Θεμελίωση μιας Μαρξιστικής Θεωρίας για την Πολιτική Οικονομία της Πληροφορίας, Jakob Rigi
Δημοσιεύουμε τη μετάφραση του άρθρου του Jakob Rigi (Κεντρικό Ευρωπαϊκό Πανεπιστήμιο, Βουδαπέστη, Ουγγαρία) στο περιοδικό tripleC με τον τίτλο Foundations of a Marxist Theory of the Political Economy of Information: Trade Secrets and Intellectual Property, and the Production of Relative Surplus Value and the Extraction of Rent-Tribute (Θεμελίωση μιας Μαρξιστικής Θεωρίας για την Πολιτική Οικονομία της Πληροφορίας: Εμπορικά Μυστικά και Πνευματική Ιδιοκτησία, η Παραγωγή της Σχετικής Υπεραξίας και η Εξαγωγή Φορο-Προσόδου). Θεωρούμε το άρθρο αυτό μια πληρέστατη περιγραφή της φύσης των εισοδημάτων που προκύπτουν από την αξιοποίηση της πληροφορίας από το κεφάλαιο στον σύγχρονο καπιταλισμό.
Έχουν προηγηθεί ήδη τρεις μεταφράσεις αρθρογραφίας του Chai-on Lee (Εθνικό Πανεπιστήμιο Chou-nam, Κορέα):
- Στην πρώτη, με τίτλο Επανεξέταση της εργασιακής θεωρίας της αξίας του Μαρξ (Marx’s labour theory of value revisited), αναπτύχθηκε μια ερμηνεία της μαρξικής εργασιακής θεωρίας της αξίας, η οποία συνιστά ταυτόχρονα και υπεράσπισή της, έναντι της κριτικής που αναπτύχθηκε εναντίον της, τόσο από πλευρές της μαρξιστικής βιβλιογραφίας, όσο και από άλλες, πχ (νεο-)ρικαρδιανές, με κεντρικό ζήτημα αυτό του μετασχηματισμού των αξιών των εμπορευμάτων στις τιμές παραγωγής τους.
- Η δεύτερη, με τίτλο Για τους όρους της αφηρημένης εργασίας στην εμπορευματική παραγωγή, η οποία συνιστά ένα μικρό απόσπασμα από τη διδακτορική διατριβή του εν λόγω συγγραφέα με τίτλο Περί των τριών προβλημάτων της αφαίρεσης, της αναγωγής, και του μετασχηματισμού, στην εργασιακή θεωρία της αξίας του Μαρξ (On the three problems of abstraction, reduction and transformation in Marx’s labour theory of value), ασχολείται με τις απαραίτητες κοινωνικές προϋποθέσεις που πρέπει να πληρεί μια εργασία για να μπορεί να θεωρηθεί ως αφηρημένη εργασία, ώστε και να μπορεί να καθορισθεί η αξία της στη βάση μιας ποσότητας (χρόνου) ομογενοποιημένης απλής εργασίας. Στα πλαίσια αυτά, ασχολείται το απόσπασμα αυτό με την πρωτότυπη, δημιουργική εργασία, όπως είναι κατά κανόνα η επιστημονική και καλλιτεχνική εργασία, για την οποία ο συγγραφέας προτείνει ότι δεν έχει μια αντικειμενικά απαλλοτριώσιμη μορφή, δηλ. το προϊόν της δεν προσφέρεται για να λάβει την εμπορευματική μορφή από μόνο του.
- Η τρίτη μετάφραση, με τίτλο Η Διάκριση ανάμεσα στην Κοινωνική Αξία, στην Ατομική Αξία, στην Αξία Αγοράς και στην Τιμή Αγοράς στον Τόμο ΙΙΙ του Κεφαλαίου (The Distinction between Social Value, Individual Value, Market Value and Market Price in Volume III of Capital), ασχολείται με τις διακυμάνσεις των τιμών αγοράς γύρω από τις τιμές παραγωγής των εμπορευμάτων, και με τη φύση των υπερκερδών που προκύπτουν μέσα από τις λιγότερο ή περισσότερο συστηματικές ανισορροπίες μεταξύ προσφοράς και ζήτησης. Εκεί ο συγγραφέας αναφέρεται με λεπτομερή τρόπο στα διάφορα ήδη προσόδων που αποτελούν τη βάση των μονοπωλιακών υπερκερδών.
Έρχεται, λοιπόν, η παρούσα δημοσίευση, του άρθρου του Jakob Rigi να συνεχίσει ακριβώς από αυτό το σημείο, και να παρουσιάσει με συστηματικότατο τρόπο τα διαφορετικά ήδη των -κατά κύριο λόγο μονοπωλιακών – προσόδων που προκύπτουν για το κεφάλαιο που αξιοποιεί την παραγωγή και εμπορευματοποίηση της πληροφορίας.
Το άρθρο αυτό επιχειρεί επίσης να θέσει τα θεμέλια μιας θεωρίας της πολιτικής οικονομίας της πληροφορίας που να πατά γερά στην μαρξική εργασιακή θεωρία της αξίας. Η βάση αυτής της θεωρίας είναι ότι η πληροφορία, καθ’ αυτή, δεν έχει αξία, διότι το κόστος της αναπαραγωγής της ισούται με αυτό της αντιγραφής της, και τείνει κατά κανόνα στο μηδέν, ή, εν πάσει περιπτώσει, είναι αρκετές τάξεις μεγέθους μικρότερο από το κόστος της αρχικής της παραγωγής (δείτε τις αναφορές στο άρθρο για μια σειρά άλλων ερευνητών και πρόσφατων δημοσιεύσεων με παρόμοια αντίληψη). Από εκεί προκύπτει ότι τα εισοδήματα των καπιταλιστών που εμπορεύονται πληροφορία με διάφορες μορφές (διπλώματα ευρεσιτεχνίας, δικαιώματα αντιγραφής, εμπορικά σήματα κοκ), αποτελούν εισοδήματα που ανταλλάσσονται όχι με την αξία της πληροφορίας (καθώς αυτή είναι μηδαμινή), αλλά με την αξία χρήσης της, και επομένως αποτελούν κάποιο είδος προσόδου. Επομένως, υπάρχουν σημαντικές αναλογίες με την αξιοποίηση της γης, και έτσι η σχετική θεωρία βασίζεται στη μαρξική θεωρία της γεωπροσόδου.
Από την πλευρά μας, και χωρίς να διαφωνούμε με το βασικό επιχείρημα της μηδαμινής εμπορευματικής αξίας της πληροφορίας, θα επιχειρήσουμε να διαφοροποιηθούμε ως προς τρία λεπτά σημεία:
- Θεωρούμε ότι η αντιγραφή της πληροφορίας δεν συνιστά πραγματική αναπαραγωγή της, διότι αποτελεί μια διαφορετική εργασία, ως προς το συγκεκριμένο της χαρακτήρα, η οποία και παράγει μια άλλη αξία χρήσης από την αξία χρήσης της πρωτότυπης πληροφορίας.
Το πρώτο σκέλος του ισχυρισμού αυτού είναι αυταπόδεικτο. Τόσο η αντιγραφή της πληροφορίας (δηλ. η καταγραφή της σε κάποιο νέο υλικό φορέα σε κάποια συμβολική γλώσσα), όσο και η αφομοίωσή της από νέα υποκείμενα – χρήστες της μέσου κάποιου είδους επικοινωνίας ή εκπαίδευσης, αποτελούν εργασίες τελείως διαφορετικές από την ερευνητική, δημιουργική, εν γένει πρωτότυπη εργασία που παράγει μια εντελώς νέα πληροφορία.
Είναι ακριβώς αυτό το ανεπανάληπτο της πρωτότυπης δημιουργίας, όμως, που διαφοροποιεί και την αξία χρήσης του πρωτότυπου, έναντι των αντιγράφων ή άλλου είδους “αναπαραγωγής” της πληροφορίας: η αξία χρήσης του πρωτότυπου συνίσταται στο ότι ανοίγει το φάσμα δυνατοτήτων που προκύπτουν για τη χρήση της μέσω της επικοινωνίας, αφομοίωσης κοκ της πληροφορίας από άλλους χρήστες. Για παράδειγμα, το σχέδιο μιας μηχανής χρησιμοποιείται για να καθοδηγήσει ανθρώπους και μηχανές στην παραγωγή της εν λόγω μηχανής. Η αξία χρήσης είναι η ίδια για κάθε αντίγραφο του σχεδίου αυτού. Ωστόσο, το ίδιο το σχέδιο προέκυψε από μια πρωτότυπη εργασία, η οποία παρήγαγε όχι μόνο το συγκεκριμένο σχέδιο, αλλά και μια σειρά άλλων πληροφοριών (προηγούμενες εκδοχές που απορρίφθηκαν, αποτελέσματα ελέγχων ποιότητας, επιμέρους εφευρέσεις που κατέστησαν δυνατή την τελική λύση κοκ), οι οποίες αποτελούν προϋποθέσεις της αξίας χρήσης του τελικού σχεδίου. Το γεγονός ότι το τελικό σχέδιο μπορεί να πάρει τη μορφή του εμπορεύματος, πχ ως δίπλωμα ευρεσιτεχνίας, δεν πρέπει να μας αποπροσανατολίζει από το ότι είναι ακριβώς η εργασία της αντιγραφής αυτή που παράγει εμπορεύματα, και όχι η πρωτότυπη εργασία καθ’ αυτή, και επομένως η αξία του κάθε αντιτύπου ισούται με τον κοινωνικά αναγκαίο χρόνο εργασίας για την αντιγραφή της πληροφορίας, ο οποίος είναι μηδαμινός. - Κι εδώ είναι η ουσία και της παρατήρησης του Chai-on Lee που αναφέραμε παραπάνω: για να μπορεί το προϊόν μιας εργασίας να απαλλοτριωθεί αντικειμενικά, ώστε να πάρει τη μορφή του εμπορεύματος με ουσιαστικό τρόπο, και να μπορεί και η εργασία αυτή να θεωρηθεί αφηρημένη εργασία που παράγει εμπορευματική αξία, πρέπει να πρόκειται για μια εργασιακή διαδικασία που να μπορεί να επαναληφθεί από ανεξάρτητους παραγωγούς. Αυτό είναι εξ’ ορισμού αδύνατον για την πρωτότυπη, δημιουργική εργασία ή οποία λαμβάνει χώρα άπαξ. Αυτός είναι και ο ένας λόγος που νομίζουμε ότι δεν είναι δυνατή η αντικειμενική απαλλoτρίωση ενός τέτοιου πρωτότυπου προϊόντος της εργασίας.
Ο άλλος λόγος έχει να κάνει με το ότι το προϊόν μιας τέτοιας εργασίας, η οποία λαμβάνει το χαρακτήρα της γενικής κοινωνικής εργασίας, δεν μπορεί να διαχωριστεί από τα υποκείμενά της, τους εργάτες που τη διεξάγουν, παρά μόνο με νέες μορφές καταπίεσης, που συνήθως παίρνουν το χαρακτήρα της υποχρέωσης της μυστικότητας, ή της απαγόρευσης επανάληψης της εργασιακής διαδικασίας, της αντιγραφής ή χρήσης της πληροφορίας κοκ, διότι πολύ απλά, η πληροφορία ή η γνώση που συνιστούν τα προϊόντα μιας τέτοιας εργασίας, δεν μπορούν να διαχωριστούν αντικειμενικά από τη διάνοια, την επικοινωνία, τις κοινωνικές αλληλεπιδράσεις και -γενικότερα- σχέσεις των παραγωγών τους! - Το ότι η πληροφορία, ακόμη και όταν παίρνει με εξωτερικό τρόπο τη μορφή του εμπορεύματος μέσω της θεσμοθέτησης μορφών πνευματικής ιδιοκτησίας, δεν εμπεριέχει εμπορευματική αξία, δε σημαίνει και ότι δεν έχει κανενός είδους κοινωνική αξία, και ότι έχει μόνο αξία χρήσης. Άλλωστε, σε αντίθεση με τη γη ή άλλους φυσικούς πόρους, αποτελεί το προϊόν εργασίας, δηλ. ανθρώπινης, σκόπιμης, παραγωγικής δραστηριότητας. Το γεγονός ότι αυτή η κοινωνική αξία έχει μιαν άλλη ουσία, διαφορετική από αυτήν της αφηρημένης εργασίας, και έτσι δεν μπορεί να αναχθεί σε ομογενοποιημένη απλή εργασία και να μετρηθεί με τον εργάσιμο χρόνο, είναι μάλλον ενδεικτικό του ότι αυτή η εργασία δεν μπορεί να υπαχθεί ουσιαστικά στο κεφάλαιο. Πρόκειται για γενική κοινωνική εργασία που έρχεται από το μέλλον ενός άλλου τρόπου παραγωγής! Ο συνδυασμός των “νέων περιφράξεων”, δηλ. στην ουσία της εκποίησης της πληροφορίας από τους παραγωγούς της, και της αξιοποίησής της από το κεφάλαιο για την προσπορισμό πληροφοριακών προσόδων, αποτελεί απλά τη βίαη προσπάθεια του (μονοπωλιακού) κεφαλαίου να αξιοποιήσει κεφαλαιοκρατικά την εργασία αυτή, σε αντίθεση με την αμιγώς κοινωνική της φύση.
Σε κάθε περίπτωση, οι παραπάνω παρατηρήσεις δεν αφαιρούν τίποτα από την αξία του άρθρου που οποίου δημοσιεύουμε τη μετάφραση. Η αξία αυτή συνίσταται στη δημιουργική ανάπτυξη της εργασιακής θεωρίας της αξίας για την περιγραφή του τρόπου που παράγεται και διανέμεται η αξία στο σύγχρονο καπιταλισμό, και η υπό αυτό το πρίσμα κριτική ματιά στο σύγχρονο παγκοσμιοποιημένο ιμπεριαλιστικό σύστημα, και στη νεοφιλελεύθερη διαχείρισή του.
Ιδιαίτερα θα θέλαμε να τονίσουμε τη σύνδεση που αναδεικνύει ο συγγραφέας μεταξύ των μονοπωλιακών υπερκερδών που βασίζονται στην πληροφοριακή πρόσοδο και αποκτούν πρωταγωνιστικό ρόλο στην παγκόσμια διανομή της υπεραξίας, και στην αύξηση της εκμετάλλευσης της εργασίας στην οποία οδηγεί ο σύγχρονος ιμπεριαλισμός, και η οποία βρίσκεται πίσω από την παραγωγή της επιπλέον υπεραξίας που τροφοδοτεί τα υπερκέρδη αυτά.
Παραθέτουμε, λοιπόν, παρακάτω τη μετάφραση του άρθρου αυτού, την οποία μπορεί ο αναγνώστης να διαβάσει και σε μορφή pdf.
Για τη μετάφραση και εισαγωγή,
Διονύσης Περδίκης*
*Συντροφικές ευχαριστείες στον Jakob Rigi που μας έδωσε την άδεια να μεταφράσουμε και να δημοσιεύσουμε στα ελληνικά το άρθρο αυτό.
tripleC 12(2): 909-936, 2014
http://www.triple-c.at
Θεμελίωση μιας Μαρξιστικής Θεωρίας για την Πολιτική Οικονομία της Πληροφορίας: Εμπορικά Μυστικά και Πνευματική Ιδιοκτησία, η Παραγωγή της Σχετικής Υπεραξίας και η Εξαγωγή Φορο-Προσόδου
Jakob Rigi
Κεντρικό Ευρωπαϊκό Πανεπιστήμιο,
Βουδαπέστη, Ουγγαρία,
rigij@ceu.hu
Περίληψη: Ο σκοπός αυτού του άρθρου είναι να σκιαγραφήσει ένα αρχικό περίγραμμα μιας μαρξιστικής θεωρίας για την πολιτική οικονομία της πληροφορίας. Ορίζει την πληροφορία ως μια συμβολική μορφή η οποία μπορεί να αντιγραφεί ψηφιακά. Αυτός ο ορισμός είναι καθαρά τυπικός και παραβλέπει επιστημολογικές, ιδεολογικές και λειτουργικές πλευρές. Το άρθρο επιχειρηματολογεί υπέρ του ότι η αξία της πληροφορίας, ορισμένης με αυτήν την έννοια, τείνει προς το μηδέν και, κατά συνέπεια, η τιμή της πληροφορίας αποτελεί πρόσοδο. Ωστόσο, η πληροφορία παίζει έναν κεντρικό ρόλο στην παραγωγή της σχετικής υπεραξίας από τη μια πλευρά, και στη διανομή της συνολικής κοινωνικής υπεραξίας υπό τη μορφή υπερκερδών και προσόδων, από την άλλη. Έτσι, η ηγεμονία των τεχνολογιών της πληροφορίας στις σύγχρονες παραγωγικές δυνάμεις δεν έχει καταστήσει τη μαρξική θεωρία της αξίας άχρηστη. Αντιθέτως, η πολιτική οικονομία της πληροφορίας μπορεί να γίνει κατανοητή μόνο υπό το φως αυτής της θεωρίας. Το άρθρο αναδεικνύει ότι η καπιταλιστική παραγωγή και διανομή της υπεραξίας στο παγκόσμιο επίπεδο αποτελούν τα θεμέλια της πολιτικής οικονομίας της πληροφορίας.
Λέξεις κλειδιά: Πληροφορία, Αξία, Σχετική Υπεραξία, Υπερκέρδος, Πληροφοριακή Πρόσοδος
Ευχαριστίες: Ένας συνεχής διάλογος με τον Robert Prey από όταν γνωριστήκαμε το καλοκαίρι του 2012 εμπλούτισε την αντίληψή μου για την πληροφοριακή πρόσοδο. Επίσης, επιμελήθηκε του κειμένου αυτού του άρθρου. Η συμμετοχή στα συνέδρια που οργανώθηκαν από τον Christian Fuchs και συζητήσεις με αυτόν με βοήθησαν να αναπτύξω τη δική μου αντίληψη της πολιτικής οικονομίας της πληροφορίας. Δύο κριτές του tripleC έκαναν πλήρεις και προσεκτικές κριτικές μιας προηγούμενης εκδοχής του άρθρου αυτού. Αντιμετωπίζοντας τους προβληματισμούς που ανέδειξαν, αποφάσισα να διαιρέσω το αρχικό άρθρο σε τρία άρθρα, το πρώτο από τα οποία εμφανίζεται εδώ. Είμαι ευγνώμων σε όλα αυτά τα άτομα. Ωστόσο, περιττό να πω, ότι είμαι ο μόνος υπεύθυνος για όλες τις ελλείψεις του.
- Εισαγωγή
Αυτό το άρθρο επιχειρεί να σκιαγραφήσει το περίγραμμα μιας μαρξιστικής θεωρίας για την πολιτική οικονομία της πληροφορίας. Η πληροφορία, σε αυτό το πλαίσιο, ορίζεται ως μορφές της αντίληψης (Σ.τ.Μ. perception) ή της γνωστικής λειτουργίας (Σ.τ.Μ. cognition) όπως κώδικες, έννοιες, τύποι (Σ.τ.Μ. ή φόρμουλες· formulas), σχέδια, εικόνες, λογισμικό, γλώσσες, κοκ., τα οποία μπορούν να αναπαραχθούν ψηφιακά και επ’ άπειρον. Η πληροφορία αποτελεί γενικό (Σ.τ.Μ. ή καθολικό) κοινό αγαθό (Σ.τ.Μ. commons), εκτός και αν προστατεύεται (Σ.τ.Μ. ή περιφράσσεται· enclosed) από κάποιο εμπορικό μυστικό ή πνευματική ιδιοκτησία[1]. Η πληροφορία ορίζεται εδώ τυπικά, παραβλέποντας τη σχέση της με την αλήθεια και τους σκοπούς για τους οποίους χρησιμοποιείται. Έτσι, σε αυτό το πλαίσιο, παραπλανητικές ιδεολογικές μορφές, ακόμη και αναμφισβήτητα ψέματα, θεωρούνται ως πληροφορία. Με αυτήν την έννοια, η πληροφορία περιλαμβάνει μια ευρεία ποικιλία συμβολικών μορφών, όπως η κριτική θεωρία και οι φυσικές επιστήμες από την μια πλευρά, και οι πιο ανώφελες και κοινότοπες μορφές της διαφήμισης και παραπλανητικής προπαγάνδας δημόσιων σχέσεων από την άλλη.
Τόσο στις επιχειρηματικές σπουδές (Σ.τ.Μ. business studies), όσο και στην επιστήμη της πληροφορίας, τα δεδομένα, η πληροφορία, και η γνώση διακρίνονται το ένα από το άλλο, ανάλογα με το επίπεδο της κατανόησης που φέρει το καθένα (Bostol and Canals 2014· Frost 2013/2010· Zin 2007)[2]. Οι παρακάτω ορισμοί του Donald Hawkins είναι χαρακτηριστικοί:
Τα δεδομένα είναι γεγονότα και στατιστικά που μπορούν να ποσοτικοποιηθούν, μετρηθούν και αποθηκευτούν. Η πληροφορία είναι δεδομένα που έχουν κατηγοριοποιηθεί και μετρηθεί, και αυτό προσδίδει νόημα, συσχέτιση ή σκοπό. Η γνώση είναι πληροφορία, στην οποία έχει αποδοθεί νόημα, και έχει υψωθεί σε ένα ανώτερο επίπεδο. Η γνώση αναδύεται από την ανάλυση, τον συλλογισμό σχετικά με αυτήν, και τη σύνθεση της πληροφορίας (παρατίθεται στο Zin 2007).
Αναγνωρίζοντας τη σημασία και τα λεπτά επιστημολογικά σημεία (Σ.τ.Μ. subtleties) και τις δυσκολίες μιας τέτοιας διάκρισης (Zin 2007), δεν ασχολούμαι με αυτή σε αυτό το άρθρο. Εδώ, σκοπίμως συμπεριλαμβάνω μαζί τα δεδομένα, την πληροφορία και την τυπική γνώση, απουσία ενός καλύτερου όρου, σε μια πιο ευρεία έννοια της πληροφορίας. Αυτή η κίνηση είναι θεμιτή διότι ασχολούμαι μόνο με την πολιτική οικονομία των τριών αυτών μορφών, και όχι με τα επιστημολογικά καθεστώτα (Σ.τ.Μ. status) τους. Από την οπτική γωνία της μαρξικής εργασιακής θεωρίας της αξίας, αυτό που έχει σημασία, όπως θα δειχθεί σε αυτό το άρθρο, είναι ότι όλες αυτές οι μορφές μπορούν να αναπαραχθούν και να μεταφερθούν ψηφιακά με ένα αμελητέο κόστος. Εδώ υπάρχει ένας σημαντικός προσδιορισμός. Μόνο μορφές της πληροφορίας που μπορούν να αντιγραφούν ψηφιακά συμπεριλαμβάνονται στην έννοιά μου της πληροφορίας. Συνεπώς, η έννοια δεν καλύπτει πρακτικές γνώσεις (όπως τη γνώση του πως να περπατά κανείς), τη σιωπηρή/ενστικτώδη (Σ.τ.Μ. tacit/intuitive) γνώση που δεν μπορεί να τυποποιηθεί (Bourdieu 1977/1972), και τη συναισθηματική γνώση (αισθήσεις πόνου, ευχαρίστησης κοκ). Αυτές οι μορφές της γνώσης είναι αδιαχώριστες από το σώμα του ατόμου. Έτσι, δεν μπορούν να τυποποιηθούν, ή να αναπαραχθούν, να μετακινηθούν και να μεταφερθούν ψηφιακά.
Επίσης, διακρίνω μεταξύ των γνωσιακού εργάτη γενικώς και του πληροφοριακού εργάτη. Οι γνωσιακοί εργάτες είναι αυτοί οι εργάτες των οποίων η επεξεργασία της πληροφορίας αποτελεί μια κύρια πλευρά της εργασίας τους. Οι πληροφοριακοί εργάτες αποτελούν εκείνο το τμήμα των γνωσιακών εργατών, οι οποίοι παράγουν συμβολικές μορφές που μπορούν να αναπαραχθούν ψηφιακά. Ένας δάσκαλος χρησιμοποιεί πληροφορία και παράγει πληροφορία καθώς παραδίδει μια διάλεξη, αλλά η υπηρεσία της διδασκαλίας δεν μπορεί να αναπαραχθεί ψηφιακά. Ενώ μια διάλεξη μπορεί να καταγραφεί ψηφιακά και να αναπαραχθεί, ένας δάσκαλος πρέπει να ξοδέψει επιπλέον ενέργεια για να παραδώσει την ίδια διάλεξη σε ένα άλλο ακροατήριο. Έτσι, ένας δάσκαλος, ως προς την ικανότητά του στην παραγωγή πληροφορίας, είναι ένας πληροφοριακός εργάτης, και ως προς την ικανότητά του στην παραγωγή της υπηρεσίας της διδασκαλίας, δεν είναι ένας πληροφοριακός εργάτης. Νοσοκόμοι και γιατροί είναι τύποι γνωσιακών εργατών, επειδή η επεξεργασία της γνώσης και της πληροφορίας είναι μια κύρια πλευρά της εργασίας τους. Ωστόσο, ξεκάθαρα δεν είναι πληροφοριακοί εργάτες με τους όρους του εδώ ορισμού μου, διότι οι υπηρεσίες που παράγουν δεν μπορούν να αναπαραχθούν ψηφιακά. Στον ορισμό μου, μόνο αυτοί οι εργάτες που αποκλειστικά παράγουν συμβολικές μορφές που μπορούν να αναπαραχθούν ψηφιακά είναι πληροφοριακοί εργάτες.
Όπως θα έχει αντιληφθεί ο αναγνώστης, αυτές οι έννοιες της πληροφορίας και του πληροφοριακού εργάτη σχετίζονται στενά με τις τεχνολογίες της πληροφορίας. Αν και η πληροφορία ήταν κεντρικής σημασίας σε κάθε ανθρώπινη κοινωνία, «το πληροφοριακό τεχνολογικό παράδειγμα» (ΠΤΠ) (Castells 2010/1996, 69-76) είναι ένα πολύ συγκεκριμένο σύγχρονο φαινόμενο, το οποίο είναι ένα από τα καθοριστικά χαρακτηριστικά του σύγχρονου καπιταλισμού. Όπως προτείνει ο Castells (2010/1996, 70-72), το ΠΤΠ χαρακτηρίζεται από το γεγονός ότι: 1) η πληροφορία είναι η πρώτη ύλη αυτών των τεχνολογιών· 2) αυτές οι τεχνολογίες διαπερνούν κάθε πλευρά της σύγχρονης ζωής· 3) ενσωματώνονται και διευκολύνουν μια λογική δικτύωσης· και 4) διάφορα στοιχεία αυτών των τεχνολογιών όπως η μικρο-ηλεκτρονική, η ψηφιακή υπολογιστική, η μικρο-βιολογία, κοκ, συγκλίνουν και ολοκληρώνονται σε ένα πολύ πολύπλοκο σύστημα.
