς είχαν ήδη φανταστεί τη δυνατότητα των αποικιακών και εξαρτημένων χωρών να έχουν τις δικές τους επαναστάσεις ακόμη και πριν από την προλεταριακή επανάσταση στη μητρόπολη, αλλά αυτά τα δύο σύνολα επαναστάσεων θεωρούνταν ως μη συνδεδεμένα˙ και τόσο η πορεία της επανάστασης στην περιφέρεια όσο και η σχέση της με τη σοσιαλιστική επανάσταση στη μητρόπολη παρέμεναν ασαφή. Ο Ιμπεριαλισμός του Λένιν όχι μόνο συνέδεσε τα δύο αυτά σύνολα επαναστάσεων, αλλά και κατέστησε την επανάσταση στις χώρες της περιφέρειας μέρος της διαδικασίας μετάβασης της ανθρωπότητας προς το σοσιαλισμό. Ως εκ τούτου, έβλεπε την επαναστατική διαδικασία ως ένα ενιαίο όλο.»[29]

 

Εξάρτηση, Άνιση Ανταλλαγή, το Ιμπεριαλιστικό Παγκόσμιο Σύστημα και οι Παγκόσμιες Αλυσίδες Αξίας

Μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, το ιμπεριαλιστικό παγκόσμιο σύστημα είχε ιστορικά εξελιχθεί πέρα από τις γεωπολιτικές συνθήκες της εποχής του Λένιν. Οι Ηνωμένες Πολιτείες ήταν πλέον η αδιαμφισβήτητη ηγεμονική δύναμη στο καπιταλιστικό παγκόσμιο σύστημα και εξαπέλυσαν αμέσως έναν Ψυχρό Πόλεμο απολύτως προσανατολισμένο στον «περιορισμό» της Σοβιετικής Ένωσης και την καταστολή της επανάστασης παντού στον κόσμο. Παρ’ όλα αυτά ένα επαναστατικό κύμα αποαποικιοποίησης, σε μεγάλο βαθμό εμπνευσμένο από τον μαρξισμό, σάρωσε την Ασία και την Αφρική μετά τον θρίαμβο της Κινεζικής Επανάστασης τον Μάιο του 1949.

Σε αντίθεση με την Ασία και την Αφρική, η Νότια και η Κεντρική Αμερική περιλάμβαναν σχετικά λίγες επίσημες αποικίες, λόγω των αντιαποικιακών εξεγέρσεων του 19ου αιώνα κατά της Ισπανίας και της Πορτογαλίας, που οδήγησαν στη δημιουργία κυρίαρχων κρατών. Ωστόσο, τα κράτη της Λατινικής Αμερικής είχαν από καιρό εκπέσει σε οικονομικώς εξαρτημένες χώρες ή νεοαποικίες, πρώτα της Βρετανίας και στη συνέχεια των Ηνωμένων Πολιτειών. Ως εκ τούτου, το κύριο ζήτημα στην περιοχή ήταν η υπέρβαση της οικονομικής, πολιτικής και πολιτιστικής εξάρτησης που επέβαλε ο αμερικανικός ιμπεριαλισμός. Η λατινοαμερικάνικη μαρξιστική θεωρία, ιδιαίτερα σε σχέση με τον ιμπεριαλισμό, μπορούμε να πούμε ότι είχε τις ρίζες της στο έργο του Περουβιανού μαρξιστή Χοσέ Κάρλος Μαριάτεγκι, ο οποίος έγραψε το 1929: «Είμαστε αντιιμπεριαλιστές επειδή είμαστε μαρξιστές, επειδή είμαστε επαναστάτες, επειδή αντιτάσσουμε στον καπιταλισμό τον σοσιαλισμό… και επειδή στον αγώνα μας ενάντια στον ξένο ιμπεριαλισμό εκπληρώνουμε το καθήκον της αλληλεγγύης με τις επαναστατικές μάζες της Ευρώπης»[30]. Την εποχή που έγραφε ο Μαριάτεγκι, ο αγώνας του Αουγούστο Σέσαρ Σαντίνο ενάντια στην επέμβαση των ΗΠΑ στη Νικαράγουα αφύπνιζε την αντιιμπεριαλιστική συνείδηση σε ολόκληρη τη Λατινική Αμερική. Αργότερα, η νίκη της Κουβανικής Επανάστασης το 1959, εμπνευσμένη από τον αντιιμπεριαλισμό του Χοσέ Μαρτί και εξελισσόμενη σε αγώνα για τον σοσιαλισμό, έφερε και πάλι στο προσκήνιο την επανάσταση κατά του ιμπεριαλισμού στη Λατινική Αμερική, η οποία συνδέθηκε με την Ασία και την Αφρική από αυτή την άποψη[31].

Λόγω του επαναστατικού κύματος και στις τρεις ηπείρους του τρίτου κόσμου στις πρώτες δεκαετίες της περιόδου μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, η αρχική ανάλυση του Λένιν για τον ιμπεριαλισμό βάθυνε και διευρύνθηκε, εξελισσόμενη σε μια πλούσια παγκόσμια παράδοση που αντανακλά πολλές διαφορετικές ιστορικές συνθήκες και γλώσσες – αλλά πάντα επισημαίνοντας την ανάγκη για επαναστατικό αγώνα.

Μια σημαντική μορφή στην ανάπτυξη τόσο της θεωρίας του ιμπεριαλισμού όσο και της θεωρίας της εξάρτησης μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο ήταν ο Πολ Μπάραν, συγγραφέας του βιβλίου Η Πολιτική Οικονομία της Ανάπτυξης (1957)[32]. Ο Μπάραν γεννήθηκε στο Νικολάεφ της Ουκρανίας, στην τσαρική Ρωσική Αυτοκρατορία, το 1910. Σπούδασε οικονομικά στο Ινστιτούτο Οικονομικών Πλεχάνοφ στη Σοβιετική Ένωση και στο Πανεπιστήμιο του Βερολίνου, ενώ εργάστηκε επίσης ως οικονομικός βοηθός του Φρίντριχ Πόλοκ στο Ινστιτούτο Κοινωνικών Ερευνών της Φρανκφούρτης. Αργότερα μετανάστευσε στις Ηνωμένες Πολιτείες και σπούδασε οικονομικά στο Πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ κατά τη διάρκεια της κεϋνσιανής επανάστασης. Κατά τη διάρκεια του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου και αμέσως μετά, εργάστηκε για την Έρευνα Στρατηγικών Βομβαρδισμών (Strategic Bombing Survey) στη Γερμανία και στην Ιαπωνία. Μετά τον πόλεμο, εργάστηκε για το Συμβούλιο Ομοσπονδιακών Αποθεματικών (Federal Reserve Board) και στη συνέχεια απέκτησε μόνιμη θέση καθηγητή οικονομικών στο Πανεπιστήμιο του Στάνφορντ. Πριν από τη δημοσίευση του βιβλίου Η Πολιτική Οικονομία της Ανάπτυξης, ο Μπάραν πραγματοποίησε μια σειρά διαλέξεων στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης, όπου προετοιμάστηκε μεγάλο μέρος του βιβλίου, και απασχολήθηκε στο Ινδικό Στατιστικό Ινστιτούτο στην Καλκούτα[33]. Ήταν ένθερμος υποστηρικτής της Κουβανικής Επανάστασης και άσκησε σημαντική επιρροή στον Τσε Γκεβάρα. Το 1966, οι Μπάραν και Πολ Σουίζι έγραψαν το Μονοπωλιακό Κεφάλαιο: Ένα Δοκίμιο για την Αμερικανική Κοινωνική και Οικονομική Τάξη[34].

Αντανακλώντας αυτό το εξαιρετικά ευρύ υπόβαθρο, ο Μπάραν ενσωμάτωσε στο έργο του όχι μόνο τις θεωρίες του ιμπεριαλισμού του Λένιν, της Κομιντέρν και του Μάο, αλλά και τις εμπειρίες του σοβιετικού και του ινδικού οικονομικού σχεδιασμού. Ταυτόχρονα, ενσωμάτωσε και τις νέες συνθήκες της περιόδου μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Έτσι ανεδείχθη σε θεμελιώδη στοχαστή της μαρξικής θεωρίας της εξάρτησης. Υποστήριξε ότι ο ιμπεριαλισμός είχε «ανυπολόγιστα στρεβλώσει» και εμποδίσει την ανάπτυξη σε ολόκληρο τον υπανάπτυκτο κόσμο[35]. Το 1830, οι χώρες που επρόκειτο στο μέλλον να ονομαστούν «Τρίτος Κόσμος» αντιπροσώπευαν το 60,9% του παγκόσμιου βιομηχανικού δυναμικού. Μέχρι το 1953, το ποσοστό αυτό είχε μειωθεί στο 6,5%[36]. Εισάγοντας την έννοια του οικονομικού πλεονάσματος (στην απλούστερη μορφή του, «η διαφορά μεταξύ της πραγματικής τρέχουσας παραγωγής της κοινωνίας και της πραγματικής τρέχουσας κατανάλωσής της»), ο Μπάραν εξήγησε ότι το βασικό πρόβλημα που εμπόδιζε την ανάπτυξη στις υπανάπτυκτες χώρες ήταν η απόσπαση του πλεονάσματος από τις μεγάλες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις, οι οποίες στη συνέχεια επένδυαν το ιδιοποιηθέν πλεόνασμα είτε στις δικές τους οικονομίες είτε στην περιφέρεια με τρόπο που να ενισχύει τη μακροπρόθεσμη εκμετάλλευση των υπανάπτυκτων χωρών[37]. Όπως ο Ένγκελς και ο Λένιν, ο Μπάραν υποστήριξε ότι ένα ανώτερο στρώμα εργατών στις χώρες του αυτοκρατορικού κέντρου ωφελούνταν έμμεσα από τον ιμπεριαλισμό και έτσι σχημάτιζε μια «εργατική αριστοκρατία που μάζευε τα ψίχουλα από το μονοπωλιακό τραπέζι», σε αντίθεση με το μεγαλύτερο μέρος της εργατικής τάξης[38].

Ένα σημαντικό στοιχείο της θεωρίας της εξάρτησης του Μπάραν ήταν η σύγκριση της Ιαπωνίας με την Ινδία. Η Ιαπωνία αντιπροσώπευε μια μοναδική περίπτωση οικονομικής ανάπτυξης εκτός της Ευρώπης ή των αποικιών Ευρωπαίων λευκών εποίκων. Οι ιμπεριαλιστικές δυνάμεις είχαν επικεντρώσει τις προσπάθειές τους στην Ανατολική Ασία κατά τον 19o αιώνα κυρίως στο να υποτάξουν την Κίνα και έτσι απέτυχαν να αποικίσουν την Ιαπωνία. Με την Αποκατάσταση Μεϊτζί (Meiji Restoration) το 1868, η οποία έλαβε χώρα ως απάντηση στις αυξανόμενες στρατιωτικές απειλές και στην διαφαινόμενη επιβολή άνισων συνθηκών από τη Δύση, η Ιαπωνία μπόρεσε να δημιουργήσει την εσωτερική κοινωνική βάση για ταχεία εκβιομηχάνιση, η οποία διευκολύνθηκε από την οικειοποίηση της δυτικής τεχνογνωσίας. Tο 1905, η μετατροπή της Ιαπωνίας σε μεγάλη δύναμη σηματοδοτήθηκε με τη νίκη της στον Ρωσοϊαπωνικό Πόλεμο. Αντίθετα, η Ινδία, η οποία είχε αποικιστεί από τους Βρετανούς τον 18ο αιώνα, είδε τη βιομηχανία της να καταστρέφεται από τους Βρετανούς και τέθηκε σε μόνιμη κατάσταση υπανάπτυξης ή εξαρτημένης ανάπτυξης[39].

Ακολουθώντας τον Μάο, ο Μπάραν επέμενε ότι μια τάξη κομπραδόρων ή μεγαλοαστών (σε συμμαχία με τους μεγαλογαιοκτήμονες) στις υπανάπτυκτες χώρες συνδεόταν άμεσα με το διεθνές κεφάλαιο και έπαιζε παρασιτικό ρόλο ως προς τις δικές τους κοινωνίες[40]. «Η κύρια αποστολή του ιμπεριαλισμού στην εποχή μας», έγραφε, «ήταν να αποτρέψει ή, αν αυτό είναι αδύνατο, να επιβραδύνει και να ελέγξει την οικονομική ανάπτυξη των υπανάπτυκτων χωρών». Εξηγούσε ότι, «ενώ υπήρχαν τεράστιες διαφορές μεταξύ των υπανάπτυκτων χωρών», από αυτή την άποψη, «ο υπανάπτυκτος κόσμος στο σύνολό του στέλνει συνεχώς ένα μεγάλο μέρος του οικονομικού του πλεονάσματος σε πιο προηγμένες χώρες χάριν τόκων και μερισμάτων. Το χειρότερο, όμως, είναι ότι είναι πολύ δύσκολο να πούμε ποιο ήταν το μεγαλύτερο κακό όσον αφορά την οικονομική ανάπτυξη των υπανάπτυκτων χωρών: η αφαίρεση του οικονομικού τους πλεονάσματος από το ξένο κεφάλαιο ή η επανεπένδυση του από ξένες επιχειρήσεις»[41]. Από όλες σχεδόν τις απόψεις, η εξαρτημένη οικονομία ήταν ένα απλό «παράρτημα της ‘εσωτερικής αγοράς’ του δυτικού καπιταλισμού»[42]. Η μόνη λύση, λοιπόν, ήταν η επανάσταση ενάντια στον ιμπεριαλισμό και η δημιουργία μιας σοσιαλιστικής σχεδιασμένης οικονομίας. Εδώ ο Μπάραν επεσήμανε το παράδειγμα της Κίνας, η οποία, καθώς αποτραβήχτηκε «έξω από την τροχιά του παγκόσμιου καπιταλισμού», είχε γίνει πηγή «ενθάρρυνσης και έμπνευσης για όλες τις άλλες αποικιακές και εξαρτημένες χώρες»[43].

Το βιβλίο Η Πολιτική Οικονομία της Ανάπτυξης δημοσιεύθηκε μόλις δύο χρόνια μετά τη Διάσκεψη του Μπαντούνγκ (Bandung Conference) του 1955, η οποία εγκαινίασε το Κίνημα των Αδεσμεύτων του Τρίτου Κόσμου, και αποδείχθηκε εξαιρετικά επιδραστική[44]. Παρόλο που οι χώρες της Λατινικής Αμερικής δεν συμμετείχαν στη Διάσκεψη του Μπαντούνγκ, η νέα προοπτική του Τρίτου Κόσμου συνέβαλε στη γέννηση μιας έκρηξης εργασιών στον μαρξισμό και τη ριζοσπαστική ανάλυση της εξάρτησης στη Λατινική Αμερική, η οποία εμπνεύστηκε πολύ πιο συγκεκριμένα από την Κουβανική Επανάσταση. Ο Μπάραν επισκέφθηκε την Κούβα το 1960, μαζί με τον Λίο Χιούμπερμαν και τον Σουίζι, και συνάντησε τον Τσε, ο οποίος ήταν τότε πρόεδρος της Εθνικής Τράπεζας. Ο Τσε συνδέθηκε στενά με τη γενική ανάλυση του Μπάραν περί της υπανάπτυξης. Όπως θα δήλωνε ο Τσε το 1965: «Από τότε που το μονοπωλιακό κεφάλαιο κατέλαβε τον κόσμο, κρατάει το μεγαλύτερο μέρος της ανθρωπότητας στη φτώχεια, μοιράζοντας όλα τα κέρδη στην ομάδα των πιο ισχυρών χωρών»[45]. Ορισμένοι εκ των κορυφαίων εισηγητών της ανάλυσης της εξάρτησης στη Λατινική Αμερική και την Καραϊβική ήταν οι Βάνια Μπαμπίρα, Τεοτόνιο Ντος Σάντος, Ροδόλφο Σταβενχάγεν, Φερνάντο Ενρίκε Καρντόζο, Πάμπλο Γκονσάλες Καζανόβα, Ρούι Μάουρο Μαρίνι, Γουόλτερ Ρόντνεϊ (του οποίου το πιο γνωστό έργο επικεντρώθηκε στην υπανάπτυξη της Αφρικής), Κλάιβ Τόμας και Εδουάρδο Γκαλεάνο [46]. Ο Γερμανοαμερικανός οικονομολόγος Άντρε Γκούντερ Φρανκ είχε επίσης βαθιά επίδραση, αρχής γενομένης με τη δημοσίευση το 1967 του έργου του Καπιταλισμός και Υπανάπτυξη στην Λατινική Αμερική, το οποίο ανέδειξε «την ανάπτυξη της υπανάπτυξης»[47].

Στην Αφρική, ο Σαμίρ Αμίν , ένας νεαρός Αιγύπτιος-Γάλλος μαρξιστής οικονομολόγος, παρουσίασε μια ολοκληρωμένη κριτική της κυρίαρχης ανάλυσης της ανάπτυξης στη διδακτορική του διατριβή το 1957 (την οποία ολοκλήρωσε σε ηλικία 26 ετών, την ίδια χρονιά που δημοσιεύτηκε το βιβλίο του Μπάραν), η οποία αργότερα δημοσιεύτηκε με τον τίτλο «Συσσώρευση σε Παγκόσμια Κλίμακα». Στη συνέχεια συνέβαλε σημαντικά στη θεωρία της εξάρτησης, της άνισης ανταλλαγής και των παγκόσμιων συστημάτων. Μεγάλο μέρος της ανάλυσης του Αμίν επικεντρώθηκε στη διάκριση μεταξύ, αφενός, των «αυτόκεντρων» οικονομιών στο κέντρο του παγκόσμιου καπιταλιστικού συστήματος, προσανατολισμένων στις δικές τους εσωτερικές λογικές και στη διευρυμένη αναπαραγωγή, και, αφετέρου, των «αποδιαρθρωμένων» οικονομιών της περιφέρειας, όπου η παραγωγή ήταν δομημένη με βάση τις ανάγκες των αυτοκρατορικών οικονομιών. Η αποδιαρθρωμένη φύση των περιφερειακών οικονομιών υπό τον ιμπεριαλισμό άφηνε ως μόνη πραγματική εναλλακτική λύση την επαναστατική «αποσύνδεση» από τη λογική της παγκόσμιας ιμπεριαλιστικής τάξης. Για τον Αμίν, ωστόσο, η αποσύνδεση δεν αφορούσε κάποιον απόλυτο διαχωρισμό από την παγκόσμια οικονομία ή μια «αυτάρκη απόσυρση». Αντίθετα, σήμαινε την αποσύνδεση από το παγκόσμιο σύστημα εργασιακής αξίας που οργανώνεται γύρω από ένα κυρίαρχο κέντρο και μια κυριαρχούμενη περιφέρεια, και τη μετάβαση σε έναν πιο «πολυκεντρικό» κόσμο[48].

