1

Ο Τσίπρας, ο Κάστρο, η Ελλάδα και οι BRICS

Αλιεύσαμε το παρακάτω κείμενο από το facebook του συναγωνιστή Θεόδωρου Νασόπουλου, και το αναδημοσιεύουμε, διότι θεωρούμε ότι με πολύ ευσύνοπτο και ακριβή τρόπο εντοπίζει το κύριο στοιχείο της ήττας της ελληνικής Αριστεράς στους αντιμνημονιακούς αγώνες της προηγούμενης δεκαετίας, με αφορμή την παραίτηση του Αλ. Τσίπρα από την ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ, μετά τα αποτελέσματα των πρόσφατων εκλογικών αναμετρήσεων.

Το κύριο αυτό στοιχείο δεν είναι άλλο από την απουσία οποιασδήποτε στρατηγικής εξουσίας, εκ μέρους οποιασδήποτε μερίδας της Αριστεράς, εναλλακτικής αυτής που υπερασπίζεται ως ΤΙΝΑ το κοινωνικοπολιτικό μπλοκ που κατέχει την εξουσία στη χώρα μας, δηλ. η ντόπια ολιγαρχία του μεγάλου κεφαλαίου, και οι ιμπεριαλιστές πάτρωνές της (ΕΕ, ΝΑΤΟ (ΗΠΑ)).

Το μόνο που έχουμε να προσθέσουμε ως σχόλιο είναι ότι όταν κάτι συμβαίνει συστηματικά για μεγάλο χρονικό διάστημα, και αφορά μεγάλο αριθμό ανθρώπων, συλλογικοτήτων, οργανώσεων, κομμάτων, έστω με διαφορετικούς βαθμούς συνειδητότητας (ιδιοτέλεια, συμβιβασμός, ανοχή, βόλεμα, λούμπεν…), και με διαφορετικές μορφές και ρητορικές, ανάμεσα στους συλλογικούς δρώντες και τα μέλη τους, τότε μιλάμε για ένα κοινωνικοπολιτικό φαινόμενο, το οποίο, σε τελική ανάλυση, δεν μπορεί παρά να έχει υλικές αιτίες.

Πολύ απλά, «αυτοί είμαστε». Ωστόσο, η ίδια η ζωή (θα) μας κάνει κάτι άλλο, θέλοντας και μη, διότι η κρίση του καπιταλιστικού ιμπεριαλιστικού συστήματος βαθαίνει, και η κατάσταση κάθε άλλο παρά βαίνει προς εκτόνωση ή βελτίωση. Η συνειδητοποίηση του προβλήματος είναι και το πρώτο βήμα για τη λύση του. Κάθε μέρα που περνάει, όλο και περισσότεροι σύντροφοι και συναγωνιστές το συνειδητοποιούν (βλ. πχ εδώ, εδώ, εδώ, εδώ, αλλά κι εδώ, για σχετικά δικά μας κείμενα).

Για το σχόλιο,

Διονύσης Περδίκης

του Θεόδωρου Νασόπουλου

Το ασίγαστο μίσος των νόμιμων ιδιοκτητών της χώρας για τον ΣΥΡΙΖΑ και τον Τσίπρα οφείλεται στο ότι δεν πρόκειται να του συγχωρεθεί το γεγονός πως εκπροσώπησε πολιτικά ένα αγριεμένο λαϊκό κίνημα που επέδειξε παρατεταμένη και δυναμική ανυπακοή στον μνημονιακό σφαγιασμό και τη ραγδαία επιδείνωση της ζωής της εργατικής τάξης και των εργαζόμενων μικροαστικών και (μερικών) μεσοαστικών στρωμάτων.

Ανυπακοή η οποία, δυνητικά, μπορούσε να θέσει σε αμφισβήτηση τα θέσφατα της αστικής κυριαρχίας στη χώρα, την πρόσδεση δηλαδή στο δυτικό άρμα, την ΕΕ και το ΝΑΤΟ.

Ο Τσίπρας ηγήθηκε πολιτικά και εκλογικά αυτού του κινήματος, προωθώντας ένα πρόγραμμα win-win, “αμοιβαία επωφελούς” συμβιβασμού με την Τρόικα, μέσω ενός σχεδίου “σκληρής διαπραγμάτευσης” το οποίο τσακίστηκε στα βράχια της πραγματικότητας των ιμπεριαλιστικών δεσμών της χώρας.

Ο Βαρουφάκης, που ήταν εμπνευστής σε μεγάλο βαθμό του σχεδίου αυτού, φαίνεται πως ήθελε να παίξει ένα πιο σκληρό chicken game και, σε κάθε περίπτωση, επέλεξε να αποχωρήσει όταν αποφασίστηκε η άτακτη οπισθοχώρηση.