Σήμερα, οι τεχνολογίες της πληροφορίας αποτελούν ένα μέσο για την παραγωγή υπεραξίας και τη διανομή της σε παγκόσμια κλίμακα. Η δημιουργία ενός νέου παγκόσμιου κοινωνικού καταμερισμού της εργασίας, νέων μεθόδων παραγωγής σχετικής υπεραξίας, η επέκταση της προσόδου, ιδιαίτερα της πληροφοριακής προσόδου, και η χρηματιστικοποίηση της παγκόσμιας οικονομίας, είναι όλες διασυνδεδεμένες πλευρές του σύγχρονου καπιταλισμού, οι οποίες επίσης διαμεσολαβούνται από το ΠΤΠ (Mandel 1975/1972· Zeller 2008· Texeira & Rotta 2012· Rigi & Prey [προσεχώς]).
Η δική μου περιγραφή του σύγχρονου καπιταλισμού, στο βαθμό που δίνει έμφαση στον ρόλο των τεχνολογιών της πληροφορίας, επικαλύπτεται με την έννοια της «δικτυακής κοινωνίας» (Σ.τ.Μ. «network society») του Castells (2010/1996), και του ορισμού της «αυτοκρατορίας» των Hardt and Negri (2000). Ωστόσο, διαφέρει βαθύτατα και με τις δύο λόγω της επιμονής στο ότι ιδιαίτερες μορφές παραγωγής και διανομής της υπεραξίας είναι τα καθοριστικά χαρακτηριστικά του σύγχρονου καπιταλισμού. Ο Castells είναι σιωπηλός στο θέμα της υπεραξίας και παρουσιάζει την λεγόμενη «δικτυακή κοινωνία» ως μια ρήξη με το βιομηχανικό καπιταλισμό. Ο ορισμός των Hardt and Negri βασίζεται στη λανθασμένη παραδοχή ότι ο νόμος της αξίας δεν είναι κυρίαρχος πλέον (Hardt and Negri 1994, 9). Ο Webster (2006) και ο Fuchs (2009), μεταξύ άλλων, έχουν αμφισβητήσει την υπόθεση του Castells περί απόλυτης καινοτομίας της «κοινωνίας της πληροφορίας». Και οι δύο κριτικές δίνουν έμφαση στο ότι ο σύγχρονος καπιταλισμός μοιράζεται κυρίαρχα χαρακτηριστικά με προηγούμενες μορφές του καπιταλισμού.
Συμφωνώντας με τον Fuchs και τον Webster, όπως ο αναγνώστης θα δει, ισχυρίζομαι ότι η παραγωγή και η διανομή της υπεραξίας είναι η κεντρική πλευρά του σύγχρονου καπιταλισμού. Έτσι, αυτό το άρθρο θεωρητικοποιεί την πολιτική οικονομία της πληροφορίας περιγράφοντας και αναλύοντας τις επιπτώσεις της πληροφορίας στους μηχανισμούς παραγωγής και διανομής της υπεραξίας, τόσο εκ μέρους ατομικών κεφαλαίων, όσο και από το συνολικό κοινωνικό κεφάλαιο (Marx 1981, 241–301). Αυτό το άρθρο επιχειρηματολογεί ότι αν και η αξία της πληροφορίας είναι σχεδόν μηδέν, η πληροφορία παίζει κεντρικούς ρόλους στην παραγωγή και διανομή της υπεραξίας.
Ο ηγεμονικός ρόλος της πληροφορίας στον σύγχρονο καπιταλισμό (Castells 2010/1996· Hardt & Negri 2000) παραπλάνησε τον Νέγκρι και τους συνεργάτες του στο να δηλώσουν ότι ο νόμος της αξίας δεν κυβερνά τον σύγχρονο «μεταμοντέρνο καπιταλισμό». Αυτός ο ισχυρισμός είναι θεμελιωδώς λανθασμένος· οι νόμοι της αξίας και της υπεραξίας παραμένουν τα βασικά θεμέλια του σύγχρονου καπιταλισμού. Δεν ασκώ κριτική σε αυτήν τη λανθασμένη άποψη εδώ πέρα, καθώς έχω ασχοληθεί συνολικά με αυτήν αλλού (Rigi n.d.). Ωστόσο, η θεωρία της πολιτικής οικονομίας της πληροφορίας που προσφέρει αυτό το άρθρο εκθέτει τις αδυναμίες της άποψης αυτής.
Ο Christian Fuchs (2010, 2012 a, b), χτίζοντας πάνω στο έργο του Dallas Smythe (1977), θεμελίωσε μια θεωρία της πολιτικής οικονομίας της πληροφορίας, η οποία κερδίζει αυξανόμενη δημοτικότητα ανάμεσα στους ριζοσπάστες μελετητές των μέσων ενημέρωσης. Η ισχύς της προσέγγισης του Fuchs έγκειται στο ότι έχει επιχειρηματολογήσει με επιμονή ότι η παραγωγή της υπεραξίας παραμένει το θεμέλιο του καπιταλισμού της πληροφορίας. Μοιραζόμενος αυτήν τη θέση με τον Fuchs, η δική μου αντίληψη για την πολιτική οικονομία της πληροφορίας, ωστόσο, διαφέρει από τη δική του. Ισχυρίζεται ότι η πληροφορία περιλαμβάνει αφηρημένη αξία όπως ορίζεται από τον Μαρξ (1976). Εγώ, από την άλλη, ισχυρίζομαι ότι ενώ ένα κομμάτι πληροφορίας μπορεί να έχει μια τιμή, η αξία του πάντα τείνει προς το μηδέν. Επομένως, η τιμή της πληροφορίας δεν αντιπροσωπεύει, όπως ισχυρίζεται ο Fuchs, μια αξία που είναι ενσωματωμένη σε αυτήν, αλλά αποτελεί, αντιθέτως, πρόσοδο. Με αυτό, ωστόσο, δεν εννοώ ότι οι εργάτες της πληροφορίας δεν είναι εκμεταλλευόμενοι. Ο Fuchs σωστά επιμένει ότι οι εργάτες της πληροφορίας, είτε πληρώνονται είτε όχι, είναι εκμεταλλευόμενοι. Εγώ αναβαθμίζω αυτό το επιχείρημα δείχνοντας ότι αυτή η εκμετάλλευση δεν παίρνει τη μορφή της εξαγωγής υπεραξίας, παρά μάλλον αυτή του χρόνου υπερεργασίας (Σ.τ.Μ. surplus time), και της απαλλοτρίωσης κοινών αγαθών (Σ.τ.Μ. expropriation of commons) (βλ. επίσης: Rigi & Prey [προσεχώς]). Η παρουσίαση της δικής μου αντίληψης της πολιτικής οικονομίας της πληροφορίας εδώ θα εκθέσει στον αναγνώστη – για τον οποίο θεωρώ ότι του είναι οικεία η θεωρία του Fuchs- τις διαφορές μας.
Η περίληψη του άρθρου έχει ως εξής. Πρώτα, χρησιμοποιώντας τον μαρξικό ορισμό της κοινωνικά αναγκαίας αφηρημένης εργασίας που παράγει αξία, καταδεικνύω ότι η αξία της πληροφορίας τείνει στο μηδέν. Στο δεύτερο βήμα, δείχνω ότι η πληροφορία παίζει έναν κεντρικό ρόλο στην παραγωγή της σχετικής υπεραξίας. Τότε, προχωρώ στο να δείξω ότι τα εμπορικά μυστικά είναι από τα κύρια μέσα για την οικειοποίηση υπερκερδών και προσόδων. Η τέταρτη παράγραφος αναλύει τον ρόλο της πνευματικής ιδιοκτησίας στην εξαγωγή προσόδων. Έχει δύο μέρη. Στο πρώτο μέρος εισάγει τις διαφορετικές μορφές της γαιοπροσόδου του Μαρξ. Το δεύτερο μέρος περιγράφει διάφορες μορφές πληροφοριακής προσόδου υπό το φως της μαρξικής θεωρίας της γαιοπροσόδου. Η πληροφοριακή πρόσοδος ορίζεται ως η τιμή που πληρώνεται για τη χρήση της πληροφορίας. Η πέμπτη παράγραφος ισχυρίζεται ότι η πηγή των πληροφοριακών υπερκερδών και προσόδων είναι η υπεραξία που παράγεται από την ολότητα της παγκόσμιας εργατικής τάξης. Γι’ αυτόν τον λόγο, ισχυρίζεται, η επέκταση της οικονομίας της πληροφορίας ήταν ένας σημαντικός παράγοντας της παγκοσμιοποίησης των κλάδων της μεταποίησης (Σ.τ.Μ. manufacturing) και των υπηρεσιών, και της σχετιζόμενης ανόδου του νεοφιλελευθερισμού. Η έκτη παράγραφος περιγράφει μορφές εκμετάλλευσης που διαμεσολαβούνται από την πληροφορία. Δείχνει ότι οι καπιταλιστές της πληροφορίας δεν εκμεταλλεύονται μόνο τους εργάτες της πληροφορίας εξάγοντας από αυτούς υπερεργασία/πλεονάζον χρόνο και περιφράσσοντας τα κοινά αγαθά που αυτοί παράγουν, αλλά εκμεταλλεύονται επίσης όλους τους εργάτες του κόσμου που παράγουν υπεραξία. Ο επίλογος σκιαγραφεί τα καθοριστικά χαρακτηριστικά του σύγχρονου καπιταλισμού υπό το φως των επιχειρημάτων που αναπτύσσονται σε αυτό το άρθρο, προτείνοντας ότι η ανατροπή του καπιταλισμού είναι το άμεσο ιστορικό καθήκον της ανθρωπότητας.
- Η αξία της πληροφορίας
Όπως αναφέρθηκε, σύμφωνα με τη μαρξική θεωρία της αξίας, η αξίας της πληροφορίας τείνει στο μηδέν. Ο λόγος γι’ αυτό είναι ότι η πληροφορία μπορεί να αναπαραχθεί με σχεδόν μηδενικό κόστος (Teixeira & Rotta 2008· Perelman 2002, 2003· Zeller 2008· Rigi & Prey προσεχώς). Για παράδειγμα, εάν ο εργάσιμος χρόνος που απαιτείται για τη συγγραφή λογισμικού είναι 100 ώρες και ο χρόνος που απαιτείται για την αντιγραφή του είναι 5 λεπτά, η αξία του καθορίζεται από τον εργάσιμο χρόνο των 5 λεπτών, ο οποίος είναι αμελητέος. Ο λόγος γι’ αυτό είναι ότι η αξία ενός εμπορεύματος καθορίζεται από τον κοινωνικά αναγκαίο χρόνο εργασίας για την αναπαραγωγή του (Marx 1981, 522). Στην περίπτωση της πληροφορίας αυτός ο χρόνος είναι ο κοινωνικά αναγκαίος χρόνος για την αντιγραφή της. Εφόσον το αντίγραφο και το πρωτότυπο έχουν την ίδια αξία χρήσης, είναι το ίδιο εμπόρευμα. Έτσι, στην περίπτωση του λογισμικού μας τα 5 λεπτά του χρόνου αντιγραφής καθορίζουν την αναγκαία κοινωνική εργασία για την παραγωγή του λογισμικού, και όχι οι αρχικές 100 ώρες που δαπανήθηκαν στην παραγωγή του πρώτου αρχικού αντιγράφου. Συχνά, ο χρόνος που δαπανάται στην αντιγραφή δεν παράγει καν αμελητέα αξία, διότι οι χρήστες οι ίδιοι εκτελούν την εργασία της αντιγραφής[3]. Ο Μαρξ εκφράζει την ιδέα ότι η πληροφορία έχει αμελητέα αξία στα ακόλουθα δύο αποσπάσματα:
Το προϊόν της διανοητικής εργασίας – η επιστήμη – πάντα κείται πολύ κάτω από την αξία του, διότι ο εργάσιμος χρόνος που χρειάζεται για την αναπαραγωγή του δεν έχει απολύτως σχέση με τον εργάσιμο χρόνο που απαιτείται για την αρχική του παραγωγή. Για παράδειγμα, ένα σχολιαρόπαιδο μπορεί να μάθει το διωνυμικό θεώρημα σε μια ώρα (Marx 1978, 353, αναφέρεται στο Perelman 2003, 305).
«Από τη στιγμή που ανακαλύπτεται, ο νόμος της απόκλισης της μαγνητικής βελόνας στο πεδίο ενός ηλεκτρικού ρεύματος, ή ο νόμος του μαγνητισμού του σιδήρου από τον ηλεκτρισμό, δεν κοστίζουν απολύτως τίποτα» (Marx 1977, 507, αναφέρεται στο Perelman 2003, 305).
Προκειμένου να αποδείξουμε ότι ο χρόνος εργασίας που απαιτείται για την αναπαραγωγή ενός εμπορεύματος καθορίζει την αξία του, χρειαζόμαστε για λίγο να κάνουμε μια παύση και να αναλύσουμε την έννοια του κοινωνικά αναγκαίου χρόνου εργασίας που αποτελεί την αξία. Σκεφτείτε ότι υπάρχουν 100 παραγωγοί που παράγουν το ίδιο ζευγάρι παπούτσια με διαφορετικές παραγωγικότητες, ο καθένας δαπανώντας αντίστοιχα Τ1, Τ2, … Τ100 για να παράγουν το αντίστοιχο ζευγάρι παπουτσιών. Ο κοινωνικά αναγκαίος χρόνος εργασίας είναι (Τ1, + Τ2, +…+ Τ100) / 100. Με άλλα λόγια, η μέση κοινωνική παραγωγικότητα όλων των παραγωγών καθορίζει την ποσότητα του κοινωνικά αναγκαίου χρόνου εργασίας που πήγνυται ως αξία στο προϊόν. Προκειμένου να παράγει το προϊόν φτηνότερα, και μέσω αυτού να αποκτήσει μεγαλύτερο μερίδιο αγοράς, οι ατομικοί καπιταλιστές αυξάνουν την παραγωγικότητα της εργασίας των δικών τους επιχειρήσεων. Αυτό με τη σειρά του οδηγεί στην αύξηση της μέσης κοινωνικής παραγωγικότητας όλων των επιχειρήσεων που παράγουν ένα ορισμένο εμπόρευμα. Αποτέλεσμα αυτού είναι ο κοινωνικά αναγκαίος χρόνος εργασίας για την παραγωγή του εμπορεύματος, και επομένως η αξία του, να μειώνεται. Εάν υπάρχει απόθεμα ενός εμπορεύματος παραγμένο στο παρελθόν με χαμηλότερη παραγωγικότητα της εργασίας, η αξία του υποτιμάται. Πλέον, έχει μια αξία ως αν να είχε αναπαραχθεί με την τωρινή αυξημένη παραγωγικότητα της εργασίας. Κατά κανόνα, η παραγωγικότητα της εργασίας αυξάνεται σε όλους τους παραγωγικούς κλάδους και, κατά συνέπεια, η αξία που ενσωματώνεται σε μια μονάδα οποιουδήποτε εμπορεύματος μειώνεται (Marx 1973· Rosdolsky 1966). Ο Μαρξ το δήλωσε αυτό καθαρά στον τρίτο τόμο του Κεφαλαίου.
Πέραν όλων των συμπτωματικών περιστάσεων, ένα μεγάλο μέρος του υπάρχοντος κεφαλαίου είναι περισσότερο ή λιγότερο απαξιωμένο κατά την εξέλιξη της παραγωγικής διαδικασίας, μιας και η αξία των εμπορευμάτων καθορίζεται όχι από τον εργάσιμο χρόνο που παίρνει η αρχική παραγωγή τους, παρά μάλλον από τον εργάσιμο χρόνο που παίρνει η αναπαραγωγή τους, και αυτός σταθερά μειώνεται καθώς η κοινωνική παραγωγικότητα της εργασίας αναπτύσσεται. Σε ένα υψηλότερο επίπεδο ανάπτυξης της κοινωνικής παραγωγικότητας, επομένως, όλο το υπάρχον κεφάλαιο, αντί για να εμφανίζεται ως το αποτέλεσμα μιας μακράς διαδικασίας συσσώρευσης, εμφανίζεται ως το αποτέλεσμα μιας σχετικά μικρής περιόδου αναπαραγωγής (1981, 522) (τα πλάγια γράμματα προστέθηκαν για να δώσουν έμφαση).
Η πληροφορία είναι ένα μοναδικό εμπόρευμα υπό αυτήν την έννοια. Ενώ οι αξίες των άλλων εμπορευμάτων μειώνονται βαθμιαίως και ως αποτέλεσμα της ανάπτυξης της κοινωνικής παραγωγικότητας, αυτή ενός κομματιού πληροφορίας μειώνεται αμέσως και απείρως στην αμέσως επόμενη στιγμή της ολοκλήρωσης της αρχικής του παραγωγής, και αυτό συμβαίνει ανεξάρτητα από το γενικό επίπεδο της κοινωνικής παραγωγικότητας. Ο λόγος είναι ότι ακριβώς εκείνη την στιγμή μπορεί να αναπαραχθεί με αμελητέο επιπλέον κόστος. Επομένως, αν και προϊόν εργασίας, η αξία της πληροφορίας προσεγγίζει το μηδέν. Μια σημαντική σημείωση είναι απαραίτητη εδώ. Η μη ψηφιακή αναπαραγωγή της πληροφορίας απαιτεί τη χρήση υλικών όπως χαρτί, μελάνι, κοκ, και οργάνων, όπως εκτυπωτικές μηχανές. Ενώ η ίδια η παραγωγή της πληροφορίας δε φέρει κανένα επιπλέον κόστος, η αναπαραγωγή του υλικού στο οποίο εγγράφεται η πληροφορία έχει κόστος, και όλων των άλλων συνθηκών ίσων, το κόστος αναπαραγωγής του είναι ίσο με αυτό της παραγωγής του. Με αυτήν την έννοια, ένα τυπωμένο βιβλίο έχει αξία που αποτελείται από την αξία του σταθερού κεφαλαίου που χρησιμοποιείται στην αναπαραγωγή συν την αξία που προστίθεται από την εργασία κατά τη διάρκεια της διαδικασίας αναπαραγωγής του υλικού του σώματος. Ο συγγραφέας του βιβλίου, από την άλλη πλευρά, δεν συμβάλει καθόλου στην αξία του, διότι η αναπαραγωγή του συμβολικού περιεχομένου δεν απαιτεί μια νέα εισαγωγή εργασίας[4]. Η ιδιαιτερότητα της ψηφιακής αναπαραγωγής της πληροφορίας έγκειται στο ότι απελευθερώνει την πληροφορία από κάποιο ιδιαίτερο υλικό σώμα, και επομένως, τα κόστη της τείνουν στο μηδέν. Θα επιστρέψουμε σε αυτό το σημείο όταν θα συζητήσουμε τη σχέση μεταξύ πνευματικής ιδιοκτησίας και προσόδου.
Κατά ένα παράδοξο τρόπο, ενώ η συμβολή της πληροφορίας στην συνολική αξία που παράγεται στην παγκόσμια καπιταλιστική οικονομία είναι αμελητέα, όπως η γη, αποτελεί ένα θεμέλιο εκ των ουκ άνευ αυτής της οικονομίας. Χωρίς πληροφορία, όπως και χωρίς γη, κάθε παραγωγή, συμπεριλαμβανομένης της αξίας και της υπεραξίας θα παύσει να υπάρχει. Η πληροφορία, όπως και η γη, πάντα έπαιζε έναν κεντρικό ρόλο στην καπιταλιστική οικονομία. Πρώτον, η επιστήμη και οι τεχνολογικές καινοτομίες πάντα αποτελούσαν κύριο παράγοντα της αύξησης της παραγωγικότητας της εργασίας (Marx 1976). Αυτή η αύξηση ήταν μια κύρια πηγή υπερκέρδους για ατομικούς καπιταλιστές από την μια πλευρά, και η κύρια πηγή της σχετικής υπεραξίας για όλους τους καπιταλιστές από την άλλη. Δεύτερον, η μονοπώληση της πληροφορίας δια των εμπορικών μυστικών και της πνευματικής ιδιοκτησίας είναι ένα μέσο για την μεταφορά τεράστιου μέρους της παγκόσμιας υπεραξίας σε υπερκέρδη και προσόδους, τα οποία σφετερίζονται οι μονοπωλητές της πληροφορίας. Τρίτον, η πληροφορία είναι η κύρια βάση τόσο των μαζικών όσο και των κοινωνικών μέσων, και μέσω αυτού, είναι επίσης η βάση για την εξαγωγή διαφημιστικής προσόδου.
Οι Roger Prey κι εγώ (Rigi & Prey [προσεχώς]) έχουν ασχοληθεί με τα έσοδα των μέσων από τη διαφήμιση αλλού. Επομένως, σε αυτό το άρθρο, θα διαπραγματευτώ μόνο τις επιπτώσεις των εμπορικών μυστικών και της εμπορευματοποίησης της πληροφορίας στη διανομή της συνολικής κοινωνικής υπεραξίας.
Τα εμπορικά μυστικά και η πνευματική ιδιοκτησία, ως κύριοι μηχανισμοί της διανομής της συνολική παγκόσμιας υπεραξίας που παράγεται από την παγκόσμια εργατική τάξη, αποτελούν κύριες πλευρές του σύγχρονου καπιταλισμού. Εμπορικά μυστικά και πνευματική ιδιοκτησία είναι, ωστόσο, δύο διαφορετικοί τύποι μονοπωλίου, και παράγουν διαφορετικών τύπων εισοδήματα. Το πρώτο παράγει κέρδος ή πρόσοδο με το να αποτελεί μια ευνοϊκή κατάσταση, ή ένα συστατικό αυτής, για την παραγωγή ή πώληση ενός ορισμένου εμπορεύματος. Η δεύτερη συμβάλει σε φορο-προσόδους (Σ.τ.Μ. rent-tribute) με το να είναι άμεσα ανταλλάξιμη ως εμπόρευμα[5]. Για να αναλύσουμε τους μηχανισμούς αυτούς χρειαζόμαστε μια σύντομη ανασκόπηση της μαρξικής θεωρίας της διανομής της συνολικής κοινωνικής αξίας που παράγεται από το συνολικό κοινωνικό κεφάλαιο[6]. Ωστόσο, πρώτα ας εξερευνήσουμε την επίδραση της πληροφορίας στην παραγωγή καθ’ αυτήν της υπεραξίας.
- Πληροφορία και Παραγωγή της Σχετικής Υπεραξίας
Η πηγή του χρηματικού καπιταλιστικού πλούτου είναι η εργασία (Marx 1976, 1981), αν και, αν θεωρήσουμε τον πλούτο ως αξία χρήσης, η φύση επίσης συμβάλει σε αυτόν (Marx 1976). Διακρίνοντας μεταξύ εργασιακής δύναμης και εργασίας, ο Μαρξ ορίζει την πρώτη ως την ικανότητα για εκτέλεση εργασίας, και τη δεύτερη ως την εργασιακή διαδικασία καθ’ αυτή. Στον καπιταλισμό, η εργασιακή δύναμη είναι ένα εμπόρευμα που αγοράζεται και χρησιμοποιείται από τους καπιταλιστές. Η αξία χρήση της εργασιακής δύναμης για τους καπιταλιστές είναι η εργασία που παράγει εμπορεύματα, η αξία των οποίων είναι μεγαλύτερη από την αξία του κεφαλαίου που χρησιμοποιείται στην παραγωγή τους. Η διαφορά είναι η υπεραξία, την οποία καρπώνονται οι καπιταλιστές. Η εργασία εκτελεί τις ακόλουθες τρεις υπηρεσίες για το κεφάλαιο: μεταφέρει την αξία των μέσων παραγωγής (σταθερό κεφάλαιο) στα εμπορεύματα· αναπαράγει την αξία της εργασιακής δύναμης (μεταβλητό κεφάλαιο)· και παράγει την υπεραξία (Marx 1976, κεφάλαιο 7). Έτσι, η εργάσιμη ημέρα του εργάτη διαιρείται σε δύο μέρη. Το πρώτο μέρος αναπαράγει την αξίας της εργασιακής δύναμης και το δεύτερο παράγει την υπεραξία. Αυτό μπορεί να απεικονιστεί στο ακόλουθο γράφημα.
Α——————————————————————Β————————————–Γ
ΑΓ είναι η εργάσιμη ημέρα, ΑΒ είναι ο αναγκαίος εργάσιμος χρόνος και ΒΓ είναι ο χρόνος υπερεργασίας. Ο ΑΒ αναπαράγει την αξία της εργασιακής δύναμης, και ο ΒΓ παράγει την υπεραξία. Για ένα δεδομένο ΑΒ ο καπιταλιστής αυξάνει τον όγκο της υπεραξίας επεκτείνοντας τον ΒΓ, κάτι που είναι το ίδιο με την επέκταση της εργάσιμης ημέρας. Ο Μαρξ το αποκαλεί αυτό μέθοδο της παραγωγής της απόλυτης υπεραξίας (1976). Αλλά η επέκταση του ΒΓ έχει τόσο φυσικά όσο και κοινωνικά όρια (Marx 1976). Φυσικά, όλος ο χρόνος της εργάτριας, δηλ. ολόκληρη η ζωή της, δεν μπορεί να είναι εργάσιμος χρόνος[7]. Χρειάζεται να τρώει, να πίνει, να κοιμάται, να ξεκουράζεται, να κάνει έρωτα, και να εμπλέκεται σε άλλες δραστηριότητες προκειμένου να ανανεώνει την εργασιακή της δύναμη σε καθημερινή βάση από την μια πλευρά, και να αναπαράγει τον εαυτό της στα σώματα των παιδιών της από την άλλη. Το κοινωνικό όριο συνίσταται στον περιορισμό της εργάσιμης ημέρας από τους νόμους που προκύπτουν από την πάλη της εργατικής τάξης, από τη μια πλευρά, και τη μέριμνα των πιο οξυδερκών καπιταλιστών αντιπροσώπων του καπιταλισμού για την αναπαραγωγή μιας υγειούς και αποδοτικής εργασιακής δύναμης, από την άλλη. Αντιμετωπίζοντας αυτούς τους περιορισμούς, οι καπιταλιστές μπορούν να αυξήσουν -και όντως αυξάνουν- τον χρόνο υπερεργασίας περικόπτοντας τον απαραίτητο εργάσιμο χρόνο. Μπορούμε να το απεικονίσουμε αυτό με το ακόλουθο γράφημα.
Α……………………………………………..Β’……………………Β……………………………………….Γ
Τώρα, ενώ ο ΑΓ δεν έχει αλλάξει, ο αναγκαίος εργάσιμος χρόνος είναι ΑΒ’, και ο χρόνος υπερεργασίας είναι Β’Γ. Ο νέος αναγκαίος εργάσιμος χρόνος είναι μικρότερος κατά Β’Β από τον παλιό, και επομένως, η νέα υπεραξία είναι μεγαλύτερη από την παλιά κατά Β’Β. Η υπεραξία, η οποία παράγεται με αυτόν τον τρόπο, αποκαλείται από τον Μαρξ σχετική υπεραξία (Μαρξ 1976, κεφάλαιο 12).