Μια κομβικής σημασίας συμβολή στη θεωρία του ιμπεριαλισμού ήταν το έργο του Γάλλου μαρξιστή οικονομολόγου Αργύρη Εμμανουήλ «Άνιση Ανταλλαγή: Μια Μελέτη του Ιμπεριαλισμού του Εμπορίου» (1969)[49]. Υποστηρίζοντας ότι στην εποχή της νεοαποικιοκρατίας η σχέση μεταξύ των χωρών του πυρήνα και των χωρών της περιφέρειας ήταν μια σχέση ανισότητας στην ανταλλαγή, τέτοια ώστε μια χώρα να αποκτά περισσότερη εργασιακή αξία από μια άλλη, λόγω της παγκόσμιας κινητικότητας του κεφαλαίου σε συνδυασμό με την παγκόσμια ακινησία της εργασίας, το έργο του Εμμανουήλ πυροδότησε μια μακρά αντιπαράθεση. Αυτή διευθετήθηκε ουσιαστικά από τον Αμίν με την πρότασή του ότι άνιση ανταλλαγή υπήρχε όταν η διαφορά στους μισθούς μεταξύ του Παγκόσμιου Βορρά και του Παγκόσμιου Νότου ήταν μεγαλύτερη από τη διαφορά στην παραγωγικότητά τους. Συνέχισε υποστηρίζοντας ότι ο νόμος της αξίας λειτουργούσε πλέον σε παγκόσμιο επίπεδο υπό το παγκοσμιοποιημένο μονοπωλιακό-χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο[50].

Η πραγματικότητα της άρχουσας τάξης στον υπανάπτυκτο κόσμο, σύμφωνα με τον Αμίν, ήταν μια πραγματικότητα «κομπραδοροποίησης και υπερεθνικοποίησης», η οποία απαιτούσε νέες αντιιμπεριαλιστικές επαναστατικές στρατηγικές, καθώς δεν υπήρχε πλέον μια εθνική αστική τάξη ως τέτοια. Μια επαναστατική στρατηγική αποδέσμευσης υπό αυτές τις συνθήκες θα εξαρτιόταν από την «οικοδόμηση ενός αντι-κομπραδόρικου κοινωνικού μπλοκ» με στόχο να καταστεί δυνατή η υλοποίηση ενός κυρίαρχου (Σ.τ.Μ., sovereign) σχεδίου, απαλλαγμένου από τον έλεγχο του ιμπεριαλιστικού παγκόσμιου συστήματος. Όσον αφορά τον ιμπεριαλισμό και την τάξη στα προηγμένα καπιταλιστικά κράτη, ο Αμίν πρότεινε ότι η θεωρία της εργατικής αριστοκρατίας του Λένιν δεν επαρκούσε για να απαντηθεί το πώς ο όλος «άνισος διεθνής καταμερισμός της εργασίας» δημιουργούσε, στο εσωτερικό των βασικών ιμπεριαλιστικών κρατών, ευρείες διαστρωματώσεις που υποστήριζαν τον ιμπεριαλισμό, οι οποίες δεν επρόκειτο μαγικά να εξαφανιστούν. Εδώ αυτό που χρειαζόταν ήταν η «οικοδόμηση ενός αντιμονοπωλιακού μπλοκ»[51].

Μεγάλο μέρος της μαρξιστικής θεωρίας της εξάρτησης, ξεκινώντας από τη δεκαετία του 1970, συγχωνεύτηκε με τη θεωρία του παγκόσμιου συστήματος (αργότερα των παγκόσμιων συστημάτων), στην οποία πρωτοπόροι ήταν οι Όλιβερ Κοξ, Ιμμάνουελ Βάλερσταϊν, Φρανκ, Αμίν και Τζοβάνι Αρίγκι[52]. Η θεωρία των παγκόσμιων συστημάτων ξεπέρασε ορισμένους από τους περιορισμούς της θεωρίας της εξάρτησης, συλλαμβάνοντας τα έθνη-κράτη ως μέρος ενός καπιταλιστικού παγκόσμιου συστήματος. Το παγκόσμιο σύστημα έγινε έτσι η κύρια μονάδα ανάλυσης, θεωρούμενο ως διαιρεμένο σε κέντρα και περιφέρειες (ενώ προβλέπει επίσης ημιπεριφέρειες και εξωτερικές περιοχές). Ωστόσο, σε ορισμένες εκδοχές της θεωρίας του παγκόσμιου συστήματος, ιδίως στο έργο του Αρίγκι, υπήρξε απόκλιση από τη θεωρία του ιμπεριαλισμού, απομειώνοντας τις διεθνείς πολιτικοοικονομικές σχέσεις σε απλώς μεταβαλλόμενες ηγεμονίες, σύμφωνα με την κυρίαρχη (Σ.τ.Μ., mainstream) διεθνή πολιτική οικονομία[53].

Ήδη από τη δεκαετία του 1960, ριζοσπάστες πολιτικοί οικονομολόγοι είχαν επικεντρωθεί στην κριτική των πολυεθνικών εταιρειών, οι οποίες θεωρούνταν ως η παγκόσμια μορφή που πήρε το μονοπωλιακό κεφάλαιο και, ως εκ τούτου, οι κύριοι ιμάντες μετάδοσης του οικονομικού ιμπεριαλισμού. Εδώ, η πλέον πρωτοποριακή ανάλυση προήλθε από τον Στίβεν Χάιμερ, ο οποίος έγραψε το 1960 την καινοτόμα διατριβή του με τίτλο Οι Διεθνείς Δραστηριότητες των Εθνικών Επιχειρήσεων: Μια Μελέτη των Άμεσων Ξένων Επενδύσεων παρέχοντας μια θεωρία των «πολυεθνικών επιχειρήσεων», βασισμένη στη βιομηχανική οργάνωση και τη θεωρία του μονοπωλίου, την ίδια χρονιά που ο όρος πρωτοεμφανίστηκε. Ακολούθησε η πραγμάτευση του ρόλου των πολυεθνικών εταιρειών και του ιμπεριαλισμού στο Μονοπωλιακό Κεφάλαιο των Μπάραν και Σουίζι και στο βιβλίο των Χάρρυ Μάγκντοφ) και Σουίζι «Σημειώσεις για την Πολυεθνική Επιχείρηση» (1969). Η παγκόσμια πορεία τέτοιων επιχειρήσεων κατέστη κεντρική στην όλη θεωρία του ιμπεριαλισμού, όπως στο βιβλίο του Μάγκντοφ «Η Εποχή του Ιμπεριαλισμού: Τα Οικονομικά της Αμερικανικής Εξωτερικής Πολιτικής» (1969)[54].

Στις δεκαετίες του 1970 και του ’80, μεγάλο μέρος της εξελισσόμενης έρευνας για τον ιμπεριαλισμό μετατοπίστηκε από το πεδίο της πολιτικής οικονομίας σε εκείνο του πολιτισμού. Σε σύμπνοια με την πρότερη κριτική του Τζόζεφ Νήνταμ στον «Ευρωκεντρισμό» τη δεκαετία του 1960, ο Αμίν το 1989 παρουσίασε την πολύ σημαντική κριτική του στον Ευρωκεντρισμό, ενώ ο Έντουαρντ Σαΐντ δημοσίευσε τα έργα του Οριενταλισμός (1978) και Κουλτούρα και Ιμπεριαλισμός (1993)[55]. Με την εμφάνιση του οικοσοσιαλισμού, η κριτική του ιμπεριαλισμού επεκτάθηκε και στο ζήτημα του οικολογικού ιμπεριαλισμού[56].

Στον 21ο αιώνα, οι περισσότερες αναλύσεις του οικονομικού ιμπεριαλισμού έχουν επικεντρωθεί στο παγκόσμιο εργασιακό αρμπιτράζ και στις παγκόσμιες αλυσίδες αξίας. Ποτέ άλλοτε η εξαγωγή πλεονάσματος από τον Παγκόσμιο Βορρά στον Παγκόσμιο Νότο δεν είχε καταδειχθεί τόσο διεξοδικά σε εμπειρικές μελέτες. Αυτό πηγάζει από το γεγονός ότι η διεθνής εκμετάλλευση είναι πλέον πιο συστηματική από ποτέ: είναι βαθιά ριζωμένη στις αλυσίδες αξίας του παγκόσμιου συστήματος και ενσαρκώνεται στην εξαγωγή βιομηχανικών προϊόντων από την περιφέρεια στην ημιπεριφέρεια και στο κέντρο[57]. Το αποτέλεσμα είναι η αυξανόμενη σπουδαιότητα των θεωριών της «υπερεκμετάλλευσης» (δηλαδή των επιπέδων εκμετάλλευσης στον Παγκόσμιο Νότο που υπερβαίνουν τον παγκόσμιο μέσο όρο και υπονομεύουν τις βασικές ανάγκες διαβίωσης των εργαζομένων του Νότου), οι οποίες αναπτύχθηκαν στο έργο στοχαστών όπως οι Μαρίνι, Αμίν , Τζον Σμιθ και Ίνταν Σουγάντι[58].

Σήμερα, γνωρίζουμε από την έρευνα του Τζέισον Χίκελ και των συνεργατών του ότι το 2021 ο Παγκόσμιος Βορράς ήταν σε θέση να αποσπάσει από τον Παγκόσμιο Νότο 826 δισεκατομμύρια ώρες καθαρής ιδιοποιημένης εργασίας. Αυτό αντιπροσωπεύει 18,4 τρισεκατομμύρια δολάρια μετρημένα σε μισθούς του Βορρά. Πίσω από αυτό βρίσκεται το γεγονός ότι οι εργαζόμενοι στον Παγκόσμιο Νότο λαμβάνουν 87-95% χαμηλότερους μισθούς για ισοδύναμη εργασία στα ίδια επίπεδα δεξιοτήτων. Η ίδια μελέτη κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το μισθολογικό χάσμα μεταξύ του Παγκόσμιου Βορρά και του Παγκόσμιου Νότου αυξάνεται, με τους μισθούς στον Βορρά να αυξάνονται έντεκα φορές περισσότερο από τους μισθούς στον Νότο μεταξύ 1995 και 2021[59]. Αυτή η έρευνα για το σύγχρονο παγκόσμιο εργασιακό αρμπιτράζ συνδυάζεται με πρόσφατη ιστορική εργασία των Ούτσα Πατνάικ και Πραμπάτ Πατνάικ που έχει πλέον τεκμηριώσει την αστρονομική διαρροή πλούτου κατά την περίοδο της βρετανικής αποικιοκρατίας στην Ινδία. Η εκτιμώμενη αξία αυτής της διαρροή κατά την περίοδο 1765-1900, αθροιστικά μέχρι το 1947 (σε τιμές 1947) με επιτόκιο 5%, ήταν 1,925 τρισεκατομμύρια δολάρια˙ αθροιστικά μέχρι το 2020, ανέρχεται σε 64,82 τρισεκατομμύρια δολάρια[60].

Θα πρέπει να τονιστεί ότι η σύγχρονη αποστράγγιση οικονομικού πλεονάσματος εκ μέρους του Παγκόσμιου Βορρά εις βάρος του Παγκόσμιου Νότου, μέσω της άνισης ανταλλαγής εργασίας που ενσωματώνεται στις εξαγωγές του τελευταίου, προστίθεται στην κανονική καθαρή ροή κεφαλαίου από τις αναπτυσσόμενες προς τις αναπτυγμένες χώρες που καταγράφεται στους εθνικούς προϋπολογισμούς. Αυτό περιλαμβάνει το ισοζύγιο εμπορευματικών συναλλαγών (εισαγωγές και εξαγωγές), τις καθαρές πληρωμές σε ξένους επενδυτές και τράπεζες, τις πληρωμές για ναύλους και ασφάλειες, καθώς και ένα ευρύ φάσμα άλλων πληρωμών προς το ξένο κεφάλαιο, όπως για δικαιώματα και πατέντες. Σύμφωνα με τη Διάσκεψη των Ηνωμένων Εθνών για το Εμπόριο και την Ανάπτυξη (UNCTAD), οι καθαρές μεταφορές χρηματοοικονομικών πόρων από τις αναπτυσσόμενες χώρες προς τις αναπτυγμένες χώρες μόνο το 2017 ανήλθαν σε 496 δισεκατομμύρια δολάρια. Στα νεοκλασικά οικονομικά, αυτό είναι γνωστό ως το παράδοξο της αντίστροφης ροής του κεφαλαίου ή του κεφαλαίου που ρέει ανηφορικά, το οποίο προσπαθεί σαθρά να εξηγήσει με διάφορους τυχαίους παράγοντες, αντί να αναγνωρίσει την πραγματικότητα του οικονομικού ιμπεριαλισμού[61].

Όσον αφορά τη γεωπολιτική διάσταση του ιμπεριαλισμού, αυτόν τον αιώνα το επίκεντρο βρίσκεται στην συνεχιζόμενη παρακμή της ηγεμονίας των ΗΠΑ. Η ανάλυση έχει εστιάσει στις προσπάθειες της Ουάσιγκτον, από το 1991, με την υποστήριξη του Λονδίνου, του Βερολίνου, του Παρισιού και του Τόκιο, να την αντιστρέψει. Ο στόχος είναι να εδραιωθεί η τριάδα των Ηνωμένων Πολιτειών, της Ευρώπης και της Ιαπωνίας -με την Ουάσιγκτον να κυριαρχεί- ως η μονοπολική παγκόσμια δύναμη μέσω ενός πιο «γυμνού ιμπεριαλισμού». Αυτή η αντεπαναστατική δυναμική οδήγησε τελικά στον σημερινό Νέο Ψυχρό Πόλεμο[62].

Ωστόσο, παρ’ όλες τις εξελίξεις στη θεωρία του ιμπεριαλισμού τον τελευταίο αιώνα, δεν είναι τόσο η θεωρία του ιμπεριαλισμού όσο η πραγματική εντατικοποίηση της εκμετάλλευσης του Παγκόσμιου Νότου από τον Παγκόσμιο Βορρά, σε συνδυασμό με την αντίσταση του πρώτου, που ξεχώρισε. Όπως υποστήριξε ο Σουίζι στο Σύγχρονος Καπιταλισμός και Άλλα Δοκίμια το 1972, η αιχμή της προλεταριακής αντίστασης μετατοπίστηκε αποφασιστικά τον 20ο αιώνα από τον Παγκόσμιο Βορρά στον Παγκόσμιο Νότο[63]. Σχεδόν όλες οι επαναστάσεις από το 1917 και μετά έχουν λάβει χώρα στην περιφέρεια του παγκόσμιου καπιταλιστικού συστήματος και ήταν επαναστάσεις κατά του ιμπεριαλισμού. Η συντριπτική πλειοψηφία αυτών των επαναστάσεων έχουν γίνει υπό την σημαία του μαρξισμού. Όλες έχουν υποστεί αντεπαναστατικές πράξεις από τις μεγάλες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις. Οι Ηνωμένες Πολιτείες μονάχα, έχουν επέμβει στρατιωτικά στο εξωτερικό εκατοντάδες φορές μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, κυρίως στον Παγκόσμιο Νότο, με αποτέλεσμα τον θάνατο εκατομμυρίων[64]. Στα τέλη του 20ου και στις αρχές του 21ου αιώνα, οι κύριες αντιφάσεις του καπιταλισμού έχουν καταστεί αυτές του ιμπεριαλισμού και της τάξης.

 

Η αυξανόμενη άρνηση του ιμπεριαλισμού στην Αριστερά

Η άρνηση της πραγματικότητας του ιμπεριαλισμού, εν όλω ή εν μέρει, έχει μακρά ιστορία στη δυτική ευρωκεντρική Αριστερά, αρχής γενομένης με τον ξεκάθαρο «σοσιαλιμπεριαλισμό» της Φαβιανής Εταιρείας (Fabian Society) στη Βρετανία, ενώ αντανακλάται και στον σοσιαλσοβινισμό όλων των κύριων ευρωπαϊκών σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων της εποχής του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου. Ωστόσο, με την αναζωογόνηση της δυτικής Αριστεράς κατά τη μεταπολεμική περίοδο, ιδιαίτερα στις δεκαετίες του 1960 και του ’70, οι δυτικοί σοσιαλιστές υιοθέτησαν μια έντονα αντιιμπεριαλιστική στάση, υποστηρίζοντας τους εθνικοαπελευθερωτικούς αγώνες σε όλο τον κόσμο. Αυτό άρχισε να ατονεί με την εξασθένιση του κινήματος κατά του πολέμου στο Βιετνάμ στις αρχές της δεκαετίας του 1970[65].