Αντιθέτως, ο Τσίπρας επέλεξε να παραμείνει στο τιμόνι της χώρας και να εφαρμόσει “το πρόγραμμα του εχθρού”, επιδιώκοντας να το “λειάνει” υπέρ των λαϊκών τάξεων, σε μια περίοδο που τα περιθώρια για κάτι τέτοιο ήταν ασφυκτικά περιορισμένα, αποδεχόμενος το “δεν υπάρχει εναλλακτική” και κάνοντας επιπλέον ένα σωρό κατάπτυστες γεωπολιτικές και άλλες εξυπηρετήσεις στους “μεγάλους μας σύμμαχους” στην προσπάθεια να γίνει “αποδεκτός” ως αξιόπιστος διαχειριστής της κατάστασης.

Μια μερίδα του κόσμου που πάλεψε την περίοδο των μνημονίων δεν συγχώρησε ποτέ τον Τσίπρα γι’ αυτήν την “κωλοτούμπα”.

Μια άλλη, μεγαλύτερη, θεώρησε -άλλοι με απογοήτευση και άλλοι με ανακούφιση- ότι δεν υπήρχε άλλη λύση και τον στήριξε ως ανάχωμα απέναντι στην ρεβανσιστική επέλαση των καθαρόαιμων μνημονιακών.

Σήμερα πια, φαίνεται να μην εμπνέει ούτε για τη συγκεκριμένη “αξία χρήσης”. Συνολικά το κοινωνικοπολιτικό τοπίο έχει μετασχηματιστεί αρκετά επί τα χείρω, στο έδαφος της λαϊκής ήττας και με την ενεργητική παρέμβαση της επελαύνουσας δεξιάς αντίδρασης σε όλα τα επίπεδα.

Ωστόσο, το “πεδίο βολής” επενδυτών και πνιγμού μεταναστών, που -περιτυλιγμένο ως “ησυχία, μεταρρυθμίσεις και ανάπτυξη”- πλασάρει ο μητσοτακισμός ως “όραμα” για τη χώρα, ας κρατάμε στα υπόψη ότι είναι στ’ αλήθεια περισσότερο “στην άμμο – παλάτια”, που το διεθνές περιβάλλον και η οικονομική-διαρθρωτική κατάσταση της χώρας μπορούν ανά πάσα στιγμή “να το κάνουν συντρίμμια – κομμάτια”.

Αυτό που δεν είχε ο Τσίπρας το 2015 (και στ’ αλήθεια μάλλον δεν ήθελε και να το έχει, δεν ήταν στις ιδεολογικοπολιτικές του αποσκευές) είναι αυτό που δεν είχε ωστόσο ούτε και η Αριστερά πέραν του ΣΥΡΙΖΑ, η ριζοσπαστικότερη, η αντικαπιταλιστική, η επαναστατική, η κομμουνιστική κοκ.

Στην πλειοψηφία των εκδοχών της η λοιπή Αριστερά αναλώθηκε σε μια κριτική περί “ανάθεσης”. Φύγαμε από τους δρόμους και πήγαμε στις κάλπες. Αυτό ήταν το πρόβλημα.

Ο “δρόμος” πχ θα επέβαλε τη διαγραφή του χρέους, έλεγε μια “αντικαπιταλιστική” εκδοχή, αλλά “η ανάθεση” μας έδιωξε από το δρόμο και έτσι δεν φτιαχτήκανε “τα όργανα” που θα έδιναν τη λύση.

Υπήρχαν κι άλλες εκδοχές, όπου τα στοιχεία προγράμματος ήταν “ρεφορμισμός και αυταπάτες” και τη λύση θα την έδινε η “αντίσταση”. Δεν είχαμε κάνει πολύ αντίσταση φαίνεται ως τότε. Χρειαζόταν κι άλλη.

Σαν τους απεργούς που έπρεπε να είναι πάντα περισσότεροι κι ας πλημμύριζε με τέτοιους η χώρα, σαν τις μέρες απεργίας που έπρεπε να είναι πάντα περισσότερες κι ας είχαν σπάσει όλα τα ρεκόρ. “Απεργία διαρκής” μέχρι να …φύγουν.

Ωραία είναι όλα αυτά, δεν λέω, ως αυθόρμητες ενδείξεις αποφασιστικότητας. Ως προγράμματα και σχέδια πρωτοποριών όμως είναι απλά αποδεικτικά της ιδεολογικοπολιτικής τους καθήλωσης.

Το δε ΚΚΕ, που είναι και μεγάλο “μαγαζί-γωνία”, με παρελθόν και ποιοτικά ανώτερες οργανωτικές δυνατότητες, δεν ήθελε καν να έχει σχέση μ’ όλη αυτή τη συζήτηση. Όταν σφίξανε τα γάλατα, μας είπε κιόλας ότι η έξοδος από το ευρώ “σε συνθήκες καπιταλισμού” θα είναι χειρότερη για το λαό. Με έναν λαό στα κάγκελα επί πέντε χρόνια είχαμε απλά …”συνθήκες καπιταλισμού”, ωσάν να μας είχε τεθεί κάποιο τεχνοκρατικό ερώτημα στα καλά καθούμενα για το νόμισμα της χώρας. Κι άλλωστε, ως γνωστόν, ο σοσιαλισμός θα ξεπηδήσει από το κεφάλι του Δία, όχι από “συνθήκες καπιταλισμού”.