Η πληροφορία στη μορφή της εφαρμοσμένης επιστήμης και τεχνολογικών καινοτομιών, οι οποίες αυξάνουν την παραγωγικότητα της εργασίας, είναι ένας αποφασιστικός παράγοντας για την παραγωγή σχετικής υπεραξίας[8]. Όπως αναφέρθηκε, ο αναγκαίος εργάσιμος χρόνος αναπαράγει την αξία της εργασιακής δύναμης και η αξία αυτή, με τη σειρά της, ισούται με το άθροισμα των αξιών των εμπορευμάτων που καταναλώνονται από τον εργάτη και την οικογένειά του. Επομένως, η σύμπτυξη του αναγκαίου εργάσιμου χρόνου απαιτεί την μείωση της αξίας των εμπορευμάτων αυτών. Θεωρητικά, μπορούμε να φανταστούμε δύο τρόπους για τη μείωση της αξίας των εμπορευμάτων αυτών. Ο πρώτος είναι το κόψιμο της ποσότητας των αξιών χρήσης που καταναλώνονται από τον εργάτη και την οικογένειά του, και ο δεύτερος είναι η αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας στους κλάδους της παραγωγής που παράγουν τα είδη κατανάλωσης. Ο πρώτος είναι ζημιογόνος για την εργασιακή δύναμη από τη μια πλευρά, και μπορεί επίσης να προκαλέσει κοινωνική αναταραχή από την άλλη. Επομένως, το κεφάλαιο τον αποφεύγει αν έχει τη δυνατότητα, αν και εφαρμόζεται σε ορισμένες συνθήκες, για παράδειγμα σε καιρούς κρίσεων. Επομένως, ο δεύτερος είναι στην πραγματικότητα η κύρια μέθοδος παραγωγής σχετικής υπεραξίας. Η παραγωγικότητα της εργασίας αυξάνεται μέσω δύο αλληλοσχετιζόμενων παραγόντων: μεταβολές στην οργάνωση της εργασίας (καταμερισμός εργασίας και συνεργασία) από την μια πλευρά, και αύξηση της αποδοτικότητας των οργάνων της εργασίας μέσω εφευρέσεων νέων μηχανών ή της τροποποίησης των υπαρχόντων, από την άλλη. Η εφαρμογή της επιστήμης, δηλ. της πληροφορίας, στην παραγωγή παίζει έναν κεντρικό ρόλο από αυτήν την άποψη. Με αυτόν τον τρόπο, ενώ η πληροφορία δεν έχει η ίδια αξία, είναι ο κύριος μοχλός της παραγωγής της σχετικής υπεραξίας. Ο Μαρξ (1976) ισχυρίστηκε ότι η κύρια αιτία των αλλεπάλληλων τεχνολογικών επαναστάσεων είναι η παραγωγή σχετικής υπεραξίας. Ωστόσο, μια σημαντική σημείωση είναι απαραίτητη εδώ. Η αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας που μειώνει την αξία της εργασιακής δύναμης είναι μια μη σκόπιμη συνέπεια του ανταγωνισμού μεταξύ των ατομικών κεφαλαίων. Κάθε ατομικός καπιταλιστής συνεχώς προσπαθεί να βελτιώσει την παραγωγικότητα της επιχείρησής του προκειμένου να φτηνύνει τα δικά του εμπορεύματα, και επομένως, να καρπωθεί επιπλέον υπεραξία (υπερκέρδος) (Marx 1976, 1981)[9]. Στο βαθμό που οι καπιταλιστές που παράγουν τα εμπορεύματα που καταναλώνονται από την εργατική τάξη, φτηναίνουν τα εμπορεύματα αυτά, φτηναίνουν επίσης και την αξία της εργασιακής δύναμης, βοηθώντας έτσι την τάξη των καπιταλιστών ως σύνολο. Εκτός από την υποβοήθηση της/διαμεσολάβηση στην παραγωγή(ς) της σχετικής υπεραξίας, οι τεχνολογικές καινοτομίες επίσης συμβάλουν στην αύξηση του ποσοστού κέρδους στο βαθμό που φτηναίνουν τα στοιχεία του σταθερού κεφαλαίου (Marx 1981).[10]
- Οι Επιπτώσεις της Πληροφορίας στη Διανομή της Συνολικής Παγκόσμιας Υπεραξίας
Η υπεραξία, η οποία παράγεται από ατομικούς καπιταλιστές, συλλέγεται σε έναν κοινό «κουμπαρά» (Σ.τ.Μ., pool) συνολικής κοινωνικής υπεραξίας, και μετά διαιρείται μεταξύ διαφορετικών στρωμάτων εκμεταλλευτικών τάξεων στη σφαίρα της διανομής με τη μορφή του κέρδους, του τόκου, και της προσόδου. Βιομηχανικοί και εμπορικοί καπιταλιστές λαμβάνουν μέρος της υπεραξίας με τη μορφή του κέρδους, οι δανειστές χρήματος με τη μορφή του τόκου, και οι ιδιοκτήτες γης με τη μορφή της γαιοπροσόδου (Marx, 1981). Κάτοχοι πνευματικής ιδιοκτησίας λαμβάνουν το δικό τους μερίδιο της υπεραξίας με τη μορφή της πληροφοριακής προσόδου (Teixeira & Rotta 2012· Perelman 2002, 2003· Zeller 2008· Harvey 2012· Rigi & Prey [προσεχώς]). Τα εισοδήματα των μέσων (Σ.τ.Μ., ενημέρωσης/επικοινωνίας· media) αποτελούνται τόσο από κέρδος όσο και από διαφημιστική πρόσοδο (Rigi & Prey [προσεχώς]).
Η διανομή της συνολικής υπεραξίας λαμβάνει χώρα διά των αλληλένδετων μηχανισμών του ανταγωνισμού και του μονοπωλίου. Όπως ισχυριστήκαμε παραπάνω, τα εμπορικά μυστικά και η πνευματική ιδιοκτησία, ως οι δύο κύριες μορφές μονοπωλίου της πληροφορίας, έχουν ως αποτέλεσμα υπερκέρδη και πληροφοριακές προσόδους για τους αντίστοιχους ιδιοκτήτες τους. Καθώς τόσο το υπερκέρδος, όσο και η πρόσοδος μπορούν να εξηγηθούν στη βάση της διαμόρφωσης του μέσου κέρδους και του γενικού ποσοστού του κέρδους, πρώτα θα συνοψίσω την μαρξική θεωρία για αυτά τα θέματα.
4.1 Το Μέσο Κέρδος, το Γενικό Ποσοστό Κέρδους και η Τιμή Παραγωγής
Η αξία ενός εμπορεύματος (α) αποτελείται από τρία στοιχεία: σταθερό κεφάλαιο (σ), μεταβλητό κεφάλαιο (μ) και υπεραξία (υ) (α = σ + μ + υ). Υπό συνθήκες ελεύθερου και τέλειου ανταγωνισμού, τα εμπορεύματα πωλούνται, όχι στις αξίες τους, αλλά στις τιμές παραγωγής τους. Ενώ η αξία ενός εμπορεύματος δημιουργείται στην σφαίρα της παραγωγής, η τιμή παραγωγής σχηματίζεται μέσω της αλληλεπίδρασης μεταξύ προσφοράς και ζήτησης στην αγορά. Καθώς η υπεραξία δημιουργείται από το μεταβλητό κεφάλαιο, το μέγεθος της παραγόμενης υπεραξίας από ένα δεδομένο ατομικό κεφάλαιο[11], με ένα δεδομένο βαθμό εκμετάλλευσης[12], έχει μια αντίστροφη σχέση με την οργανική του σύνθεση[13], δηλ., όσο χαμηλότερη είναι η οργανική σύνθεση, τόσο μεγαλύτερο το μερίδιο του μεταβλητού κεφαλαίου, και, συνεπώς, τόσο υψηλότερο το μέγεθος της παραγόμενης υπεραξίας. Από την οπτική γωνία του καπιταλιστή, ωστόσο, δεν είναι το μεταβλητό κεφάλαιο (εργασία) που παράγει από μόνο του υπεραξία, αλλά ολόκληρο το κεφάλαιο, μη διαιρεμένο σε σταθερό και μεταβλητό κεφάλαιο. Με αυτόν τον τρόπο, η υπεραξία μετασχηματίζεται σε κέρδος και το ποσοστό κέρδους ισούται με την υπεραξία διά το συνολικό κεφάλαιο. Από αυτό συνεπάγεται ότι εντός ενός δεδομένου βαθμού εκμετάλλευσης, τα ποσοστά κέρδους του ίδιου μεγέθους διαφορετικών ατομικών κεφαλαίων με μεταβλητές οργανικές συνθέσεις πρέπει να έχουν αντίστροφη σχέση με τις οργανικές τους συνθέσεις. Ωστόσο, υπό συνθήκες ελεύθερου ανταγωνισμού, το ποσοστό κέρδους εξισώνεται για όλα τα κεφάλαια, άσχετα από την οργανική τους σύνθεση. Με άλλα λόγια, σχηματίζεται ένα γενικό ποσοστό κέρδους, το οποίο είναι ίσο με το άθροισμα της συνολικής υπεραξίας διά το άθροισμα του συνολικού κοινωνικού κεφαλαίου, δηλ. τα κεφάλαια μιας ορισμένης ποσότητας λαμβάνουν ένα ίσο κέρδος, άσχετα από τις ιδιαίτερες οργανικές συνθέσεις. Αυτό συμβαίνει μέσω του ανταγωνισμού. Ως αποτέλεσμα της κίνησης του κεφαλαίου μεταξύ των κλάδων διαφορετικών οργανικών συνθέσεων, η προσφορά των εμπορευμάτων κλάδων με υψηλές οργανικές συνθέσεις κεφαλαίου μειώνεται, και αυτή κλάδων με χαμηλές οργανικές συνθέσεις κεφαλαίου αυξάνεται. Συνεπώς, οι πρώτοι κλάδοι μπορούν να πωλήσουν τα εμπορεύματά τους σε τιμές πάνω από τις αξίες τους, και οι δεύτεροι αναγκάζονται να πωλήσουν τα εμπορεύματά τους σε τιμές κάτω από τις αξίες τους. Με αυτόν τον τρόπο, υπεραξία μεταφέρεται από τους δεύτερους κλάδους στους πρώτους. Η διαδικασία συνεχίζεται μέχρι να προσεγγίσει ένα σημείο εξισορρόπησής, στο οποίο σχηματίζεται ένα γενικό ποσοστό κέρδους, σύμφωνα με το οποίο η ίδια ποσότητα κεφαλαίου λαμβάνει την ίδια ποσότητα μέσου κέρδους άσχετα από την οργανική του σύνθεση. Σε αυτό το σημείο εξισορρόπησης κάθε εμπόρευμα αποκτά μια τιμή, την οποία ο Μαρξ αποκαλεί τιμή παραγωγής, και η οποία ισούται με κεφάλαιο + μέσο κέρδος. Οι τιμές παραγωγής των εμπορευμάτων με οργανικές συνθέσεις κεφαλαίου άνω της μέσης κοινωνικής οργανικής σύνθεσης (το συνολικό σταθερό κοινωνικό κεφάλαιο διά το συνολικό κοινωνικό μεταβλητό κεφάλαιο) είναι πάνω από τις αξίες τους. Οι τιμές παραγωγής των εμπορευμάτων με οργανικές συνθέσεις ίσες με την μέση κοινωνική οργανική σύνθεση είναι ίσες με τις αξίες τους. Και, οι τιμές παραγωγής αυτών με οργανικές συνθέσεις κάτω από τον κοινωνικό μέσο όρο είναι κάτω από τις αξίες τους. Ενώ η τιμή παραγωγής ενός ορισμένου εμπορεύματος μπορεί να είναι πάνω, κάτω, ή ίσο με την αξία του, το συνολικό άθροισμα των τιμών παραγωγής όλων των εμπορευμάτων ισούται με το συνολικό άθροισμα των αξιών τους (Marx 1981, 241-301)[14].
4.2 Οι Επιπτώσεις του Μονοπωλίου στη Διανομή της Συνολικής Υπεραξίας
Αλλά τι συμβαίνει υπό μονοπωλιακές συνθήκες; Υπάρχουν τρεις γενικοί τύποι μονοπωλίου: οι εξής, οικονομικά, φυσικά και νομικά[15] μονοπώλια (Hilferding 1981 1981, 199-203). Το οικονομικό μονοπώλιο είναι αποτέλεσμα της συγκέντρωσης και συγκεντροποίησης του κεφαλαίου και του συνεπαγόμενου σχηματισμού τραστ, καρτέλ, και ολιγοπωλίων, τα οποία ελέγχουν οικονομικές και τεχνολογικές ροές, τις κύριες πηγές πρώτων υλών, μέσα μεταφοράς, και αγορές, και καθορίζουν τις τιμές (βλ. Hilferding, μέρος III, 183–227)[16]. Εδώ, η ισχύς του μονοπωλίου είναι μια αντανάκλαση της οικονομικής ισχύος του μονοπωλητή. Τα φυσικά μονοπώλια είναι αποτέλεσμα της γαιοκτησίας. «Η γαιοκτησία προϋποθέτει ότι ορισμένα πρόσωπα απολαμβάνουν το μονοπώλιο του να διαθέτουν κάποιες μερίδες της υφηλίου ως αποκλειστικές σφαίρες της ιδιωτικής τους βούλησης προς αποκλεισμό όλων των άλλων» (Marx 1981, 752). Έτσι, η ισχύς του φυσικού μονοπωλίου πηγάζει από την ιδιοκτησίας της γης[17]. Ενώ τα εμπορικά μυστικά δρουν ως μια διασύνδεση μεταξύ οικονομικού και νομικού μονοπωλίου, η πνευματική ιδιοκτησία είναι η τελειότερη μορφή νομικού μονοπωλίου. Το νομικό μονοπώλιο διαφέρει από το φυσικό μονοπώλιο στο ότι το μονοπωλημένο αντικείμενο δεν είναι φυσικά σπάνιο, αλλά γίνεται τεχνητά σπάνιο. Επομένως, η δύναμη του νομικού μονοπωλίου πηγάζει μόνο από τη νομική τιτλοποίηση. Παρόλο που και τα φυσικά και τα νομικά μονοπώλια έχουν πολύ μακρύτερες ιστορίες από τον καπιταλισμό, ο καπιταλισμός τα επέκτεινε δραματικά, τα τροποποίησε, και τα ενσωμάτωσε στις απαιτήσεις της καπιταλιστικής συσσώρευσης. Με τον μετασχηματισμό του καπιταλισμού που βασίζονταν στον ελεύθερο ανταγωνισμό σε μονοπωλιακό ανταγωνισμό, τα φυσικά και νομικά μονοπώλια έχουν γίνει ουσιαστικά όργανα του οικονομικού μονοπωλίου. Το τελευταίο είναι πιο διαρκές και πιο αποτελεσματικό όταν υποστηρίζεται από τα προηγούμενα (Hilferding 1981/1910, 202–203).
Αυτοί οι τρεις τύποι μονοπωλίου επηρεάζουν διαφορετικά τη διανομή της υπεραξίας ανάμεσα στις διάφορα στρώματα των εκμεταλλευτικών τάξεων. Το οικονομικό μονοπώλιο είναι το μέσο για τη δημιουργία υπερκερδών (κερδών άνω του μέσου κέρδους) για το μονοπωλιακό κεφάλαιο (Hilferding 1981/1910· Mandel 1975/1972). Τα φυσικά και νομικά μονοπώλια εξουσιοδοτούν τους ιδιοκτήτες τους όχι μόνο για μια μερίδα της υπεραξίας άσχετα από τον ρόλο τους στην παραγωγή, αλλά και για μια μερίδα των εισοδημάτων των μισθωτών και των αυτοαπασχολουμένων εργαζομένων.
Τα εισοδήματα που δημιουργούνται από φυσικά και νομικά μονοπώλια προκύπτουν καθαρά και απλά από την ιδιοκτησία, και συνεπώς, όπως σημείωσε ο Μαρξ (1981, 908-909), είναι φόροι υποτέλειας (Σ.τ.Μ. tributes). Όπως θα συζητηθεί παρακάτω, η εξαγωγή τέτοιου φόρου γίνεται ρητά καταναγκαστική στην περίπτωση της πνευματικής ιδιοκτησίας. Στην κλασσική οικονομική θεωρία, συμπεριλαμβανομένου του μαρξισμού, αυτός ο φόρος αποκαλείται πρόσοδος (Marx, 1981). Γαιοπρόσοδος, πρόσοδος από διαφημιστικό χώρο[18], και πληροφοριακή πρόσοδος είναι οι τρεις κύριες γενικές μορφές της προσόδου. Σε αυτό το άρθρο, ασχολούμαστε με την πληροφοριακή πρόσοδο.
4.3 Μονοπώλια της πληροφορίας και η Διανομή της Συνολικής Υπεραξίας
Τα μονοπώλια της πληροφορίας έχουν δύο μορφές: εμπορικά μυστικά και πνευματική ιδιοκτησία. Τα εμπορικά μυστικά και η πνευματική ιδιοκτησία διαφέρουν στο ότι στα πρώτα η πληροφορία διατηρείται μυστική, ενώ στην τελευταία, συναλλάσσεται ως εμπόρευμα. Το εμπορικό μυστικό βοηθάει τον κάτοχό του να αυξήσει το μερίδιό του από τη συνολική κοινωνική υπεραξία, επηρεάζοντας τις τιμές των εμπορευμάτων, συστατικό των οποίων είναι η πληροφορία, ή τις συνθήκες παραγωγής ή το μάρκετινγκ τους. Ο ιδιοκτήτης της πνευματικής ιδιοκτησίας, αντιθέτως, εξάγει μια μερίδα της συνολικής κοινωνικής υπεραξίας πωλώντας πληροφορία. Παρακάτω, θα συζητήσω πρώτα το εμπορικό μυστικό και το υπερκέρδος και την πρόσοδο που αυτό δημιουργεί πολύ σύντομα, και μετά θα εξερευνήσω πιο εις βάθος την πληροφοριακή πρόσοδο.
4.3.1 Εμπορικό μυστικό, και Υπερκέρδος και Πρόσοδος
Ο David Almeling (2012, 1107) ορίζει το εμπορικό μυστικό «ως κάθε πληροφορία που είναι μυστική, αποκτά οικονομική αξία από την μυστικότητα, και αποτελεί αντικείμενο εύλογων μέτρων διατήρησης της μυστικότητάς της […]» (Alemling 2012, 1107). Αυτός ο ορισμός συμφωνεί με τον ορισμό του ΠΟΕ για το εμπορικό μυστικό (Lippold and Schults 2014, 5). Οι κύριοι τύποι εμπορικού μυστικού είναι: τεχνική πληροφορία· εμπιστευτική επιχειρηματική πληροφορία· και τεχνογνωσία (Σ.τ.Μ. know-how). Η πρώτη αναφέρεται σε «βιομηχανικές διαδικασίες, σχέδια, και παρόμοιες πληροφορίες», η δεύτερη περιλαμβάνει «λίστες πελατών, χρηματοπιστωτικές πληροφορίες, επιχειρηματικά σχέδια και παρόμοιες πληροφορίες», και η τρίτη «είναι πληροφορίες σχετικές με μεθόδους, βήματα, και διαδικασίες για την επίτευξη διαφόρων αποτελεσμάτων» (Lippold and Schults 2014, 6).
Ο Dave Drab (2003, 4), ένας ειδικός στην οικονομική κατασκοπία, καταθέτει μια λίστα από τις δεκάξι ακόλουθες περιπτώσεις εμπορικών μυστικών:
- Τύποι/φόρμουλες (Σ.τ.Μ. Formulas)
- Έρευνα
- Σχέδια, Διαγράμματα
- Εμπιστευτικά Έγγραφα
- Λογισμικό
- Μεθοδολογία Εφαρμογής
- Τεχνικές Αναφορές
- Βιοιατρικές καταγραφές
- Πληροφορία Πρόσβασης και Ελέγχου
- Πληροφορίες Έργου (Σ.τ.Μ. Project Information)
- Πληροφορίες Τιμολόγησης/Προβλέψεις Πωλήσεων
- Χρηματοπιστωτικές Πληροφορίες
- Κώδικας Λογισμικού
- Υλικά Ελέγχων, Πρωτότυπα, Σχεδιαστικές Προδιαγραφές
- Επιχειρηματικές Πληροφορίες Πελατών
- Μηχανικά Σχέδια και Σχεδιαγράμματα
Αυτές οι περιπτώσεις μπορούν να ταξινομηθούν σε: 1) καινοτομίες που αυξάνουν την παραγωγικότητα της εργασίας· 2) πληροφορίες για πλευρές της οργάνωσης της εργασίας που αυξάνουν την παραγωγικότητα· 3) πληροφορίες για προμήθειες, συμβόλαια και χρηματοπιστωτικούς διακανονισμούς που μειώνουν το σταθερό και μεταβλητό κεφάλαιο και επομένως αυξάνουν το ποσοστό κέρδους· 4) σχέδια για την παραγωγή νέων εμπορευμάτων ή την τροποποίηση υπαρχόντων· 5) πληροφορίες για πωλήσεις και στρατηγικές μάρκετινγκ, και για δυνητικούς και πραγματικούς πελάτες, εμπορικές συμφωνίες κοκ· και 6) πληροφορίες για χρηματοπιστωτικές συνθήκες και υποθέσεις μιας επιχείρησης που επηρεάζουν τους μετόχους της, τη φήμη της, και την αξία των μετοχών της στις χρηματοπιστωτικές αγορές (Lippold & Schults 2014· Almeling 2012· Drab 2003· Pass- man, Subramanian & Propkop 2014).
Ένα εμπορικό μυστικό που αυξάνει την παραγωγικότητα δίνει τη δυνατότητα στην μονοπωλούσα επιχείρηση να παράγει τα εμπορεύματά της σε μια τιμή παραγωγής κάτω από την μέση τιμή παραγωγής. Συνήθως τα πωλεί σε μια τιμή πάνω από τη δική του τιμή παραγωγής, αλλά κάτω από την τιμή αγοράς. Αυτό τη βοηθάει να αποκτήσει ένα υπερκέρδος ανά μονάδα εμπορεύματος, από την μια πλευρά, και ένα μεγαλύτερο μερίδιο της συνολικής αγοράς γι’ αυτό το εμπόρευμα, από την άλλη (Marx 1976, 1981· Mandel 1975/1972· Caffentzis 2013)[19].
Το μονοπώλιο επί του σχεδίου ενός νέου προϊόντος βοηθάει τη μονοπωλούσα επιχείρηση να μονοπωλήσει την αγορά ενός νέου προϊόντος, να θέσει μια μονοπωλιακή τιμή για το προϊόν, και επομένως, να εξάγει ένα μονοπωλιακό υπερκέρδος (Mandel 1975/1972, κεφάλαιο 8).
Εμπορικά μυστικά που αφορούν πωλήσεις, στρατηγικές μάρκετινγκ και δυνητικούς ή πραγματικούς πελάτες βοηθούν αυτούς που τα κατέχουν να αποκτήσουν μεγαλύτερα μερίδια αγορών και να περικόψουν τον χρόνο περιστροφής, και επομένως, να αυξήσουν τα κέρδη τους. Εμπορικά μυστικά για χρηματοπιστωτικές πλευρές βοηθούν μια επιχείρηση να κρύψει τις αδυναμίες και τα δυνατά της σημεία από ανταγωνιστές, μετόχους, δανειστές, κυβερνήσεις και άλλα ενδιαφερόμενα μέρη.
Συνοπτικά, ενώ τα εμπορικά μυστικά μιας επιχείρησης ως πληροφορία δεν έχουν αξία, είναι ζωτικής σημασίας για τη διατήρηση της κερδοφορίας της. Μια σημαντική σημείωση είναι απαραίτητη εδώ. Αν το εμπόρευμα για το οποίο το εμπορικό μυστικό είναι συστατικό/όρος της παραγωγής του ή προϋπόθεση της πώλησής του είναι το ίδιο πληροφορία, το εισόδημα είναι πρόσοδος και όχι κέρδος, διότι, η αξία της πληροφορίας τείνει στο μηδέν. Θα το διαπραγματευτώ αυτό πιο επισταμένα παρακάτω στην παράγραφο περί πνευματικής ιδιοκτησίας. Ωστόσο, ανεξάρτητα από το αν το εισόδημα μιας επιχείρησης είναι κυρίως κέρδος ή πρόσοδος, είναι ένα μέρος της συνολικής υπεραξίας που παράγεται από τη συνολική εργατική τάξη του κόσμου. Καθώς τα εμπορικά μυστικά είναι υπέρ το δέον συγκεντρωμένα στις ανεπτυγμένες καπιταλιστικές οικονομίες, αυτό σημαίνει ότι αυτές οι οικονομίες εξάγουν τεράστια ποσά υπεραξίας από τους εργάτες του υπόλοιπου κόσμου δια μονοπωλίων εμπορικών μυστικών.
Εξ’ αιτίας της μυστικότητας, δεν υπάρχουν στοιχεία για την «αξία»[20] των εμπορικών μυστικών. Ωστόσο, εκτιμήσεις της κλοπής εμπορικών μυστικών, η μεγέθυνση των κατονομαζόμενων άυλων περιουσιακών στοιχείων των εταιρειών, τα οποία περιλαμβάνουν εμπορικά μυστικά, και η ενασχόληση των μέσων (Σ.τ.Μ., ενημέρωσης/επικοινωνίας· media) με τα εμπορικά μυστικά υποδεικνύουν τη σπουδαιότητα αυτής της αξίας (Alemling 2012). Σύμφωνα με τους Passman et al (2014, 3), η αξία των εμπορικών μυστικών, η οποία ληστεύεται ετησίως, ισούται με το 1 με 3 τοις εκατό του ΑΕΠ των ΗΠΑ και των άλλων ανεπτυγμένων καπιταλιστικών οικονομιών. Ο Dave Drab (2003, 3) ανέφερε ότι κατά τη διάρκεια ενός και μόνου έτους (Ιούλιος 2000 – Ιούνιος 2001) 1000 εταιρείες έχασαν μεταξύ 55 και 59 δισεκατομμύρια δολάρια λόγω κλοπής εμπορικών μυστικών. Ο διευθυντής του FBI Robert S. Muller III υποστήριξε ότι εξαιτίας της οικονομικής κατασκοπίας οι εταιρείες των ΗΠΑ έχασαν κατά προσέγγιση 200 δισεκατομμύρια δολάρια ετησίως (στο ίδιο). Τώρα, αν υποθέσουμε ότι ο Muller είναι σωστός και υποθέσουμε, επιπλέον, ότι τα χαμένα εμπορικά μυστικά συνιστούν το 4% – 10%[21] των συνολικών εμπορικών μυστικών των ΗΠΑ, η αξία των εμπορικών μυστικών των ΗΠΑ θα είναι ίση με 2 – 5 τρισεκατομμύρια δολάρια.
Οι επόμενοι δύο πίνακες που αφορούν την αύξηση των άυλων περιουσιακών στοιχείων και την ενασχόληση των μέσων με εμπορικά μυστικά στις ΗΠΑ επίσης μαρτυρούν υπέρ της σπουδαιότητας των εμπορικών μυστικών.