Το 1973, ο Μπιλ Γουόρεν παρουσίασε στο New Left Review την άποψη ότι ο Μαρξ στα «Μελλοντικά Αποτελέσματα της Βρετανικής Κυριαρχίας στην Ινδία» (1853) είχε δει τον ιμπεριαλισμό ως προοδευτική δύναμη, μια άποψη που, όπως δήλωσε ο Warren, αργότερα ανατράπηκε λανθασμένα από τον Λένιν[66]. Η ερμηνεία του Μαρξ από τον Γουόρεν εδώ ερχόταν σε αντίθεση με την πολύ πιο εμπεριστατωμένη πραγμάτευση από θεωρητικούς στις Ηνωμένες Πολιτείες, την Ινδία και την Ιαπωνία από τη δεκαετία του 1960 και μετά, οι οποίοι κατέδειξαν ότι ο Μαρξ, από τις αρχές της δεκαετίας του 1860, είχε αναγνωρίσει τον τρόπο με τον οποίο η αποικιοκρατία εμπόδιζε την ανάπτυξη στις αποικίες[67]. Παρ’ όλα αυτά, η αντίληψη ότι ο Μαρξ , ακόμη και ο Λένιν, είχαν υιοθετήσει την άποψη έβλεπε τον Ιμπεριαλισμό [ως] Πρωτοπορία του Καπιταλισμού -ο τίτλος/υπότιτλος του βιβλίου του Γουόρεν που εκδόθηκε μετά θάνατον το 1980- έγινε ένα κοινά αποδεκτό αξίωμα στην Αριστερά[68].

Πίσω από αυτή την ανάλυση βρισκόταν η απόρριψη από την ευρωκεντρική Αριστερά του συμπεράσματος ότι οι χώρες του καπιταλιστικού πυρήνα εκμεταλλεύονταν τις χώρες της περιφέρειας, μέσω των υψηλότερων ποσοστών εκμετάλλευσης των εργαζομένων στις εξαρτημένες χώρες, και της συνεπαγόμενης ιδιοποίησης μεγάλου μέρους αυτού του τεράστιου πλεονάσματος από τις ιμπεριαλιστικές χώρες στο κέντρο του συστήματος. Εδώ και καιρό υποστηρίζεται από ευρωκεντρικούς σοσιαλιστές –αντίθετα με την ανάλυση του Λένιν, του Μπάραν και του Αμίν – ότι το υψηλότερο ποσοστό παραγωγικότητας στον Παγκόσμιο Βορρά ακύρωνε τη μισθολογική διαφορά μεταξύ Βορρά και Νότου σε σημείο τέτοιο που το επίπεδο εκμετάλλευσης στον Βορρά ήταν στην πραγματικότητα υψηλότερο απ’ ό,τι στον Νότο[69]. Ωστόσο, αυτή η θέση περί υψηλότερου ποσοστού εκμετάλλευσης στον Βορρά έχει πλέον διαψευστεί οριστικά ως αποτέλεσμα της εμπειρικής έρευνας σχετικά με το μοναδιαίο κόστος εργασίας και την αξία που καρπώνεται το κέντρο από την εργασία στην περιφέρεια (και την ημιπεριφέρεια) μέσω της άνισης ανταλλαγής. Η μία μελέτη μετά την άλλη έχουν δείξει ότι ακόμη και όταν λαμβάνονται υπόψη τα επίπεδα παραγωγικότητας/δεξιοτήτων, τα οποία είναι πλέον συγκρίσιμα στην εξαγωγική βιομηχανία στον Παγκόσμιο Νότο και στον Παγκόσμιο Βορρά (δεδομένου ότι χρησιμοποιείται η ίδια ακριβώς τεχνολογία, η οποία έχει εισαχθεί από τις πολυεθνικές εταιρείες), το ποσοστό εκμετάλλευσης είναι πολύ υψηλότερο στον Παγκόσμιο Νότο, με το πολύ χαμηλότερο μοναδιαίο κόστος εργασίας. Πράγματι, η σημερινή τάση προς την απόλυτη άρνηση της θεωρίας του ιμπεριαλισμού μπορεί να αποδοθεί εν μέρει σε μια προσπάθεια, μπροστά σε αυτά τα αυξανόμενα στοιχεία, να αποφευχθεί η πραγματικότητα της υπερεκμετάλλευσης της περιφέρειας από το κέντρο, με την εγκατάλειψη του όλου ζητήματος του ιμπεριαλισμού.

Στη ρίζα των επικρίσεων του οικονομικού ιμπεριαλισμού που προέρχονται από δυτικούς ευρωκεντρικούς κύκλους είναι η απόρριψη της θέσης της εργατικής αριστοκρατίας του Ένγκελς και του Λένιν. Έτσι, η όλη ιδέα ότι ένα τμήμα της εργατικής τάξης στον ιμπεριαλιστικό πυρήνα της παγκόσμιας οικονομίας επωφελείται από τον ιμπεριαλισμό εξοβελίστηκε ως πολιτικώς επιλήψιμη. Ωστόσο, η ύπαρξη μιας εργατικής αριστοκρατίας σε κάποιο βαθμό είναι δύσκολο να αμφισβητηθεί σε οποιαδήποτε ρεαλιστική βάση. Ένδειξη αυτού είναι ότι η μία μελέτη μετά την άλλη επιβεβαιώνουν ότι η συνδικαλιστική ηγεσία της AFL-CIO στις Ηνωμένες Πολιτείες έχει ιστορικά προσανατολιστεί στον επιχειρηματικό συνδικαλισμό (Σ.τ.Μ., business unionism) και είναι στενά συνδεδεμένη με το στρατιωτικο-βιομηχανικό σύμπλεγμα. Ως εκ τούτου, έχει καταστεί συνένοχη της καθεστηκυίας τάξης πραγμάτων. Η ηγεσία της AFL-CIO έχει συνεργαστεί με τη CIA καθ’ όλη τη διάρκεια της μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο εποχής για την καταστολή των προοδευτικών συνδικάτων σε όλο τον Παγκόσμιο Νότο, υποστηρίζοντας τα πιο εκμεταλλευτικά καθεστώτα. Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι από αυτές και άλλες απόψεις, το ανώτερο στρώμα της εργασίας (ή οι εκπρόσωποί του) έχει καιροσκοπικά αντιταχθεί στις ανάγκες τόσο της πλειοψηφίας των εργαζομένων στις Ηνωμένες Πολιτείες όσο και του παγκόσμιου προλεταριακού κινήματος στο σύνολό του. Η εργατική ηγεσία στην Ευρώπη που συνδέεται με τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα έχει ιστορικά επιδείξει παρόμοιες τάσεις. Η συντριπτική λευκότητα της ηγεσίας των περισσότερων συνδικάτων στις δυτικές χώρες και ο ρατσισμός που είναι τόσο εμφανής σε αυτά συμβάλλει περαιτέρω στην εξήγηση της αντιδραστικής υποστήριξης των ιμπεριαλιστικών πολιτικών των κυβερνήσεων τους[70].

Μπροστά σε τέτοιες ιστορικές αντιφάσεις, μια νέα προσέγγιση της αριστερής άρνησης του ιμπεριαλισμού εισήχθη με το βιβλίο του Αρίγκι Η Γεωμετρία του Ιμπεριαλισμού (1978), το οποίο, παρά τον τίτλο του, προσπάθησε να χρησιμοποιήσει την έννοια της ηγεμονίας (μέρος της θεωρίας του ιμπεριαλισμού) για να εκτοπίσει την έννοια του ιμπεριαλισμού στο σύνολό του, περιορίζοντάς τον στις γεωπολιτικές του πτυχές και αποφεύγοντας το ζήτημα της διεθνούς οικονομικής εκμετάλλευσης. Για τον Αρίγκι, οι παλιές θεωρίες του ιμπεριαλισμού, αρχής γενομένης από τον Λένιν, ήταν «παρωχημένες». Αυτό που απέμενε ήταν ένα παγκόσμιο σύστημα που αποτελούνταν από έθνη-κράτη, τα οποία όλα μαζί «διαγκωνίζονται» για την ηγεμονία. Στο βιβλίο του Ο Μακρύς Εικοστός Αιώνας (1994), ο Αρίγκι απέφυγε εντελώς να αναφερθεί στον όρο «ιμπεριαλισμός» σε ό, τι αφορά τον κόσμο μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο· ενώ εγκατέλειψε επίσης την έννοια του μονοπωλιακού κεφαλαίου μέσω της νεοκλασικής θεωρίας του κόστους συναλλαγών[71].

Αλλά ήταν τελικά ο συνδυασμός των συνεπειών της πτώσης του Τείχους του Βερολίνου το 1989, το επακόλουθο κύμα της παγκοσμιοποίησης και η επιθετική εφόρμηση της Ουάσιγκτον για μια μονοπολική τάξη πραγμάτων που οδήγησαν σε πολύ πιο ανοιχτές αρνήσεις του ιμπεριαλισμού στην Αριστερά. Κατά ειρωνικό τρόπο, σε μια εποχή που οι φιλελεύθεροι πανηγύριζαν για έναν νέο γυμνό ιμπεριαλισμό, μεγάλο μέρος της παγκόσμιας Αριστεράς εγκατέλειψε κάθε κριτική έννοια της θεωρίας του ιμπεριαλισμού, προσφέροντας μάλιστα, σε ορισμένες περιπτώσεις, υποστήριξη στην νέα αυτοκρατορική ιδεολογία[72]. Εδώ η ιδεολογική ηγεμονία που ασκεί το κεφάλαιο πάνω στη δυτική Αριστερά ήταν παραπάνω από εμφανής[73]. Στο βιβλίο του «Τι Απέγινε ο Ιμπεριαλισμός;» το 1990, ο Πραμπάτ Πατνάικ επεσήμανε ότι η «εκκωφαντική σιωπή» για την πολιτική οικονομία του ιμπεριαλισμού μεταξύ των Ευρωπαίων και Αμερικανών μαρξιστών στη δεκαετία του 1980 και στη δεκαετία του ’90, η οποία αποτελούσε μια οξεία ρήξη με τις δεκαετίες του ’60 και του ’70, δεν ήταν το προϊόν μιας εκτεταμένης θεωρητικής συζήτησης εντός του μαρξισμού. Αντίθετα, θα μπορούσε να αποδοθεί «στην ίδια την ενίσχυση και εδραίωση του ιμπεριαλισμού»[74].

Ένα παράδειγμα της υποχώρησης της δυτικής Αριστεράς στη θεωρία του ιμπεριαλισμού ήταν Η Αυτοκρατορία των Μάικλ Χαρντ και Αντόνιο Νέγκρι, που εκδόθηκε από το Harvard University Press το 2000 και επαινέθηκε από όλα τα κυρίαρχα μέσα ενημέρωσης στις Ηνωμένες Πολιτείες, συμπεριλαμβανομένων των New York Times, Time, και Foreign Affairs. Υιοθετώντας ρητώς την οπτική ενός επίπεδου κόσμου, όχι εντελώς διαφορετική από εκείνη που προώθησε αργότερα ο αρθρογράφος των New York Times Τόμας Φρίντμαν στο έργο του Ο Κόσμος είναι Επίπεδος του 2005, οι Χαρντ και Νέγκρι υποστήριξαν ότι ο ιεραρχικός ιμπεριαλισμός του παρελθόντος είχε πλέον αντικατασταθεί από τον «ομαλό χώρο της καπιταλιστικής παγκόσμιας αγοράς». Δεν ήταν «πλέον δυνατόν», διακήρυξαν, «να οριοθετούνται μεγάλες γεωγραφικές ζώνες ως κέντρο και περιφέρεια, ως Βορράς και Νότος». Στην πραγματικότητα, «ο ιμπεριαλισμός», έφτασαν στο σημείο να ισχυριστούν, «δημιουργεί στ’ αλήθεια έναν ζουρλομανδύα για το κεφάλαιο» παρεμβαίνοντας στις τάσεις του καπιταλισμού για έναν επίπεδο κόσμο. Οι Χαρντ και Νέγκρι επρόκειτο να δώσουν στην αντίληψή τους για μια βασισμένη-σε-κανόνες, παγκόσμια-συνταγματική τάξη, με πρότυπο τις Ηνωμένες Πολιτείες, η οποία ήταν ταυτόχρονα αποκεντρωμένη και αποεδαφικοποιημένη, το όνομα «Αυτοκρατορία», για να τη διακρίνουν από τον ιμπεριαλισμό[75].

Το έργο των Χαρντ και Νέγκρι συνέβαλε στην έμπνευση του μαρξιστή γεωγράφου Ντέιβιντ Χάρβεϊ για το βιβλίο του Ο Νέος Ιμπεριαλισμός το 2003. Εδώ, ο Χάρβεϊ επαναδρομολόγησε τη θεωρία του ιμπεριαλισμού μέσω της έννοιας του Μαρξ της «αρχικής απαλλοτρίωσης» (ή της «λεγόμενης πρωταρχικής συσσώρευσης»), μετονομάζοντάς την σε «συσσώρευση μέσω εκποίησης (Σ.τ.Μ., dispossession)»[76]. Η απαλλοτρίωση, που συνδέεται με τη ληστεία ή την εκποίηση, αντί για την εκμετάλλευση που είναι εσωτερική της οικονομικής διαδικασίας, έγινε η ουσία του «νέου ιμπεριαλισμού». Ο ρόλος της εκμετάλλευσης στη θεωρία του Λένιν για τον ιμπεριαλισμό, η οποία τον συνέδεε άμεσα με τον μονοπωλιακό καπιταλισμό, παραγκωνίστηκε στην ανάλυση του Χάρβεϊ, οδηγώντας στη φαντασίωσή του περί ενός «Ιμπεριαλισμού του ‘New Deal’» ή για μια ανανεωμένη Πολιτική Καλής Γειτονίας (Σ.τ.Μ., Good Neighbor policy) ως λύση στη διεθνή σύγκρουση. Αυτή η άποψη απέτυχε να δει τον ιμπεριαλισμό ως διαλεκτικά συνδεδεμένο με τον καπιταλισμό και ως τόσο βασικό στοιχείο αυτού του συστήματος, όσο και η ίδια η αναζήτηση κερδών[77].

Αν και συχνά χαρακτηρίζεται ως ένας από τους σημαντικότερους θεωρητικούς του ιμπεριαλισμού, ο Χάρβεϊ εγκατέλειψε ρητά τον πυρήνα της θεωρίας που αναπτύχθηκε από τον Λένιν, τον Μάο και τους θεωρητικούς της εξάρτησης, της άνισης ανταλλαγής και του παγκόσμιου συστήματος, κατατάσσοντας ολόκληρη αυτή τη σχεδόν εκατονταετή παράδοση στις απόψεις της «παραδοσιακής Αριστεράς». Αντ’ αυτού, παρουσίασε τη δική του οπτική ως συγγενή με εκείνη της Αυτοκρατορίας των Χαρντ και Νέγκρι, η οποία, όπως είπε, είχε θέσει «μια αποκεντρωμένη διαμόρφωση της αυτοκρατορίας που είχε πολλές νέες, μεταμοντέρνες ιδιότητες»[78]. Στο βαθμό που εξακολουθούσε να στηρίζεται στην κλασική μαρξιστική θεωρία του ιμπεριαλισμού, αυτό αφορούσε την έννοια της Ρόζας Λούξεμπουργκ για τον ιμπεριαλισμό ως την κατάκτηση και απαλλοτρίωση μη καπιταλιστικών τομέων, ιδίως σε εξωτερικές περιοχές, δημιουργώντας έτσι νέες αγορές για τη στήριξη της συσσώρευσης, οι οποίες στη συνέχεια απορροφήθηκαν από το όλο καπιταλιστικό σύστημα. Ο ιμπεριαλισμός, υπό αυτή την έννοια, αποτελούσε μια αυτοκαταστροφική πραγματικότητα. Αν και η ανανεωμένη έμφαση στην απαλλοτρίωση, στην ανάλυση του Χάρβεϊ, ήταν σημαντική, η εισαγωγή της με τέτοιο τρόπο ώστε να εκτοπίζει το ρόλο της διεθνούς εκμετάλλευσης ήταν ένα βήμα προς τα πίσω[79].

Το 2010, στο έργο του Το Αίνιγμα του Κεφαλαίου, ο Χάρβεϊ προχώρησε ακόμη περισσότερο, υποστηρίζοντας ότι είχε συντελεστεί μια «άνευ προηγουμένου μετατόπιση» που είχε «αντιστρέψει τη μακροχρόνια διαρροή πλούτου από την ανατολική, νοτιοανατολική και νότια Ασία προς την Ευρώπη και τη Βόρεια Αμερική, η οποία συνέβαινε από τον 18ο αιώνα – μια διαρροή που ο Άνταμ Σμιθ σημείωσε με λύπη στο βιβλίο του Ο Πλούτος των Εθνών… [Αυτό] έχει αλλάξει το κέντρο βάρους της καπιταλιστικής ανάπτυξης»[80]. Το έρεισμά του επ’ αυτού ήταν μια έκθεση του 2008 του Εθνικού Συμβουλίου Πληροφοριών των ΗΠΑ για τις Παγκόσμιες Τάσεις 2025, η οποία προέβλεπε έναν πιο πολυπολικό κόσμο. Αλλά ενώ η έκθεση αυτή ανέμενε ότι οι ασιατικές οικονομίες θα συνέχιζαν να αναπτύσσονται σχετικά ταχύτερα από τις Ηνωμένες Πολιτείες και την Ευρώπη μέχρι το 2025, συνάδοντας με την παρακμή της αμερικανικής ηγεμονίας και την αυξανόμενη πολυπολικότητα, δεν υποδείκνυε αυτό που ο Χάρβεϊ ονόμασε «αντιστροφή» στις ροές κεφαλαίων σε παγκόσμιο επίπεδο, πολύ περισσότερο οποιαδήποτε αντιστροφή της ιστορικής διαρροής κεφαλαίων από την Ανατολή/Νότο προς τη Δύση/Βορρά[81].

