του Δημήτρη Καλτσώνη
καθηγητή θεωρίας κράτους και δικαίου
Πάντειο Πανεπιστήμιο
Η πρόσφατη εκλογική αποτυχία του ΚΚ Πορτογαλίας είναι μια χρήσιμη εμπειρία που χρήζει εμβάθυνσης και μελέτης. Κάποιοι έσπευσαν να αποδώσουν την αποτυχία αυτή στις προγραμματικές επεξεργασίες του κόμματος και ιδίως στο γεγονός ότι έχει διατυπώσει ένα σύνολο μεταβατικών (τακτικών) οικονομικών και πολιτικών στόχων.
Είναι όμως έτσι; Ποια ήταν η γνώμη των θεμελιωτών του μαρξισμού για το ζήτημα; Τι δείχνει η εμπειρία των επαναστάσεων του 20ού αιώνα;
Ο Λένιν για τα μεταβατικά αιτήματα
Ο Λένιν υπογράμμιζε ότι «χωρίς μια αλλαγή στις αντιλήψεις της πλειοψηφίας της εργατικής τάξης η επανάσταση είναι ανέφικτη και η αλλαγή αυτή δημιουργείται από την πολιτική πείρα των μαζών και ποτέ με την προπαγάνδα και μόνο»[1]. Για το λόγο αυτό φρόντιζε διαρκώς για τη διατύπωση μεταβατικών αιτημάτων, τα οποία μεταβάλλονται ανάλογα με τις καμπές της ιστορίας, ανάλογα με την εξέλιξη των αντικειμενικών και υποκειμενικών συνθηκών. Είναι χαρακτηριστικές από την άποψη αυτή οι περίφημες “Θέσεις του Απρίλη”.
Έτσι, μετά την επανάσταση του Φεβρουαρίου και πριν τη σοσιαλιστική επανάσταση του Οκτώβρη, οι πολιτικές διεκδικήσεις των μπολσεβίκων περιλάμβαναν μέτρα που έθεταν στο επαναστατικό κόμμα της εργατικής τάξης «το άμεσο καθήκον της πάλης για μια κρατική συγκρότηση που εξασφαλίζει με τον καλύτερο τρόπο τόσο την οικονομική ανάπτυξη και τα δικαιώματα του λαού γενικά, όσο και τη δυνατότητα του πιο ανώδυνου περάσματος στο σοσιαλισμό ιδιαίτερα»[2].
Στο οικονομικό επίπεδο οι προτάσεις του Λένιν ξεκινούσαν από άμεσα, κατανοητά στο λαό αιτήματα. Τέτοια ήταν η επιβολή προοδευτικής φορολογίας στο μεγάλο κεφάλαιο, η δήμευση των κερδών που συσσώρευσαν από τον πόλεμο, ο περιορισμός και ο έλεγχος του κεφαλαίου, και βέβαια “η γη στους αγρότες”[3]. Αυτά ολοκληρώνονταν με την εισαγωγή της κομβικής σημασίας διεκδίκησης της εθνικοποίησης των τραπεζών και των τραστ («το βασικό από τα μεταβατικά αιτήματα»[4]), των πολύ μεγάλων δηλαδή επιχειρήσεων[5].
Αν ένα επαναστατικό κόμμα δεν διατυπώνει μεταβατικά αιτήματα, αν δεν έχει τακτικούς στόχους και τακτική, δεν πρόκειται ποτέ να φτάσει στην υλοποίηση του στρατηγικού στόχου. Δεν θα κατορθώσει να βρει τρόπους να ανυψώσει μέσα από την εμπειρία το επίπεδο ταξικής συνείδησης του λαού. Απόδειξη είναι ότι δεν υπήρξε ούτε μια σοσιαλιστική επανάσταση στον 20ό αιώνα που να έγινε χωρίς τη χρήση τέτοιων μεταβατικών αιτημάτων, ξεκινώντας από την οκτωβριανή του 1917. Όσες επαναστατικές οργανώσεις έμειναν να προπαγανδίζουν απλώς την ανάγκη της επανάστασης αρνούμενες να παλέψουν για μεταβατικά αιτήματα, δεν την έφεραν ποτέ.