Έτος |
1975 |
1985 |
1995 |
2005 |
2009 |
Ποσοστό άυλων περιουσιακών στοιχείων |
17% |
32% |
68% |
80% |
81% |
Πίνακας 1: Ποσοστό άυλων περιουσιακών στοιχείων των 500 επιχειρήσεων που αποτελούν τον δείκτη Standard and Poor 500 στο χρονικό διάστημα 1975 – 2009 (Almeling 2012, 1093)
Δεκαετία του |
1970 |
1980 |
1990 |
2000 |
Αριθμός άρθρων για εμπορικά μυστικά σε μεγάλες εφημερίδες |
1 |
159 |
548 |
593 |
Πίνακας 2: Ενασχόληση των μέσων με εμπορικά μυστικά από τη δεκαετία του 1970 σε αυτή του 2000 στις ΗΠΑ (Almeling 2012, 1093)
4.3.2 Μονοπώλιο Πνευματικής Ιδιοκτησίας και Πρόσοδος
Η πνευματική ιδιοκτησία, σε αυτό το πλαίσιο, αποτελείται από εμπορικά σήματα, δικαιώματα αντιγραφής (Σ.τ.Μ. copyright), και ευρεσιτεχνίες (Blank et al. 2012). Θα ορίσω κάθε μια από αυτές τις μορφές στο κατάλληλο σημείο. Όπως αναφέρθηκε, οι κάτοχοι της πνευματικής ιδιοκτησίας αποκτούν το μερίδιό τους από τη συνολική κοινωνική υπεραξία πωλώντας πληροφορία. Η τιμή που χρεώνουν είναι πληροφοριακή πρόσοδος. «Κάθε πρόσοδος βασίζεται στη μονοπωλιακή ισχύ των ιδιωτών ιδιοκτητών συγκεκριμένων περιουσιακών στοιχείων» (Harvey 2012, 90). Ενώ ο Μαρξ (1981) και οι μαρξιστές (Fine 1979, Harvey 1999/1982) μας έχουν εφοδιάσει με εκλεπτυσμένες, αν και ακόμη ημιτελείς (Harvey, 1982), θεωρίες για τη γεωπρόσοδο, οι κριτικές θεωρίες για τη πληροφοριακή πρόσοδο είναι ακόμη στη φάση της ανάδυσης. Μπορούμε να διακρίνουμε μεταξύ δύο κύριων τάσεων στις κριτικές θεωρίες. Την πρώτη αντιπροσωπεύουν αυτοί που προσπαθούν να θεωρητικοποιήσουν τη πληροφοριακή πρόσοδο στη βάση της μαρξικής θεωρίας της αξίας και σε αναλογία με τη γεωπρόσοδο (Perelman 2002, 2003· Teixeira, and Rotta 2012· Zeller 2008· Harvey 2012· Foley, 2013· Rigi and Prey [προσεχώς]). Το γκρουπ αυτό θεωρεί την αξία και την υπεραξία που παράγεται από τη συνολική παγκόσμια εργατική τάξη ως την τελική πηγή της προσόδου. Η δεύτερη τάση, την οποία αντιπροσωπεύει ο Αντόνιο Νέγκρι και οι συνεργάτες του, ισχυρίζεται ότι η επικράτηση της προσόδου στον σύγχρονο καπιταλισμό σηματοδοτεί τον θάνατο του νόμου της αξίας και της βιομηχανικής εργατικής τάξης (Hardt and Negri 2009;· Hardt 2010· Vercellone 2010· Negri 2010· Marazzi 2010). Ως υποστηριχτής της πρώτης τάσης δεν ασχολούμαι εκτενώς με τη δεύτερη θέση εδώ, όπως το έχω κάνει αλλού (Rigi n.d.). Ωστόσο, ορισμένα σύντομα σχόλια κριτικής είναι απαραίτητα. Ο Νέγκρι και οι συνεργάτες του επιχειρηματολογούν υπέρ του ότι στον επονομαζόμενο μετα-φορντικό καπιταλισμό (Hardt and Negri 2000), ή, με τους όρους του Vercellone, «γνωστικό καπιταλισμό» (Vercellone 2010), ο νόμος της αξίας είναι σε κρίση, και ο ρόλος του κεφαλαίου σε σχέση με την παραγωγή έχει γίνει εξωτερικός, δηλ. οι εργάτες οργανώνουν τη συνεργασία σε ανεξαρτησία από το κεφάλαιο. Επομένως, ισχυρίζονται, το κεφάλαιο ιδιοποιείται υπεραξία από μια θέση, η οποία είναι εξωτερική της παραγωγής, και αυτή η εξωτερικότητα του κεφαλαίου επί της παραγωγικής διαδικασίας έχει μετατρέψει το κέρδος σε πρόσοδο (Hardt and Negri 2009· Vercellone 2010· Negri 2010· Hardt 2010).
Από μια μαρξιστική οπτική γωνία αυτή η προσέγγιση έχει τέσσερα κύρια προβλήματα. Πρώτον, ο νόμος της αξίας ποτέ δεν είχε κυριαρχήσει με τόση διεισδυτικότητα επί της παγκόσμιας οικονομίας όσο το κάνει σήμερα (Rigi n.d.). Δεύτερον, η εξωτερικότητα του κεφαλαίου επί της παραγωγής είναι ένας αμφίβολος ισχυρισμός (βλ. για παράδειγμα Castells, 2010/1996· Rigi n.d.). Τρίτον, στη μαρξιστική θεωρία, η πρόσοδος είναι ένα μερίδιο της συνολικής αφηρημένης κοινωνικής εργασίας, η οποία αποκρυσταλλώνεται ως αξία, και ένα κύριο μέρος της προσόδου προέρχεται από την υπεραξία (Marx 1981· Harvey 1999/1982). Ο Νέγκρι και οι συνεργάτες του (Hardt and Negri 2009· Hardt 2010· Vercellone 2010) ισχυρίζονται ότι η προέλευση της προσόδου είναι η απαλλοτρίωση των «κοινών»[22] από τους καπιταλιστές, περιγράφοντας μια τέτοια απαλλοτρίωση ως μια διαδικασίας πρωταρχικής συσσώρευσης. Προφανώς, η περίφραξη των κοινών αποτελεί προϋπόθεση για την εξαγωγή της προσόδου. Αλλά μια τέτοια περίφραξη από μόνη της δεν εξηγεί την προέλευση της προσόδου είτε για την έγγειο ιδιοκτησία είτε για την πνευματική ιδιοκτησία. Τα κοινά της πληροφορίας, όπως και η αδούλευτη γη, δεν ενσωματώνουν αξία· επομένως, δεν μπορούν να είναι η προέλευση της προσόδου, η οποία είναι αξία. Είναι μόνο προϋποθέσεις της προσόδου. Η αξία (πρόσοδος) για την οποία ανταλλάσσεται η πληροφορία πρέπει να έχει ήδη παραχθεί κάπου αλλού. Ενώ ο Νέγκρι και οι συνεργάτες του απορρίπτουν το ότι η υπεραξία που παράγεται από αφηρημένη κοινωνική εργασία είναι η προέλευση αυτής της αξίας, αποτυγχάνουν να ταυτοποιήσουν οποιαδήποτε άλλη πηγή αυτής. Αυτό το άρθρο επιχειρηματολογεί υπέρ του ότι η πρόσοδος είναι πάνω απ’ όλα ένα μερίδιο της (υπερ)αξίας που παράγεται από τη μισθωτή εργασία, η οποία υπόκειται σε εκμετάλλευση στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής (Marx 1981), παρόλο που η αξία που εξάγεται από μη μισθωτή εργασία επίσης συνεισφέρει σημαντικά σε αυτή. Η αρχική περίφραξη της γης ή της πληροφορίας, ως μια πράξη λεηλασίας και εκποίησης, είναι οπωσδήποτε μια προϋπόθεση της εξαγωγής της προσόδου. Ωστόσο, η εξαγωγή της καπιταλιστικής προσόδου, καθ’ αυτής, δεν είναι ταυτόσημη με τη λεηλασία. Είναι ένας μηχανισμός για την εκμετάλλευση της εργατικής τάξης που παράγει υπεραξία.
Τέλος, ο Νέγκρι και οι συνεργάτες του συγχέουν την πρόσοδο, από τη μια πλευρά, με το κέρδος και τον τόκο, από την άλλη. Όπως επιχειρηματολογεί ο Γιώργος Καφεντζής (2013), ασκώντας κριτική στην κατά Vercellone έννοια του «γνωστικού καπιταλισμού» (Vercellone 2010), ο καπιταλισμός έχει γνωρίσει έναν προοδευτικό διαχωρισμό της ιδιοκτησίας του κεφαλαίου από τη διεύθυνση της παραγωγής από τα τέλη του 19ου αιώνα (βλ. επίσης Marx, 1981· Hilferding, 1981/1909· Baran and Sweezy 1966). Μεγάλες μερίδες της καπιταλιστικής τάξης δεν παίζουν κανένα ρόλο στη παραγωγή. Παρόλ’ αυτά, κερδίζουν κέρδος ή τόκο, αλλά όχι πρόσοδο. Το κέρδος είναι απόδοση του επενδυμένου κεφαλαίου στην παραγωγή ή πραγματοποίηση υπεραξίας, ανεξάρτητα από το αν ο καπιταλιστής διευθύνει άμεσα την επένδυση ή οι αντιπρόσωποί του το κάνουν εκ μέρους του. Ο Μαρξ αφιέρωσε ένα σημαντικό μέρος του πρώτου τόμου του Κεφαλαίου (1976, 283-426) στην ανάλυση της παραγωγής απόλυτης υπεραξίας μέσω του επονομαζόμενου συστήματος «οικιακής βιομηχανίας» (Σ.τ.Μ. «putting-out»*). Σε αυτό το σύστημα ο καπιταλιστής δεν έπαιζε κανένα απολύτως ρόλο ή έπαιζε ένα πολύ μικρό ρόλο στην οργάνωση της εργασιακής διαδικασίας. Από όσο γνωρίζω, ο Μαρξ ποτέ δεν περιέγραψε τα κέρδη που παράγονταν διά αυτού του συστήματος ως πρόσοδο. Ο Μαρξ ασχολήθηκε εκτενέστερα με το θέμα της προσόδου στον τρίτο τόμο του Κεφαλαίου και στο δεύτερο τόμο του Θεωρίες της Υπεραξίας. Πουθενά σε αυτά τα δύο βιβλία ο Μαρξ δεν εξισώνει την πρόσοδο με αυτόν τον τύπο απόλυτης υπεραξίας. Το κέρδος είναι το προϊόν της επένδυσης της αξίας (κεφάλαιο) στην παραγωγή ή κυκλοφορία των εμπορευμάτων. Η πρόσοδος είναι, από την άλλη πλευρά, όπως θα συζητηθεί παρακάτω, η ανταλλαγή της αξίας χρήσης ενός περιουσιακού στοιχείου που δεν έχει αξία, με αξία. Όπως αναφέρθηκε παραπάνω, στην παράγραφο για τα εμπορικά μυστικά (και θα συζητηθεί περαιτέρω παρακάτω), όταν το κεφάλαιο επενδύεται στην παραγωγή πληροφορίας, το εισόδημα αποτελεί πρόσοδο αντί για κέρδος. Αλλά, αυτό δεν έχει τίποτα να κάνει με το αν ο επενδυτής διευθύνει άμεσα την παραγωγική διαδικασία ή κάποιος άλλος το κάνει γι’ αυτόν. Πηγάζει από την πραγματικότητα ότι η αξία της πληροφορίας τείνει προς το μηδέν.
Παρομοίως το κέρδος από δανεικό κεφάλαιο κερδίζεται επίσης από μια θέση εξωτερική της παραγωγής, αλλά ωστόσο ούτε αυτό είναι πρόσοδος. Αν και ο τόκος λαμβάνεται μέσω ανταλλαγής με την αξία χρήσης του χρηματικού κεφαλαίου, το χρηματικό κεφάλαιο είναι αξία, ενώ η αδούλευτη γη και η πληροφορία δεν είναι αξία. Στο καπιταλιστικό πλαίσιο, η κύρια αξία χρήσης του χρηματικού κεφαλαίου είναι η παραγωγή υπεραξίας. Επομένως, ο τόκος είναι η ανταλλαγή της αξίας χρήσης της αξίας (χρηματικού κεφαλαίου) με αξία, ενώ η πρόσοδος είναι η αξία που λαμβάνεται μέσω ανταλλαγής με μια αξία χρήσης που δεν έχει αξία (βλ. και Teixeira and Rotta 2012, 8–12). Ακόμη και όταν το χρήμα δανείζεται με σκοπό την αγορά οικιακών προϊόντων, και όχι με αυτόν της επένδυσης, ο δανειστής το θεωρεί ως χρηματικό κεφάλαιο και, επομένως, ο τόκος παραμένει η απόδοση του χρηματικού κεφαλαίου. Ο Νέγκρι και οι συνεργάτες του συστηματικά συγχέουν την πρόσοδο και τον τόκο, περιγράφοντας την πρόσοδο ως την απόδοση του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου. Αυτό είναι ιδιαιτέρως εμφανές στις συζητήσεις των Marazzi (2010) και Vercellone (2010) για το χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο. Ο Μαρξ (1981, 755-764) έδωσε έμφαση στη διάκριση μεταξύ προσόδου και τόκου, προκειμένου να ασκήσει κριτική στο είδος της σύγχυσης που γίνεται από τους Marazzi and Vercellone.
Τώρα ας επιστρέψουμε στη μαρξιστική θεωρία της προσόδου. Παρακάτω, πρώτα κάνω μια σύντομη περιγραφή της θεωρίας της γεωπροσόδου του Μαρξ (1981), και μετά, στη βάση αυτής, κατασκευάζω μια θεωρία της πληροφοριακής προσόδου.
4.3.2.1 Η Μαρξική Θεωρία της Γεωπροσόδου
O Ντέιβιντ Χάρβεϋ ορίζει τη γεωπρόσοδο ως εξής: «Η πρόσοδος, σε τελική ανάλυση, είναι απλά μια πληρωμή προς τους ιδιοκτήτες γης για το δικαίωμα της χρήσης της γης και των συναφών πόρων (πόροι ενσωματωμένοι σε αυτήν, κτίρια τοποθετημένα σε αυτή, κοκ)» (1999/1982, 330). Ο Μαρξ (1981) διέκρινε τέσσερις τύπους προσόδου σε σχέση με την ιδιοκτησία γης: την απόλυτη πρόσοδο, τη διαφορική πρόσοδο Ι, τη διαφορική πρόσοδο ΙΙ, και τη μονοπωλιακή πρόσοδο (βλ. επίσης Harvey1999/1982, 349–358.).
Το γενικό ποσοστό κέρδος του συνολικού κοινωνικού κεφαλαίου δεν εφαρμόζεται στα εμπορεύματα που παράγονται στη γεωργία και στις εξορυκτικές βιομηχανίες. Υπάρχουν δύο λόγοι γι’ αυτό. Πρώτον, η οργανική σύνθεση κεφαλαίου σε αυτούς τους τομείς είναι χαμηλότερη από την μέση οργανική σύνθεση κεφαλαίου του συνολικού κοινωνικού κεφαλαίου. Έτσι, στη γεωργία και στις εξορυκτικές βιομηχανίες η ίδια ποσότητα κεφαλαίου παράγει περισσότερη υπεραξία από ότι παράγει στη βιομηχανία. Δεύτερον, η ιδιοκτησία γης, λειτουργώντας σαν ένας φραγμός στην ελεύθερη είσοδο κεφαλαίου, εμποδίζει την εκροή της επιπλέον υπεραξίας προς χάριν της διαμόρφωσης του γενικού ποσοστού κέρδους. Η επιπλέον υπεραξία παραμένει εντός της ιδιοκτησίας της γης και συλλέγεται από τους γαιοκτήμονες με τη μορφή της προσόδου.
Εξ’ αιτίας της σχετικής σπάνης της γης, συνδυασμένης με τη μονοπωλιακή ιδιοκτησία επί αυτής, η τιμή αγοράς ενός εμπορεύματος που παράγεται επί της ιδιόκτητης γης καθορίζεται από την τιμή αγοράς της συγκεκριμένης περίπτωσης του εμπορεύματος αυτού το οποίο παράγεται επί της γης με τη χαμηλότερη παραγωγικότητα εργασίας (ευφορία). Με άλλα λόγια, το εμπόρευμα πωλείται πάνω από την τιμή παραγωγής του. Ο καπιταλιστής που χρησιμοποιεί τη χειρότερη γη πρέπει να πληρώσει τη διαφορά στον ιδιοκτήτη ως πρόσοδο σε αντάλλαγμα της άδειας χρήσης της. Ο Μαρξ ονόμασε αυτό τον τύπο προσόδου «απόλυτη πρόσοδο» (Marx 1981, 895-899· Harvey 1999/1982, 350-353)[23]. Ο καπιταλιστής με τη σειρά του πρέπει να είναι σε θέση να βγάλει το μέσο κέρδος· διαφορετικά θα επενδύσει κάπου αλλού. Έτσι, η τιμή αγοράς του εμπορεύματος που παράγεται στη χειρότερη γη είναι ίση με την τιμή αγοράς + την απόλυτη πρόσοδο.
Ένα κεφάλαιο το οποίο επενδύεται στη γη με την ανώτερη παραγωγικότητα εργασίας παράγει τα εμπορεύματά του φτηνότερα αλλά τα πωλεί στην τιμή αγορά που είναι καθορισμένη από τη χειρότερη γη, και επομένως, βγάζει ένα υπερκέρδος. Αυτό το υπερκέρδος μετασχηματίζεται σε διαφορική πρόσοδο στο βαθμό που ο καπιταλιστής αναγκάζεται (λόγω σύμβασης) να το μεταβιβάσει στον ιδιοκτήτης της γης (Marx 1981). Αν η ανώτερη παραγωγικότητα της εργασίας είναι αποτέλεσμα των φυσικών ιδιοτήτων του εδάφους, η συνεπαγόμενη πρόσοδος είναι διαφορική πρόσοδος Ι (Marx 1981). Αλλά, αν η παραγωγικότητα, από την άλλη πλευρά, είναι αποτέλεσμα επιπλέον επένδυσης κεφαλαίου, οδηγεί σε διαφορική πρόσοδο ΙΙ (Marx 1981).
Η μονοπωλιακή πρόσοδος προκύπτει από μια μονοπωλιακή τιμή, η οποία με τη σειρά της είναι το αποτέλεσμα του γεγονότος ότι ένα εμπόρευμα παράγεται κατ’ αποκλειστικότητα (Marx 1981; Harvey 1999/1982, 2012). Μια τέτοια τιμή εξαρτάται από τη σχετική αποκλειστικότητα του εμπορεύματος, από τη μια πλευρά, και από τη ζήτηση γι’ αυτό, από την άλλη. Ο Χάρβεϋ το εξηγεί αυτό ως εξής: «Η μονοπωλιακή πρόσοδος ανακύπτει επειδή κάποιοι κοινωνικοί δρώντες μπορούν να πραγματοποιήσουν μια ενισχυμένη ροή εισοδήματος για ένα παρατεταμένο χρονικό διάστημα χάρις, στον αποκλειστικό έλεγχο πάνω σε κάποιο άμεσα ή έμμεσα εμπορεύσιμο αντικείμενο, το οποίο είναι κατά ορισμένες κρίσιμες πλευρές μοναδικό και μη αναπαράξιμο» (2012, 19). Ο Μαρξ (1981, 908) αναφέρει την αποκλειστική παραγωγή κρασιού σε έναν ιδιαίτερο αμπελώνα ως παράδειγμα ενός τέτοιου αντικειμένου. Η τιμή της ίδιας της γης, στο βαθμό που προκύπτει από τη μοναδικότητα του εμπορεύματος που παράγεται σε αυτήν, κεφαλοποιείται ως μονοπωλιακή πρόσοδος. Το ίδιο αληθεύει και για την τιμή ενός πίνακα του Βαν Γκονγκ ή του Πικάσο.
Χρειάζεται να δώσουμε έμφαση στη διαφορά μεταξύ μονοπωλιακής και απόλυτης προσόδου. Ο Μαρξ (1981, 911) ισχυρίζεται ότι ενώ και οι δυο, η απόλυτη και η μονοπωλιακή πρόσοδος, συνοδεύονται από μονοπωλιακές τιμές, στην πρώτη η μονοπωλιακή τιμή προκύπτει από την πρόσοδο, και στη δεύτερη η πρόσοδος δημιουργείται από τη μονοπωλιακή τιμή. Στην περίπτωση της απόλυτης προσόδου η μονοπωλιακή τιμή είναι ίση με τη τιμή παραγωγής του εμπορεύματος συν την απόλυτη πρόσοδο: η απόλυτη πρόσοδος είναι η αιτία της μονοπωλιακής τιμής. Καθώς η απόλυτη πρόσοδος πληρώνεται σε αντάλλαγμα για τη χρήση της γης, η σχετική μονοπωλιακή τιμή ανακύπτει από την ίδια την ιδιοκτησία της γης. Εδώ, η υπέρβαση της μονοπωλιακής τιμής επί της τιμής παραγωγής καθορίζεται από το μέγεθος της απόλυτης προσόδου. Η μονοπωλιακή πρόσοδος, από την άλλη πλευρά, ανακύπτει από τη μοναδικότητα του εμπορεύματος που δίνει τη δυνατότητα στον πωλητή να το πωλήσει πάνω από την τιμή παραγωγής του. Η διαφορά μεταξύ της τιμής παραγωγής και της μονοπωλιακής τιμής είναι η μονοπωλιακή πρόσοδος. Εδώ, το μέγεθος της προσόδου καθορίζεται από αυτήν τη διαφορά. Επιπλέον, η υπεραξία που μετασχηματίζεται σε απόλυτη πρόσοδο παράγεται στην ιδιοκτησία της γης, ενώ η υπεραξία που μετασχηματίζεται σε μονοπωλιακή πρόσοδο, από την άλλη πλευρά, δεν παράγεται αναγκαία στον συγκεκριμένο κλάδο παραγωγής. Είναι ένα μερίδιο της συνολικής κοινωνικής υπεραξίας, ακόμη και όταν είναι ο ιδιοκτήτης της γης που καρπώνεται τη μονοπωλιακή πρόσοδο.
Η απόλυτη πρόσοδος είναι μια σχετική κατηγορία η οποία εδραιώνεται στη βάση της παραγωγικότητας: πληρώνεται στον ιδιοκτήτη του λιγότερο παραγωγικού κομματιού γης εντός ενός εύρους κομματιών γης που χρησιμοποιούνται στην παραγωγή του συγκεκριμένου εμπορεύματος. Η απόλυτη πρόσοδος ορίζεται σε αντίθεση με τη διαφορική πρόσοδο[24]. Η μονοπωλιακή πρόσοδος από την άλλη πλευρά δεν έχει τίποτα να κάνει με τη σχετική παραγωγικότητα καθ’ αυτή, αλλά μάλλον με την αποκλειστικότητα του ίδιου του εμπορεύματος.
4.3.2.2 Πληροφοριακή Πρόσοδος
Παραφράζοντας τον Χάρβεϋ (1999/1982, 330), μπορούμε να ορίσουμε την πληροφοριακή πρόσοδο ως «μια πληρωμή προς τον» ιδιοκτήτη της πνευματικής ιδιοκτησίας για «το δικαίωμα χρήσης» της πληροφορίας. Τώρα, η πληροφορία σε αντίθεση με την αδούλευτη γη, η οποία είναι ένα δώρο της φύσης, είναι ένα ανθρώπινο προϊόν. Επιπλέον, η παραγωγή ορισμένων ειδών πληροφορίας απαιτεί την επένδυση του κεφαλαίου. Τότε, γιατί θεωρείται αυτή η πληρωμή ως πρόσοδος αντί για τόκος ή κέρδος; Κάνοντας κριτική στη σύγχυση του Νέγκρι και των συνεργατών του μεταξύ της προσόδου και του κέρδους παραπάνω, ισχυρίστηκα ότι ο τόκος είναι η τιμή του χρηματικού κεφαλαίου, το οποίο είναι μια μορφή αξίας. Κάθε εμπόρευμα το οποίο έχει μια αξία μπορεί να γίνει αντικείμενο δανεισμού, όπως το χρήμα, για μια ορισμένη χρονική περίοδο, σε αντάλλαγμα με τόκο. Για παράδειγμα, αν μια μηχανή γίνεται αντικείμενο δανεισμού για ένα χρόνο, στο τέλος του χρόνου πρέπει ο χρήστης να πληρώσει ένα σύνολο χρήματος στον ιδιοκτήτη, το οποίο είναι ίσο με την αξία της φθοράς της μηχανής κατά τη διάρκεια της χρήσης συν έναν τόκο επί της τιμής της μηχανής πριν τη χρήση της. Η τιμή της πληροφορίας πληρώνεται για μια αξία χρήσης η οποία δεν έχει καμία αξία, και επομένως, δεν μπορεί να είναι τόκος (βλ. επίσης Teixeira and Rotta 2012, 8–12).