Η πρόσφατη εκτίμηση, που αναφέρθηκε παραπάνω, από τον Χίκελ και τους συναδέλφους του, περί των 18,4 τρισεκατομμυρίων δολαρίων που απέσπασε ο Παγκόσμιος Βορράς από τον Παγκόσμιο Νότο μέσω της διαδικασίας της άνισης ανταλλαγής το 2021 -συν τα εκατοντάδες δισεκατομμύρια δολάρια από τη μεταφορά οικονομικών πόρων από τις αναπτυσσόμενες προς τις αναπτυγμένες χώρες κάθε χρόνο (που ανέρχονται, σύμφωνα με την UNCTAD, σε 977 δισεκατομμύρια δολάρια μόνο το 2012)- καθιστά σαφές ότι η έννοια του Χάρβεϊ περί «αντιστροφής» της ιστορικής διαρροής κεφαλαίων είναι αβάσιμη. Σύμφωνα με μελέτη του Ματέο Κρόσσα, η μεταφορά αξίας μέσω άνισης ανταλλαγής στον εξαγωγικό τομέα της μεταποίησης από το Μεξικό στις Ηνωμένες Πολιτείες μόνο το 2022 ήταν 128 δισεκατομμύρια δολάρια[82].

Το 2014, ο Χάρβεϊ παρέλειψε να συμπεριλάβει τον ιμπεριαλισμό στις Δεκαεπτά Αντιφάσεις του Καπιταλισμού. Το 2017, ανακοίνωσε ότι ο «ιμπεριαλισμός» θα πρέπει να θεωρηθεί ως «ένα είδος μεταφοράς, παρά ως κάτι πραγματικό»[83]. Ένα χρόνο αργότερα, επανήλθε σε αυτό δηλώνοντας ότι προτιμά τη γεωμετρική προσέγγιση του παγκόσμιου συστήματος του Αρίγκι, η οποία «εγκαταλείπει την έννοια του ιμπεριαλισμού (ή, εν προκειμένω, την αυστηρή γεωγραφία του πυρήνα και της περιφέρειας που ορίζει η θεωρία των παγκόσμιων συστημάτων) υπέρ μιας πιο ανοιχτής και ρευστής ανάλυσης των μεταβαλλόμενων ηγεμονιών εντός του παγκόσμιου συστήματος»[84]. Με αυτόν τον τρόπο, η ανάλυση του «νέου ιμπεριαλισμού» του Χάρβεϊ, η οποία, από την αρχή, είχε σχεδιαστεί για να εγκαταλείψει το μεγαλύτερο μέρος της κλασικής μαρξιστικής θεωρίας του ιμπεριαλισμού, ενσωματώθηκε στην κυρίαρχη γεωπολιτική ανάλυση, αποκλείοντας τις έννοιες κέντρο-περιφέρεια, Βορράς-Νότος και οποιαδήποτε συνεκτική αντίληψη του οικονομικού ιμπεριαλισμού.

Ο Καναδός ιστορικός και κοινωνιολόγος Μόις Ποστόν, περισσότερο γνωστός σήμερα για το έργο του Χρόνος, Εργασία και Κοινωνική Κυριαρχία (1993), παρουσίασε το 2006 μια ανάλυση που ασκεί δριμεία κριτική στην αντιιμπεριαλιστική θεωρία και πολιτική. «Πολλοί που αντιτάχθηκαν στις αμερικανικές πολιτικές» στη Μέση Ανατολή και αλλού, έγραψε,

«κατέφυγαν σε… ανεπαρκή και αναχρονιστικά ‘αντιιμπεριαλιστικά’ εννοιολογικά πλαίσια και πολιτικές θέσεις. Στον πυρήνα αυτού του νεο-αντιιμπεριαλισμού βρίσκεται μια φετιχιστική κατανόηση της παγκόσμιας ανάπτυξης -δηλαδή, μια περιοριστική κατανόηση αφηρημένων ιστορικών διαδικασιών με όρους πολιτικούς και υποκειμενικοποίησης. Η αφηρημένη και δυναμική κυριαρχία του κεφαλαίου έχει φετιχοποιηθεί σε παγκόσμιο επίπεδο ως κυριαρχία των Ηνωμένων Πολιτειών, ή, σε ορισμένες παραλλαγές, ως κυριαρχία των Ηνωμένων Πολιτειών και του Ισραήλ… Επισημαίνει αλληλεπικαλυπτόμενες φετιχοποιημένες αντιλήψεις για τον κόσμο και υποδεικνύει ότι τέτοιες αντιλήψεις έχουν πολύ αρνητικές συνέπειες για τη συγκρότηση μιας επαρκούς αντιηγεμονικής πολιτικής σήμερα. Αυτός ο αναζωπυρωμένος μανιχαϊσμός, ο οποίος έρχεται σε αντίθεση με άλλες μορφές αντιπαγκοσμιοποίησης… δεν είναι επαρκής για τον σύγχρονο κόσμο και, σε ορισμένες περιπτώσεις, μπορεί ακόμη και να χρησιμεύσει ως νομιμοποιητική ιδεολογία για αυτό που πριν από εκατό χρόνια θα είχε ονομαστεί ιμπεριαλιστικοί ανταγωνισμοί.»[85]

Αλλά εφόσον οι Ηνωμένες Πολιτείες αποτελούν αναμφισβήτητα το ηγεμονικό κέντρο του παγκόσμιου μονοπωλιακού-χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου που εμπλέκεται πλέον σε διαρκή πόλεμο στον Παγκόσμιο Νότο, ο ισχυρισμός του Ποστόν ότι μια αντίληψη που εστιάζει σε αυτό είναι «φετιχιστική» καταλήγει σε έναν λαβύρινθο αντιφάσεων από τον οποίο δεν μπορεί να ξεφύγει[86]. Η αντίληψη ότι η αντιιμπεριαλιστική πολιτική πρέπει να αντικατασταθεί από μια αντιηγεμονική και αντιπαγκοσμιοποιητική πολιτική είναι εκτεθειμένη η ίδια στην κατηγορία ότι φετιχοποιεί μια αφηρημένη παγκοσμιοποίηση, χάνοντας από τα μάτια της ολόκληρη την ιστορική πραγματικότητα του ιμπεριαλισμού μέχρι σήμερα.

Οι πιο πρόσφατες εξελίξεις ως προς την άρνηση της θεωρίας του ιμπεριαλισμού από τη δυτική ευρωκεντρική Αριστερά, που τώρα επεκτείνεται σε επικρίσεις της αντιιμπεριαλιστικής Αριστεράς, έχουν παράλληλη πορεία με τις αλλαγές στην παγκόσμια τάξη που συνδέονται με τη φθίνουσα ηγεμονία των ΗΠΑ. Μετά τη Μεγάλη Οικονομική Κρίση του 2007-2009 και τη συνεχιζόμενη άνοδο της Κίνας, ο Μπαράκ Ομπάμα έθεσε σε εφαρμογή το «πίβοτ προς την Ασία». Ακολούθησε ο Νέος Ψυχρός Πόλεμος κατά της Κίνας που ξεκίνησε από την κυβέρνηση του Ντόναλντ Τραμπ , τον οποίο συνέχισε η κυβέρνηση του Τζο Μπάιντεν Η Ουάσινγκτον κατέφυγε στην αυξημένη χρήση της χρηματοοικονομικής ισχύος των ΗΠΑ για την εφαρμογή μαζικών κυρώσεων σε χώρες που θεωρήθηκαν απείθαρχες και εκτός της εξουσίας των ΗΠΑ. Αυτό εντάθηκε με την έναρξη του πολέμου Ουκρανίας-Ρωσίας (ή του πολέμου δι’ αντιπροσώπων ΝΑΤΟ-Ρωσίας) το 2022. Ως αποτέλεσμα, οι απόψεις για τον ιμπεριαλισμό διαφόρων αριστερών στοχαστών αναδιαμορφώθηκαν ριζικά, οδηγώντας σε μια πιο ανοιχτή εγκατάλειψη της παραδοσιακής κριτικής του ιμπεριαλισμού.

Είναι εντός αυτού του ιστορικού πλαισίου που ο Τσίμπερ, σε μια συνέντευξη του το 2022 στο Jacobin, επέλεξε ανοιχτά να απορρίψει όλα τα θεμελιώδη στοιχεία της θεωρίας του Λένιν για τον ιμπεριαλισμό. Ξεκίνησε υποστηρίζοντας ότι «ο ιμπεριαλισμός πρέπει να διακρίνεται από τον καπιταλισμό». Επιπλέον, την αντίληψη του Λένιν για τον ιμπεριαλισμό ως μονοπωλιακό καπιταλισμό, την ανακήρυξε ως «ελαττωματική», καθώς «στα τέλη του εικοστού αιώνα και στις αρχές του εικοστού πρώτου, δεν υπάρχει καμία συστημική τάση προς το μονοπώλιο». Εδώ, η επίθεση του Τσίμπερ στην ίδια την έννοια του μονοπωλιακού κεφαλαίου αποκάλυψε την άγνοιά του για την τεράστια αύξηση τις τελευταίες δεκαετίες της συγκέντρωσης και της συγκεντρoποίησης του κεφαλαίου που συνδέεται με διαδοχικά κύματα συγχωνεύσεων, οδηγώντας στη συνεχή αύξηση της μονοπωλιακής δύναμης, μαζί με τη συγκεντροποίηση της χρηματοδότησης. Το 2012, οι διακόσιες κορυφαίες επιχειρήσεις (όλες εταιρείες) στις Ηνωμένες Πολιτείες -από ένα σύνολο 5,9 εκατομμυρίων εταιρειών, 2 εκατομμυρίων προσωπικών εταιρειών, 17,7 εκατομμυρίων μη γεωργικών ατομικών επιχειρήσεων και 1,8 εκατομμυρίων γεωργικών ατομικών επιχειρήσεων- αντιπροσώπευαν περίπου το 30% των ακαθάριστων κερδών των ΗΠΑ, και το μερίδιο αυτό αυξάνεται με ταχείς ρυθμούς. Τα έσοδα των πεντακοσίων μεγαλύτερων παγκόσμιων επιχειρήσεων ισοδυναμούν σήμερα με περίπου 35-40% του συνολικού παγκόσμιου εισοδήματος[87]. Το 2020, οι συναλλαγές της παγκόσμιας αλυσίδας αξίας (Global Value Chain, GVC) από τις πολυεθνικές επιχειρήσεις, αντιπροσώπευαν το μεγαλύτερο μέρος του παγκόσμιου εμπορίου. Η «εντατικοποίηση της GVC» μιας χώρας, σύμφωνα με την Παγκόσμια Τράπεζα, ενισχύεται στο βαθμό που οι εξαγωγές της χώρας ενσωματώνουν εισαγόμενες εισροές από άλλες χώρες. Όπως εξηγείται στην Παγκόσμια Έκθεση για την Ανάπτυξη 2020: Εμπόριο για την Ανάπτυξη στην Εποχή των Παγκόσμιων Αλυσίδων Αξίας, «οι [παγκόσμιοι] κορυφαίοι συντελεστές της εντατικοποίησης των GVC [την περίοδο 1990-2015] ήταν η Γερμανία, οι Ηνωμένες Πολιτείες, η Ιαπωνία, η Ιταλία και η Γαλλία», με το Ηνωμένο Βασίλειο να μην είναι πολύ πίσω. Στο επίκεντρο των παγκόσμιων αλυσίδων αξίας στον κόσμο βρίσκονται επομένως οι ίδιες μεγάλες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις (που φιλοξενούν παγκόσμιες μονοπωλιακές επιχειρήσεις) όπως και την εποχή του Λένιν[88].

Έχοντας απορρίψει την έννοια του μονοπωλιακού κεφαλαίου, ο Τσίμπερ είναι σε θέση να καταργήσει κάθε συνεκτική έννοια της διεθνούς εκμετάλλευσης ή του ιμπεριαλισμού. «Οι διεθνείς ροές κεφαλαίου δεν συνιστούν ιμπεριαλισμό», γράφει, «αυτός είναι απλώς ο καπιταλισμός» – ως εάν ο ιμπεριαλισμός να ήταν εντελώς διαχωρισμένος από τους οικονομικούς νόμους κίνησης του καπιταλισμού. Η θεωρία του Λένιν, μας λέει, ήταν μάλλον πολιτική παρά οικονομική, κυρίως για τον «διακρατικό ανταγωνισμό». Επιπλέον, η ανάλυση του Λένιν ήταν μοιραία «ελαττωματική» και με άλλους τρόπους. Έτσι, η ανάλυση του Λένιν (μαζί με εκείνη των μεταγενέστερων λενινιστών), όπως μας πληροφορεί, ήταν γραμμική και σταδιολογική, με όλες τις χώρες να πρέπει να περάσουν «από ένα καπιταλιστικό στάδιο» – μια θέση, ωστόσο, που, όπως είδαμε, ο Λένιν απέρριπτε ρητά. Το χειρότερο απ’ όλα, η κριτική του Λένιν στον ιμπεριαλισμό περιλάμβανε την έννοια της εργατικής αριστοκρατίας, η οποία, σύμφωνα με τον Τσίμπερ, «δεν έχει καμία απολύτως σημασία για μια γενική ανάλυση είτε του Βορρά είτε του παγκόσμιου καπιταλισμού»[89].

Κατά την άποψη του Τσίμπερ, ο «αντιιμπεριαλισμός» μπορεί να οριστεί ως οποιαδήποτε «συλλογική δράση στη [δική σας] χώρα ενάντια στον μιλιταρισμό και την επιθετικότητα της [δικής σας] κυβέρνησης εναντίον άλλων χωρών». Αυτό αποτελεί έναν καθαρά εθνικοπολιτικό ορισμό, διαχωρισμένο τόσο από τον προλεταριακό διεθνισμό όσο και από οποιαδήποτε άμεση αντίσταση στους νόμους κίνησης του ίδιου του καπιταλισμού στο μονοπωλιακό του στάδιο. Προκύπτει, σύμφωνα με αυτόν τον ορισμό, ότι ο αντιιμπεριαλισμός είναι ένας εθνικός αγώνας κατά της επιθετικής και μιλιταριστικής πολιτικής, και όχι η αντίθεση στον ιμπεριαλισμό ως σύστημα. Συνολικά, καταλήγει ο Τσίμπερ, υπήρξε μια μετατόπιση από «έναν λενινιστικό κόσμο σε έναν καουτσκικό κόσμο». Ως εκ τούτου, ο ιμπεριαλισμός πρέπει να ιδωθεί με καουτσκικούς όρους ως μια απλή εθνική πολιτική, η οποία περιλαμβάνει την ενότητα των χωρών που βρίσκονται στο κέντρο του συστήματος και είναι λογικά αποσυνδεδεμένη από το ζήτημα της παγκόσμιας εκμετάλλευσης[90]. Δεν αποτελεί έκπληξη, λοιπόν, ότι στο βιβλίο του Τσίμπερ του 2022, Το Ταξικό Matrix, το οποίο εστιάζει στην τάξη στην προηγμένη καπιταλιστική κοινωνία, δεν υπάρχει καμία πραγμάτευση του ιμπεριαλισμού, του μονοπωλιακού καπιταλισμού ή ακόμη και του μιλιταρισμού[91].

Σε παρόμοιο πνεύμα, ο Ρόμπινσον στο κεφάλαιο «Πέρα από την Θεωρία του Ιμπεριαλισμού» στο βιβλίο του Μέσα στην Καταιγίδα το 2018 αναφέρει: «Η κλασική εικόνα του ιμπεριαλισμού ως σχέση εξωτερικής κυριαρχίας είναι πλέον ξεπερασμένη… Το τέλος της εκτατικής διεύρυνσης του καπιταλισμού είναι το τέλος της ιμπεριαλιστικής εποχής του παγκόσμιου καπιταλισμού. Το σύστημα εξακολουθεί να κατακτά τον χώρο, τη φύση και τους ανθρώπους…. Αλλά δεν είναι ο ιμπεριαλισμός με την παλιά έννοια είτε των αντίπαλων εθνικών κεφαλαίων είτε της κατάκτησης των προκαπιταλιστικών περιοχών από τα κράτη του πυρήνα», αυτό που πρέπει να είναι το αντικείμενο της ανάλυσης σήμερα. Αντίθετα, αυτό που χρειάζεται είναι μια θεωρία του παγκόσμιου καπιταλισμού που θα εκτοπίσει όλα αυτά, εστιάζοντας κυρίως στη μετατόπιση της «χωρικής δυναμικής»[92].

Πιο πρόσφατα, σε άρθρα με τίτλους όπως «Ο αφόρητος μανιχαϊσμός της “αντιιμπεριαλιστικής” Αριστεράς» και «Η παρωδία του ‘αντιιμπεριαλισμού’», ο Ρόμπινσον επιδίωξε να αντικαταστήσει τον ιμπεριαλισμό με την ιδέα του για έναν πλήρως παγκοσμιοποιημένο καπιταλισμό που κυβερνάται από μια υπερεθνική καπιταλιστική τάξη. Στοχοποιώντας προσωπικότητες όπως ο Βιτζέι Πρασάντ της Τριηπειρωτικής (Tricontinental: Institute for Social Research), ο Ρόμπινσον καταδικάζει κάθε έννοια εκμετάλλευσης του Παγκόσμιου Νότου ή του «πρώην Τρίτου Κόσμου» από τον Παγκόσμιο Βορρά. Ένα έθνος, υποστηρίζει, αμφισβητώντας τη μαρξιστική θεωρία του ιμπεριαλισμού γενικά, δεν μπορεί να εκμεταλλεύεται ένα άλλο έθνος[93]. «Με τον όρο ιμπεριαλισμός», διακηρύσσει εννοούμε μόνο «τη βίαιη επέκταση του κεφαλαίου προς τα έξω με όλους τους πολιτικούς, στρατιωτικούς και ιδεολογικούς μηχανισμούς που αυτό συνεπάγεται». Η θεωρία του Λένιν για τον ιμπεριαλισμό, υποστηρίζει, είχε την «ουσία» της στην «αντιπαλότητα… των εθνικών καπιταλιστικών τάξεων» και όχι στην πάλη για την εκμετάλλευση των εθνών της περιφέρειας του καπιταλιστικού κόσμου – αυτό που ο ίδιος ο Λένιν, σε αντίθεση με τον Ρόμπινσον , όρισε ως «την οικονομική και πολιτική ουσία του ιμπεριαλισμού»[94].