Όλα τα μεταβατικά αιτήματα είναι σωστά και οδηγούν στη σοσιαλιστική επαναστατική αλλαγή; Προφανώς όχι. Το ζητούμενο είναι τα μεταβατικά αιτήματα να είναι τέτοια που να ανταποκρίνονται στις ειδικές συγκεκριμένες συνθήκες, να λαμβάνουν υπόψη το επίπεδο συνείδησης του λαού ώστε να το ανυψώνουν, να έχουν συγκεκριμένες αιχμές που οδηγούν στην επαναστατική ανατροπή και να συνδέονται διαλεκτικά με αυτήν. Για παράδειγμα, στις συνθήκες της Ελλάδας, δεν νοείται μεταβατικό αίτημα, επαναστατική τακτική που να μην περιλαμβάνει τη σύγκρουση – αποδέσμευση από την ιμπεριαλιστική ΕΕ.
Υπάρχει περίπτωση ακόμη και μια σωστή τακτική, ορθά μεταβατικά αιτήματα να οδηγήσουν στην διολίσθηση προς τη σοσιαλδημοκρατία και στην εγκατάλειψη του στρατηγικού στόχου; Φυσικά και υπάρχει, αν δεν συνδεθούν σωστά με τη στρατηγική, αν δεν χρησιμοποιηθούν για να ανοίξουν δρόμους.
Και βέβαια, όταν πρόκειται για γενικότερη μετατόπιση προς τη σοσιαλδημοκρατία (και όχι για στιγμιαίο λάθος), αυτό θα σημάνει και εγκατάλειψη όχι μόνο του στρατηγικού στόχου της σοσιαλιστικής επανάστασης αλλά και των μεταβατικών αιτημάτων. Για παράδειγμα, στην Ελλάδα ο ΣΥΝ και όσοι εγκατέλειψαν τότε το ΚΚΕ, απαρνήθηκαν μοιραία τα μεταβατικά αιτήματα της εξόδου από την ΕΕ και μια σειρά άλλα αντιμονοπωλιακά αντιιμπεριαλιστικά αιτήματα.
Από αυτό δεν είναι λογικό να βγάλει κανείς το συμπέρασμα ότι δεν χρειάζονται τέτοια μεταβατικά αιτήματα. Θα ήταν, κατ’ αναλογία, σαν να λέγαμε ότι δεν πρέπει να ασχολείται το επαναστατικό κόμμα με το συνδικαλισμό επειδή υπάρχει ο κίνδυνος του οικονομισμού. Το θέμα είναι εδώ τι συνδικαλιστική γραμμή αναπτύσσει, πώς τη συνδέει με την πολιτική του.
Οι επεξεργασίες του ΚΚ Πορτογαλίας
Στη λογική της αναζήτησης πρόσφορου δρόμου για τη σοσιαλιστική αλλαγή το ΚΚ Πορτογαλίας έχει διατυπώσει την “πατριωτική αριστερή εναλλακτική”. Αυτή είναι ένα μεταβατικό όχημα προς το σοσιαλισμό και στηρίζεται: στην “απελευθέρωση της χώρας από την υποταγή στο ευρώ και τις επιβολές της ΕΕ”, την “επαναδιαπραγμάτευση του δημόσιου χρέους”, “την εθνικοποίηση των στρατηγικών επιχειρήσεων”, “το δημόσιο έλεγχο των τραπεζών”.
Και βέβαια, μπορεί κανείς, αν μελετήσει την οικονομική πραγματικότητα της Πορτογαλίας και το επίπεδο ταξικής συνείδησης του λαού, να διατυπώσει τέτοιες ή άλλες σκέψεις για το αν τα αιτήματα αυτά είναι τα καταλληλότερα.