Η τιμή της πληροφορίας δεν μπορεί να είναι ούτε κέρδος. Αυτός ο ισχυρισμός φαίνεται να αντιφάσκει με το γεγονός ότι η παραγωγή ορισμένων εκδοχών πληροφορίας απαιτούν επενδύσεις κεφαλαίου. Όπως επιχειρηματολογήσαμε νωρίτερα, ο Μαρξ (1981) μας διδάσκει ότι κάθε επενδυμένο κεφάλαιο, άσχετα από αν παράγει αξία ή όχι, δικαιούται ένα ορισμένο ποσό κέρδους από τη συνολική κοινωνική υπεραξία, υπολογισμένο κατ’ αναλογία με το μέγεθός του σύμφωνα με το γενικό ποσοστό κέρδους. Υπάρχουν δύο κύριες εκδοχές κεφαλαίων, οι οποίες δεν παράγουν αξία, αλλά ωστόσο λαμβάνουν κέρδος: το κεφάλαιο που επενδύεται στην απολύτως αυτοματοποιημένη παραγωγή και το εμπορικό κεφάλαιο. Μια απολύτως αυτοματοποιημένη παραγωγική διαδικασία, ελλείψει μεταβλητού κεφαλαίου, δεν παράγει νέα αξία, παρά μόνο μεταφέρει την αξία του σταθερού κεφαλαίου στο εμπόρευμα (Caffentzis 2013). Ούτε οι εμπορικές λειτουργίες (αγορές και πωλήσεις) παράγουν νέα αξία (Marx 1981, 1993). Ωστόσο, και οι δυο αυτοί τύποι κεφαλαίου λαμβάνουν κέρδος. Τότε, γιατί το εισόδημα του κεφαλαίου που επενδύεται στην παραγωγή πληροφορίας είναι πρόσοδος αντί για κέρδος; Η απάντηση σε αυτήν την ερώτηση έχει ως εξής. Η πράξη της πώλησης μεταφέρει το εμπόρευμα που παράγεται από την αυτοματοποιημένη επιχείρηση από τον ιδιοκτήτη στον αγοραστή. Το ίδιο συμβαίνει και για το εμπορικό κεφάλαιο. Ο παραγωγός ενός εμπορεύματος ή ένας έμπορος χάνει την ιδιοκτησία του εμπορεύματος που πωλεί. Δεν μπορεί να πωλήσει το ίδιο εμπόρευμα δύο φορές. Αυτό σημαίνει ότι δεν μπορεί να βγάλει επανειλημμένα κέρδος από την ίδια επένδυση. Προκειμένου να ανανεώσει το κέρδος του πρέπει να επενδύσει νέο κεφάλαιο στην παραγωγή ή αγορά νέων εμπορευμάτων. Στην περίπτωση της γεωπροσόδου το ίδιο κομμάτι γης μπορεί να νοικιαστεί επανειλημμένα, αν και διαδοχικά. Βεβαίως, η γη που πωλείται επίσης μεταφέρεται από τον πωλητή στον αγοραστή. Αλλά σε αυτή την περίπτωση η τιμή της γης είναι κεφαλοποιημένη πρόσοδος (Marx, 1981, 911). Ο ιδιοκτήτης της πνευματικής ιδιοκτησίας, ο οποίος λαμβάνει μια αμοιβή από το χρήστη, δεν μεταφέρει την ιδιοκτησία της πνευματικής ιδιοκτησίας στον χρήστη. Δεν πωλεί την πνευματική ιδιοκτησία, αλλά τη νοικιάζει, όπως ο ιδιοκτήτης της γης νοικιάζει τη γη. Ωστόσο, σε αντίθεση με τη γη που μπορεί να νοικιαστεί μόνο σε ένα νομικό πρόσωπο για μια ορισμένη χρονική περίοδο, η πληροφορία μπορεί να νοικιαστεί ταυτοχρόνως σε έναν άπειρο αριθμό ανθρώπων. Έτσι, ο καπιταλιστής που επενδύει στην πληροφορία κερδίζει πρόσοδο, όχι κέρδος. Το ελάχιστο ποσό αυτού του κέρδους πρέπει να ισούται με το μέσο κέρδος· διαφορετικά, ο καπιταλιστής θα επενδύσει αλλού. Ωστόσο, στον βαθμό που η πληροφορία δεν είναι αντικαταστάσιμη, ο ιδιοκτήτης, με το να θέτει μια μονοπωλιακή τιμή, κερδίζει μια πρόσοδο, η οποία είναι ανώτερη του μέσου κέρδους. Αν ο ιδιοκτήτης της πνευματικής ιδιοκτησίας πωλεί το δικαίωμά του επί αυτής σε ένα άλλο πρόσωπο, σε αυτήν την περίπτωση η τιμή της πνευματικής ιδιοκτησίας αποτελεί κεφαλαιοποιημένη πρόσοδο.
Αν η τιμή της πληροφορίας είναι πρόσοδος, τότε, πως μπορούν οι μαρξικές έννοιες της γεωπροσόδου να εφαρμοστούν στην πληροφοριακή πρόσοδο; Αυτό το άρθρο προτείνει την ακόλουθη υπόθεση. 1) Και οι τρεις μορφές της πνευματικής ιδιοκτησίας, δηλ. τα εμπορικά σήμερα, τα πνευματικά δικαιώματα και οι ευρεσιτεχνίες οδηγούν σε μονοπωλιακή πρόσοδο· η μονοπωλιακή πρόσοδος είναι η πιο κοινή μορφή της πληροφοριακής προσόδου. 2) Τα πνευματικά δικαιώματα και οι ευρεσιτεχνίες μπορούν επίσης να οδηγήσουν σε διαφορική πρόσοδο. 3) Απόλυτη πληροφοριακή πρόσοδος είναι απίθανο να υπάρχει. Η υπόθεση επεκτείνει περαιτέρω την έννοια της πληροφοριακής προσόδου συγκρινόμενη με των Χάρβεϋ (2012), Zeller (2008), Teixeira & Rotta (2012), και Foley (2013). Καταρχήν, κανένας από αυτούς τους συγγραφείς, εκτός του Foley, δεν χρησιμοποιούν τον όρο «πληροφοριακή πρόσοδος». Ο Χάρβεϋ (2012) ασχολείται μόνο με τη μονοπωλιακή πρόσοδο, η οποία ανακύπτει από τα επώνυμα εμπορεύματα (Σ.τ.Μ. branding). Έτσι, δεν αναπτύσσει μια έννοια της διαφορικής πληροφοριακής προσόδου. Οι Zeller, και Teixeira & Rotta χρησιμοποιούν τον όρο γνωσιακή πρόσοδος και προσπαθούν να την αναλύσουν με γενικό τρόπο. Ο Zeller (2008, 97–99), ωστόσο, λανθασμένα ισχυρίζεται ότι οι πρόσοδοι από ευρεσιτεχνίες είναι απόλυτη πρόσοδος και ότι δεν υπάρχει η διαφορική πρόσοδος από ευρεσιτεχνίες (βλ. παρακάτω). Οι Teixeira & Rotta (2012, 14, 14–16) αναγνωρίζουν τη δυνατότητα της διαφορικής «γνωσιακής προσόδου». Ωστόσο, φαίνεται να προτείνουν ότι κάθε πληροφορία που εφαρμόζεται στην παραγωγή ενισχύει την παραγωγικότητα της εργασίας και, επομένως, έχει ως αποτέλεσμα διαφορική πληροφοριακή πρόσοδο. Αυτό φαίνεται να είναι μια λανθασμένη παραδοχή. Όπως θα δείξω παρακάτω, μόνο ορισμένες πληροφορίες ενισχύουν την παραγωγικότητα της εργασίας, και τέτοιες πληροφορίες μόνο σε ορισμένες περιπτώσεις έχουν ως αποτέλεσμα διαφορική πρόσοδο. Ο Foley αναγνωρίζει την πληροφοριακή πρόσοδο χωρίς να εξειδικεύει τις μορφές της.
Παρακάτω, αναπτύσσω αυτήν την υπόθεση θεωρώντας μορφές προσόδου που ανακύπτουν από διαφορετικές μορφές πνευματικής ιδιοκτησίας. Δίνω έμφαση στο ότι η πληροφοριακή πρόσοδος σε όλες της τις μορφές είναι διαφορετική από τη γεωπρόσοδο ως προς το ότι η πρώτη είναι ένα μέρος της συνολικής κοινωνικής υπεραξίας, ενώ η δεύτερη είναι μέρος της υπεραξίας που παράγεται επί της ιδιοκτησίας της γης.
4.3.2.2.1 Μονοπώλιο και Διαφορική Πρόσοδος από Εμπορικό Σήμα
«Εμπορικό σήμα είναι ένα σήμα που διακρίνει τα αγαθά μιας επιχείρησης από αυτά των ανταγωνιστών της» (WIPO Handbook 2008/2004, 68). Αυτό το άρθρο ισχυρίζεται ότι κορυφαία εμπορικά σήματα, τα οποία ονομάζονται επώνυμες μάρκες, οδηγούν σε μονοπωλιακή πληροφοριακή πρόσοδο. Ας επαναλάβουμε ότι η μονοπωλιακή πρόσοδος ανακύπτει από την ιδιοκτησία ενός εμπορεύσιμου περιουσιακού στοιχείου το οποίο θεωρείται μοναδικό (Marx 1981· Harvey 1999/1981, 2012). Εφαρμόζοντας το κριτήριο της μοναδικότητας στην πληροφορία αντιμετωπίζουμε το ακόλουθο πρόβλημα· όπως συζητήθηκε νωρίτερα μια στοιχειώδης πληροφορία είναι απείρως αναπαράξιμη για ένα αμελητέο ποσό και, επομένως, η αξία της τείνει στο μηδέν. Με αυτήν την έννοια δεν είναι μοναδική, επειδή η αξία χρήσης κάθε αντιγράφου είναι η ίδια με αυτήν του πρωτότυπου. Ωστόσο, ενώ ένα κομμάτι πληροφορίας είναι απείρως αναπαράξιμο σε σχέση με τον εαυτό του, παραμένει μοναδικό σε σύγκριση με άλλα κομμάτια πληροφορία. Με άλλα λόγια, ενώ ένα κομμάτι πληροφορίας είναι απείρως αναπαράξιμο ως προς την ποσότητά του, ως προς την ποιότητά του, είναι μοναδικό. Για παράδειγμα, συγκρίνετε τα δύο ακόλουθα θεωρήματα (α + β)2 = α2 + β2 + 2αβ και (α + β)3 = α3 + β3 + 3α2β + 3αβ2. Ενώ καθένα μπορεί να αναπαραχθεί απείρως, παραμένουν μοναδικά το ένα σε σύγκριση με το άλλο. Το ίδιο ισχύει και για τις επώνυμες μάρκες, όπως η Apple και η Samsung. Ενώ η καθεμία μπορεί να προσκολληθεί απείρως σε διαφορετικά προϊόντα, όταν συγκρίνονται η μία με την άλλη, είναι μοναδικές. Ο κάτοχος της πνευματικής ιδιοκτησίας θεωρεί τη μοναδικότητα αυτή ως δική του ιδιοκτησία και, όντως, την ανταλλάσσει για μονοπωλιακή πρόσοδο, αν και με όσο περισσότερους αγοραστές (ενοικιαστές) είναι δυνατό. Όπως ισχυριστήκαμε νωρίτερα, παραθέτοντας τον Μαρξ, κάθε πρόσοδος είναι ένας φόρος υποτέλειας, διότι, τόσο η ιδιοκτησία της γης, όσο και η πνευματική ιδιοκτησία, όπως κάθε ιδιοκτησία, προστατεύονται από τον νόμο, ο οποίος υποστηρίζεται από την κρατική βία. Ωστόσο, σε αντίθεση με τη φυσική σπάνη της γης, η πνευματική ιδιοκτησία γίνεται σπάνια με τεχνητό τρόπο με την ισχύ του έννομου κράτους. Επομένως, η αυθαιρεσία της πνευματικής ιδιοκτησίας είναι πολύ πιο εμφανής και λιγότερο φυσικοποιημένη από αυτήν της ιδιοκτησίας της γης. Έτσι, η πληροφοριακή πρόσοδος πιο ρητά παίρνει τη μορφή του φόρου υποτέλειας από ότι η γεωπρόσοδος, και συνεπώς, την αποκαλούμε πληροφοριακή πρόσοδο-φόρο υποτελείας.
Όπως ειπώθηκε, και οι τρεις τύποι πνευματικής ιδιοκτησίας, δηλ. τα εμπορικά σήματα, τα πνευματικά δικαιώματα, και οι ευρεσιτεχνίες οδηγούν σε μονοπωλιακές προσόδους-φόρους υποτελείας. Το εμπορικό σήμα, από αυτήν την άποψη, ξεχωρίζει με το ότι οδηγεί αποκλειστικά σε μονοπωλιακή πρόσοδο. Δεν μπορεί να οδηγήσει σε διαφορική πρόσοδο, διότι επηρεάζει τις τιμές μόνο στο πεδίο της αγοράς. Δεν έχει καμία άμεση επίπτωση στις παραγωγικές διαδικασίες, οι οποίες υπό ορισμένες προϋποθέσεις έχουν ως αποτέλεσμα διαφορικές προσόδους. Ο σκοπός των εμπορικών σημάτων[25], ιδιαίτερα των επώνυμων μαρκών, είναι να διεγείρουν τη ζήτηση. Στο βαθμό που η πλεονάζουσα ζήτηση, η οποία προκύπτει ως αποτέλεσμα του εμπορικού σήματος/της επώνυμης μάρκας, οδηγεί σε μια τιμή αγοράς ανώτερη της τιμής παραγωγής, οδηγεί σε μονοπωλιακό υπερκέρδος. Τώρα, αν το εμπορικό σήμα/η επώνυμη μάρκα δανείζεται (Σ.τ.Μ. franchised) σε κάποιον άλλον, ο δανειζόμενος (Σ.τ.Μ. franchisee) πρέπει να πληρώσει το όλον ή μέρος αυτού του μονοπωλιακού κέρδους στον ιδιοκτήτη (Σ.τ.Μ. franchiser) ως μονοπωλιακή πρόσοδο. Όπως ισχυρίζεται ο Χάρβεϋ (2012), το υπερκέρδος που δημιουργείται από ένα εμπορικό σήμα ή μια επώνυμη μάρκα απειλείται από τον ανταγωνισμό άλλων εμπορικών σημάτων και επώνυμων μαρκών, τα οποία σημαίνουν εμπορεύματα με συγκρίσιμες ποιότητες. Στην περίπτωση σφιχτού ανταγωνισμού τα περιθώρια του υπερκέρδους μειώνονται με το να διανέμονται ανάμεσα σε πολλές επώνυμες μάρκες. Ωστόσο, όπως ισχυρίζεται ο Arvidsson (2006), οι κορυφαίες και πιο καθιερωμένες επώνυμες μάρκες μπορούν επίσης να χρεώνουν υπερτιμημένες τιμές. Τα συνήθη εμπορικά σήματα, από την άλλη πλευρά, πρέπει να ικανοποιούνται με την πώληση των αγαθών τους στη μέση τιμή αγοράς. Για να το καταδείξουμε αυτό, μπορούμε να δούμε τις διαφορές τιμών μιας μικρής κούπας καφέ αμερικάνο στη γειτονιά μου στη Βουδαπέστη:
Συνήθεις καφετέριες |
California |
Costa |
Starbucks |
|
Τιμή |
320 |
450 |
690 |
690 |
Πίνακας 3: Διαφορές τιμών μιας μικρής κούπας καφέ αμερικάνο στη Βουδαπέστη (οι τιμές είναι στο ουγγρικό Φιορίνι (1 Ευρώ ισούται με 300 Φιορίνια).
Αν υποθέσουμε ότι η τιμή των 320 αποδίδει ένα μέσο κέρδος, τότε από τα California, Costa, και Starbucks, το καθένα κερδίζει αντίστοιχα ένα υπερκέρδος των 130, 370 και 370 Φιορινίων, για μια μικρή κούπα καφέ αμερικάνο. Πράγματι, όλες αυτές οι τρεις επώνυμες μάρκες στη γειτονιά μου είναι φραντσάιζ (Σ.τ.Μ. franchise), και κάθε φραντσάιζ πληρώνει μονοπωλιακές προσόδους στον αντίστοιχο ιδιοκτήτη. Το ίδιο μπορεί να ισχύει και για ένα ζευγάρι αθλητικών παπουτσιών (ή για κάθε άλλο εμπόρευμα) της ίδιας ποιότητας. Επώνυμες μάρκες, όπως οι Nike και Adidas, κοκ, μπορούν να καρπώνονται υπερκέρδη συγκρινόμενες με άλλες που έχουν λιγότερη ζήτηση, κάτι που εξαρτάται από την ελαστικότητα ζήτησης. Ενώ ο ανταγωνισμός μεταξύ επώνυμων μαρκών σπρώχνει προς τα κάτω τα περιθώρια υπερκέρδους για την καθεμιά, όλες οι κορυφαίες επώνυμες μάρκες εξακολουθούν να κερδίζουν σημαντικά υπερκέρδη. Ο σχηματισμός ενός ολιγοπωλίου είναι ένας τρόπος να αντισταθμιστεί ο ανταγωνισμός και να διατηρηθούν οι μονοπωλιακές τιμές ψηλά (Harvey 2012). Έτσι, μπορούμε να υποθέσουμε γενικά ότι οι επώνυμες μάρκες έχουν ως αποτέλεσμα μονοπωλιακά υπερκέρδη. Επομένως, όταν ενοικιάζονται σε φραντσάιζ οδηγούν σε μονοπωλιακές προσόδους.
Υπάρχουν, επίσης, ορισμένες πολύ αποκλειστικές επώνυμες μάρκες όπως οι Rolex ή η Mercedes Benz οι οποίες έχουν λίγες υποκατάστατες. Μόνο λίγες άλλες επώνυμες μάρκες, όπως οι Omega ή BMW, αντίστοιχα, μπορούν να λειτουργήσουν ως υποκατάστατες για τις Rolex και Mercedes Benz. Για παράδειγμα, στην αγορά ρολογιών τα πιο συνηθισμένα εμπορικά σήματα, όπως οι Seko και Citizen, κοκ, είναι αντικαταστάσιμα. Έτσι, κανείς μπορεί να αγοράσει ένα αρκετά καλό ρολόι για μια τιμή κάτω των $100. Από την άλλη πλευρά, όπως αποτυπώνει ο παρακάτω πίνακας, υπάρχουν ρολόγια που αποτιμώνται σε εκατομμύρια δολαρίων ΗΠΑ.
Επώνυμη μάρκα |
Τιμή (σε δολάρια ΗΠΑ) |
Louis Moinet Meteoris |
4,600,000 |
Hublot—Big Bang |
5,000,000 |
Pate-Philippe-Henry Graves |
11,000,000 |
Chopard 201—Caral |
25,000,000 |
Bregut Grande Complication Maine-Antoinette |
30,000,000 |
Πίνακας 4: Τιμή ρολογιών κατά επώνυμη μάρκα σε δολάρια ΗΠΑ (Πηγή: http://www.exluxe.com/most-expensivewatches-world-2014).
Παρομοίως, ενώ οι περισσότεροι τύποι κρασιού είναι αντικαταστάσιμοι, υπάρχουν κρασιά που μπορούν να πωληθούν για χιλιάδες δολάρια ΗΠΑ το μπουκάλι.
Κάθε εμπόρευμα με επώνυμη μάρκα έχει μια τιμή παραγωγής, η οποία, απουσία της επώνυμης μάρκας, θα αποτελούσε τη βάση του σχηματισμού της τιμής αγοράς του. Η διαφορά μεταξύ τη τιμής αγοράς χωρίς την επώνυμη μάρκα και της μονοπωλιακής τιμής στην οποία οδηγεί η επωνυμία είναι η τιμή της επώνυμης μάρκας. Αυτή η τιμή πληρώνεται για ένα όνομα το οποίο φέρνει στο νου ορισμένες εικόνες και συσχετίσεις. Ένα όνομα δεν ενσωματώνει καμία αξία. Έτσι, η αξία με την οποία ανταλλάσσεται παράγεται κάπου αλλού από εργάτες που παράγουν αξία. Ο Adam Arvidsson (2006) ισχυρίζεται ότι η προνομιακή αξία της επώνυμης μάρκας είναι κυρίως το αποτέλεσμα της συναισθηματικής-συμβολικής αύρας της επώνυμης μάρκας, η οποία δημιουργείται από διαφημίσεις, ποιότητα, ιστορία, κτλ. Ωστόσο, όπως οι Robert Prey και εγώ (Rigi και Prey [προσεχώς]) ισχυριζόμαστε, αυτή η «συναισθηματική-συμβολική αύρα» δεν δημιουργεί αξία, αλλά αντίθετα μεταφέρει αξία στην επώνυμη μάρκα, η οποία παράγεται αλλού. Η αυθαιρεσία της τιμής της επώνυμης μάρκας αποτυπώνεται με τον καλύτερο τρόπο στο παράδειγμα της σύγχρονης τέχνης. Ο Don Thompson (2008) καταδεικνύει ότι η τιμή ενός έργου τέχνης εκτοξεύεται δραματικά, αν αυτό εκτίθεται σε επώνυμα μουσεία και γκαλερί, αγοράζεται από επώνυμους συλλέκτες τέχνης, ή πλειστηριάζεται σε επώνυμους οίκους πλειστηριασμών. Ο Thompson δείχνει ότι αυτοί οι επώνυμοι δρώντες, οι οποίοι δημιουργούν την επώνυμη σύγχρονη τέχνη, αποτελούν ένα σφιχτό δίκτυο. Για να το θέσουμε απλά, η επωνυμία καθορίζει την τιμή της σύγχρονης τέχνης. Αναφέρει πολλά παραδείγματα τέχνης, η οποία είχε αρχικά αγοραστεί για μερικές χιλιάδες δολάρια, αλλά πωλήθηκε για εκατοντάδες χιλιάδες δολάρια αφού κατέστη επώνυμη. Για να συνοψίζουμε, υπερκέρδη που ανακύπτουν από επώνυμες μάρκες συνιστούν μονοπωλιακή πρόσοδο.
4.3.2.2.2 Μονοπώλιο και Διαφορική Πρόσοδος από Δικαίωμα Αντιγραφής
Το δικαίωμα αντιγραφής είναι το αποκλειστικό νομικό δικαίωμα του δημιουργού ενός πρωτότυπου έργου να το χρησιμοποιεί και να το διανέμει. Η πρωτοτυπία και το δικαίωμα αφορούν τη φόρμα του έργου και όχι το περιεχόμενο (WIPO Handbook 2008/2004, 40–42). Ο κάτοχος του δικαιώματος αντιγραφής συνήθως λαμβάνει δικαιώματα από τους χρήστες. Αγορασμένη πληροφορία, η οποία προστατεύεται με δικαιώματα αντιγραφής, είτε χρησιμοποιείται από ιδιώτες είτε ως ένα μέσο παραγωγής από καπιταλιστές. Στην πρώτη περίπτωση η τιμή είναι μια πρόσοδος και στη δεύτερη μπορεί να είναι είτε μονοπωλιακή είτε διαφορική πρόσοδος.
Στην πρώτη περίπτωση, καθώς η αξία της πωλούμενης πληροφορίας είναι μηδενική, η τιμή είναι μια μονοπωλιακή πρόσοδος που εξάγεται από τον αγοραστή. Εάν ο αγοραστής είναι μισθωτός ή ένας ανεξάρτητος εργάτης, η πρόσοδος προέρχεται από τον μισθό του. Αλλά εάν ο αγοραστής είναι ένα εκμεταλλευτής, που σημαίνει ότι ζει κερδίζοντας κέρδος, τόκο ή πρόσοδο, η πρόσοδος που πληρώνει στον πωλητή προέρχεται από τη συνολική υπεραξία που παράγεται από το σύνολο της εργατικής τάξης. Και στις δυο περιπτώσεις η εξαγωγή της προσόδου είναι ένας μηχανισμός για την εκμετάλλευση της εργατικής τάξης. Οι τιμές που χρεώνονται για μουσική, κείμενο, εικόνες, φωτογραφίες, ταινίες, κτλ, οι οποίες αγοράζονται για ιδιωτική κατανάλωση, όλες αντιπροσωπεύουν αυτό το είδος προσόδου. Στη μηχανική παραγωγή πληροφορίας, η πληροφορία ενσωματώνεται σε μια υλική μορφή όπως χαρτί, ρολά φιλμ, κασέτες, δίσκους, κτλ. Η αναπαραγωγή της υλικής μορφής, όταν όλες οι άλλες συνθήκες είναι ίσες, κοστίζει το ίδιο με την αρχική παραγωγή. Επομένως, εμπεριέχει αξία. Έτσι, η τιμή της πληροφορίας που προστατεύεται από δικαιώματα αντιγραφής και παράγεται μηχανικά ή με το χέρι αποτελείται από την τιμή του υλικού σώματος συν την πληροφοριακή πρόσοδο. Η πληροφοριακή πρόσοδος δεν μπορεί να υπάρξει ανεξάρτητα από αυτό το υλικό σώμα και την τιμή του – η πραγματική τιμή του εμπορεύματος αποτελείται από αυτά τα δύο μέρη. Η τιμή της ψηφιακά παραγόμενης πληροφορίας, από την άλλη πλευρά, αποτελείται μόνο από πληροφοριακή μονοπωλιακή πρόσοδο, διότι δεν συνδέεται με κάποιο ιδιαίτερο υλικό σώμα. Έτσι, στην ψηφιακή εποχή η πρόσοδος που κερδίζεται από τα δικαιώματα αντιγραφής αποκτά μια ανεξάρτητη ύπαρξη από μόνη της. Και αυτό αποτελεί μια κύρια διαφορά μεταξύ της προσόδου από εμπορικά σήματα και της προσόδου από δικαιώματα αντιγραφής. Το εμπόρευμα για το οποίο υπάρχει ένα εμπορικό σήμα, υπάρχει ανεξάρτητα από αυτό, και μπορεί να έχει μια τιμή από μόνο του. Αλλά το εμπορικό σήμα δεν μπορεί να υπάρξει ανεξάρτητα από το εμπόρευμα το οποίο σηματοδοτεί. Το υπερκέρδος/η πρόσοδος, το οποίο συλλέγεται διά ενός εμπορικού σήματος κερδίζεται επιπλέον της τιμής αγοράς του εμπορεύματος το οποίο σηματοδοτεί. Στην περίπτωση ψηφιακά παραγόμενης πληροφορίας, προστατευμένης από δικαιώματα αντιγραφής, η πρόσοδος και η τιμή είναι ένα και το αυτό. Όταν η επωνυμία παίζει έναν κεντρικό ρόλο στην εμπορευματοποίηση της προστατευμένης πληροφορίας με δικαιώματα αντιγραφής (για παράδειγμα, το όνομα Microsoft συνδεδεμένο στο λογισμικό, το όνομα Harrison Ford σε μια ταινία, το όνομα της Lady Gaga σε ένα τραγούδι, κοκ.), η πληροφοριακή πρόσοδος που συλλέγεται αποτελείται από πρόσοδο από την επώνυμη μάρκα συν πρόσοδο από δικαιώματα αντιγραφής. Για παράδειγμα, η επιπλέον πώληση μιας ταινίας λόγω του ονόματος ενός διάσημου ηθοποιού είναι πρόσοδος λόγω επώνυμης μάρκας.
Παρόλη τη διαφορά μεταξύ τους, η πρόσοδος από εμπορικά σήματα και η πρόσοδος από δικαιώματα αντιγραφής είναι, και οι δυο, τιμές αντιγράφων πληροφορίας που προκύπτουν από μια μονοπωλιακή ιδιοκτησία, και επομένως, περιπτώσεις μονοπωλιακής προσόδου.
Τώρα, ας εξερευνήσουμε τις μορφές προσόδου που ανακύπτουν όταν πληροφορία προστατευμένη από δικαιώματα αντιγραφής, χρησιμοποιείται ως μέσο παραγωγής. Μπορούμε να έχουμε μια από τις ακόλουθες περιπτώσεις[26].
- Η ίδια πληροφορία χρησιμοποιείται ως μέσο παραγωγής για το ίδιο εμπόρευμα από διαφορετικές εταιρείες οι οποίες έχουν την ίδια παραγωγικότητα εργασίας. Σε αυτήν την περίπτωση όλοι οι παραγωγοί καρπώνονται το ίδιο κέρδος ανά μονάδα κεφαλαίου και κανείς δεν έχει κάποιο υπερκέρδος. Σε αυτήν την περίπτωση, όλοι οι χρήστες πληρώνουν την ίδια μονοπωλιακή πρόσοδο στον πωλητή.
- Διαφορετικές εταιρείες, οι οποίες χρησιμοποιούν την ίδια πληροφορία για την παραγωγή του ίδιου εμπορεύματος, έχουν διαφορετικά επίπεδα παραγωγικότητας, αλλά η χρησιμοποιούμενη πληροφορία δεν έχει καμία επίπτωση σε αυτήν τη διαφορά. Σε αυτήν την περίπτωση, ενώ κάποιες εταιρείες καρπώνονται υπερκέρδη, ο πωλητής της πληροφορίας δεν μπορεί να έχει καμία αξίωση στα υπερκέρδη τους. Πρέπει να τους χρεώσει την ίδια τιμή την οποία χρεώνει σε κάθε άλλον. Επομένως, η πρόσοδος παραμένει μονοπωλιακή πρόσοδος.