Για τον Ρόμπινσον, οι συνθήκες του παγκόσμιου καπιταλισμού έχουν πλέον μεταβληθεί τόσο, ώστε δεν υπάρχει καμία σχέση με την «προηγούμενη δομή όπου το μητροπολιτικό αποικιακό κεφάλαιο απλά [!] απομυζούσε υπεραξία από τις αποικίες και την εναπόθετε πίσω στα αποικιακά ταμεία». Είναι αλήθεια ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες εμπλέκονται σε στρατιωτικές επεμβάσεις στον κόσμο, «αν θέλουμε να το ονομάσουμε αυτό ιμπεριαλισμό», λέει, τότε «ωραία», αλλά δεν πρέπει να το συγχέουμε αυτό με την παραδοσιακή μαρξιστική θεωρία του ιμπεριαλισμού ως διεθνούς εκμετάλλευσης[95].

Ομοίως, ο Ζιλμπέρ Ασκάρ, καθηγητής ανάπτυξης στη Σχολή Ανατολικών και Αφρικανικών Σπουδών (SOAS) του Πανεπιστημίου του Λονδίνου, δημοσίευσε ένα άρθρο στο The Nation το 2021 με τίτλο «Πώς να αποφύγετε τον αντιιμπεριαλισμό των ηλιθίων». Εδώ κατηγορούσε το σύνολο της αντιιμπεριαλιστικής Αριστεράς για «καμπισμό», δηλαδή για υποταγή σε ένα συγκεκριμένο στρατόπεδο ή μπλοκ, στον βαθμό που αντιτάσσονταν απερίφραστα στον υβριδικό ιμπεριαλισμό (οικονομικό, στρατιωτικό, χρηματοπιστωτικό και πολιτικό) που κατευθύνεται από τις Ηνωμένες Πολιτείες και τους συμμάχους τους στο πλαίσιο της τριάδας, εναντίον των χωρών του Παγκόσμιου Νότου. Όσοι σοσιαλιστές στάθηκαν σταθερά ενωμένοι με τους λαούς της περιφέρειας από θέση αρχής και ενάντια σε όλες τις στρατιωτικές επεμβάσεις και τις οικονομικές κυρώσεις κατηγορήθηκαν ότι με αυτόν τον τρόπο παρείχαν «κόκκινη απολογητική για τους δικτάτορες». Ταυτόχρονα, ο Ασκάρ ανέφερε και εδώ και αλλού ότι είναι απολύτως σκόπιμο, κατά την άποψή του, για τους «προοδευτικούς αντιιμπεριαλιστές» να υποστηρίζουν τη στρατιωτική επέμβαση των δυτικών ιμπεριαλιστικών δυνάμεων υπέρ της αλλαγής καθεστώτος, όπως είχε κάνει ο ίδιος στην περίπτωση της επέμβασης του 2011 στη Λιβύη, αν αυτή αποσκοπεί στο να βοηθήσει τα υποτιθέμενα προοδευτικά κινήματα, εκεί[96].

Οι δυτικοί αριστεροί, συνήθως σοσιαλδημοκράτες, έχουν ασκήσει σκληρή κριτική κατά της μετεπαναστατικής Κούβας και της Βενεζουέλας για τις υποτιθέμενες ηθικές, πολιτικές και οικονομικές τους αποτυχίες. Τέτοιες κατηγορίες διατυπώνονται έξω από κάθε ουσιαστικό πολιτικό πλαίσιο, βασιζόμενες κυρίως στην άκριτη αποδοχή προπαγανδιστικών αναφορών από τα αμερικανικά και ευρωπαϊκά μέσα ενημέρωσης, ενώ αγνοούν σε μεγάλο βαθμό τις τεράστιες επιτυχίες αυτών των κρατών. Οι επικρίσεις υποβαθμίζουν πάντοτε το γεγονός ότι και τα δύο αυτά έθνη υπόκεινται σήμερα στις πιο σοβαρές μορφές διεθνούς πολέμου και πολιορκίας που έχουν υπάρξει ποτέ. Οι οικονομικοί αποκλεισμοί και οι οικονομικές κυρώσεις έχουν σχεδιαστεί για να στερούν από αυτές τις κοινωνίες ακόμη και τα πιο απαραίτητα τρόφιμα και φάρμακα, σε συνδυασμό με τις περιοδικές απόπειρες πραξικοπήματος – όλα σχεδιασμένα από τη CIA και τον Λευκό Οίκο. Ωστόσο, η πλήρης έκταση του ρόλου των ΗΠΑ παρακάμπτεται από μια Αριστερά που φαίνεται να λειτουργεί σύμφωνα με τους κανόνες αυτού που το Ινστιτούτο Χούβερ αποκάλεσε «δημοκρατικό ιμπεριαλισμό»[97].

Ορισμένοι επικριτές της αντιιμπεριαλιστικής Αριστεράς σήμερα στοχοποιούν τον Αμίν, υποστηρίζοντας ότι η αποσύνδεση από τον ιμπεριαλισμό είναι παντελώς αδύνατη – ακόμη και με την έννοια του Αμίν για τη δημιουργία ενός πιο «πολυκεντρικού κόσμου» που δεν θα κυριαρχείται πλέον από τις ιμπεριαλιστικές μητροπόλεις της παγκόσμιας οικονομίας. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι σήμερα αναδύεται ένας πιο πολυπολικός κόσμος. Παρ’ όλα αυτά, ο Τζέρι Χάρις, οργανωτικός γραμματέας της GSA, υποστήριξε σε συνέντευξη που έδωσε στον Μπιλ Φλέτσερ, επί μακρόν συνδικαλιστή και μέλος του εκτελεστικού συμβουλίου της GSA, ότι η μετάβαση προς έναν πολυπολικό κόσμο είναι αδύνατη στον σημερινό πλήρως παγκοσμιοποιημένο ή υπερεθνικό καπιταλισμό, που κυβερνάται από μια υπερεθνική καπιταλιστική τάξη. Σύμφωνα με αυτή την άποψη, η οποία είναι ταυτόσημη με εκείνη του Ρόμπινσον, δεν υπάρχει διέξοδος από τη σημερινή παγκόσμια τάξη, αφού δεν υπάρχουν πλέον πραγματικές ιμπεριαλιστικές διαιρέσεις ή αυτόνομα έθνη-κράτη (εκτός ίσως από μερικά εναπομείναντα κράτη-ταραχοποιούς), και ως εκ τούτου δεν υπάρχει καμία δυνατότητα για οτιδήποτε έξω από την ολότητα του παγκόσμιου καπιταλισμού[98]. Εδώ η ανάλυση των θεωρητικών του αριστερού υπερεθνικού κεφαλαίου αποτυγχάνει να κατανοήσει ότι το κεφάλαιο, όσο κι αν παγκοσμιοποιείται, δεν είναι σε θέση να συγκροτήσει ένα παγκόσμιο κράτος. Ως εκ τούτου, δεν μπορεί να υπάρξει πραγματικά παγκόσμια καπιταλιστική τάξη ή υπερεθνικό καπιταλιστικό κράτος. Το σύστημα του κεφαλαίου, όπως παρατήρησε ο Ίστβαν Μέσαρος, είναι εγγενώς φυγόκεντρο και ανταγωνιστικό σε παγκόσμιο επίπεδο, αναπόφευκτα διαιρεμένο σε ανταγωνιστικά έθνη-κράτη. Η φύση αυτής της αντίφασης εκδηλώνεται σήμερα από τη μάταιη προσπάθεια των Ηνωμένων Πολιτειών να δημιουργήσουν γύρω τους ένα μονοπολικό σύστημα, ακόμη και ενώ η ηγεμονία τους εξασθενεί, υποδεικνύοντας την πιο θανατηφόρα φάση του ιμπεριαλισμού[99].

Μια άλλη θεωρητική εξέλιξη χαρακτηριστική της δυτικής ευρωκεντρικής Αριστεράς ήταν η υιοθέτηση με απλοϊκό τρόπο της θεωρίας του Λένιν για τον ιμπεριαλισμό, η οποία θεωρείται ως ένα απλό μοντέλο οριζόντιας ενδοϊμπεριαλιστικής σύγκρουσης μεταξύ μεγάλων δυνάμεων. Εδώ, η Κίνα και η Ρωσία απεικονίζονται ως εάν να αποτελούν ένα ενιαίο μπλοκ (αν και αντιπροσωπεύουν πολύ διαφορετικά πολιτικοοικονομικά συστήματα), που εμπλέκεται σε έναν ιμπεριαλιστικό ανταγωνισμό με την τριάδα των Ηνωμένων Πολιτειών, της Ευρώπης και της Ιαπωνίας[100]. Οι μεσαίου επιπέδου ή ημιπεριφερειακές χώρες του Παγκόσμιου Νότου μπαίνουν στο κάδρο ως «υποϊμπεριαλιστικές» δυνάμεις – μια έννοια που εισήγαγε για πρώτη φορά ο Μαρίνι στο πλαίσιο της θεωρίας της εξάρτησης, αλλά εδώ χρησιμοποιείται με πολύ διαφορετικό τρόπο[101]. Ο ιμπεριαλισμός, κατά τη νέα αυτή άποψη, δεν συνδέεται πλέον κυρίως με τον παγκόσμιο εκμεταλλευτικό ρόλο των μεγάλων ιμπεριαλιστικών δυνάμεων, όπως οι Ηνωμένες Πολιτείες, η Βρετανία, η Γερμανία, η Γαλλία, η Ιταλία και η Ιαπωνία, οι οποίες, αποτελώντας το κέντρο του καπιταλιστικού παγκόσμιου συστήματος, έχουν κυριαρχήσει στη μακραίωνη ιστορία του ιμπεριαλισμού. Αντίθετα, ο χαρακτηρισμός των ιμπεριαλιστικών κρατών επεκτείνεται και στις ημιπεριφερειακές και αναδυόμενες οικονομίες, οι οποίες πλέον ταξινομούνται ως ιμπεριαλιστικές ή υποϊμπεριαλιστικές, στο πνεύμα της θεώρησης του ιμπεριαλισμού κυρίως με οριζόντιους και όχι με κάθετους όρους.

Σύμφωνα με τον Άσλεϊ Σμιθ, διευθυντή σύνταξης του περιοδικού Spectre σε άρθρο του στο Tempest, οι Ηνωμένες Πολιτείες «είναι εγκλωβισμένες στον ανταγωνισμό», όχι μόνο με την Κίνα και τη Ρωσία και τους συμμάχους τους, αλλά και με «υποϊμπεριαλιστικά κράτη όπως το Ισραήλ, το Ιράν, η Σαουδική Αραβία, η Ινδία και η Βραζιλία»[102]. (Η ιδέα ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες βρίσκονται σε ανταγωνισμό με το Ισραήλ θα εκπλήξει αναμφίβολα αρκετούς!) Ωστόσο, όπως έχει δηλώσει πειστικά ο μαρξιστής οικονομολόγος Μάικλ Ρόμπερτς,

«Αμφιβάλλω αν ο υπο-ιμπεριαλισμός μας βοηθά να κατανοήσουμε τον σύγχρονο καπιταλισμό. Αποδυναμώνει την οριοθέτηση μεταξύ του ιμπεριαλιστικού μπλοκ του πυρήνα και της περιφέρειας των χωρών που κυριαρχούνται. Αν κάθε χώρα είναι ‘λίγο ιμπεριαλιστική’… (σ.σ. τότε ο ιμπεριαλισμός) αρχίζει να χάνει την αξία του ως χρήσιμη έννοια. Οι λεγόμενες υπο-ιμπεριαλιστικές χώρες δεν έχουν συνεχείς και τεράστιες μεταφορές αξίας και πόρων προς αυτές από ασθενέστερες οικονομίες. Στη δική μας εργασία [Roberts and Guglielmo Carchedi] για τον ιμπεριαλισμό και στην εμπειρική δουλειά άλλων, αυτή η ιεραρχική δομή της μεταφοράς αξίας δεν εμφανίζεται. Η Ινδία, η Κίνα και η Ρωσία μεταφέρουν στην πραγματικότητα πολύ μεγαλύτερα ποσά αξίας στο ιμπεριαλιστικό μπλοκ από ό,τι η Νότια Αμερική. Πάρτε τους BRICS, τους καλύτερους υποψήφιους για να είναι ‘υπο-ιμπεριαλιστές’. Δεν υπάρχει καμία ένδειξη για αξιοσημείωτα μεγάλες και μακροχρόνιες μεταφορές αξίας προς αυτές από ασθενέστερες/και ή γειτονικές οικονομίες.»[103]

Το επιχείρημα περί ενδοϊμπεριαλισμού σήμερα βασίζεται στην παρουσίαση της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας ως ιμπεριαλιστικής (και ξεκάθαρα καπιταλιστικής) δύναμης με την ίδια έννοια με τις Ηνωμένες Πολιτείες, αγνοώντας το ρόλο του «σοσιαλισμού με κινεζικά χαρακτηριστικά» και ολόκληρου του κινεζικού δρόμου ανάπτυξης, καθώς και τις διαδικασίες άνισης ανταλλαγής. Ο Ρόμπινσον πηγαίνει ένα βήμα παραπέρα, όχι μόνο υποστηρίζοντας με θέρμη ότι η Κίνα είναι ιμπεριαλιστική, αλλά και συνηγορώντας με τους New York Times στην αμφισβήτηση της ακεραιότητας ορισμένων από εκείνους που ανήκουν στην αντιιμπεριαλιστική Αριστερά, όπως ο Πρασάντ και η Τριηπειρωτική, που εκφράζουν την αλληλεγγύη τους προς την Κίνα ως μετεπαναστατική αναπτυσσόμενη χώρα που ευθυγραμμίζεται με τον Παγκόσμιο Νότο ενάντια στον ιμπεριαλισμό[104].

Ωστόσο, αυτές οι προσπάθειες της δυτικής ευρωκεντρικής Αριστεράς να χαρακτηριστεί η Κίνα ως ιμπεριαλιστική δεν μπορούν να βρουν καμία άλλη βάση για αυτό από το να σημειώσουν την ταχεία οικονομική ανάπτυξη της Κίνας, την επέκταση των εξαγωγών κεφαλαίου, τα μέτρα που λαμβάνει για την ενίσχυση της δικής της περιφερειακής ασφάλειας (μπροστά στην περικύκλωση από τις στρατιωτικές βάσεις και τις συμμαχίες των ΗΠΑ) και την αμφισβήτηση της ιμπεριαλιστικής τάξης που βασίζεται στο πλαίσιο της κυριαρχίας των ΗΠΑ και της Δύσης. Ο Πιερ Ρουσέ στο International Viewpoint δηλώνει ότι «δεν υπάρχει μεγάλη καπιταλιστική δύναμη που να μην είναι ιμπεριαλιστική. Η Κίνα δεν αποτελεί εξαίρεση». Αλλά η προσπάθειά του να δώσει συγκεκριμένα παραδείγματα γι’ αυτό, όσον αφορά την Κίνα, καθίσταται άνευ σημασίας αντιπαραβαλλόμενη στο ιμπεριαλιστικό παγκόσμιο σύστημα που διοικείται από τις Ηνωμένες Πολιτείες και την τριάδα ως σύνολο. Έτσι, καλούμαστε να πιστέψουμε ότι η Κίνα είναι ιμπεριαλιστική, καθότι «κατέχει σημαντικό θαλάσσιο χώρο» στην περιοχή της˙ κυβερνά το Χονγκ Κονγκ (που δεν είναι πλέον βρετανική αποικία, αλλά επεστράφη στην Κίνα)˙ παρεμβαίνει σε άλλες χώρες μέσω της «Πρωτοβουλίας Ζώνη και Δρόμος» (Belt and Road Initiative) που αποσκοπεί στην προώθηση της οικονομικής ανάπτυξης και θεωρείται ότι κατά καιρούς χρησιμοποιεί το χρέος ως μέσο πολιτικοοικονομικής επιρροής[105].

Ακόμη πιο δύσκολο για όσους επιδιώκουν να χαρακτηρίσουν την Κίνα ως ιμπεριαλιστική με την κλασική έννοια είναι ότι αντί να επιδιώκει να ενταχθεί στην κυριαρχούμενη από τις ΗΠΑ ιμπεριαλιστική τάξη ή να την αντικαταστήσει με αυτό που θα μπορούσε να θεωρηθεί ως μια νέα ιμπεριαλιστική τάξη, η κινεζική εξωτερική πολιτική έχει προσανατολιστεί στην προώθηση της αυτοδιάθεσης των εθνών, ενώ αντιτίθεται στη γεωπολιτική των μπλοκ και στις στρατιωτικές επεμβάσεις. Η τριπλή πρωτοβουλία του Πεκίνου για την Παγκόσμια Ασφάλεια (Global Security Initiative), για την Παγκόσμια Ανάπτυξη (Global Development Initiative) και για τον Παγκόσμιο Πολιτισμό (Global Civilization Initiative) αποτελούν μαζί τις κορυφαίες προτάσεις για την παγκόσμια ειρήνη στην εποχή μας[106]. Η Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας διαθέτει ελάχιστες στρατιωτικές βάσεις στο εξωτερικό, δεν έχει πραγματοποιήσει στρατιωτικές επεμβάσεις στο εξωτερικό και δεν έχει εμπλακεί καθόλου σε πολέμους παρά μόνο σε σχέση με την υπεράσπιση των δικών της συνόρων.