Σε κάθε περίπτωση πάντως, αυτό που είναι ορατό είναι ότι η “πατριωτική αριστερή εναλλακτική” καμιά σχέση δεν μπορούσε να έχει με το πρόγραμμα του Σοσιαλιστικού Κόμματος του Κόστα, με το οποίο συνεργάστηκε το ΚΚ Πορτογαλίας. Η συμμετοχή στην κυβέρνηση Κόστα δεν ήρθε ως απόρροια των προγραμματικών επεξεργασιών του ΚΚ Πορτογαλίας. Ακριβώς το αντίθετο συμβαίνει. Αποτελεί απομάκρυνση, ίσως και εγκατάλειψη, των μεταβατικών αιτημάτων και των προγραμματικών του στόχων. Αυτό που με πρώτη ματιά μπορεί να συμπεράνει κανείς είναι ότι η συμμετοχή στη σοσιαλδημοκρατική κυβέρνηση έγινε στη λογική του “μη χείρον βέλτιστον” στις ιδιόμορφες συνθήκες απουσίας συμπαγούς κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας. Δεν πληρούσε καμιά από τις προαναφερθείσες προϋποθέσεις της “πατριωτικής αριστερής εναλλακτικής”.
Υπάρχουν σοβαρά ερωτηματικά για το αν πρόκειται για σοβαρότατο αλλά προσωρινό λάθος (που διεπράχθη κάτω από συγκεκριμένες συνθήκες) ή αν αντανακλά μια γενικότερη τάση εγκατάλειψης των προγραμματικών αρχών του κόμματος. Θα φανεί στο άμεσο μέλλον. Στο δεύτερο ενδεχόμενο θα εγκαταλειφθούν αναπόφευκτα μαζί και τα μεταβατικά αιτήματα της “πατριωτικής αριστερής εναλλακτικής”, ιδίως εκείνα που αφορούν τη σύγκρουση με την ΕΕ και την εθνικοποίηση των στρατηγικών επιχειρήσεων και τραπεζών.
Με την ίδια έννοια, μιλώντας με βάση την ελληνική εμπειρία, οι συμφωνίες του Λιβάνου και της Βάρκιζας δεν έγιναν εξαιτίας του μεταβατικού προγράμματος του ΚΚΕ (το οποίο ήταν το πρόγραμμα του ΕΑΜ για εθνική απελευθέρωση και λαοκρατία). Αντίθετα, αποτελούσαν εγκατάλειψή του, όπως με πολύ ξεκάθαρο τρόπο είχε υπογραμμίσει ο Χαρίλαος Φλωράκης[6].
[1] Βλ. Β.Ι.Λένιν, «Ο αριστερισμός, παιδική αρρώστια του κομμουνισμού», Άπαντα, τ. 41, σελ. 69, 78.
[2] Βλ. Β.Ι.Λένιν, «Υλικά σχετικά με την αναθεώρηση του προγράμματος του κόμματος», Άπαντα, τ. 32, σελ. 141.
[3] Βλ. Β.Ι.Λένιν, «Αναπόφευκτη καταστροφή και υπέρμετρες υποσχέσεις», Άπαντα, τ. 32, σελ. 105 και του ίδιου, «Ο μπολσεβικισμός και η «αποσύνθεση» του στρατού», Άπαντα, τ. 32, σελ. 257.
[4] Βλ. Β.Ι.Λένιν, «Σχετικά με την αναθεώρηση του προγράμματος του κόμματος», Άπαντα, τ. 34, σελ. 373.
[5] Βλ. Β.Ι.Λένιν, «Γράμματα από μακριά», Άπαντα, τ. 31, σελ. 44 και του ίδιου, «Τα πολιτικά κόμματα της Ρωσίας και τα καθήκοντα του προλεταριάτου», Άπαντα, τ. 31, σελ. 203 και του ίδιου, «Η έβδομη πανρωσική συνδιάσκεψη (του Απρίλη) του ΣΔΕΚΡ (μπ)», Άπαντα, τ. 31, σελ. 356.
[6] “στον πρώτο ένοπλο αγώνα της Κατοχής χάσαμε την εξουσία, γιατί εφαρμόσαμε αντίθετη γραμμή από εκείνη που θεμελιώθηκε με την 6η Ολομέλεια του 1934”. Βλ. Χ. Θεοχαράτος, Χαρίλαος Φλωράκης και λαϊκό κίνημα, τ. Α’, Αθήνα, εκδ. Τυποεκδοτική, 2001, σελ. 322 επ., 411.