- Η πληροφορία επηρεάζει διαφορετικά τα επίπεδα παραγωγικότητας σε διαφορετικές εταιρείες που παράγουν το ίδιο εμπόρευμα. (Αν επηρεάζει όλες τις παραγωγικότητες κατά τον ίδιο βαθμό, δεν θα αλλάξει τα προηγούμενα κέρδη, επειδή οι σχετικές παραγωγικότητές τους θα παραμείνουν οι ίδιες). Οι εταιρείες, των οποίων η σχετική παραγωγικότητα έχει ενισχυθεί πάνω από τη μέση παραγωγικότητα του κλάδου, καρπώνονται υπερκέρδη, ενώ οι υπόλοιπες εταιρείες που χρησιμοποιούν την πληροφορία καρπώνονται τα μέσα κέρδη. Θεωρητικά, ο ιδιοκτήτης της πληροφορίας μπορεί να έχει αξιώσεις για τα υπερκέρδη με το να προσπαθήσει να πωλήσει την πληροφορία για υψηλότερες τιμές σε αυτούς που καρπώνονται τα υπερκέρδη. Αυτό, ωστόσο, απαιτεί ένα διπλό σύστημα τιμολόγησης: 1) εταιρείες οι οποίες καρπώνονται τα μέσα κέρδη πληρώνουν μια ορισμένη τιμή για την πληροφορία· 2) εταιρείες οι οποίες καρπώνονται υπερκέρδη πληρώνουν τιμές επιπλέον της συγκεκριμένης τιμής σε αναλογία με τα υπερκέρδη τους. Εδώ, η ορισμένη τιμή αποτελεί μονοπωλιακή πρόσοδο και οι επιπλέον τιμές διαφορικές προσόδους. Ωστόσο, η ύπαρξη ενός τέτοιου πολύπλοκου συστήματος τιμολόγησης, και επομένως, η ύπαρξη διαφορικής προσόδου, είναι ένα απίθανο σενάριο. Εταιρείες που καρπώνονται τα υπερκέρδη μπορούν δικαιολογημένα να αρνηθούν να πληρώσουν τις επιπλέον τιμές, ισχυριζόμενες ότι ο πωλητής πρέπει να χρεώνει όλους την ίδια τιμή για το ίδιο εμπόρευμα. Επομένως, μπορεί να προσπαθήσουν να κρύψουν τις θετικές επιπτώσεις την πληροφορίας στην παραγωγικότητά τους. Ενώ διαφορετικές τιμές για το ίδιο εμπόρευμα από τον ίδιο πωλητή είναι θεωρητικά δυνατές, δεν είναι βιώσιμες στην πράξη. Αυτό εξουδετερώνει τη δυνατότητα της διαφορικής προσόδου, και επομένως, η πρόσοδος παραμένει μονοπωλιακή πρόσοδος.
- Πληροφορία προστατευόμενη από δικαιώματα αντιγραφής, για παράδειγμα λογισμικό, η οποία είναι σχεδιασμένη ως μια εφεύρεση που ενισχύει την παραγωγικότητα στην παραγωγή ενός ορισμένου εμπορεύματος και μονοπωλείται από μία ή περισσότερες εταιρείες (αυτή η μορφή πληροφορίας συνήθως πατεντάρεται). Εδώ, η πληροφορία μπορεί να βοηθήσει τον μονοπωλητή ή το ολιγοπώλιο να καρπωθεί ένα υπερκέρδος, εάν αυξάνει την παραγωγικότητα της εταιρείας ή των εταιρειών που τη χρησιμοποιεί ή χρησιμοποιούν πάνω από τον μέσο όρο όλων των εταιρειών που παράγουν αυτό το εμπόρευμα. Σε μια τέτοια περίπτωση, ο πωλητής της πληροφορίας μπορεί να έχει αξιώσεις εξ’ ολοκλήρου ή για μέρος των υπερκερδών σε αντάλλαγμα για τη μη πώληση της πληροφορίας στους ανταγωνιστές. Σε αυτήν την περίπτωση, η πρόσοδος είναι διαφορική πρόσοδος, διότι προέρχεται από ένα υπερκέρδος που ανακύπτει από την παραγωγικότητα της εργασίας.
- Απόλυτη πληροφοριακή πρόσοδος, είτε από δικαιώματα αντιγραφής, είτε από δίπλωμα ευρεσιτεχνίας, είναι αδύνατη. Θα το καταδείξω αυτό παρακάτω όπου ασκώ κριτική στην αντίληψη του Zeller για την απόλυτη πρόσοδο.
4.3.2.2.3 Μονοπώλιο και Διαφορική Πρόσοδος από Δίπλωμα Ευρεσιτεχνίας
Ένα δίπλωμα ευρεσιτεχνίας είναι έγγραφο που εκδίδεται από μια κυβερνητική υπηρεσία. Περιγράφει μια εφεύρεση, οριζόμενη ως μια λύση σε ένα τεχνικό πρόβλημα, και απαγορεύει την κατασκευή, χρήση, πώληση ή εισαγωγή της εφεύρεσης χωρίς άδεια του εφευρέτη για μια ορισμένη χρονική περίοδο (συνήθως 20 χρόνια) (WIPO Handbook 2008/2004, 17). Μια εφεύρεση μπορεί να είναι ένα πράγμα ή μια διαδικασία. Τα διπλώματα ευρεσιτεχνίας καλύπτουν συνήθως τρεις περιοχές: 1) ένα σχέδιο ή έναν τύπο (Σ.τ.Μ. φόρμουλα) για ένα νέο προϊόν, 2) μια μέθοδο εμπορευματοποίησης (Σ.τ.Μ. μάρκετινγκ), και 3) μια τεχνολογία που ενισχύει την παραγωγικότητα (Gallini 2002). Έτσι, όπως ισχυρίζεται ο Alemlig (2012), οι σφαίρες των διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας και των εμπορικών μυστικών αλληλοκαλύπτονται. Ωστόσο, η πατενταρισμένη πληροφορία, σε αντίθεση με τα εμπορικά μυστικά, αποκαλύπτεται.
Στην πρώτη περίπτωση, ένα δίπλωμα ευρεσιτεχνίας έχει ως αποτέλεσμα τη μονοπωλιακή παραγωγή ενός προϊόντος, το οποίο με τη σειρά του έχει ως αποτέλεσμα μια μονοπωλιακή πρόσοδο. Έτσι, τα δικαιώματα που πληρώνονται για διπλώματα ευρεσιτεχνίας είναι μονοπωλιακή πρόσοδος. Ο Zeller (2008, 97–99) σε ένα κατά τα άλλα δυνατό άρθρο, ισχυρίζεται ότι η πρόσοδος που δημιουργείται από διπλώματα ευρεσιτεχνίας είναι απόλυτη πρόσοδος. Ο λόγος, λέει ο Zeller, είναι ότι το δίπλωμα ευρεσιτεχνίας αποτελεί ένα εμπόδιο στην είσοδο επιπλέον κεφαλαίου στην παραγωγή ενός εμπορεύματος το οποίο χρησιμοποιεί την πατενταρισμένη πληροφορία. Αλλά, το να αποτελεί το μονοπώλιο εμπόδιο στο κεφάλαιο είναι μια αναγκαία συνθήκη για όλους τους τύπους προσόδου. «Κάθε πρόσοδος βασίζεται στη μονοπωλιακή ισχύ ιδιωτών ιδιοκτητών επί ορισμένων περιουσιακών στοιχείων» Harvey 2012, 90). Σε όλες τις περιπτώσεις προσόδου, συμπεριλαμβανομένων της μονοπωλιακής και της διαφορικής προσόδου, αυτή η ισχύς λειτουργεί ως εμπόδιο στο κεφάλαιο. Ο Μαρξ ρητά αναφέρθηκε σε αυτό σχετικά με τη διαφορική πρόσοδο: «Η διαφορική πρόσοδος προϋποθέτει ακριβώς το μονοπώλιο της ιδιοκτησίας γης, την ιδιοκτησία της γης ως εμπόδιο στο κεφάλαιο, διότι κατά τα άλλα το υπερκέρδος δε θα μετασχηματιζόταν σε γεωπρόσοδο και δε θα συλλεγόταν από τον ιδιοκτήτη της γης αντί για τον αγρότη» (1981 885). Η απόλυτη πρόσοδος απαιτεί δύο επιπρόσθετες συνθήκες. Πρώτον, η μέση οργανική σύνθεση του κεφαλαίου ολόκληρου του κλάδου, στον οποίο παράγεται το εμπόρευμα, πρέπει να είναι χαμηλότερη από τη μέση οργανική σύνθεση κεφαλαίου του συνολικού κοινωνικού κεφαλαίου. Δεύτερον, το εμπόρευμα πρέπει να παράγεται από ένα κεφάλαιο το οποίο να έχει την κατώτερη παραγωγικότητα εργασίας. Με άλλα λόγια, η απόλυτη πρόσοδος είναι ένα μέρος της υπεραξίας που παράγεται από τον ίδιο τον κλάδο, αλλά το μονοπώλιο εμποδίζει την εκροή της προς χάριν του σχηματισμού του γενικού ποσοστού κέρδους. Ο Zeller δίνει προσοχή σε αυτό το γενικό επιχείρημα, αλλά πιστεύει ότι ισχύει για τα διπλώματα ευρεσιτεχνίας. Λέει ότι επειδή η οργανική σύνθεση κεφαλαίου στην παραγωγή γνώσης είναι πολύ χαμηλή, συνεπάγεται ότι η πρόσοδος που συλλέγεται διά των διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας είναι απόλυτη πρόσοδος (2008, 99). Αλλά η υπεραξία που μετασχηματίζεται σε πρόσοδο από διπλώματα ευρεσιτεχνίας δεν παράγεται στον τομέα της γνώσης εξ΄ αρχής. Όπως ισχυριστήκαμε παραπάνω, η γνώση δεν έχει αξία, και, επομένως, ο τομέας της γνώσης δεν παράγει καθόλου υπεραξία. Αυτή η υπεραξία παράγεται έξω από τον τομέα της γνώσης. Επιπλέον, η υπεραξία που μετασχηματίζεται σε υπερκέρδος, και τελικά σε πληροφοριακή πρόσοδο, συχνά δεν παράγεται καν στον τομέα που χρησιμοποιεί το δίπλωμα ευρεσιτεχνίας για να παράγει ένα άλλο εμπόρευμα. Κατά κανόνα, το κεφάλαιο που επενδύεται σε βιομηχανίες εντάσεως πληροφορίας και προηγμένων-αυτοματοποιημένων/ημι-αυτοματοποιημένων τομέων υπηρεσιών έχει υψηλότερη οργανική σύνθεση κεφαλαίου από τη μέση οργανική σύνθεση κεφαλαίου του συνολικού κοινωνικού κεφαλαίου. Ο λόγος είναι ότι οι τομείς αυτοί είναι πολύ πιο αυτοματοποιημένοι από ότι άλλοι. Για παράδειγμα, ας θεωρήσουμε μια πατενταρισμένη φόρμουλα για την παραγωγή ενός ειδικού φαρμάκου, η παραγωγή του οποίου είναι σχεδόν πλήρως αυτοματοποιημένη. Ενώ η οργανική σύνθεση του κεφαλαίου που επενδύεται στην παραγωγή της φόρμουλας μπορεί να είναι κάτω από την κοινωνική οργανική σύνθεση κεφαλαίου, αυτή της εταιρείας που παρασκευάζει το φάρμακο είναι σίγουρα ανώτερη. Οι φαρμακευτικές εταιρείες είναι συνήθως ιδιαίτερα αυτοματοποιημένες και έτσι έχουν υψηλή οργανική σύνθεση κεφαλαίου. Αυτό ισχύει γενικά για την ημι-αυτοματοποιημένη και αυτοματοποιημένη βιομηχανική παραγωγή και παραγωγή υπηρεσιών οι οποίες είναι βιομηχανίες εντάσεως πληροφορίας. Επομένως, τα κύρια μερίδια των κερδών τους αποτελούνται από υπεραξία που παράγεται σε άλλες βιομηχανίες μεγαλύτερης εντάσεως εργασίας. Ισχύει ότι κάποιες βιομηχανίες εντάσεων γνώσης όπως η φροντίδα υγείας και η εκπαίδευση είναι επίσης εντάσεως εργασίας, και παράγουν αξία και υπεραξία όταν ιδιωτικοποιούνται. Ωστόσο, ένα δίπλωμα ευρεσιτεχνίας δεν μπορεί με κανένα τρόπο να εμποδίσει την είσοδο επιπρόσθετου κεφαλαίου σε τέτοιους κλάδους. Παρόλο που το μονοπώλιο επί ενός σχεδίου ή τύπου εμποδίζει άλλους από την επένδυση στην παραγωγή του εμπορεύματος, αυτό με κανέναν τρόπο δεν καθιστά την πρόσοδο από διπλώματα ευρεσιτεχνίας απόλυτη πρόσοδο, διότι, η προέλευση της προσόδου αυτής είναι η συνολική κοινωνική υπεραξία. Ο λόγος είναι ότι η προέλευση της προσόδου είναι η μονοπωλιακή τιμή.
Οι πρόσοδοι που αντλούνται από τα διπλώματα ευρεσιτεχνίας θα παραμείνουν ένα παράδειγμα μονοπωλιακής προσόδου ακόμη και αν το κεφάλαιο που επενδύεται στην παραγωγή του εμπορεύματος έχει μια οργανική σύνθεση κεφαλαίου κάτω από τη μέση οργανική σύνθεση του συνολικού κοινωνικού κεφαλαίου. Σε αυτήν την περίπτωση η πρόσοδος από δίπλωμα ευρεσιτεχνίας είναι συγκρίσιμη με τη μονοπωλιακή πρόσοδο που προκύπτει ως αποτέλεσμα της ιδιοκτησίας ενός κομματιού γης που είναι η πηγή ενός αποκλειστικού κρασιού. Η απόλυτη πληροφοριακή πρόσοδος ανακύπτει μόνο εάν οι δύο ακόλουθες συνθήκες ικανοποιούνται ταυτοχρόνως: Α) η πληροφορία χρησιμοποιείται στην παραγωγή ενός εμπορεύματος σε έναν κλάδο της οικονομίας με μια οργανική σύνθεση κεφαλαίου κάτω από τη μέση οργανική σύνθεση του συνολικού κοινωνικού κεφαλαίου· Β) τα δικαιώματα αντιγραφής ή τα διπλώματα ευρεσιτεχνίας λειτουργούν ως εμπόδια για την επιπρόσθετη επένδυση κεφαλαίου στην παραγωγή αυτού του εμπορεύματος. Αυτή η δεύτερη συνθήκη είναι αδύνατη εκτός και αν το εμπόρευμα δεν μπορεί να παραχθεί καθόλου χωρίς αυτήν την πληροφορία. Τότε, το εμπόρευμα γίνεται ένα μοναδικό εμπόρευμα, και η πρόσοδος είναι, επομένως, μονοπωλιακή πρόσοδος ακόμη και αν η οργανική σύνθεση στον κλάδο είναι κατώτερη από την οργανική σύνθεση του συνολικού κοινωνικού κεφαλαίου. Ο παραγωγός του εμπορεύματος, χειριζόμενος την πλευρά της προσφοράς, πωλεί το εμπόρευμα για μια μονοπωλιακή τιμή, και η πρόσοδος επίσης γίνεται μονοπωλιακή πρόσοδος. Επιπλέον, η πληροφορία με την κατώτερη παραγωγικότητα εργασίας σε έναν ορισμένο κλάδο παραγωγής είναι απίθανο να είναι περιφραγμένη από δικαιώματα αντιγραφής ή δίπλωμα ευρεσιτεχνίας. Ανήκει μάλλον στα κοινά αγαθά.
Τώρα, ας θεωρήσουμε την πρόσοδο για πατενταρισμένη πληροφορία που αφορά μεθόδους εμπορευματοποίησης (Σ.τ.Μ. μάρκετινγκ). Τέτοια πληροφορία συνήθως, αν και όχι απαραίτητα, βοηθάει τον χρήστη να αποκτήσει ένα μεγαλύτερο μερίδιο μιας ορισμένης αγοράς για ένα ορισμένο προϊόν και, μέσω αυτού, να κερδίσει υπερκέρδη. Διαφορετικά, ο χρήστης θα σταματήσει να τη χρησιμοποιεί. Τα δικαιώματα που πληρώνονται για αυτήν είναι μονοπωλιακή πρόσοδος. Ο λόγος είναι ότι ανταλλάσσονται για τη μοναδική αξία χρήσης της πατενταρισμένης πληροφορίας.
Όταν το μονοπώλιο επί ενός διπλώματος ευρεσιτεχνίας ενισχύει την παραγωγικότητα μιας ορισμένης εταιρείας που παράγει ένα ορισμένο εμπόρευμα, όπως αναφέρθηκε στην περίπτωση των δικαιωμάτων αντιγραφής, έχει ως αποτέλεσμα ένα υπερκέρδος αν μειώνει την τιμή παραγωγής της εταιρείας κάτω από τη μέση τιμή παραγωγής του κλάδου που παράγει αυτό το εμπόρευμα. Αυτό το υπερκέρδος δεν είναι αποτέλεσμα μιας μονοπωλιακής τιμής, αλλά μιας «διαφορικής» τιμής, και, επομένως, η πρόσοδος που πληρώνεται γι’ αυτήν είναι μια διαφορική πρόσοδος. Δικαιώματα αντιγραφής και διπλώματα ευρεσιτεχνίας σχετίζονται με παρόμοιο τρόπο με την παραγωγικότητα και τη διαφορική πρόσοδο. Επομένως, ότι έχω πει για τα δικαιώματα αντιγραφής σε σχέση με τη διαφορική πρόσοδο ισχύει επίσης για το δίπλωμα ευρεσιτεχνίας. Και στις δύο περιπτώσεις, ενώ η πληροφορία είναι μοναδική και το δικαίωμα πληρώνεται για τη μοναδικότητα αυτή, η πρόσοδος δεν είναι μονοπωλιακή πρόσοδος. Ο λόγος είναι ότι η μοναδικότητα της πληροφορίας έχει αποτέλεσμα την παραγωγή άλλου εμπορεύματος, το οποίο δεν είναι μοναδικό, αλλά φτηνότερο. Επομένως, τα δικαιώματα πληρώνονται σε αντάλλαγμα με παραγωγικότητα. Η πληροφορία που ενισχύει την παραγωγικότητα, στο βαθμό που δεν είναι εμπορικό μυστικό, όλο και περισσότερο περιφράσσεται από διπλώματα ευρεσιτεχνίας (Gallini 2002), έχοντας ως αποτέλεσμα την αύξηση του διαφορικού κέρδους.
Συνοψίζοντας, η πληροφορία κυρίως οδηγεί σε μονοπωλιακές προσόδους, αν και ορισμένα δικαιώματα αντιγραφής και διπλώματα ευρεσιτεχνίας παράγουν επίσης διαφορικές προσόδους. Οι πληροφοριακές πρόσοδοι, είτε μονοπωλιακές, είτε διαφορικές, σε αντίθεση με τη γεωπρόσοδο, δεν προέρχονται από έναν συγκεκριμένο κλάδο παραγωγής, αλλά είναι, αντιθέτως, μέρος της συνολικής κοινωνικής υπεραξίας. Αυτό υπογραμμίζει μια κύρια διαφορά με τη γεωπρόσοδο, η οποία προέρχεται από την υπεραξία που παράγεται μέσα στην ιδιοκτησία της γης.
Υπάρχει ανάγκη για μια σημείωση εδώ. Ο Έρνεστ Μάντελ (1975/1972) ισχυρίστηκε ότι στον μονοπωλιακό καπιταλισμό έχουμε δύο διαφορετικά γενικά ποσοστά κέρδους. Ένα για το μεγάλο μονοπωλιακό κεφάλαιο, το οποίο είναι πάνω από το γενικό ποσοστό κέρδους του συνολικού κοινωνικού κεφαλαίου, και ένα άλλο για το μη μονοπωλιακό κεφάλαιο, το οποίο είναι κατώτερο του γενικού ποσοστού κέρδους του συνολικού κοινωνικού κεφαλαίου. Ενώ ένα ορισμένο ποσό μονοπωλιακού κεφαλαίου κερδίζει υπερκέρδος πάνω από το μέσο κέρδος, το ίδιο ποσό μη μονοπωλιακού κεφαλαίου κερδίζει ένα κέρδος κάτω του μέσου κέρδους. Με άλλα λόγια το μονοπώλιο μεταφέρει υπεραξία από τον μη μονοπωλιακό τομέα στον μονοπωλιακό τομέα. Τα μη μονοπωλιακά κεφάλαια, παρόλο το χαμηλό ποσοστό κέρδους, πρέπει να πληρώσουν προσόδους στους ιδιοκτήτες της πληροφορίας για τη χρήση των πληροφοριακών εμπορευμάτων· τα μεγάλα μονοπώλια συχνά παράγουν και προσαρμόζουν τη δική τους πληροφορία. Μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις βασίζονται σε εξωτερικούς προμηθευτές, ιδιαίτερα για λογισμικό. Οι πληροφοριακές πρόσοδοι που πληρώνουν οι μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις αποτελούν μια επιπλέον συμπίεση του κέρδους τους. Τέτοιες εταιρείες μπορεί να προσπαθήσουν να συμπιέσουν τους μισθούς των εργατών προκειμένου να πληρώσουν τέτοιες προσόδους.
- Η Άνοδος της Οικονομίας της Πληροφορίας, του Νεοφιλελευθερισμού και της Παγκοσμιοποίησης
Δεν μπόρεσα να βρω δεδομένα για τα μεγέθη των συνολικών κερδών και προσόδων που κερδίζονται μέσω εμπορικών μυστικών και πνευματικής ιδιοκτησίας στην παγκόσμια οικονομία. Ωστόσο, όπως το παράδειγμα των ΗΠΑ (Alemling 2012; Blank et al. 2012) απεικονίζει, κατέχουν κεντρική θέση στις ανεπτυγμένες καπιταλιστικές οικονομίες. Η Έρευνα και Ανάπτυξη (Ε&Α), η προηγμένη βιομηχανία, όπως η φαρμακευτική, και οι προηγμένες υπηρεσίες, οι οποίες βασίζονται σε εμπορικά μυστικά ή είναι εντάσεως πνευματικής ιδιοκτησίας, παίζουν έναν κεντρικό ρόλο στις ανεπτυγμένες καπιταλιστικές οικονομίες (Castells 2010/1996; Alemling 2012; Blank et al. 2012). Επομένως, τα κέρδη και οι πρόσοδοι που αποκτιούνται μέσω της μονοπώλησης της πληροφορίας είναι επίσης κεντρικά σε αυτές τις οικονομίες (Perelman 2002, 2003; Zeller 2008).
Η επέκταση του ρόλου της πληροφορίας στην οικονομία υπονομεύει το γενικό ποσοστό κέρδους του συνολικού κοινωνικού κεφαλαίου με δύο τρόπους. Πρώτον, το ραντιέρικο κεφάλαιο το οποίο παράγει και πωλεί πληροφορία λαμβάνει ένα σημαντικό μέρος της συνολικής κοινωνικής υπεραξίας με τη μορφή της προσόδου, χωρίς το ίδιο να συμβάλει στην συνολική υπεραξία. Δεύτερον, το κεφάλαιο το οποίο επενδύεται σε αυτοματοποιημένες και ημι-αυτοματοποιημένες βιομηχανίες και υπηρεσίες εντάσεως πληροφορίας, ακόμη και όταν παράγει κάποια υπεραξία (οι απολύτως αυτοματοποιημένες εταιρείες δεν παράγουν υπεραξία), συμβάλει με πολύ λιγότερη υπεραξία στη συνολική κοινωνική υπεραξία σε σχέση με το ποσό υπεραξίας που λαμβάνει πίσω ως κέρδος από το συνολικό ταμείο. Έτσι, το συνολικό κοινωνικό κεφάλαιο μεγαλώνει πιο γρήγορα από τη συνολική κοινωνική υπεραξία. Το αποτέλεσμα είναι μια τάση προς τη μείωση του γενικού ποσοστού κέρδους, η οποία είναι επίσης μια τάση προς κρίση (Marx 1981, 317–338).
Αυτή η τάση αντισταθμίζεται με το ξεδίπλωμα των εξής στρατηγικών: 1) την επέκταση του καπιταλισμού σε τομείς εντάσεως εργασίας, 2) την εντατικοποίηση του βαθμού εκμετάλλευσης με την επιμήκυνση της εργάσιμης μέρας, την εντατικοποίηση του ρυθμού της εργασίας, και το κόψιμο των μισθών, 3) το κόψιμο του κοινωνικού μισθού (κράτος πρόνοιας), 4) τη μείωση του κόστους του σταθερού κεφαλαίου, και ιδιαίτερα των πρώτων υλών που εισάγονται από την περιφέρεια, και 5) την εξαγωγή αξίας από τον μη καπιταλιστικό τομέα μέσω πρωταρχικής συσσώρευσης (Marx 1981, 339–348; Caffentzis 2013, 127–138). Αυτά τα μέτρα είναι ανάμεσα στα κύρια χαρακτηριστικά του νεο-φιλελευθερισμού από τη δεκαετία του 1970 (Harvey 2003). Έτσι, μπορούμε να ισχυριστούμε ότι η άνοδος της οικονομίας της πληροφορίας ήταν ένας κύριος λόγος πίσω από την άνοδο του νεο -φιλελευθερισμού. Είναι σημαντικό να σημειώσουμε ότι οι πρώτες τέσσερις από τις στρατηγικές αυτές λειτουργούν εντός του κανονικού καθεστώτος της συσσώρευσης κεφαλαίου και μόνο η πέμπτη σχετίζεται με την πρωταρχική συσσώρευση. Θα επιστρέψουμε στο σημείο αυτό παρακάτω.