Σε αντίθεση με τα λεγόμενα του Χάρβεϊ, η Κίνα δεν ιδιοποιείται οικονομικό πλεόνασμα που παράγεται στις Ηνωμένες Πολιτείες. Το αντίθετο ισχύει. Το χαμηλό μοναδιαίο κόστος εργασίας των αγαθών που παράγονται στον Παγκόσμιο Νότο έχει οδηγήσει σε διεύρυνση των μικτών περιθωρίων κέρδους για τις πολυεθνικές από το κέντρο του συστήματος, των οποίων τα εμπορεύματα παράγονται στην Κίνα και σε άλλες αναπτυσσόμενες χώρες και στη συνέχεια εξάγονται για να καταναλωθούν στον Παγκόσμιο Βορρά, όπου η τελική τιμή πώλησης των αγαθών είναι πολλαπλάσια της τιμής εξαγωγής των αγαθών στις χώρες παραγωγής. Όπως έχει δείξει ο Μίνκι Λι, η Κίνα το 2017 παρουσίασε καθαρή απώλεια εργασίας στο εξωτερικό εμπόριο («υπολογιζόμενη ως η συνολική εργασία που ενσωματώνεται στα εξαγόμενα αγαθά και υπηρεσίες [της] μείον τη συνολική εργασία που ενσωματώνεται στα εισαγόμενα αγαθά και υπηρεσίες [της]»), η οποία ήταν ίση με σαράντα επτά εκατομμύρια εργατικά έτη· ενώ οι Ηνωμένες Πολιτείες παρουσίασαν την ίδια χρονιά καθαρό κέρδος εργασίας εξήντα τριών εκατομμυρίων εργατικών ετών[107]. Η Κίνα αναπτύχθηκε ταχύτατα σε αυτές τις συνθήκες διεθνούς υπερεκμετάλλευσης λόγω του ανοίγματός της στην παγκόσμια αγορά, το πλεονέκτημα του ισχυρού κρατικού της τομέα, μιας σχετικά σχεδιασμένης προσέγγισης της ανάπτυξης και άλλων βασικών παραγόντων. Ταυτόχρονα, μεγάλο μέρος του πλεονάσματος που δημιουργείται στον εξαγωγικό-μεταποιητικό τομέα της οικονομίας της αποστραγγίζεται, γεμίζοντας τα ταμεία των πολυεθνικών εταιρειών που εδρεύουν στο κέντρο της παγκόσμιας οικονομίας. Επί του παρόντος, το κατά κεφαλήν εισόδημα στις Ηνωμένες Πολιτείες είναι 6,5 φορές μεγαλύτερο από αυτό της Κίνας. Από αυτή τη θεμελιώδη άποψη, η Κίνα εξακολουθεί να είναι σε μεγάλο βαθμό μια αναπτυσσόμενη χώρα[108].

Όλα αυτά δεν αναιρούν ότι η Κίνα έχει αναδειχθεί σε μια μεγάλη οικονομική δύναμη που, και μόνο λόγω του ίδιου του μεγέθους της και της δικής της εσωτερικής δυναμικής ανάπτυξης, απειλεί την παγκόσμια ηγεμονία των ΗΠΑ, ιδίως όσον αφορά την πραγματική οικονομική παραγωγή. Παρ’ όλα αυτά, οι Ηνωμένες Πολιτείες και η τριάδα στο σύνολό της, οι μεγάλες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις στο κέντρο του καπιταλιστικού παγκόσμιου συστήματος, εξακολουθούν να διατηρούν (έστω και αν περιορίζεται ραγδαία) την τεχνολογική, οικονομική και στρατιωτική ηγεμονία σε ολόκληρο τον πλανήτη και συνεχίζουν να βασίζονται στην καθαρή άντληση οικονομικού πλεονάσματος από τον Παγκόσμιο Νότο.

Σε πλήρη αντίθεση με την Κίνα, οι Ηνωμένες Πολιτείες κατά τη διάρκεια της ιστορίας τους έχουν επέμβει στρατιωτικά σε 101 χώρες, σε ορισμένες από αυτές πολλές φορές. Από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, έχουν πραγματοποιήσει εκατοντάδες πολέμους/στρατιωτικές επεμβάσεις/πραξικοπήματα σε πέντε ηπείρους. Οι επεμβάσεις αυτές επιταχύνθηκαν μετά τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης και το τέλος του Ψυχρού Πολέμου. Σήμερα, στο πλαίσιο ενός Νέου Ψυχρού Πολέμου, η Ουάσινγκτον επεκτείνει την αλυσίδα των στρατιωτικών συμμαχιών της με ρητό στόχο τη διασφάλιση της στρατιωτικής της υπεροχής σε κάθε περιοχή του κόσμου. Οι Ηνωμένες Πολιτείες διαθέτουν 902 στρατιωτικές βάσεις στο εξωτερικό (με περίπου τετρακόσιες από αυτές να περιβάλλουν την ίδια την Κίνα). Εν τω μεταξύ, το Ηνωμένο Βασίλειο, που ενεργεί ως μικρότερος εταίρος, διαθέτει 145 ξένες στρατιωτικές βάσεις[109].

Ένα άρθρο του Ιουλίου 2024 με τίτλο «Ο πολυπολικός κόσμος: Ένας ευφημισμός για την υποστήριξη πολλαπλών ιμπεριαλισμών», γραμμένο από τον Φρέδερικ Τον Άνχελες και τους συνεργάτες του, που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό The Call των Δημοκρατικών Σοσιαλιστών της Αμερικής (Democratic Socialists of America-DSA), κατηγορεί τους αντιιμπεριαλιστές που εκφράζουν συμπάθεια για την Κίνα και τον Παγκόσμιο Νότο ότι επαναλαμβάνουν τα λάθη της Δεύτερης Διεθνούς. Μας λένε ότι: «Η Αριστερά που υποστηρίζει αυτόν τον νέο ‘πολυπολικό κόσμο΄, και μάλιστα συμπαθεί τις νέες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις (Κίνα, Ρωσία) ή τους συμμάχους τους [όπως η Κούβα και η Βενεζουέλα], δεν κάνει τίποτα περισσότερο από το να επαναλαμβάνει τα λάθη της δεξιάς πτέρυγας της σοσιαλδημοκρατίας στην εποχή των παγκόσμιων πολέμων και του ιμπεριαλισμού του πρώτου μισού του εικοστού αιώνα». Όσοι υποστηρίζουν έναν πολυκεντρικό ή πολυπολικό κόσμο «διαστρεβλώνουν τις επαναστατικές αρχές του μαρξισμού με τέτοιο τρόπο που τους απομακρύνει [την αντιιμπεριαλιστική Αριστερά] από τον αγώνα για το σοσιαλισμό και ανοίγει το δρόμο στον πόλεμο και την καταστροφή»[110].

Εδώ η ιστορία έχει αναποδογυριστεί εντελώς. Κανένα από τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα της Δεύτερης Διεθνούς που συνασπίστηκαν με τα αντίστοιχα κράτη τους σε έναν πόλεμο για τη διαίρεση του κόσμου, ιδιαίτερα για την εκμετάλλευση των αποικιών, δεν συμπαθούσε «της γης τους κολασμένους»[111]. Μόνο οι Μπολσεβίκοι στη Ρωσία, καθώς και η μικρή Ένωση Σπάρτακος που σχηματίστηκε από τη Λούξεμπουργκ και τον Καρλ Λίμπκνεχτ στη Γερμανία, στάθηκαν απέναντι στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο και ευθυγραμμίστηκαν με τον υπανάπτυκτο κόσμο. Το να ακολουθήσουμε τον Λένιν και τη Λούξεμπουργκ δεν σημαίνει να επαναλάβουμε το λάθος των σοσιαλδημοκρατών της Δεύτερης Διεθνούς. Αλλά ακριβώς το αντίθετο: το να συνταχθεί κανείς με τα ιμπεριαλιστικά έθνη εναντίον των υπανάπτυκτων χωρών σημαίνει ότι διαπράττει ένα αδίκημα κατά της ανθρωπότητας παρόμοιο με εκείνο του μεγαλύτερου μέρους των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων της Δεύτερης Διεθνούς. Το να συμπαραταχθεί κανείς με τον Παγκόσμιο Νότο δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι διαστρεβλώνει «τις επαναστατικές αρχές του μαρξισμού». Ο τόπος της επανάστασης για περισσότερο από έναν αιώνα ήταν η περιφέρεια και όχι το κέντρο του καπιταλιστικού κόσμου.

Το να παίρνουμε μια αντιιμπεριαλιστική στάση δεν σημαίνει φυσικά ότι εγκαταλείπουμε την ταξική πάλη στα ίδια τα καπιταλιστικά έθνη του πυρήνα – ακριβώς το αντίθετο. Όπως υποστήριξε ο Λένιν, δεδομένης της αναπόφευκτης πραγματικότητας μιας εργατικής αριστοκρατίας που αποτελεί το ανώτερο στρώμα του κινήματος της εργατικής τάξης στις ιμπεριαλιστικές χώρες, είναι απαραίτητο να πάμε βαθύτερα, να δούμε τον αγώνα ακριβώς με τους όρους εκείνων που καταπιέζονται περισσότερο από τον καπιταλισμό και την αποικιοκρατία. Δεν είναι τυχαίο ότι το αντιιμπεριαλιστικό κίνημα στις Ηνωμένες Πολιτείες είχε πάντοτε τις βαθύτερες ρίζες του στη ριζοσπαστική παράδοση των μαύρων, με τρανό παράδειγμα στις αρχές του εικοστού αιώνα τον Γουίλιαμ Έντουαρντ Μπέργκχαρντ Ντι Μπουά, και εκπροσωπούμενη σήμερα από τη Μαύρη Συμμαχία για την Ειρήνη (Black Alliance for Peace). Ο ρατσισμός και ο ιμπεριαλισμός ήταν πάντα άρρηκτα συνδεδεμένα μεταξύ τους, με αποτέλεσμα κάθε γνήσιο αντιιμπεριαλιστικό κίνημα να είναι κίνημα κατά του φυλετικού καπιταλισμού[112].

Μνημονεύοντας τον Λένιν στα εκατό χρόνια από τον θάνατό του, η Ρουθ Γουίλσον Γκίλμορ σημείωσε πόσο κρίσιμη υπήρξε ιστορικά η κριτική του Λένιν στον ιμπεριαλισμό για τον ριζοσπαστικό αγώνα των μαύρων στις Ηνωμένες Πολιτείες. «Παγκόσμιο και διεθνιστικό στη φιλοδοξία του, αυτό το [μαύρο ριζοσπαστικό] κίνημα συνδέθηκε και μοιράστηκε την έμπνευση και την ανάλυση με τα παγκόσμια αντιιμπεριαλιστικά απελευθερωτικά κινήματα…. Η οργανωμένη βία του ιμπεριαλισμού συνεχίζει να παραμονεύει στη γη με τη μορφή των τερατωδών απομειναριών του -συσσωρευμένη υπανάπτυξη- και των σύγχρονων αποτρόπαιων άνισων σχέσεων εξουσίας που ρουφάνε με φούρια την αξία προς τα πάνω, για χάρη των ελίτ, προς τον ‘οικονομικό βορρά’, όπου κι αν κατοικούν οι ιδιοκτήτες». Οι αυτόχθονες πληθυσμοί παντού βρίσκονται πάντοτε στην πρώτη γραμμή της αντιπαράθεσης με την αποικιοκρατία/ιμπεριαλισμό. Όπως εξήγησε η Ροξάν Ντάνμπαρ-Ορτίζ στο Μια Ιστορία των Αυτοχθόνων Λαών των Ηνωμένων Πολιτειών, οι γενοκτονικοί αποικιοκρατικοί πόλεμοι εναντίον των αυτόχθονων πληθυσμών των Ηνωμένων Πολιτειών απλά συγχωνεύτηκαν με τον υπερπόντιο ιμπεριαλισμό των ΗΠΑ[113].

Σήμερα, το ιμπεριαλιστικό παγκόσμιο σύστημα αφενός εντείνει την παγκόσμια εκμετάλλευση και αφετέρου μας οδηγεί στο χείλος του παγκόσμιου αφανισμού μέσω μιας πλανητικής οικολογικής έκτακτης ανάγκης και της αυξανόμενης πιθανότητας ενός απεριόριστου θερμοπυρηνικού πολέμου. Για στοχαστές στην Αριστερά, υπό αυτές τις συνθήκες, το να υποστηρίζουν ότι ο αντιιμπεριαλισμός είναι ο εχθρός, σημαίνει ότι ψηφίζουν υπέρ του ιμπεριαλισμού, της βαρβαρότητας και της εξόντωσης. Όπως είπε ο Μαριάτεγκι, «Είμαστε αντιιμπεριαλιστές επειδή είμαστε μαρξιστές, επειδή είμαστε επαναστάτες, επειδή αντιτάσσουμε στον καπιταλισμό τον σοσιαλισμό» -και επειδή υπερασπιζόμαστε την παγκόσμια ανθρωπότητα στο σύνολό της.

 

 

Σημειώσεις

[1] Η αντιπολίτευση στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο περιλάμβανε το Ιταλικό Σοσιαλιστικό Κόμμα και το Σοσιαλιστικό Κόμμα της Αμερικής, μαζί με το Μπολσεβίκικο Κόμμα του Β. Ι. Λένιν και την Ένωση του Σπάρτακου της Ρόζας Λούξεμπουργκ,και του Καρλ Λίμπκνεχτ. Αναφορικά με τη σχέση της διάλυσης της Δεύτερης Διεθνούς και τις τρέχουσες διαμάχες, βλ. Zhun Xu, “The Ideology of Late Imperialism: The Return of the Geopolitics of the Second International“, Monthly Review 72, no. 10 (March 2021): 1–20.

[2] V. I. Lenin, Imperialism: The Highest Stage of Capitalism (New York: International Publishers, 1939). Χρησιμοποιώντας τον υπότιτλο Το Ανώτατο Στάδιο, ο Λένιν δεν αρνήθηκε την ύπαρξη μορφών ιμπεριαλισμού πριν από αυτό το ιστορικό στάδιο. Αντίθετα, υπογράμμιζε το γεγονός ότι στα τελευταία χρόνια του 19ου αιώνα είχε προκύψει ένα εντελώς νέο μονοπωλιακό ή ιμπεριαλιστικό στάδιο του καπιταλισμού, που αντιπροσώπευε έναν ποιοτικό μετασχηματισμό της καπιταλιστικής παραγωγής. Χρησιμοποίησε τον όρο ιμπεριαλισμός για να αναφερθεί ταυτόχρονα τόσο σε ένα γενικό φαινόμενο που υπάρχει σε ολόκληρη την ιστορία του καπιταλισμού όσο και σε ένα ιστορικά συγκεκριμένο στάδιο. Βλ. Lenin, Imperialism, 81–82. Το βιβλίο του Λένιν είχε αρχικά τον υπότιτλο Το Τελευταίο Στάδιο του Καπιταλισμού και αργότερα άλλαξε σε Το Ανώτατο Στάδιο του Καπιταλισμού, σύμφωνα με αυτό που φαίνεται να ήταν η πρόθεσή του από την αρχή. Και οι δύο υπότιτλοι, το Τελευταίο και το Ανώτατο, άφηναν περιθώρια για την ιστορική ανάδυση πιο εκφυλισμένων μεταβατικών φάσεων του καπιταλισμού κατά τη διάρκεια της μακράς παρακμής και πτώσης του – μιας παρακμής που ο Λένιν πίστευε ότι είχε ήδη αρχίσει. Αν και ο Βίκτορ Κίρναν υποστήριξε ότι η αναφορά στο Ανώτατο Στάδιο θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι «υπονοεί» ότι αυτό ήταν το «τελικό στάδιο», ήταν επίσης ανοιχτή σε μια ,ιστορικά πιο ενδεχομενική ερμηνεία.V. I. Lenin, Collected Works (Moscow: Progress Publishers, n.d.), image of original cover, 192–93; Victor Kiernan, Marxism and Imperialism (London: Edward Arnold, 1974), 39.

[3] Στα αντιπροσωπευτικά έργα που προωθούν μία ή περισσότερες από αυτές τις απόψεις περιλαμβάνονται: William I. Robinson interviewed by Frederico Fuentes, “Capitalist Globalization, Transnational Class Exploitation and the Global Police State”, Links, October 19, 2023; William I. Robinson, “The Unbearable Manicheanism of the ‘Anti-Imperialist Left”, The Philosophical Salon, August 7, 2023; William I. Robinson, “The Travesty of ‘Anti-Imperialism”, Journal of WorldSystems Research 29, no. 2 (2023), 587–601; William I. Robinson, Into the Tempest (Chicago: Haymarket, 2018), 99–121; Vivek Chibber interviewed by Alexander Brentler, “To Fight Imperialism Abroad, Build Class Struggle at Home”, Jacobin, October 16, 2022; Gilbert Achcar, “How to Avoid the Anti-Imperialism of Fools”, The Nation, April 6, 2021; Jerry Harris interviewed by Bill Fletcher, “Why Doesn’t the World Make Sense Any More?”, Znetwork.org, May 1, 2024; Jerry Harris, “Multi-Polarity: A New Realignment?”, Against the Current, July–August 2024; Ashley Smith, “As US-China Tensions Mount We Must Resist the Push Toward Interimperialist War”, Truthout, May 4, 2023; David Harvey, “A Commentary on A Theory of Imperialism”, in Utsa Patnaik and Prabhat Patnaik, A Theory of Imperialism (New York: Columbia University Press, 2017), 169, 171; Ho-fung Hung, Clash of Empires: FromChimericato theNew Cold War (Cambridge: Cambridge University Press, 2022); Ho-fung Hung, “Rereading Lenin’s Imperialism at the Time of US-China Rivalry”, Spectre, December 10, 2021, spectrejournal.com.

[4] Hung, “Rereading Lenin’s Imperialism at the Time of US-China Rivalry”; Hung, Clash of Empires, 62, 65.

[5] Robinson, “Capitalist Globalization, Transnational Exploitation and the Global Police State”.

[6] Karl Marx, “On the Question of Free Trade”, in Karl Marx, The Poverty of Philosophy (New York: International Publishers, 1963), 223.

[7] V. I. Lenin, Imperialism, 107–8, 124; V. I. Lenin, “Imperialism and the Split in Socialism”, Collected Works, vol. 23, 106–7.

[8] Chibber, “To Fight Imperialism Abroad, Build Class Struggle at Home”.

