του Ορφέα Γεωργίου
Φτάνω στις τελευταίες σελίδες του βιβλίου. Δεν έχω μάθει ακόμα το τέλος , δεν αγωνιώ, μου το έχουν μαρτυρήσει. Τα γεγονότα που εξιστορεί μου τα είχαν περιγράψει στην εφηβεία μου οι ιδεολογικοί ινστρούκτορες του χώρου. Ρεφορμιστές και Ρεβιζιονισμός ήταν οι 2 λέξεις που χρειάστηκαν για να ξεμπερδέψουμε με την υπόθεση της Χιλής που είχε αποφασίσει να δοκιμάσει το ειρηνικό πέρασμα στο σοσιαλισμό. Οι λέξεις που είχανε χρησιμοποιήσει ήταν σωστές, το αποτέλεσμα δείχνει ότι το ειρηνικό πέρασμα ήταν μια αυταπάτη. Με το παράδειγμα όμως αυτής της απόπειρας δεν μπορούμε να τελειώνουμε τόσο γρήγορα.
Από την ώρα που διάβασα τις πρώτες σελίδες, κόλλησε στο μυαλό μου ένα μικρό ζωύφιο που κυνηγούσα στο χωριό μου. Χρυσομπούρμπουνας. Όλα τα χρώματα αυτού του ζωντανού είναι αυτά που επιλέγει η συγγραφέας για να πασπαλίσει τις σελίδες του μυθιστορήματος της. Βαθιά χρώματα, όλων των αποχρώσεων σε κάνουν να νιώθεις ότι βρίσκεσαι μέσα σε ένα ουράνιο τόξο. Η ιστορία ξετυλίγεται γρήγορα, από γενιά σε γενιά, χωρίς πολλές λεπτομέρειες. Περιγράφει τη ζωή μιας ιδιότροπης οικογένειας. Μπερδεύει τη πραγματικότητα με το φανταστικό κόσμο. Τον κόσμο μας με το κόσμο των πνευμάτων. Το κάνει με τρόπο τέτοιο που ο άλλος κόσμος δεν παρεμβαίνει στις ζωές των χαρακτήρων με καταλυτικό τρόπο, ωστόσο τα πνεύματα βρίσκονται εκεί, δίπλα τους. Όσο γράφω αυτές τις γραμμές δεν έχω μάθει ακόμα αν όλα αυτά σημαίνουν κάτι ή βρέθηκαν εκεί απλά για να συντροφεύουν τους πρωταγωνιστές μας. Νομίζω ότι η δεύτερη επιλογή είναι η πιο πιθανή.
Μπαίνοντας κεφάλαιο το κεφάλαιο όλο και πιο βαθιά στο χώρο της πολιτικής, η μαγεία χάνεται και συναντάται μόνο σαν ανάμνηση άλλων εποχών. Το εγχείρημα της αριστεράς που κέρδιζε την εξουσία με τον ειρηνικό τρόπο γίνεται σιγά σιγά η μαγεία. Τα μέλη της οικογένειας που μπλέκουν σε περιπέτειες πολιτικής δράσης και έρωτα σε κάνουν να καταλάβεις πως μέσα σε μόλις 50 χρόνια ο κόσμος παίρνει τόσο διαφορετικές στροφές. Αν και το τέλος για αυτή τη περιπέτεια πιθανολογώ ότι δεν θα είναι ευχάριστο, η διήγηση της μέρας της νίκης με αντάμειψε με κάποια από τα πιο δυνατά συναισθήματα που έχει καταφέρει ποτέ βιβλίο να μου προκαλέσει. Θα σταθώ σε μια φράση που ακούστηκε τη μέρα εκείνη που ο λαός βγήκε στους δρόμους να πανηγυρίσει για τη νίκη του συνασπισμού της αριστεράς. “Οφείλουμε να υπερασπιστούμε τη νίκη μας!” είπε ένας επαναστάτης δίνοντας ένα φιλί στη κοπέλα του μέσα στη πανδαισία της χαράς του πλήθους. Πόσο όμορφη σκηνή, πόσο σπουδαία φράση για έναν λαό που αποφάσισε να σηκώσει τη γροθιά του και να κοιτάξει στα μάτια το κτήνος. Από την επόμενη κιόλας μέρα η αρχή του τέλους είχε ήδη ξεκινήσει, η νίκη δεν υπερασπίστηκε με τον τρόπο που θα έπρεπε. Ο ενθουσιασμός γίνεται απογοήτευση και το μέλλον του υπέροχου λαού της Χιλής μοιάζει δυσοίωνο.
60 χρόνια μετά, στο σήμερα, παίζει ξανά στις πλατείες της Χιλής το τραγούδι της νίκης.
El Pueblo Unido…
Η ιστορία δεν τελείωσε.