Το ξεδίπλωμα της πρώτης στρατηγικής είχε ως αποτέλεσμα την παγκόσμια επέκταση της βιομηχανίας, της γεωργίας και των υπηρεσιών εντάσεως εργασίας. Η παγκόσμια επέκταση της καπιταλιστικής βιομηχανίας και γεωργίας είναι μια τόσο εμφανής πραγματικότητα που δε χρειάζεται περαιτέρω επεξεργασία εδώ. Ωστόσο, κάτι στο οποίο χρειάζεται να δοθεί έμφαση είναι ότι μεγάλο μέρος της υπεραξίας που παράγεται στον Παγκόσμιο Νότο αναδιανέμεται ανάμεσα στις ανεπτυγμένες καπιταλιστικές βιομηχανίες του Παγκόσμιου Βορρά. Έτσι, αυτή η υπεραξία είναι μια κύρια πηγή πληροφοριακών υπερκερδών και πληροφοριακών προσόδων. Παρόλο που οι τομείς υπηρεσιών είναι συνήθως εντάσεως πληροφορίας, είναι επίσης εντάσεως εργασίας, εκτός από υπηρεσίες που είναι σχεδόν αυτοματοποιημένες. Πάρτε για παράδειγμα ένα κερδοφόρο πανεπιστήμιο το οποίο κερδίζει το κέρδος του μόνο από τη διδασκαλία (αγνοούμε εδώ τις προσόδους που μπορεί να κερδίζει από διπλώματα ευρεσιτεχνίας προς χάριν του επιχειρήματος). Ένα τέτοιο πανεπιστήμιο πωλεί υπηρεσίες εκπαίδευσης, όχι πληροφορία, αν και η παραγωγή αυτής της υπηρεσίας βασίζεται στη χρήση πληροφορίας. Ενώ η πληροφορία μπορεί να αναπαραχθεί με μηδενικό κόστος, η αναπαραγωγή της υπηρεσίας της διδασκαλίας/εκπαίδευσης – όταν όλες οι άλλες συνθήκες είναι ίδιες – έχει το ίδιο κόστος με την παραγωγή της. Η εκπαίδευση είναι εμφανώς μια βιομηχανία εντάσεως εργασίας, και η εργασία της διδασκαλίας παράγει αξία και υπεραξία. Το ίδιο ισχύει για την ιδιωτικοποιημένη φροντίδα υγείας και για πολλές άλλες υπηρεσίες. Επομένως, οι υπηρεσίες εντάσεως εργασίας, εξαιρουμένων αυτών που παράγουν πληροφοριακά εμπορεύματα, παράγουν περισσότερη υπεραξία για το ταμείο της συνολικής κοινωνικής υπεραξίας από όση λαμβάνουν πίσω, από αυτό, με τη μορφή του κέρδους. Η διαφορά μεταφέρεται στις ανεπτυγμένες βιομηχανίες πληροφορίας με τη μορφή του πληροφοριακού υπερκέρδους και της πληροφοριακής προσόδου. Έτσι, η παγκοσμιοποίηση της καπιταλιστικής βιομηχανίας και των υπηρεσιών είναι επίσης μια κύρια βάση επέκτασης της οικονομίας που βασίζεται στην πληροφορία. Αυτό δείχνει ότι ο σύγχρονος καπιταλισμός κυβερνιέται σταθερά από τον νόμο της αξίας και συντονίζεται για την παραγωγή υπεραξίας από τη μισθωτή εργασία.
Η δεύτερη και η τρίτη στρατηγική που αναφέρθηκαν παραπάνω ξεδιπλώθηκαν παγκόσμια προκειμένου να αυξήσουν το βαθμό εκμετάλλευσης της μισθωτής εργασίας, ο οποίος είναι το ποσοστό υπεραξίας. Ενώ η δεύτερη στρατηγική αυξάνει το ποσοστό υπεραξίας απευθείας, η τρίτη το κάνει έμμεσα ελαφρύνοντας τη φορολόγηση του κέρδους, της προσόδου και του τόκου. Η μείωση των φόρων στα εισοδήματα των εκμεταλλευτριών τάξεων αυξάνει το μερίδιό τους στη συνολική κοινωνική υπεραξία. Η τέταρτη στρατηγική, δηλαδή, το φτήναιμα των στοιχείων του σταθερού κεφαλαίου, συμβαίνει μερικώς διά της ενίσχυσης της παραγωγικότητας στις βιομηχανίες που τα παράγουν και μερικώς διά της απασχόλησης φτηνής εργασίας. Είτε μέσω της χρήσης νέας τεχνολογίας είτε διά της εντατικοποίησης της εκμετάλλευσης, ή και από τα δύο μαζί, η παραγωγικότητα ενισχύεται. Όλες αυτές οι στρατηγικές ενσωματώνονται στην παραγωγή της υπεραξίας και στην αύξηση του βαθμού εκμετάλλευσης. Επιπλέον, η υπεραξία που εξάγεται από μη μισθωτή εργασία διά του μηχανισμού της πρωταρχικής συσσώρευσης (Mandel 1975/1972; Harvey 2003; Caffentzis 2013) είναι άλλη μια πηγή της συνολικής κοινωνικής υπεραξίας που σφετερίζεται το συνολικό παγκόσμιο κεφάλαιο.
Έτσι, με απλά λόγια, η υπεραξία που παράγεται παγκόσμια από τη μισθωτή και μη μισθωτή εργασία είναι η πηγή των πληροφοριακών υπερκερδών και των πληροφοριακών προσόδων. Η ιμπεριαλιστική διάσταση αυτών των διαδικασιών πολύ δύσκολα μπορεί να μεγαλοποιηθεί. Ο ιμπεριαλιστικός καταμερισμός εργασίας σύμφωνα με τον οποίο η αυτοματοποίηση και η προηγμένη Ε&Α συγκεντρώνεται στις ιμπεριαλιστικές χώρες, ενώ η λιγότερο προηγμένη βιομηχανία και οι υπηρεσίες βρίσκονται στον Τρίτο Κόσμο, δουλεύει για τη μεταφορά γιγαντιαίων ποσών υπεραξίας από τον Παγκόσμιο Νότο στον Παγκόσμιο Βορρά. Αυτή η ιμπεριαλιστική διανομή της συνολικής παγκόσμιας υπεραξίας έχει ενισχυθεί από την εφαρμογή του νεο-φιλελεύθερου χρηματοπιστωτικού καθεστώτος[27]. Το ΔΝΤ και η Παγκόσμια Τράπεζα, οι οποίοι ρυθμίζουν το παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα, έχουν λεηλατήσει τις οικονομίες του Νότου για τα συμφέροντα του Βορρά. Σε αυτό το σύστημα οι ιμπεριαλιστές ρουφούν τεράστια ποσά υπεραξίας από τον υπόλοιπο κόσμο με τις μορφές των υπερκερδών και των προσόδων (Perelman 202, 203). Αυτό απεικονίζεται καταλλήλως από τη θέση των ΗΠΑ στον παγκόσμιο καταμερισμό εργασίας. Σχεδόν κάθε βιομηχανία στις Ηνωμένες Πολιτείες παράγει ή χρησιμοποιεί πνευματική ιδιοκτησία. Το 2010, 75 από ένα σύνολο 313 αμερικανικών βιομηχανιών ήταν εντάσεως πνευματικής ιδιοκτησίας, παρέχοντας 27.1 εκατομμύρια θέσεις εργασίας που ανήλθαν στο 18.8% της συνολικής απασχόλησης. Το μερίδιο των βιομηχανιών εντάσεως πνευματικής ιδιοκτησίας σε σχέση με το συνολικό ΑΕΠ ήταν 5.06 τρισεκατομμύρια δολάρια ή 34.7% του ΑΕΠ το 2010. Οι βιομηχανίες εντάσεως εργασίας εξήγαγαν εμπορεύματα αξίας 775 δισεκατομμυρίων δολαρίων· 6.7% των συνολικών εμπορευματικών εξαγωγών το 2010. Οι εξαγωγές των βιομηχανιών που παρέχουν υπηρεσίες εντάσεως πνευματικής ιδιοκτησίας ανήλθαν στο 19% των συνολικών εξαγωγών ιδιωτικών υπηρεσιών (Blank et al. 2012, vi-viii).
Ενώ η νεοφιλελεύθερη χρηματιστικοποίηση της παγκόσμιας οικονομίας είναι στην υπηρεσία των οικονομιών του Βορρά που βασίζονται στην πληροφορία, τα πληροφοριακά υπερκέρδη[28] και οι πληροφοριακές πρόσοδοι, που κερδίζονται από τα εμπορικά μυστικά και την πνευματική ιδιοκτησία, επίσης παρείχαν επιπλέον ώθηση για τη χρηματιστικοποίηση (Zeller 2008; Teixeira και Rotta 2012; Harvey 2010; Rigi και Prey [προσεχώς]).
Η πρωταρχική συσσώρευση, που σε μεγάλο βαθμό είναι αποτέλεσμα των χρηματοπιστωτικών λειτουργιών, είναι ένας σημαντικός μηχανισμός της ιμπεριαλιστικής εξαγωγής του πληροφοριακού υπερκέρδους και της πληροφοριακής προσόδου. Ωστόσο, είναι σημαντικό να σημειώσουμε ότι η κύρια πηγή της υπεραξίας, η οποία μετασχηματίζεται σε πληροφοριακό υπερκέρδος και πληροφοριακή πρόσοδο, δεν είναι ένα παράδειγμα πρωταρχικής συσσώρευσης, παρά μάλλον συσσώρευσης κεφαλαίου με την κανονική σημασία, δηλ. της παραγωγής υπεραξίας από τη μισθωτή εργασία. Αυτό είναι ένα σημαντικό σημείο, διότι από τότε που ο Ντέιβιντ Χάρβεϋ (2003) επινόησε τον όρο «συσσώρευση διά της εκποίησης», ο ρόλος της πρωταρχικής συσσώρευσης έχει μεγαλοποιηθεί και χρησιμοποιηθεί με μη κατάλληλους τρόπους. Αυτό είναι καθαρά έκδηλο στη χρήση του όρου τόσο από τον Zeller (2008) όσο και από τους Teixeira και Rotta (2012) στις αντίστοιχες περιγραφές της “γνωσιακής προσόδου”. Το πρώτο πράγμα που χρειάζεται να σημειωθεί είναι ότι η συσσώρευση διά της εκποίησης δεν είναι πάντα ίδια με την πρωταρχική συσσώρευση. Η πηγή της πρωταρχικής συσσώρευσης είναι πάντα έξω από τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής. Το κόψιμο των παροχών της κοινωνικής πρόνοιας, το κόψιμο των μισθών ή ακόμη και η χρεωκοπία των καπιταλιστικών επιχειρήσεων είναι όλα παραδείγματα της συσσώρευσης διά της εκποίησης. Αλλά αυτές δεν είναι περιπτώσεις πρωταρχικής συσσώρευσης, διότι είναι εσωτερικοί μηχανισμοί της καπιταλιστικής συσσώρευσης. Η εκποίηση των αυτο-απασχολούμενων ανεξάρτητων παραγωγών από τα μέσα παραγωγής τους και η εξαγωγή αξίας από αυτούς διά της άνισης ανταλλαγής είναι, από την άλλη πλευρά, μηχανισμοί πρωταρχικής συσσώρευσης (Mandel 1975/1972). Αν και οι μηχανισμοί της πρωταρχικής συσσώρευσης όντως υπάρχουν ακόμη σήμερα, το σχετικό τους βάρος στην παγκόσμια οικονομία σε σχέση με το 1970 είναι πολύ μικρότερο. Τότε, μεγάλα μέρη της παγκόσμιας οικονομίας ήταν ακόμη έξω από τον κατεξοχήν καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής. Σήμερα, αντιθέτως, ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής έχει κυριαρχήσει σε όλες τις γωνιές του κόσμου, και έτσι η αξία που παράγει ο ίδιος ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής είναι πολύ μεγαλύτερη από την αξία που εξάγει από το μη καπιταλιστικό εξωτερικό του. Επομένως, σήμερα ο ιμπεριαλισμός είναι πιο σταθερά γειωμένος στην άνιση γεωγραφία της παραγωγής υπεραξίας, αν και η πρωταρχική συσσώρευση παραμένει ένας σημαντικός ιμπεριαλιστικός μηχανισμός. Αναγνωρίζω ότι η επέκταση του καπιταλισμού από το 1970 έχει συνοδευτεί από μια τεράστια απαλλοτρίωση των ανεξάρτητων παραγωγών και, κατά συνέπεια, από μια πρωταρχική συσσώρευση. Ωστόσο, πλέον, αυτή η διαδικασία έχει σχεδόν ολοκληρωθεί. Έτσι, στο παρόν πλαίσιο, οι μηχανισμοί της πρωταρχικής συσσώρευσης, αν και ακόμη σημαντικοί, παίζουν έναν δευτερεύοντα ρόλο σε σύγκριση με τη συσσώρευση του ίδιου του κεφαλαίου.
- Η Συνυφασμένη Εκμετάλλευση των Πληροφοριακών και Μη-Πληροφοριακών Εργατών
Ισχυριστήκαμε ότι: 1) η πληροφορία δεν έχει αξία, 2) η περίφραξη της πληροφορίας διά των εμπορικών μυστικών και της πνευματικής ιδιοκτησίας οδηγεί σε υπερκέρδη και προσόδους, 3) τέτοια κέρδη και πρόσοδοι είναι μέρη της υπεραξίας που παράγεται από εργάτες που δεν παράγουν πληροφορία. Το συμπέρασμα είναι ότι ο κάτοχος της πληροφορίας εκμεταλλεύεται ολόκληρη την εργατική τάξη που παράγει αξία. Αυτό, ωστόσο, δε σημαίνει ότι οι καπιταλιστές δεν εκμεταλλεύονται τους εργάτες της πληροφορίας που δεν παράγουν αξία και υπεραξία. Αυτοί οι εργάτες επίσης είναι εκμεταλλευόμενοι, και η εκμετάλλευσή τους παίρνει δύο μορφές. Πρώτον, οι καπιταλιστές της πληροφορίας εξάγουν χρόνο υπερεργασίας από αυτούς, ακόμη και αν αυτός ο χρόνος δεν παράγει υπεραξία. Ο χρόνος εργασίας της πλειοψηφίας αυτών των εργατών είναι μακρύτερος από τον αναγκαία κοινωνικό χρόνο για την αναπαραγωγή της εργατικής τους δύναμης. Ενώ η εργασία τους δεν παράγει άμεσα αξία και υπεραξία, είναι μια ουσιαστική συνθήκη για την ύπαρξη του καπιταλισμού. Χωρίς αυτήν ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής θα καταρρεύσει. Όπως έχει ισχυριστεί ο Christian Fuchs (2010, 2012 a, b) οι καπιταλιστές της πληροφορίας σφετερίζονται δωρεάν ολόκληρο τον εργάσιμο χρόνο των απλήρωτων παραγωγών πληροφορίας[29].
Με αυτήν την έννοια τόσο οι εργάτες της πληροφορίας όσο και οι υπόλοιποι έχουν έναν κοινό εκμεταλλευτή στον καπιταλισμό. Δύο σημαντικές σημειώσεις είναι αναγκαίες εδώ. Πρώτον, το προνομιούχο κομμάτι των εργατών της πληροφορίας μπορεί να κερδίζει μισθούς που είναι υψηλότεροι από την αξία της εργατικής τους δύναμης. Επιπλέον, η ελίτ τέτοιων εργατών, μια συνιστώσα της εργατικής αριστοκρατίας, μπορεί ακόμη να κερδίζει μισθούς που είναι υψηλότεροι από την αξία που η εργασία τους θα μπορούσε να παράγει αν λάμβανε χώρα σε σφαίρες της παραγωγής που παράγουν αξία. Στο βαθμό που οι μισθοί τους υπερβαίνουν την αξία που ο εργάσιμος χρόνος τους μπορεί δυνητικά να παράγει, αυτή η ελίτ εκμεταλλεύεται την υπεραξία που παράγεται από την εργατική τάξη. Η υπέρβαση των μισθών τους πάνω από τη δυνητική αξία την οποία ο εργάσιμος χρόνος τους θα μπορούσε να παράγει είναι μια πρόσοδος που προέρχεται από μέρος της υπεραξίας που παράγεται αλλού. Αυτό δημιουργεί μια ορισμένη αντίθεση μεταξύ προνομιούχων εργατών της πληροφορίας που κυρίαρχα δουλεύουν και διαβιούν στις ανεπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες, και είναι άνδρες στο φύλο, και εργατών στους τομείς των υπηρεσιών (κυρίαρχα γυναίκες), και βιομηχανικών και αγροτικών εργατών που κυρίαρχα εργάζονται και διαβιούν στον Τρίτο Κόσμο.
Δεύτερον, η περίφραξη των κοινών της πληροφορίας διαμέσου των εμπορικών μυστικών και της πνευματικής ιδιοκτησίας είναι μια πράξη εκποίησης όχι μόνο επί των εργατών που είναι οι άμεσοι παραγωγοί των κοινών αυτών, αλλά και της ανθρωπότητας ευρύτερα. Όπως ο ίδιος ο Μαρξ (1981, 199) σημείωνε, τα κοινά της πληροφορίας είναι προϊόντα της γενικής εργασίας. Η γενική εργασία, η οποία εκτελείται μέσω της συνεργασίας μεταξύ γενεών ζωντανών και νεκρών εργατών, η ίδια χρησιμοποιεί τη γενική διάνοια της ανθρωπότητας ως το υλικό της. Νέες καινοτομίες είναι το αποτέλεσμα συλλογικής επιστημονικής εργασίας στη διάρκεια δεκαετιών ή και αιώνων. Επιπλέον, η εκπαίδευση, η έρευνα και ανάπτυξη, οι οποίες είναι τα θεμέλια της παραγωγής επιστημονικής πληροφορίας, είναι ακόμη και στις ΗΠΑ, κυρίαρχα χρηματοδοτούμενες από δημόσιο χρήμα (Perelman 2003). Επομένως, η πνευματική ιδιοκτησία των καπιταλιστών αντιπροσωπεύει την εκποίηση του κοινού πλούτου της ανθρωπότητας.
Για να συνοψίζουμε, οι καπιταλιστές που χρησιμοποιούν πληροφορία για να εξάγουν υπερκέρδη ή προσόδους – φόρους υποτέλειας συνδυάζουν δύο τύπους εκμετάλλευσης. Εκμεταλλεύονται τους εργάτες της πληροφορίας εξάγοντας από αυτούς χρόνο υπερεργασίας και περιφράσσοντας τα γενικά κοινά που παράγουν. Αν και οι εργάτες που παράγουν πληροφορία δεν παράγουν αξία και υπεραξία, η περίφραξη αυτών των κοινών είναι μια αναγκαία συνθήκη για την εξαγωγή πληροφοριακών πληροφοριακού υπερκέρδους και προσόδου – φόρου υποτέλειας από την υπεραξία που παράγεται από άλλους εργάτες. Με αυτόν τον τρόπο, ο καπιταλιστής που περιφράσσει πληροφορία συνδυάζει την εκμετάλλευση και των δύο τύπων εργατών. Αυτό το άρθρο ισχυρίζεται ότι ο συνδυασμός αυτών των δύο τύπων εκμετάλλευσης στο παγκόσμιο επίπεδο δίνει μορφή στον σύγχρονο παγκόσμιο καταμερισμό εργασίας, ο οποίος διαμεσολαβείται από την τεχνολογία της πληροφορίας.
- Συμπεράσματα: μήπως ομότιμη παραγωγή;
Ο σύγχρονος καπιταλισμός, όπως και ο πρότερος καπιταλισμός, βασίζεται στην εκτεταμένη παραγωγή υπεραξίας και στον μετασχηματισμό μεγάλων μερών αυτής της υπεραξίας σε κεφάλαιο (Marx 1976). Το καθοριστικό χαρακτηριστικό αυτό, ωστόσο, λειτουργεί και εκφράζεται διάμεσου των ακόλουθων παραγόντων:
- Η τεχνολογία της πληροφορίας, η επιστήμη, οι καινοτομίες, η γνώση και η πληροφορία αποτελούν τις παραδειγματικές παραγωγικές δυνάμεις του σύγχρονου καπιταλισμού. Η πληροφορία παίζει έναν κεντρικό ρόλο στη διαμεσολάβηση της παραγωγής σχετικής υπεραξίας, από τη μια πλευρά, και της διανομής της συνολικής κοινωνικής υπεραξίας με τις μορφές του υπερκέρδους και της προσόδου, από την άλλη πλευρά.
- Το εάν ο καπιταλισμός αυτός είναι μια νέα φάση του μονοπωλιακού καπιταλισμού που μπορεί να ονομαστεί ως “καπιταλισμός της πληροφορίας” είναι μια ανοιχτή ερώτηση. Ωστόσο, τα εμπορικά μυστικά και η πνευματική ιδιοκτησία μετασχηματίζουν σημαντικά μερίδια της συνολικής κοινωνικής υπεραξίας που παράγονται από την παγκόσμια εργατική τάξη σε τεχνολογικά υπερκέρδη και πληροφοριακές προσόδους-φόρους υποτελείας, μεταφέροντάς τα στους μονοπωλητές.
- Ο “καπιταλισμός της πληροφορίας” βασίζεται σε έναν διττό μηχανισμό εκμετάλλευσης. Από τη μια πλευρά, εκμεταλλεύεται τους εργάτες της πληροφορίας με την περίφραξη των γενικών κοινών της πληροφορίας που παράγουν και με την εξαγωγή απλήρωτου χρόνου υπερεργασίας από αυτούς, αν και αυτός ο απλήρωτος χρόνος δεν παράγει υπεραξία. Από την άλλη πλευρά, εκμεταλλεύεται τους εργάτες που παράγουν υπεραξία εξάγοντας κέρδη και προσόδους από αυτούς.
- Αυτός ο διττός μηχανισμός εκμετάλλευσης λειτουργεί κυρίαρχα, αν και όχι αποκλειστικά, διά μιας νέας αναδιαμόρφωσης της ανισόμετρης ανάπτυξης που προέκυψε από την νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση μετά τη δεκαετία του 1970. Η Έρευνα και Ανάπτυξη και η παραγωγή προηγμένων τεχνολογιών και υπηρεσιών έχουν κυρίαρχα, αν και όχι αποκλειστικά, συγκεντρωθεί σε μια χούφτα προηγμένες καπιταλιστικές χώρες. Από την άλλη πλευρά, η λιγότερο προηγμένη μεταποίηση και γεωργία έχει επεκταθεί δραματικά στις χώρες του Τρίτου Κόσμου (Castells 2010/1996). Έτσι, μια κύρια μερίδα της συνολικής παγκόσμιας υπεραξίας παράγεται έξω από την περιοχή του προηγμένου καπιταλισμού. Οι προηγμένες καπιταλιστικές χώρες ρουφούν ένα σημαντικό μερίδιο της υπεραξίας με τη μορφή του υπερκέρδους και της προσόδου-φόρου υποτέλειας διαμέσου των εμπορικών μυστικών και της πνευματικής ιδιοκτησίας (βλ. Perelman, 2002, 2003). Με αυτόν τον τρόπο, η συνακόλουθη περίφραξη της πληροφορίας και η εξαγωγή της υπεραξίας θεμελιώνει την πληροφοριακή διάσταση του ιμπεριαλισμού (βλ. επίσης Perelman, 2002, 2003). Εξ’ ου και η υστερία των ΗΠΑ και της Ευρώπης ενάντια στην αποκαλούμενη κινεζική και ρωσική βιομηχανική κατασκοπία, από τη μια πλευρά, και ο ζήλος των ΗΠΑ και της ΕΕ για την προστασία της πνευματικής ιδιοκτησίας, από την άλλη. Ο “καπιταλισμός της πληροφορίας” και ο νεοφιλελευθερισμός έχουν αμοιβαία υποστηρίξει ο ένας τον άλλον. Η περίφραξη της πληροφορίας, η οποία είναι μια κεντρική πλευρά του σύγχρονου καπιταλισμού, είναι επίσης μια πλευρά της νεο-φιλελεύθερης γενικής τάσης προς την περίφραξη των κοινών αγαθών (βλ. Harvey, 2003). Επιπλέον, το τεχνολογικό υπερκέρδος και η πληροφοριακή πρόσοδος-φόρος υποτέλειας αποτελούν νέους κύριους μοχλούς για την περαιτέρω χρηματιστικοποίηση της παγκόσμιας οικονομίας, η οποία είναι το κύριο όργανο της νεο-φιλελεύθερης ηγεμονίας (Harvey 2010; Zeller 2008; Teixeira and Rotta 2008).
Η περιγραφή του σύγχρονου καπιταλισμού που προτείνεται εδώ, είναι διαφορετική και από την έννοια της “Διαδικτυακής Κοινωνίας” του Καστέλς (2010/1996), και της “Αυτοκρατορίας” των Χαρντ και Νέγκρι (2000), η οποία είναι, όντως, μια ριζοσπαστική αναδιατύπωση της περιγραφής του Καστέλς. Η παγκόσμια παραγωγή της υπεραξίας, όπως ορίζεται με τη μαρξιστική έννοια, παραμένει το πιο ουσιώδες χαρακτηριστικό του καπιταλισμού της πληροφορίας. Η ιδιαιτερότητα του καπιταλισμού της πληροφορίας, εάν μπορούμε νόμιμα να χρησιμοποιήσουμε τον όρο αυτόν, συνίσταται στο γεγονός ότι η περίφραξη της πληροφορίας παίζει έναν κεντρικό ρόλο στην παραγωγή της σχετικής υπεραξίας, από τη μια πλευρά, και στη διανομή της συνολικής παγκόσμιας υπεραξίας ανάμεσα στις εκμεταλλευτικές τάξεις, από την άλλη. Οι αναλύσεις του Καστέλς, και των Χαρντ και Νέγκρι χαρακτηρίζονται από την απουσία της θεωρίας της αξίας του Μαρξ. Οι Χαρντ και Νέγκρι (2000) μέχρι και που ισχυρίζονται ότι στον αποκαλούμενο μετα-μοντέρνο καπιταλισμό, ο οποίος ισχυρίζονται ότι βασίζεται στην εκμετάλλευση της αποκαλούμενης βιο-πολιτικής εργασίας, ο ίδιος ο νόμος της αξίας είναι περιττός.
- Το γεγονός ότι η αξίας της πληροφορίας τείνει προς το μηδέν, ενώ οι τεχνολογίες της πληροφορίας αποτελούν τις πρωτοπόρες παραγωγικές δυνάμεις των καιρών μας, σημαίνει ότι ο νόμος της αξίας είναι παρωχημένος. Ωστόσο, και παρόλο που είναι ιστορικά περιττός, αυτός ο νόμος ακόμη κυριαρχεί επί της παγκόσμιας οικονομίας. Αυτή η κυριαρχία ασφυκτιά την επέκταση των κοινών της πληροφορίας από τη μια πλευρά, και καταστρέφει τη φύση από την άλλη. Αυτή η χωρίς προηγούμενο αυξημένη αντίθεση μεταξύ των παραγωγικών δυνάμεων (άνθρωποι, πληροφορία και φύση) και των παραγωγικών σχέσεων (ο νόμος της αξίας) αποτελεί ένα κάλεσμα για την κατάργηση του καπιταλισμού. Οι αναδυόμενες μορφές πνευματικής ιδιοκτησίας που προωθούν τα κοινά αγαθά, και ιδιαίτερα η Γενική Δημόσια Άδεια (Σ.τ.Μ. General Publich License (GPL)) (βλ. Stallman 2002) και οι παράγωγές της, όπως και οι σχετιζόμενες μορφές ομότιμης παραγωγής (Σ.τ.Μ. peer production (PP)), οι οποίες υπονομεύουν τόσο τα εμπορικά μυστικά, όσο και την καπιταλιστική πνευματική ιδιοκτησία, προσφέρουν μια εναλλακτική στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής (βλ. Rigi 2013, 2014; Bauwens and Kostakis 2014; Meretz 2014; Siefkes 2012).
Σχετικά με τον συγγραφέα Jakob Rigi
Ο Jakob Rigi έχει διδακτορικό από το SOAS εργάζεται πάνω σε μια μαρξιστική θεωρία των κοινών, της ομότιμης παραγωγής και των σύγχρονων κοινωνικών κινημάτων.