[9] Lenin, “Imperialism and the Split in Socialism”; V. I. Lenin, “The Socialist Revolution and the Right of Nations to Self-Determination (Theses)”, Collected Works, vol. 22, 143–56; V. I. Lenin, “Address to the Second All-Russia Congress of the Communist Organizations of the Peoples of the East”, Collected Works, vol. 30, 151–62; V. I. Lenin, “Preliminary Draft Theses on the National and Colonial Questions”, Collected Works, vol. 31, 144–51; V. I. Lenin, “Report of the Commission on the National and the Colonial Questions”, Collected Works, vol. 31, 240–45. Μια χρήσιμη μπροσούρα που εκδόθηκε στην Κίνα περιλαμβάνει το δεύτερο, το τέταρτο και το πέμπτο από αυτά τα δοκίμια: V. I. Lenin, Lenin on the National and Colonial Questions: Three Articles (Beijing: Foreign Languages Press, 1975). Το Ιμπεριαλισμός: Ανώτατο Στάδιο του Καπιταλισμού του Λένιν, όπως εξηγεί ο Πραμπάτ Πατνάικ, πρέπει να διαβαστεί μαζί με τα παραπάνω κείμενα, «για μια συνολική εκτίμηση της θεωρίας του για τον ιμπεριαλισμό» (Prabhat Patnaik, Whatever Happened to Imperialism and Other Essays [New Delhi: Tulika, 1995], 80).

[10] Για μια σύντομη ανάλυση που λαμβάνει υπόψη αυτό το τμήμα της συνολικής θεωρίας του Λένιν και τονίζει τη σχέση του με την ανάπτυξη της θεωρίας της εξάρτησης, Βλ. Claudio Katz, Dependency Theory After Fifty Years: The Continuing Relevance of Latin American Critical Thought (Boston: Brill, 2022), 26–29.

[11] Lenin, Imperialism, 88; Lenin, “Imperialism and the Split in Socialism”, 105.

[12] Lenin, Imperialism: The Highest Stage of Capitalism, 89–90. Ένα συνηθισμένο οικονομίστικο λάθος που προάγεται κυρίως από δυτικούς μαρξιστές θεωρητικούς είναι να υπονοείται, χωρίς καμία πραγματική υποστήριξη, ότι ο Λένιν έβλεπε τον ιμπεριαλισμό ως προϊόν της εξαγωγής του κεφαλαίου ή ότι είχε την αιτία του σε κάποιου είδους θεωρία της οικονομικής κρίσης, είτε στην υποκατανάλωση είτε στην τάση πτώσης του ποσοστού κέρδους. Αντίθετα, ο ίδιος ο Λένιν, στην πραγματικότητα, υποστήριζε ότι ο ιμπεριαλισμός ήταν το μονοπωλιακό στάδιο του καπιταλισμού και επομένως ήταν τόσο βασικός για το σύστημα όσο και η αναζήτηση κερδών. Συνεπώς, δεν χρειαζόταν ειδική οικονομική εξήγηση. Όπως έγραψε ο Όσκαρ Λάνγκε (Oskar Lange), «Η επιδίωξη μονοπωλιακών πλεονασματικών κερδών [από το μονοπωλιακό κεφάλαιο] αρκεί για να εξηγήσει την ιμπεριαλιστική φύση του σημερινού καπιταλισμού. Κατά συνέπεια, ειδικές θεωρίες για τον ιμπεριαλισμό, οι οποίες καταφεύγουν σε τεχνητές κατασκευές, όπως η θεωρία της Ρόζας Λούξεμπουργκ … είναι εντελώς περιττές» (Oskar Lange, quoted in Harry Magdoff, Imperialism: From the Colonial Age to the Present [New York: Monthly Review Press, 1978], 279). Για μια κριτική της στενής οικονομίστικης θεώρησης του έργου του Λένιν για τον ιμπεριαλισμό, βλ. Prabhat Patnaik, Whatever Happened to Imperialism and Other Essays, 80–101.

[13] Lenin, Imperialism, 88–89, 94–95; Karl Kautsky, “Ultra-Imperialism”, New Left Review 1/59 (January–February 1970): 41–46; Paul A. Baran, The Political Economy of Growth (New York: Monthly Review Press, 1957), vii.

[14] Research Unit for Political Economy (RUPE), “On the History of Imperialism Theory“, Monthly Review 59, no. 7 (December 2007): 50.

[15] Lenin, “Address to the Second All-Russia Congress of the Communist Organizations of the Peoples of the East”, 151, 158.

[16] RUPE, “On the History of Imperialism Theory”, 43.

[17] Lenin, “The Socialist Revolution and the Right of Nations to Self-Determination (Theses)”, 149; Tom Lewis, “Marxism and Nationalism, Part 1International Socialist Review 14 (October–November, 2000), isreview.org.

[18] Lenin, “Imperialism and the Split in Socialism”, 115.

[19] Βλ. Eric Hobsbawm, “Lenin and the ‘Aristocracy of Labor,’Monthly Review 21, no. 11 (April 1970): 47–56.

[20] Lenin, Imperialism, 13–14.

[21] Lenin, “Imperialism and the Split in Socialism”, 120.

[22] Lenin, “Address to the Second All-Russia Congress of the Communist Organizations of the Peoples of the East”, 151, 158–60.

[23] Lenin, “Preliminary Draft Theses on the National and Colonial Questions”, 145, 148, 150.

[24] Lenin, “Report of the Commission on the National and Colonial Questions”, 240–45; V. I. Lenin, “Comments to the Second Congress of the Communist International on the National and Colonial Question”, Minutes of the Second Congress of the Communist International, Fourth Session, July 25, 1920, Marxists Internet Archive, marxists.org.

[25] M. N. Roy, “Supplementary Theses on the National and Colonial Questions”, Minutes of the Second Congress of the Communist International, July 25, 1920, Marxists Internet Archive; RUPE, “On the History of Imperialism Theory”, 44.

[26]Theses on the Eastern Question“, Resolutions 1922, Fourth Congress of the Communist International, 1922.

[27]Theses on the Revolutionary Movement in the Colonies and Semi-Colonies“, Sixth Congress of the Communist International, 1928, revolutionarydemocracy.org.

[28] Mao Zedong, “Analysis of the Classes in Chinese Society”, March 1926, Marxists Internet Archive; RUPE, “On the History of Imperialism Theory”, 46–50.

[29] Prabhat Patnaik, “The Theoretical Significance of Lenin’s Imperialism“, People’s Democracy, January 21, 2024.

[30] José Carlos Mariátegui, “Anti-Imperialist Viewpoint”, First Latin American Communist Conference, June 1929, Marxists Internet Archive; José Carlos Mariátegui, An Anthology, Harry E. Vanden and Marc Becker, eds. (New York: Monthly Review Press, 2011).

[31] Βλ. José Martí, Our America (New York: Monthly Review Press, 1977).

[32] Baran, The Political Economy of Growth.

[33] Για την ζωή και το έργο του Μπάραν , βλ. John Bellamy Foster, introduction to Paul A. Baran and Paul M. Sweezy, The Age of Monopoly Capital: Selected Correspondence, 1949–1964, Nicholas Baran and John Bellamy Foster, eds. (New York: Monthly Review Press, 2017), 13–48.

[34] Paul A. Baran and Paul M. Sweezy, Monopoly Capital: An Essay on the American Social and Economic Order (New York: Monthly Review Press, 1966).

[35] Baran, The Political Economy of Growth, 162.

[36] David Christian, Maps of Time (Berkeley: University of California Press, 2004), 406–9, 435; Paul Bairoch, “The Main Trends in National Economic Disparities since the Industrial Revolution”, in Bairoch and Maurice Lévy-Leboyer, eds., Disparities in Economic Development since the Industrial Revolution (New York: St. Martin’s Press, 1981), 7–8.

[37] Baran, The Political Economy of Growth, 22–43.

[38] Baran, The Political Economy of Growth, 119.

[39] Baran, The Political Economy of Growth, 140–61; Jon Halliday, A Political History of Japanese Capitalism (New York: Monthly Review Press, 1975), 17–18.

[40] Baran, The Political Economy of Growth,170, 195–98, 205, 214–58.

[41] Baran, The Political Economy of Growth, 184, 197.

[42] Baran, The Political Economy of Growth, 174.

[43] Baran, The Political Economy of Growth, 10.

[44] Vijay Prashad, The Darker Nations (New York: New Press, 2007), 31–50. Τμήματα αυτής και των επόμενων παραγράφων βασίζονται στο”,John Bellamy Foster, “The Imperialist World System: Paul Baran’s The Political Economy of Growth After Fifty Years“, Monthly Review 59, no. 1 (May 2007): 1–16.

[45] Che Guevara, “Speech at the Afro-Asian Conference in Algeria“, February 24, 1965, Marxists Internet Archive; “Statement on Paul A. Baran“, Monthly Review 16, no. 11 (March 1965): 107–8.

[46] Βλ. ιδιαίτερα Eduardo Galeano, Open Veins of Latin America (New York: Monthly Review Press, 1973); Walter Rodney, How Europe Underdeveloped Africa (Washington, DC: Howard University Press, 1981; originally published 1972); K. T. Fann and Donald Hodges, eds., Readings in U.S. Imperialism (Boston: Porter Sargent, 1971); Ruy Mauro Marini, The Dialectics of Dependency (New York: Monthly Review Press, 2022, original edition, 1973).

[47] Andre Gunder Frank, Capitalism and Underdevelopment in Latin America (New York: Monthly Review Press, 1967).

[48] Samir Amin, Delinking: Toward a Polycentric World (London: Zed Books, 1990), vii, xii, 62–66; Samir Amin, Accumulation on a World Scale (New York: Monthly Review Press, 1974); Samir Amin, Unequal Development (New York: Monthly Review Press, 1976); “Samir Amin (Born 1931)”, in A Biographical Dictionary of Dissenting Economists, Philip Arestis and Malcolm Sawyer, eds. (Cheltenham: Edward Elgar, 2000), 1.

[49] Arghiri Emmanuel, Unequal Exchange: A Study of the Imperialism of Trade (New York: Monthly Review Press, 1972). Ο Εμμανουήλ είναι επίσης γνωστός για το άρθρο του, του 1972, «Ο αποικιοκρατισμός των λευκών εποίκων και ο μύθος του επενδυτικού ιμπεριαλισμού». Η εποικιστική αποικιοκρατία ήταν αρχικά μια μαρξιστική έννοια, που αναπτύχθηκε σύμφωνα με τον Μαρξ, τον Μπάραν, τον Μαξίμ Ρόντινσον και άλλους. Arghiri Emmanuel, ‘‘White-Settler Colonialism and the Myth of Settler’’ New Left Review 1/73 (May–June 1972): 35–57; Maxime Rodinson, Israel: A Colonial Settler-State? (New York: Monad Press, 1973). Για τον Μαρξ και την αποικιοκρατία των εποίκων, βλ. Editors, “Notes from the Editors“, Monthly Review 75, no. 8 (January 2024). Για την αντιμετώπιση της αποικιοκρατίας των λευκών εποίκων από τον Μπάραν, βλ. Baran, The Political Economy of Growth.

[50] Samir Amin, “Self-Reliance and the New Economic Order“, Monthly Review 29, no. 3 (July–August 1977): 6; Samir Amin, Imperialism and Unequal Development (New York: Monthly Review Press, 1977), 215–217; Samir Amin, Modern Imperialism, Monopoly Finance Capital, and Marx’s Law of Value (New York: Monthly Review Press, 2018).

[51] Amin, Delinking, 33, 90–91, 157–58; Samir Amin, The Long Revolution of the Global South (New York: Monthly Review Press, 2019), 401–2; Aijaz Ahmad, introduction to Samir Amin, Only People Make Their Own History (New York: Monthly Review Press, 2019), 27–28.

[52] Βλ. ιδιαίτερα Oliver Cox, Capitalism as a System (New York: Monthly Review Press, 1964); Immanuel Wallerstein, The Modern World-System (Orlando, Florida: Academic Press Inc., 1974), 2–13, 347–57; Immanuel Wallerstein, The Capitalist World-Economy (Cambridge: Cambridge University Press, 1979); Samir Amin, Giovanni Arrighi, Andre Gunder Frank, and Immanuel Wallerstein, Dynamics of Global Crisis (New York: Monthly Review Press, 1982).

[53] Giovanni Arrighi, The Geometry of Imperialism (London: Verso, 1983), 171–73.

[54] Stephen Herbert Hymer, The International Operation of National Firms (Cambridge, Massachusetts: MIT Press, 1976); Stephen Herbert Hymer, The Multinational Corporation: A Radical Approach (Cambridge: Cambridge University Press, 1979); Harry Magdoff and Paul M. Sweezy, “Notes on The Multinational Corporation, Part I“, Monthly Review 21, no. 5 (October 1969): 1–13; Harry Magdoff and Paul M. Sweezy, “Notes on The Multinational Corporation, Part II“, Monthly Review (November 1969): 1–13.

[55] Joseph Needham, Within Four Seas: The Dialogue of East and West (Toronto: University of Toronto Press, 1969); Samir Amin, Eurocentrism (New York: Monthly Review Press, 1989, 2009); Edward Said, Orientalism (New York: Pantheon, 1978); Edward Said, Culture and Imperialism (New York: Vintage, 1993). Το ζήτημα του ευρωκεντρισμού στη μαρξιστική θεωρία τέθηκε στο Mariátegui, “Anti-Imperialist Viewpoint”, in 1929.

[56] Βλ. για παράδειγμα John Bellamy Foster and Brett Clark, “Ecological Imperialism: The Curse of Capitalism”, in Socialist Register 2004: The New Imperial Challenge, Leo Panitch and Colin Leys, eds. (New York: Monthly Review Press, 2003), 186–201.

[57] John Smith, Imperialism in the Twenty-First Century (New York: Monthly Review Press, 2016); Intan Suwandi, John Bellamy Foster, and R. Jamil Jonna, “Global Commodity Chains and the New Imperialism“, Monthly Review 70, no. 10 (March 2019): 1–24; Intan Suwandi, Value Chains (New York: Monthly Review Press, 2019), 1–24; Jason Hickel, Morena Hanbury Lemos, and Felix Barbour, “Unequal Exchange of Labour in the World Economy”, Nature Communications 15 (2024); Jason Hickel, Christian Dorninger, Hanspeter Wieland, and Intan Suwandi, “Imperialist Appropriation in the World Economy: Drain from the Global South through Unequal Exchange, 1990–2019”, Global Environmental Change 72 (March 2022): 1–13; Zak Cope, Divided World Divided Class (Montreal: Kersplebedeb, 2015); Mateo Crossa, “Unequal Value Transfer from Mexico to the United States“, Monthly Review 75, no. 5 (October 2023): 42–53; Michael Roberts, “Further Thoughts on the Economics of Imperialism“, The Next Recession, April 23, 2024; John Bellamy Foster and Robert W. McChesney, The Endless Crisis (New York: Monthly Review Press, 2012).

[58] Marini, The Dialectics of Dependency, 130–36; Smith, Imperialism in the Twenty-First Century, 219–23.

[59] Hickel, Lemos, and Barbour, “Unequal Exchange of Labour in the World Economy”; Phie Jacobs, “Rich Countries Drain ‘Shocking’ Amount of Labor from the Global South“, Science, August 6, 2024.

[60] Utsa Patnaik and Prabhat Patnaik, “The Drain of Wealth: Colonialism Before the First World War“, Monthly Review 72, no. 9 (February 2021): 15.

[61] United Nations Conference on Trade and Development (UNCTAD), “Topsy-Turvy World: Net Transfer of Resources from Poor to Rich Countries”, Policy Brief no. 78 (May 2020); Harry Magdoff, ““, Monthly Review 33, no. 11 (April 1982) 8–13; Robert Lucas, “Why Doesn’t Capital Flow from Rich to Poor Countries?”, American Economic Review 80, no. 2 (May 1990): 92–96.

[62] John Bellamy Foster, Naked Imperialism (New York: Monthly Review Press, 2006); John Bellamy Foster, John Ross, Deborah Veneziale, and Vijay Prashad, Washington’s New Cold War: A Socialist Perspective (New York: Monthly Review Press, 2022); John Bellamy Foster, “The New Cold War on China“, Monthly Review 73, no. 3 (July–August 2021): 1–20.

[63] Paul M. Sweezy, Modern Capitalism and Other Essays (New York: Monthly Review Press, 1972), 147–65.

[64] U.S. Congressional Research Services, Instances of Use of United States Armed Forces Abroad, 1798–2023, June 7, 2023; David Michael Smith, Endless Holocausts (New York: Monthly Review Press, 2023).

[65] Bernard Semmel, Imperialism and Social Reform (Garden City, New York: Doubleday, 1960).

[66] Bill Warren, “Imperialism and Capitalist Industrialization”, New Left Review 181 (1973): 4, 43, 48, 82, Karl Marx and Frederick Engels, On Colonialism (New York: International Publishers, 1972), 81–87.

[67] Horace B. Davis, Nationalism and Socialism (New York: Monthly Review Press, 1967), 59–73; Kenzo Mohri, “Marx and ‘Underdevelopment,’Monthly Review 30, no. 11 (April 1979): 32–43; Sunti Kumar Ghosh, “Marx on India“, Monthly Review 35, no. 8 (January 1984): 39–53.

[68] Bill Warren, Imperialism: Pioneer of Capitalism (London: Verso, 1980): 97–98. Η λανθασμένη αντίληψη ότι και ο Λένιν έβλεπε τον ιμπεριαλισμό ως πρωτοπόρο της ανάπτυξης μπορεί να βρεθεί στο Albert Szymanski, The Logic of Imperialism (New York: Praeger, 1983), 40.