Σήμερα δε, που ανέκαμψε κάπως εκλογικά, επιχαίρει ότι δικαιώθηκε για τον πολιτικό του αναχωρητισμό του 2015, επιβεβαιώνοντας έτσι βέβαια, εμμέσως, το ποια εξακολουθεί να είναι η ανοιχτή πληγή στις σχέσεις του με τον λαϊκό κόσμο που έζησε τους αντιμνημονιακούς αγώνες, ακόμα κι αν αυτός σήμερα αναγνωρίζει το ΚΚΕ ως αποκούμπι απέναντι στην καλπάζουσα νεοφιλελεύθερη λαίλαπα.

Αυτό λοιπόν που δεν είχε ο Τσίπρας τότε, δεν το είχε και κανείς άλλος. Αυτό συνέβαινε για διαφορετικούς λόγους για τις διάφορες εκδοχές Αριστεράς και οδηγεί και σε διαφορετικού είδους ευθύνες για την συνολική ήττα. Ωστόσο το ουσιαστικό δεν αλλάζει.

Τι ήταν αυτό; Ένα εναλλακτικό πρόγραμμα και σχέδιο.

Εναλλακτικό πρόγραμμα για την χώρα, στην προοπτική της σοσιαλιστικής της αναδιοργάνωσης βεβαίως αλλά και με ένα σχέδιο για την μετάβαση σ’ αυτήν.

Και – εκ των ων ουκ άνευ! – (αν και ελάχιστα απασχόλησε τότε τη συζήτηση της Αριστεράς) σχέδιο που να περιλαμβάνει την οικοδόμηση εσωτερικών και εξωτερικών προϋποθέσεων και στηριγμάτων, όλων των ειδών, για την τεράστια σύγκρουση, εμφυλιακών διαστάσεων, που μια τέτοια πορεία θα έφερνε, αργά ή (μάλλον) γρήγορα.

Μπορούσε να υπάρξει ένα τέτοιο σχέδιο την περίοδο των αντιμνημονιακών αγώνων;

Ακόμα κι αν υποθέσουμε ότι υπήρχαν οι υποκειμενικές προϋποθέσεις διαμόρφωσης του, υπήρχαν άραγε οι αντικειμενικές δυνατότητες εφαρμογής του;

Ήταν νομοτέλεια η υποταγή και η ήττα;

Το ευκολότερο εκ των υστέρων είναι κάποιος να απαντήσει ότι δεν υπήρχε εναλλακτική, δικαιώνοντας την υποταγή ως αναπόφευκτη, ακόμα κι αν δεν είναι καθόλου στις προθέσεις του κάτι τέτοιο.

Αλλά πραγματικά χρήσιμη μπορεί να γίνει αυτή η συζήτηση μόνο ως αντικείμενο επεξεργασίας προκειμένου να απαντηθεί το ερώτημα από τη σκοπιά της μελλοντικής δυνατότητας.

Ως συμβολή της κούτρας μου λοιπόν και ως τροχιοδεικτική βολή σ’ αυτή τη συζήτηση, θα θυμίσω δύο αρκούντως λησμονημένα, φευγαλέα στιγμιότυπα του πρώτου εξαμήνου του 2015, που τότε ούτε η “πρώτη φορά Αριστερά” αλλά ούτε και οι εξ αριστερών επικριτές της έλαβαν σοβαρά υπόψη:

1) Την πρόσκληση στην Ελλάδα (εν μέσω “σκληρής διαπραγμάτευσης”) να γίνει μέλος της αναπτυξιακής τράπεζας των BRICS,

2) και τη συγχαρητήρια επιστολή του Φιντέλ Κάστρο στον Τσίπρα, αμέσως μετά την νίκη του ΟΧΙ στο δημοψήφισμα, όπου ο μεγάλος Κουβανός επαναστάτης επέλεξε (μα που του ήρθε του γεροξεκούτη;) να αφιερώσει ένα μεγάλο τμήμα της για να επισημάνει ότι “η Κούβα αναγνωρίζει το θάρρος και τις επιχειρησιακές ικανότητες των ρωσικών στρατευμάτων, που, ενωμένες με τις δυνάμεις του ισχυρού συμμάχου τους, της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας, και με αυτές άλλων εθνών της Μέσης Ανατολής και της Ασίας, επιχειρούσαν πάντα να αποφεύγουν τον πόλεμο αλλά ποτέ δεν επέτρεψαν η στρατιωτική επιθετικότητα να περάσει χωρίς μια απάντηση πειστική και συντριπτική”.