* Σ.τ.Μ.: Λόγω δυσκολίας στη μετάφραση του συστήματος «putting-out» στα ελληνικά, μεταφράσαμε το παρακάτω παράθεμα από το άρθρο Littlefield Α. & Reynolds L.T. (1990) The Putting-Out System: Transitional Form or Recurrent Feature of Capitalist Production? The Social Science Journal Vol. 27/No. 4, doi.org/10.1016/0362-3319(90)90013-A (Το Σύστημα «Putting-Out»: Μεταβατική Μορφή ή Επανεμφανιζόμενο Χαρακτηριστικό της Καπιταλιστικής Παραγωγής;), το οποίο διευκρινίζει περί τίνος πρόκειται:
“Υπό το σύστημα «putting–out», οι καπιταλιστές επιχειρηματίες αποκτούν σημαντικό έλεγχο επί της παραγωγής, παρέχοντας τις πρώτες ύλες στους εργάτες και εισάγοντας στην αγορά τα τελικά προϊόντα· οι εργάτες εργάζονται στα σπίτια τους για μισθούς με το κομμάτι. Τέτοιοι διευθετήσεις, που συχνά αναφέρονται ως οικιακή βιομηχανία, εξοχική βιομηχανία (Σ.τ.Μ., cottage industry) ή βιομηχανική οικιακή εργασία (Σ.τ.Μ., industrial homework), εμφανίστηκαν σε πολλές Ευρωπαϊκές περιοχές κατά τον δέκατο έβδομο, τον δέκατο όγδοο και τον δέκατο ένατο αιώνα. Αυτές οι διευθετήσεις διαφέρουν και από την απλή εμπορευματική παραγωγή, στην οποία μικροί παραγωγοί διατηρούν την ανεξάρτητη πρόσβασή τους στα μέσα παραγωγής και στην αγορά, και από τη συγκεντρωμένη εργοστασιακή παραγωγή, στην οποία μισθωτοί εργάτες εργάζονται στις εγκαταστάσεις που ανήκουν στον καπιταλιστή.”
Σημειώσεις
[1] Τα κοινά αγαθά της πληροφορίας, σχετικές μορφές πνευματικής ιδιοκτησίας, και η βασισμένη στα κοινά ομότιμη παραγωγή (Σ.τ.Μ. common-based peer production) αποτελούν θέματα ενός άλλου άρθρου, το οποίο είναι συνέχεια του παρόντος άρθρου. Θα εμφανιστεί επίσης στο tripleC.
[2] Είμαι ευγνώμων στον Robert Prey που επέστησε την προσοχή μου στη διάκριση αυτή.
[3] Ότι η πληροφορία δεν έχει καμία ανταλλακτική αξία, και έτσι, οι εργάτες της πληροφορίας δεν παράγουν υπεραξία, δεν συνεπάγεται ότι αυτοί οι εργάτες δεν είναι εκμεταλλευόμενοι από τον καπιταλισμό. Στην συνέχεια, θα ασχοληθούμε με τους μηχανισμούς αυτής της εκμετάλλευσης.
[4] Από το γεγονός ότι η εργασία των συγγραφέων δεν συμβάλει στην αξία του έργου τους καθόλου δεν συνεπάγεται ότι οι συγγραφείς θα έπρεπε να μην πληρώνονται. Οι συγγραφείς εκτελούν σημαντική κοινωνικά χρήσιμη εργασία, και επομένως, πρέπει να αποζημιώνονται. Ωστόσο, το τρέχον καθεστώς της αποζημίωσης μέσω πληρωμής δικαιωμάτων (Σ.τ.Μ. royalties) είναι άδικο. Μια χούφτα συγγραφείς όπως ο Stephen King γίνονται εκατομμυριούχοι, ενώ οι περισσότεροι μόλις που μπορούν να βγάλουν τα προς το ζην από τα έργα τους. Όπως θα συζητηθεί παρακάτω η πληρωμή δικαιωμάτων αποτελεί πρόσοδο που εξάγεται από την αξία που παράγει η εργατική τάξη.
[5] Ο David Almeling (2012) ταξινομεί τα εμπορικά μυστικά ως υποκατηγορία της πνευματικής ιδιοκτησίας, ορίζοντας την τελευταία ως μια ιδιότητα που προκύπτει από πνευματική δραστηριότητα. Οι Rebecca Blank et al. (2012) από την άλλη πλευρά, περιορίζουν την πνευματική ιδιοκτησία στα εμπορικά σήματα, τα πνευματικά δικαιώματα και τις ευρεσιτεχνίες, και δεν συμπεριλαμβάνουν τα εμπορικά μυστικά. Bρίσκω τη διάκριση μεταξύ εμπορικών μυστικών και πνευματικής ιδιοκτησίας χρήσιμη, διότι, τα πρώτα δεν είναι εμπόρευμα, ενώ η δεύτερη είναι.
[6] Το συνολικό κοινωνικό κεφάλαιο είναι το σύνολο όλων των κεφαλαίων που είναι επενδυμένα από ατομικούς καπιταλιστές (Marx 1981).
[7] Χρησιμοποιώ με συνέπεια το άρθρο «ο» για τον εκμεταλλευτή και το «η» για την εκμεταλλευόμενη σε αυτό το άρθρο, εκτός και αν τα άρθρα αναφέρονται σε συγκεκριμένα άτομα.
[8] Οι πρακτικές και σιωπηρές δεξιότητες και γνώσεις αποτελούν σημαντικούς παράγοντες της παραγωγικότητας της εργασίας, και επομένως, επίσης παράγοντες της παραγωγής της σχετικής υπεραξίας. Ωστόσο, όπως αναφέρθηκε στην εισαγωγή, δεν θεωρούνται ως πληροφορία σε αυτό το πλαίσιο. Έτσι, η διερεύνηση των επιπτώσεών τους στην παραγωγή της σχετικής υπεραξίας είναι εκτός της εμβέλειας του δοκιμίου αυτού.
[9] Θα επιστρέψουμε σε αυτό το σημείο παρακάτω, όταν θα συζητήσουμε την επίπτωση των εμπορικών μυστικών στη διανομή της υπεραξίας.
[10] Η ανάπτυξη της τεχνολογίας έχει επίσης αρνητικές συνέπειες για τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής. Πρώτον, στο βαθμό που αντικαθιστά εργασία με μηχανές, έχει ως αποτέλεσμα την αύξηση της οργανικής σύνθεσης κεφαλαίου (σταθερό κεφάλαιο διά μεταβλητό κεφάλαιο), οδηγώντας στην πτώση του ποσοστού κέρδους, και κατά συνέπεια, σε μια τάση προς συστημική κρίση (Marx 1981). Δεύτερον, η αξία καθίσταται όλο και λιγότερο μέτρο του κοινωνικού πλούτου με όρους αξίας χρήσης. Αυτό, από την οπτική γωνία της ανθρωπότητας γενικά, καθιστά τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής περιττό (Marx 1973).
[11] Ο όρος ατομικό κεφάλαιο αναφέρεται σε ένα κεφάλαιο που επενδύεται από έναν ορισμένο νομικό ιδιοκτήτη- σε αντίστιξη με το συνολικό κοινωνικό κεφάλαιο που επενδύεται από όλους τους καπιταλιστές (Marx 1981).
[12]Ο βαθμός εκμετάλλευσης ισούται με την υπεραξία διά το μεταβλητό κεφάλαιο.
[13] Η οργανική σύνθεση κεφαλαίου ισούται με σταθερό κεφάλαιο διά το μεταβλητό κεφάλαιο.
[14] Η πρόταση ότι το συνολικό άθροισμα των τιμών παραγωγής των εμπορευμάτων ισούται με το συνολικό άθροισμα των αξιών τους, γνωστό ως το πρόβλημα του μετασχηματισμού, έχει υπάρξει το κέντρο μιας ακανθώδους διαμάχη από τη στιγμή της κριτικής του Böhm-Bawerk (1984/1884) στον Μαρξ (βλ. Harvey 1999/82, 61–68· Mandel 1981, 9, 13–29). Εδώ, δέχομαι τη θέση του Μαρξ σε αυτό το ζήτημα, χωρίς καμία περαιτέρω επεξεργασία σχετικά με αυτήν τη διαμάχη.
[15] Το επίθετο «φυσικό» χρησιμοποιείται σε αυτό το πλαίσιο ως ένα μέσο αντίθεσης. Η γαιοκτησία και οι πόροι της, οι οποίοι αντιπροσωπεύουν το φυσικό μονοπώλιο, έχουν ιστορική προέλευση, εκφράζουν κοινωνικές σχέσεις, και ορίζονται και επιβάλλονται από τον νόμο του κράτους.
[16] Μια συζήτηση της γέννησης του μονοπωλιακού καπιταλισμού είναι εκτός του πεδίου αυτού του άρθρου. Ο αναγνώστης παραπέμπεται στα έργα των Hilferding (1981/1910), Lenin (1963/1916), Mandel (1975/1972), και Baran & Sweezy (1966).
[17] Η σπάνη ορισμένων τύπων γης, όπως η γη που μπορεί να χρησιμοποιηθεί στη γεωργία, ή η γη που περιέχει ορισμένα μέταλλα, δάση, καταρράκτες, ή άλλα φυσικά στοιχεία που μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως μέσα παραγωγής, είναι ένα θεμέλιο του φυσικού μονοπωλίου.
[18] Ο Robert Prey κι εγώ εξερευνήσαμε την πρόσοδο από διαφημιστικό χώρο αλλού (προσεχώς).
[19] Η εξαγωγή αυτής της μορφής του υπερκέρδους βασίζεται στην ίδια μέθοδο με την εξαγωγή διαφορικής προσόδου ΙΙ όπως περιγράφεται παρακάτω, κι επομένως, έχει επίσης ονομαστεί «τεχνολογική πρόσοδος» (Mandel 1975/1972). Ωστόσο, είναι διαφορετική ως προς τα εξής: 1) το υπερκέρδος τσεπώνεται από τον καπιταλιστή που επενδύει, ενώ η πρόσοδος πάει στην τσέπη του ιδιοκτήτη γης· 2) το υπερκέρδος είναι προσωρινό και εξαφανίζεται μόλις οι ανταγωνιστές ανακάμψουν ως προς την παραγωγικότητα της εργασίας. Η πρόσοδος, από την άλλη μεριά μπορεί να εκτείνεται σε μια μακρύτερη περίοδο δια πολιτικών και θεσμικών ρυθμίσεων, οι οποίες επιβάλουν δικαιώματα ιδιοκτησίας (βλ. Zeller 2008, 95).
[20] Όπως ισχυριστήκαμε, ένα εμπορικό μυστικό, ως πληροφορία, δεν έχει αξία, σύμφωνα με τον μαρξικό ορισμό της αξίας. Έτσι, ο όρος αξία δε χρησιμοποιείται εδώ με τη μαρξική έννοια.
[21] Αν και η επιλογή μου του 4% – 10% δεν βασίζεται σε εμπειρικά δεδομένα, είναι κατά προσέγγιση σωστή. Σύμφωνα με τους Passman et al (2014, 3) η κλοπή εμπορικών μυστικών είναι ίση με 1% – 3% του ΑΕΠ των ΗΠΑ. Είναι λογικό να υποθέσουμε ότι μια τέτοια κλοπή αποτελεί ένα υψηλότερο ποσοστό της συνολικής αξίας των εμπορικών μυστικών, για τον λόγο ότι το ΑΕΠ των ΗΠΑ είναι μεγαλύτερο από τη συνολική αξία των εμπορικών μυστικών των εταιρειών. Οι εταιρείες υποαναφέρουν την κλοπή εμπορικών μυστικών. Φοβούνται ότι αυτό θα ζημιώσει τη φήμη τους ή ότι μπορεί να διαρρεύσει πληροφορία στους ανταγωνιστές τους (Alemling 2012). Παρόλ’ αυτά, είναι δύσκολο να υποθέσουμε ότι ληστεύονται ετησίως περισσότερα από 10% των εμπορικών μυστικών στις ΗΠΑ.
[22] Οι Χαρντ και Νέγκρι ορίζουν τα κοινά ως εξής: «Ως ‘κοινά’ εννοούμε, πρώτα απ’ όλα, τον κοινό πλούτο του υλικού κόσμου -τον αέρα, το νερό, τα προϊόντα του εδάφους και όλη τη γενναιοδωρία της φύσης […] Θεωρούμε ως κοινά επίσης και, κυρίως, αυτά τα αποτελέσματα της κοινωνικής παραγωγής, τα οποία είναι απαραίτητα για την κοινωνική αλληλεπίδραση και περαιτέρω παραγωγή, όπως οι γνώσεις, οι γλώσσες, οι κώδικες, η πληροφορία, τα συναισθήματα, κοκ» (2009, viii).
[23] Ο Έρνεστ Μάντελ (1981, 65-67, 1975/1972, 378-384) ισχυρίστηκε ότι στις ανεπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες όπως στις ΗΠΑ, στη Γερμανία και στην Ιαπωνία η απόλυτη γεωπρόσοδος είχε εκλείψει για δύο λόγους. Πρώτον, η διάκριση μεταξύ ιδιοκτήτη γης και καπιταλιστή εξαφανιζόταν, καθώς οι καπιταλιστές όλο και περισσότερο είχαν στην ιδιοκτησία τους τη γη που χρησιμοποιούσαν. Δεύτερον, η εκβιομηχανοποίηση της γεωργίας είχε οδηγήσει στην άνοδο της οργανικής σύνθεσης κεφαλαίου σε αυτόν τον τομέα, ελαχιστοποιώντας τα γεωργικά υπερκέρδη (1975/1972, 382).
[24] Εάν δεν υπάρχει διαφορική πρόσοδος, δηλ. όλα τα κομμάτια γης, τα οποία χρησιμοποιούνται στην παραγωγή ενός συγκεκριμένου εμπορεύματος έχουν την ίδια παραγωγικότητα, ένα απίθανο σενάριο, τότε, όλη η πρόσοδος θα είναι απόλυτη πρόσοδος.
[25] Θα εξερευνήσω την πολιτική οικονομία των επώνυμων μαρκών εκτενέστερα σε ένα ξεχωριστό άρθρο όπου και θα ασκήσω κριτική στην έννοια της συναισθηματικής εργασίας των Χαρντ και Νέγκρι (2000) και της χρήσης αυτής από τον Arvidsson (Arvidsson 2006, 2009; Arvidsson and Colleoni 2012).
[26] Τα δικαιώματα που πληρώνονται ως μια μορφή προσόδου δεν αποτελούν στοιχείο του σταθερού κεφαλαίου καθώς είναι μέρος της υπεραξίας. Παρόλο που αποτελούν ένα κόστος για τον επενδυτή, η πρόσοδος δεν εισάγεται στην αξία του σταθερού κεφαλαίου. Η αξία του σταθερού κεφαλαίου μεταφέρεται στο εμπόρευμα. Η πρόσοδος δεν είναι μια ήδη υπαρκτή δημιουργημένη αξία η οποία μεταφέρεται σε ένα εμπόρευμα αλλά μια συνιστώσα αυτού του μέρους της αξίας ενός εμπορεύματος το οποίο δημιουργείται από την εργασία στην παραγωγική διαδικασία.
[27] Εδώ δεν είναι το μέρος για να συζητήσουμε διάφορες θεωρίες για την νεο-φιλελεύθερη χρηματιστικοποίηση. Ο ενδιαφερόμενος αναγνώστης παραπέμπεται στους Arrighi (1994), Boyer και Saillard (2002), Teixeira και Rotta (2012), Marazzi (2010) και Harvey (2010). Για κλασσικές μαρξιστικές θεωρίες βλ. Marx (1981) και Hilferding (1981).
[28] Η γεωπρόσοδος έχει υπάρξει βάση για τη χρηματιστικοποίηση σε ακόμη μεγαλύτερη έκταση. Η αλληλοεξάρτηση των χρηματοπιστωτικών θεσμών με την κατασκευαστική βιομηχανία που αποκαλύφθηκε τόσο δραματικά στην κρίση του 2008 παρέχει άφθονα αποδεικτικά στοιχεία γι’ αυτό. Επιπλέον, οι πετρελαϊκοί πρόσοδοι που τα Αραβικά Κράτη κέρδισαν στην αυγή της ανόδου των τιμών πετρελαίου μετά το 1973 προμήθευσε το χρήμα για τη χωρίς προηγούμενο επέκταση των τραπεζών στις ΗΠΑ και στο Ηνωμένο Βασίλειο. Αυτές οι τράπεζες έγιναν ένας κύριος θεσμικός πυλώνας του νεοφιλελευθερισμού και κατάφεραν να ελέγχουν το σύνολο της παγκόσμιας οικονομίας, λεηλατώντας ιδιαίτερα τον Τρίτο Κόσμο.
[29] Όπως μπορεί να έχει αντιληφθεί ο αναγνώστης που είναι εν γνώση της δουλειάς του Fuchs, αυτό το άρθρο διαφωνεί με τον ισχυρισμό του Fuchs ότι αυτοί οι απλήρωτοι εργάτες παράγουν αξία και υπεραξία.
Αναφορές
Alemling, David S. 2012. Seven Reasons Why Trade Secrets Are Increasingly Important. Barkely Technology Law Journal 27: 1098–118.
Arrighi, Giovanni. 1994. The Long Twentieth Century. New York: Verso.
Arvidsson, Adam. 2006. Brands: Meaning and Value in Media Culture. London: Routledge.
Arvidson, Adam. 2009. The Ethical Economy: Towards a Post-Capitalist Theory of Value. Capital and Class 97: 13–29.
Arvidsson, A. and Elanor Colleoni. 2012. Value in Informtion Capitalism and on the Internet. The Information Society 28: 135–150.
Baran, Paul and Paul Sweezy. 1966. Monopoly Capital: An Essay on American Economy and Social Order. New York: Monthly Review Press.
Bauwens, Mitchel and Vasilis Kostakis. 2014. From Communism of Capital to Capital for Commons. tripleC—Cognition, Communication, Co-operation: Open Access Journal for a Global Sustainable Information Society 12 (1): 356–361. Accessed November 15, 2014. http://www.triplec. at/index.php/tripleC/article/view/564.
Blank, Rebecca, M. et al. 2012. Intellectual Property and the U.S. Economy: Industries in Perspective. U.S. Department of Commerce.
Bostol, Max and Agusti Canals. 2014. Data, Information and Knowledge. The Journal of Evolutionary Economics 14: 43–67.
Bourdieu, Pierre. 1977/1972. Outline of a Theory of Practice. Cambridge: Cambridge UP.
Boyer, Robert and Yves Saillard. 2002. Regulation Theory: State of Art. London: Routledge.
Böhm-Bawerk, E. Von. 1984. Karl Marx and Close of his System. London: Porcupine Press.
Castells, Manuel. 2010/1996. The Rise of Network Society. Oxford: Blackwell.
Caffentzis, George. 2013. In the Letters of Blood and Fire: Work, Machine and the Crisis of Capitalism. Oakland: Pm Press; Brooklyn: Common Notions.
Drab, Dave. 2003. Economic Espionage and Trade Secret Theft. Accessed October 1, 2014. http://www.Xerox.com/downloads/wpaper/x/xgs_insights-espoinage.pdf.
Fine, Ben. 1979. On Marx’s Theory of Agricultural Rent. Economy and Society 8: 241–278.
Foley, Duncan. 2013. Rethinking Financial Capitalism and the “information” Economy. Review of Radical Political Economics 45 (3): 257–268.
Frost, Alan. 2013/2010. Defining Knowledge, Information, Data. Accessed October 5, 2014. http://www.Knowledge-management-tools.net/knowledge-information-data.html.
Fuchs, Christian. 2009. Some Reflection on Manuel Castells’ Book “Communication Power”. tripleC—
Cognition, Communication, Co-operation: Open Access Journal for a Global Sustainable Information, Society 7 (1): 94–108. Accessed November 19, 2004. http://www.triplec. at/index.php/tripleC/article/view/136.
Fuchs, Christian. 2010. Labor in Information Capitalism and on the Internet. The Information Society,
26: 179–96.
Fuchs, Christian. 2012a. With or Without Marx? With or Without Capitalism? A rejoinder to Adam Arvidson and Eleanor Colleoni. tripleC—Cognition, Communication, Co-operation: Open Access Journal for a Global Sustainable Information Society 10 (2): 633–645. Accessed September 14, 2014. http://www.triple-c.at/index.php/tripleC/article/view/434.
Fuchs, Christian. 2012b. Dallas Smythe Today—The Audience Commodity, the Digital Labour Debate. Marxist Political economy and critical Theory. Prolegomena to a Digital Labour Theory of Value. tripleC— Cognition, Communication, Co-operation: Open Access Journal for a Global Sustainable Information Society 10 (2): 692–740. Accessed September 5, 2014. http://www.triplec. at/index.php/tripleC/article/view/443.
Gallini, Nancy T. 2002. The Economics of Patents. Journal of Economic Perspectives 16 (2): 131–154.
Hardt, Michael and Antonio Negri. 1994. The Labor of Dionysus. Minneapolis: University of Minnesota Press.
Hardt, Michal and Antonio Negri. 2000. Empire. Cambridge, Mass.: Harvard UP.
Hardt, Michal and Antonio Negri. 2009. Common Wealth. Cambridge, Mass.: Harvard UP.
Hardt, Michael. 2010. The Common in Communism. In The Idea of Communism, edited by Costas
Douzinas and Slavoj Zizek, 131–144. London: Verso.
Harvey, David. 1989. The Conditions of Post-Modernity. Oxford: Blackwell.
Harvey, David. 1999/1982. Limits to Capital. London: Verso.
Harvey, David. 2003. The New Imperialism. Oxford: Oxford UP.
Harvey, David. 2010. The Enigma of capital and the Crisis of Capitalism. Oxford: Oxford UP.
Harvey, David. 2013Rebel Cities: From the Right to the City to the Urban Revolution. London: Verso.
Hilferding, Rudolf. 1981/1910. Finance Capital: A study of the latest phase of capitalist development. London: Routledge and Kegan Paul.
Lenin, Vladimir I. 1963/1916. Imperialism, the Highest Stage of Capitalism. Moscow: Progress Publishers.
Lippold, Douglas C. and Mark F. Schults. 2014. Uncovering Trade Secrets—An Empirical Assessment of Economic Implications Production from Undisclosed Data. OECD Trade Policy Proposal, No. 167. OECD Publishing. Accessed November 10, 2014. http://dx.doi.org/10.1787/5jkxz15w3j3s6-en.
Mandel, Ernest. 1975/1972. Late Capitalism. London: Verso.
Mandel, Ernest. 1981. Introduction to Capital Vol. III by Karl Marx. London: Penguin Books.
Marazzi, Christian. 2010. The Violence of Financial Capital. In Crisis in the Global Capitalism: Financial Markets, Social Struggles and New Political Scenarios, edited by Andrea Fumagalli and Sandro Mazzarda, 17–59. Los Angeles: Semiotext(e).
Marx, Karl. 1966/1847. Poverty of Philosophy. Moscow: Progress Publishers.
Marx, Karl. 1978. Theories of Surplus Value, Part I. Moscow: Progress Publishers.
Marx, Karl. 1973. Grundrisse. London: Penguin Books.
Marx, Karl. 1876. Capital Vol. I. London: Penguin Books.
Marx, Karl. 1981. Capital Vol. III. London: Penguin books.
Marx, Karl. 1977. Capital Vol. I. New York: Vintage.
Meretz, Stefan. 2014. Socialist Licenses? A Rejoinder to Michel Bauwens and Vasilis Kostakis. tripleC— Cognition, Communication, Co-operation: Open Access Journal for a Global Sustainable Information Society 12 (1): 362–365. Accessed November 13, 2014. http://www.triplec. at/index.php/tripleC/article/view/564.
Negri, Atonio. 2010. Postface: A Reflection on Income in the “Great Crisis” of 2007 and Beyond. In Crisis in the Global Capitalism: Financial Markets, Social Struggles and New Political Scenarios, edited by Andrea Fumagalli and Sandro Mazzarda, 263-271. Los Angeles: Semiotext.
Passman, Pamela, et al. 2014. The Economic Impact of Trade Secret Theft. (CREATe.org). Accessed November 11, 2014. http://www.pwc./en-us/forensic-service/publications/assets/economicimpact. pdf.
Perelman, Michael. 2002. Steal this Idea: Intellectual Property Rights and Corporate Confiscation of Creativity. New York: Palgrave.
Perelman, Michael. 2003. Intellectual Property Rights and the Commodity Form: New Dimensions in Legislated Transfer of Surplus Value. Radical Political Economics, 35 (3): 304–311.
Rigi, Jakob. 2013. Peer Production and the Marxian communism: The Contours of an Emerging Mode of Production. Capital and Class 37 (3): 397–416.
Rigi, Jakob. 2014. The Coming Revolution of Peer Production and the Revolutionary Cooperatives. A Response to Michel Bauwens, Vasilis Kostakis and Stefan Meretz. tripleC – Cognition, Communication, Co-operation: Open Access Journal for a Global Sustainable Information Society 12 (1): 390–304. Accessed November 10, 2014. http://www.triple-c.at/index.php/tripleC/article/view/486.
Rigi, Jakob, and Robert Prey. Forthcoming. Value, Rent, and the Political Economy of Social Media. The Information Society.
Rigi, Jakob. n.d. The Demise of the Law of Value?!: A Critique of False Claims by Antonio Negri and his Associates.
Rosdolsky, Roman. 1977/1968. The Making of Marx Capital.Vol.1. London: Pluto Press.
Seifkes, Christian. 2012. Beyond Digital Plenty: Building Blocks for Physical Peer Production. Accessed September 15/ 2014. http://www.peerproduction.net/issues/issue-1/invitedcomments/ beyond-digital-plenty/.
Smythe, Dallas. 1977. Communication: Blindspot of Western Marxism. Candian Journal of Political and Scoial Theory 1 (3):1–27.
Stallman, Richard M. 2002. Free Software, Free Society: Selected Essays of Richard M. Stallman (edited by John Gay). Boston: GNU Press.
Teixeira, R. Alves, and Tomas Nielson Rotta. 2012. Valueless Knowledge-Commodities and Financialization: Productive and Financial Dimension of Capital Autonomization. Review of Radical Political Economics. 44 (4): 1–20.
Thompson, Don. 2008. The $12 Million Stuffed Shark: The Curious Economics of Contemporary Art. New York: Palgrave.
Vercellone, Carlo. 2010. The Crisis of the Law of Value and the Becoming Rent of Profit. In Crisis in the Global Capitalism: Financial Markets, Social Struggles and New Political Scenarios, edited by Andrea Fumagalli and Sandro Mazzarda, 86–118. Los Angeles: Semiotext. Webster, Frank. 2006. Theories of Information Society. London: Routledge.
WIPO Intellectual Property Handbook. 2008/2004. Accessed September 12, 2014. http://www.wipo.int/sites/www/freepublications/en/intproperty/489/wipo_489.pdf.
Zeller, Christian. 2008. From the gene to the globe: Extracting rent on the basis of intellectual property monopolies. Review of Radical Political Economic 15 (1) 86–115.
Zin, Chaim. 2007. Conceptual Approaches for Defining Data, Information and Knowledge. Journal of the American Society for Information Studies 58 (4): 479–493.