[69] Για παράδειγμα, ο Τζέφρι Κέι, τότε λέκτορας οικονομικών στο Πανεπιστήμιο του Λονδίνου, έγραψε ότι με βάση την υψηλότερη παραγωγικότητα (και με έμφαση στη σχετική υπεραξία), «το ποσοστό εκμετάλλευσης στις προηγμένες χώρες είναι, σε γενικές γραμμές, υψηλότερο από εκείνο στον υπανάπτυκτο κόσμο». Geoffrey Kay, The Economic Theory of the Working Class (New York: St. Martin’s Press, 1979), 52. Βλ. επίσης και Ernest Mandel, Late Capitalism (London: Verso, 1975), 354; Charles Bettelheim, “Appendix I: Theoretical Comments”, in Arghiri Emmanuel, Unequal Exchange, 302–4; Alex Callinicos, Imperialism and Global Political Economy (London: Polity, 2009), 179–81; and Joseph Choonara, Unraveling Capitalism (London: Bookmarks, 2009), 34–35. Για μια γενική αντίκρουση αυτών των απόψεων βλ. Smith, Imperialism in the Twenty-First Century.

[70] Jeff Schuhrke, Blue-Collar Empire: The Untold Story of Labor’s Global Anticommunist Crusade (London: Verso, 2024); Kim Scipes, The AFL-CIO’s Secret War Against Developing Country Workers (Lanham, Maryland: Lexington Books, 2011); Paul Buhle, Taking Care of Business: Samuel Gompers, George Meany, Lane Kirkland, and the Tragedy of American Labor (New York: Monthly Review Press, 1999).

[71] Arrighi, The Geometry of Imperialism, 171–73; Giovanni Arrighi, The Long Twentieth Century (London: Verso, 1994). Για μια κριτική της θεωρίας του κόστους συναλλαγών σε αυτό το πλαίσιο βλ. John Bellamy Foster, Robert W. McChesney, and R. Jamil Jonna, “Monopoly and Competition in Twenty-First Century Capitalism”, Monthly Review 62, no. 11 (April 2011): 27–31.

[72] Για μια κριτική του ανθρωπιστικού ιμπεριαλισμού, βλ. Jean Bricmont, Humanitarian Imperialism (New York: Monthly Review Press, 2006).

[73] Για τη φύση της υποταγής της Αριστεράς στην ιδεολογική ηγεμονία του κεφαλαίου σε ό,τι αφορά τον ιμπεριαλισμό,”,βλ. Domenico Losurdo, Western Marxism: How It Was Born, How It Died, and How It Can Be Reborn (New York: Monthly Review Press, 2024), 75–77, 188–89, 209–10, 227.

[74] Prabhat Patnaik, “Whatever Happened to Imperialism?“, Monthly Review 42, no. 6 (November 1990): 4.

[75] Michael Hardt and Antonio Negri, Empire (Cambridge, Massachusetts: Harvard University Press, 2000), 178, 234, 332–35; John Bellamy Foster, “Imperialism and ‘Empire,’Monthly Review 53, no. 7 (December 2001): 1–9; Atilio A. Boron, “‘Empire’ and Imperialism: A Critical Reading of Michael Hardt and Antonio Negri (London: Zed, 2005); Losurdo, Western Marxism, 184, 209–11, 230, 255. Η υπόθεση του επίπεδου κόσμου επεκτάθηκε από τον Φρίντμαν, ο οποίος παραπλανητικά ισχυρίστηκε ότι αυτό ήταν επίσης σύμφωνο με τους Μαρξ και Ένγκελς. Thomas Friedman, The World Is Flat (New York: Farar, Strauss, and Giroux, 2005).

[76] David Harvey, The New Imperialism (Oxford: Oxford University Press, 2003), 137–82. Σχετικά με την προτίμηση του Μαρξ στη φράση «αρχική απαλλοτρίωση» έναντι της «λεγόμενης πρωταρχικής [αρχικής] συσσώρευσης» της κλασικής-φιλελεύθερης πολιτικής οικονομίας, βλ. Ian Angus, “The Meaning of ‘So-Called Primitive Accumulation,’Monthly Review 74, no. 11 (April 2023): 54–58.

[77] Harvey, The New Imperialism, 209.

[78] Harvey, The New Imperialism, 6–7, 137–40, 137–49; David Harvey, The Limits to Capital (London: Verso, 2006), 427–45; Rosa Luxemburg, The Accumulation of Capital (New York: Monthly Review Press, 1968).

[79] Η θεωρία της Λούξεμπουργκ για τη συσσώρευση βασιζόταν στην ιδέα ότι ο καπιταλισμός δεν μπορούσε να υπάρξει ως αυτοτελές σύστημα και ότι χρειαζόταν να κατακτήσει «τρίτες αγορές» προκειμένου να αναπαραχθεί, Χάρβεϊ, The New Imperialism, 6–7,137–40, 137–49, 299; Harvey, The Limits to Capital, 427–45; Luxemburg, The Accumulation of Capital. Για τις διαφορές μεταξύ των θεωριών για τον ιμπεριαλισμό του Λένιν και της Λούξεμπουργκ, βλ. Magdoff, Imperialism: From the Colonial Age to the Present, 263–73.

[80] David Harvey, The Enigma of Capital (Oxford: Oxford University Press, 2010), 34–35; David Harvey, “A Commentary on A Theory of Imperialism”, 169–71.

[81] U.S. National Intelligence Council, Global Trends 2025 (Washington, DC: U.S. Government Printing Office, November 2008): 4.

[82] Hickel, Lemos, and Barbour, “Unequal Exchange of Labour in the World Economy”, 15–17; Crossa, “Unequal Value Transfer from Mexico to the United States”, 50; UNCTAD, “The Topsy-Turvy World”.

[83] David Harvey quoted in Salar Mohandesi, “The Specificity of Imperialism”, Viewpoint, February 1, 2018.

[84] David Harvey, “Realities on the Ground: David Harvey Replies to John Smith”, Review of African Political Economy, February 5, 2018, roape.net.

[85] Moishe Postone, “History and Helplessness: Mass Mobilization and Contemporary Forms of Anticapitalism”, Public Culture 18, no. 1 (2006): 96–97; Moishe Postone, Time, Labor, and Social Domination: A Reinterpretation of Marx’s Critical Theory (Cambridge: Cambridge University Press, 1996).

[86] Η επιχειρηματολογία του Ποστόν ξεχώρισε τους Νόαμ Τσόμσκι και Ναόμι Κλάιν για να ασκήσει κριτική, εστιάζοντας στις περιγραφές τους για το ρόλο των ΗΠΑ και του Ισραήλ στη Μέση Ανατολή.

[87] Foster, McChesney, and Jonna, “Monopoly and Competition in Twenty-First Century Capitalism”.

[88] World Bank, World Development Report 2020: Trading for Development in the Age of Global Value Chains (Washington, DC: International Bank for Reconstruction and Development, 2020), 15, 19, 26; Benjamin Selwyn and Dara Leyden, “World Development under Monopoly Capitalism“, Monthly Review 73, no. 6 (November 2021): 21–24.

[89] Chibber, “To Fight Imperialism Abroad, Build Class Struggle at Home”.

[90] Chibber, “To Fight Imperialism Abroad, Build Class Struggle at Home.” Η ανάλυση του Τσίμπερ ακολουθεί τη θεωρία του Κάουτσκι για τον υπερ-ιμπεριαλισμό, η οποία διαχωρίζει την έννοια του ιμπεριαλισμού από εκείνη της παγκόσμιας εκμετάλλευσης. Βλ. Anthony Brewer, Marxist Theories of Imperialism (London: Routledge, 1990), 130.

[91] Vivek Chibber, The Class Matrix (Cambridge, Massachusetts: Harvard University Press, 2022).

[92] Robinson, Into the Tempest, 99–121. Για τις εμπειρικές αδυναμίες της θέσης περί του υπερεθνικού κεφαλαίου, βλ. Samir Amin, “Transnational Capitalism or Collective Imperialism?”, Pambazuka News, March 23, 2011; Ha-Joon Chang, Things They Don’t Tell You About Capitalism (New York: Bloomsbury, 2010), 74–87; Ernesto Screpanti, Global Imperialism and the Great Crisis (New York: Monthly Review Press, 2014), 57–58.

[93] Robinson, “The Unbearable Manicheanism of the ‘Anti-Imperialist’ Left”; Robinson, “Capitalist Globalization, Transnational Class Exploitation, and the Global Police State”; Robinson, “The Travesty of ‘Anti-Imperialism,’” 592.

[94] William I. Robinson, Global Capitalism and the Crisis of Humanity (Cambridge: Cambridge University Press, 2014), 126; Lenin, “Imperialism and the Split in Socialism”, 115.

[95] Robinson, “Capitalist Globalization, Transnational Class Exploitation, and the Global Police State”.

[96] Gilbert Achcar, “How to Avoid the Anti-Imperialism of Fools”, The Nation, April 6, 2021; Roger D. Harris, “Anti-Anti-Imperialism: Gilbert Achcar’s Leftist Imperialism with Caveats”, Mint Press, June 1, 2021; Gilbert Achcar, “Reflections of an Anti-Imperialist After Ten Years of Debate”, New Politics, September 2021, newpol.org; Gilbert Achcar, “Libya: A Legitimate and Necessary Debate from an Anti-Imperialist Perspective”, Le Monde diplomatique, March 28, 2011, mondediplocom.

[97] Gabriel Hetland, “Why Is Venezuela Spiraling Out of Control?” NACLA, April 15, 2017, nacla.org; Jordan Woll, “Jacobin Magazine Attacks Venezuela, Cuba, and TeleSur”, Liberation News, June 12, 2017, liberationnews.org. Σε ένα πρόσφατο άρθρο στο Sidecar, μια ηλεκτρονική έκδοση, που συνδέεται με το New Left Review, ο Γκαμπριέλ Χέτλαντ όχι μόνο επαναλαμβάνει τις εξαιρετικά διαστρεβλωμένες επικρίσεις των εκλογών της Βενεζουέλας το 2024 από το ιμπεριαλιστικό σύστημα των μέσων ενημέρωσης, αλλά καθιστά σαφές ότι η κύρια ανησυχία είναι «ότι οι σοσιαλδημοκρατικές πολιτικές» θα θεωρηθούν ως «μη βιώσιμες στον εικοστό πρώτο αιώνα». Οποιαδήποτε στήριξη της Βενεζουέλας πρέπει επομένως να εγκαταλειφθεί για χάρη της σοσιαλδημοκρατικής πολιτικής – ακόμη και αν αναγνωρίζονται οι ακραίες αμερικανικές κυρώσεις και οι απόπειρες πραξικοπήματος. Gabriel Hetland, “Fraud Foretold?”, Sidecar, August 21, 2024. Για μια εναλλακτική άποψη βλ. Drago Bosnic, “Venezuelan Presidential Election from a Serbian Observer’s Perspective—Interview”, BRICS Portal, August 26, 2024. Για τον «δημοκρατικό ιμπεριαλισμό» βλ. Stanley Kurtz, “Democratic Imperialism: A Blueprint”, Hoover Institution, April 1, 2003.

[98] Harris, “Why Doesn’t the World Make Sense Any More?”; Alessandro Borin, Michelle Mancini, and Daria Taglioni, “Measuring Countries and Sectors in GVC“, World Bank Blogs, November 22, 2021, worldbank.org.

[99] István Mészáros, “The Uncontrollability of Global Capital“, Monthly Review 49, no. 9 (February 1998): 32; István Mészáros, Socialism or Barbarism (New York: Monthly Review Press, 2001), 28–29. Ο Ρόμπινσον εγκαταλείπει εντελώς τη σφαίρα της πραγματικότητας στη θεωρία του για το «αναδυόμενο υπερεθνικό καπιταλιστικό κράτος». Robinson, Global Capitalism and the Crisis of Humanity, 65–69.

[100] Hung, “Rereading Lenin’s Imperialism at the Time of U.S.-China Rivalry”; Hung, Clash of Empires, 62, 65.

[101] Ruy Mauro Marini, “Brazilian Sub-Imperialism“, Monthly Review 23, no. 9 (February 1972): 14–24.

[102] Ilya Matveev, “We Live in a World of Growing Interimperialist Rivalries”, Jacobin, May 2024; Ashley Smith, “Imperialism and Anti-Imperialism Today”, Tempest, May 24, 2024.

[103] Michael Roberts, “50 Years of Dependency Theory“, The Next Recession, November 4, 2023; Guglielmo Carchedi and Michael Roberts, “The Economics of Modern Imperialism”, Historical Materialism 29, no. 4 (2021): 23–69; Andrea Ricci, “Unequal Exchange in the Age of Globalization”, Review of Radical Political Economics 51, no. 2 (2019).

[104] Γράφοντας για το “The Travesty of ‘Anti-Imperialism’” στο The Journal of World-Systems Research, ο Ρόμπινσον επαναλαμβάνει τις συκοφαντίες κατά του Πρασάντ, που διατυπώθηκαν από τα καθεστωτικά μέσα ενημέρωσης, συμπεριλαμβανομένων των The Daily Beast και New Lines Magazine (και πιο πρόσφατα, μετά την πρώτη δημοσίευση του άρθρου του Ρόμπινσον, από τους New York Times), που αφορούν σημαντικές οικονομικές δωρεές στην Τριηπειρωτική, όπου ο Πρασάντ είναι εκτελεστικός διευθυντής. Οι εν λόγω δωρεές προέρχονται από τον Ρόι Σίνγκαμ, πρόεδρο της διεθνούς συμβουλευτικής επιτροπής της Τριηπειρωτικής και μια αξιοσημείωτη προσωπικότητα με μακρά ιστορία αντιφυλετικού-καπιταλιστικού, αντιιμπεριαλιστικού και σοσιαλιστικού ακτιβισμού στις Ηνωμένες Πολιτείες και σε όλο τον κόσμο, ο οποίος έκανε περιουσία στην ανάπτυξη λογισμικού. Βασιζόμενος στις επιθέσεις νεοψυχροπολεμικού και μακαρθικού τύπου από τα εταιρικά μέσα ενημέρωσης, στον Σίνγκαμ για τις συμπάθειές του προς τον σοσιαλισμό με κινεζικά χαρακτηριστικά, καθώς και στην οικονομική του υποστήριξη προς την Τριηπειρωτική και άλλες αριστερές οργανώσεις σε όλο τον κόσμο, ο Ρόμπινσον ισχυρίζεται ότι ο Πρασάντ «φαίνεται να είναι πολιτικά εκτεθειμένος» λόγω της αποδοχής από την Τριηπειρωτική δωρεών από τον Σίνγκαμ. Είναι αλήθεια ότι ιδωμένο από την ιμπεριαλιστική σκοπιά, τέτοιες δωρεές είναι αθέμιτες στο βαθμό που έρχονται σε σύγκρουση με τους στόχους του Νέου Ψυχρού Πολέμου της Ουάσιγκτον. Ωστόσο, η κατηγορία του Ρόμπινσον ότι ο Πρασάντ είναι έτσι «πολιτικά εκτεθειμένος» δεν έχει κανένα νόημα από μια αντιιμπεριαλιστική σκοπιά, όπου η αποδοχή μιας τέτοιας χρηματοδότησης είναι απολύτως σύμφωνη με μια θεμελιώδη κριτική του ιμπεριαλιστικού παγκόσμιου συστήματος. Robinson, «The Travesty of “Anti-Imperialism”, 592; “A Global Web of Chinese Propaganda Leads to a U.S. Tech Mogul”, New York Times, August 10, 2023; Vijay Prashad, “My Friends Prabir and Amit are in Jail in India for their Work in the Media”, Counterpunch, October 4, 2023.

[105] Pierre Rousset, “China: A New Imperialism Emerges”, International Viewpoint, November 18, 2021.

[106] Βλ. Editors, “Notes from the Editors“, Monthly Review 75, no. 6 (November 2023).

[107] Minqi Li, “China: Imperialism or Semi-Periphery?”, Monthly Review 73, no. 3 (July–August 2021): 57. Ένα σφάλμα στο αρχικό κείμενο αναφερόταν στους υπολογισμούς της καθαρής απώλειας εργασίας της Κίνας, ως να περιλαμβάνει «όχι μόνο την καθαρή μεταφορά εργασίας που προκύπτει από τους δυσμενείς εργασιακούς όρους εμπορίου της Κίνας, αλλά και την εργασία που ενσωματώνεται στα “εμπορικά πλεονάσματα” της Κίνας». (Li, “China: Imperialism or Semi-Periphery?”, 56). Για την μεθοδολογία βλ. Minqi Li, China in the 21st Century (London: Pluto, 2015): 200–2. Βλ. επίσης Foster and McChesney, The Endless Crisis, 165–74; Suwandi, Jonna, and Foster, “Global Commodity Chains and the New Imperialism”.

[108] “Comparing United States and China by Economy”, Statistics Times, August 29, 2024.

[109] “Hyper-Imperialism: A Decadent New Stage”, Tricontinental Institute, January 23, 2024; U.S. Congressional Research Service, Instances of Use of United States Armed Forces Abroad, 1798–2023, June 7, 2023; John Pilger, “There Is a War Coming Shrouded in Propaganda“, John Pilger (blog), May 1, 2023, braveneweurope.com.

[110] Frederick Thon, Manuel Rodríguez Banchs, and Jorge Lefevre Tavárez, “The ‘Multipolar World’: A Euphemism for Multiple Imperialisms”, The Call, July 6, 2024, socialistcall.com.

[111] Frantz Fanon, The Wretched of the Earth (New York: Grove Press, 1963).

[112]Principles of Unity“, Black Alliance for Peace, blackallianceforpeace.com. Για τα αντιιμπεριαλιστικά δοκίμια του Ντι Μπουά κατά τη διάρκεια του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου και μετά, αξιοσημείωτα ως κριτικές του φυλετικού καπιταλισμού και του ιμπεριαλισμού, βλ. W. E. B. Du Bois, Darkwater (Mineola, New York: Dover, 1999): Charisse Burden-Stelly, “Modern U.S. Racial Capitalism: Some Theoretical Insights“, Monthly Review 72, no. 3 (July–August 2020): 8–20.

[113] Ruth Wilson Gilmore, “On the Centenary of Lenin’s Death”, Verso (blog), January 25, 2024; Roxanne Dunbar-Ortiz, An Indigenous Peoples’ History of the United States (Boston: Beacon, 2014), 162–77.