του Δημήτρη Καλτσώνη
καθηγητή θεωρίας κράτους και δικαίου
Πάντειο Πανεπιστήμιο
εφημ. ΤΑ ΝΕΑ 8/1/2021
Το πρόσφατο άρθρο στη “Γενί Σαφάκ” (άτυπο δημοσιογραφικό όργανο του καθεστώτος Ερντογάν) δείχνει τη φιλοδοξία της τουρκικής ολιγαρχίας: να λειτουργήσει ως περιφερειακή αλλά και εν δυνάμει παγκόσμια ιμπεριαλιστική δύναμη, ως τρίτος πόλος ανάμεσα στους δυο ισχυρούς πόλους (ΗΠΑ και ΕΕ vs Κίνα και Ρωσία). Τέτοιες διακηρύξεις αποτελούν όραμα και δυνατότητα. Αλλά κάθε δυνατότητα δεν μετατρέπεται οπωσδήποτε σε πραγματικότητα. Σε ένα τέτοιο σχέδιο περισσεύει κάποιες φορές η προπαγανδιστική υπερβολή. Εξάλλου, από τα πανάρχαια χρόνια οι άνθρωποι κραδαίνουν στον αέρα τα όπλα τους για να εντυπωσιάσουν και να φοβίσουν τους αντιπάλους τους.
Όλα αυτά όμως δεν παύουν να διαμορφώνουν μια ολοένα και πιο απειλητική κατάσταση για την ειρήνη στην περιοχή και για την εθνική μας κυριαρχία. Ο ένας δρόμος είναι ο κατευνασμός, ο επώδυνος συμβιβασμός και η με κάποιο τρόπο υποταγή στον ισχυρό και απειλητικό γείτονα.
Υπάρχει όμως και άλλος δρόμος. Μικρές και φτωχές χώρες έχουν πετύχει να διατηρήσουν την ειρήνη και την εθνική τους κυριαρχία έναντι πολύ ισχυρότερων γειτονικών επιθετικών κρατών. Η ιστορική εμπειρία, παλαιότερη και πρόσφατη, είναι πλούσια και αξίζει να μελετηθεί. Για μια τέτοια στρατηγική επιλογή απαιτείται μια ριζική αλλαγή στην κοινωνία, στην οικονομία, στην πολιτική.
Πρώτο, χρειάζεται στροφή στην κοινωνία. Όπως λέει ο J.F.C. Fuller “η καλή θέληση του πληθυσμού είναι η ηθική βάση της στρατιωτικής ισχύος”. Δεν μπορεί επομένως να υπάρξει αντιμετώπιση της τουρκικής επιθετικότητας με ένα λαό διχασμένο από την εντεινόμενη κοινωνική ανισότητα, την αδικία, την αστυνομοκρατία, την επιλεκτική εφαρμογή των νόμων, την ευνοιοκρατία των “ημέτερων”.
Δεύτερο, χρειάζεται στροφή στην οικονομία. Χωρίς ισχυρή εθνική οικονομία, χωρίς οικονομική ανεξαρτησία, χωρίς μια στοιχειωδώς επαρκή βιομηχανική και τεχνολογική βάση, χωρίς εθνική κρατική αμυντική βιομηχανία, χωρίς διατροφική επάρκεια, καμιά χώρα δεν μπορεί να είναι αποτελεσματική στην υπεράσπιση των δικαιωμάτων της. Όσο η χώρα μας θα είναι δευτερεύον εξάρτημα και συμπλήρωμα της οικονομίας των Η.Π.Α. και των ισχυρών της Ε.Ε., θα είναι ευάλωτη στις όποιες πιέσεις.
Όπως έχουν δείξει όλες οι μεγάλες κρίσεις, οι πόλεμοι, ακόμη και η πρόσφατη υγειονομική κρίση, τα ισχυρά ιδιωτικά οικονομικά συμφέροντα δεν μπορούν να ανταποκριθούν στις παραπάνω ανάγκες, καθώς πάντοτε πρυτανεύει ως κυρίαρχο το κριτήριο της κερδοφορίας και όχι της προαγωγής των συμφερόντων του λαού. Δεν είναι, για παράδειγμα, δυνατό να υπάρχει αποτελεσματική άμυνα, αν οι τομείς των τηλεπικοινωνιών, της ενέργειας, της ναυπηγικής βιομηχανίας κυριαρχούνται από ιδιωτικά συμφέροντα, και μάλιστα ξένων επιχειρήσεων και χωρών. Άρα ο εκδημοκρατισμένος δημόσιος τομέας πρέπει να αποκτήσει κυρίαρχο ρόλο.
Τρίτο, χρειαζόμαστε αληθινούς συμμάχους και όχι “φίλους”, όπως η Γερμανία και οι ΗΠΑ, που μας προτρέπουν σε επώδυνους συμβιβασμούς με τον Ερντογάν. Για τούτο χρήσιμη είναι η επιλεκτική και προσεκτική επιλογή των συμμαχιών και όχι η μονομέρεια που χαρακτηρίζει πάγια τις κυβερνήσεις. Και πάντοτε με το κριτήριο ότι θα είμαστε σύμμαχοι, όχι υποτακτικοί. Όλα αυτά για να εξασφαλίζουμε ως λαός το σεβασμό, την ειρήνη και την ανεξαρτησία μας.