Ο τυφλός θετικισμός, η μέθοδος του ΕΟΔΥ, η πολιτική διαχείριση του Covid-19
του Θανάση Αλεξίου
Αυτό που ανέφερε η καθηγήτρια επιδημιολογίας Αθηνά Λινού: «Δεν έχουν υπάρξει μελέτες που να είναι σε αντιπροσωπευτικό δείγμα του πληθυσμού. Ντρέπομαι που το λέω» (δήλωση στον ΑΝΤ1), καθώς το τεστ κορονοϊού μπορούσαν να το κάνουν λόγω κόστους μόνο άτομα από συγκεκριμένες «κοινωνικό-οικονομικές ομάδες», είναι κοινή γνώση στη κοινωνιολογία της υγείας και της ασθένειας, εν μέρει και στην κοινωνική επιδημιολογία, εδώ και δεκαετίες (βλ. P. Tοwnsend, P. Davidson, Inegualities in Health. The Black Report, 1980). Μάλιστα η θετική σχέση ανάμεσα στη κοινωνική τάξη και την ασθένεια είναι γνωστή ως διαπίστωση αλλά και ως επιστημονική γνώση από την εποχή που ο Φ. Ένγκελς έγραφε το σημαντικό βιβλίο Η κατάσταση της εργατικής τάξης στην Αγγλία (1845).
Τι είναι κοινή γνώση που παραδόξως ο θετικισμός του βιοϊατρικού μοντέλου αγνοεί, βάζοντας σε παρένθεση τις ταξικές και αξιακές παραμέτρους για την ασθένεια και την υγεία; Κοινή γνώση είναι πως η αποκατάσταση της υγείας (πρόσβαση σε υπηρεσίες υγείας, εξετάσεις, τεστ κ.λπ.) εξαρτάται άμεσα από την κοινωνική τάξη αλλά και από άλλους παράγοντες που προσδιορίζονται από αυτή (κοινωνικά δίκτυα, δημόσιες σχέσεις, αντιλήψεις για το σώμα και την υγεία κ.ά.). Όμως και οι κίνδυνοι για την υγεία (σωματική και ψυχική), το προσδόκιμο ζωής κ.λπ. διαφέρουν από κοινωνική τάξη σε κοινωνική τάξη ανάλογα με τις συνθήκες εργασίας και τις συνθήκες ζωής (ανθυγιεινά και βαριά επαγγέλματα, εργοδοτικές πρακτικές, ευέλικτες και επισφαλείς συνθήκες εργασίας, διατροφικές πρακτικές, στεγαστική κατάσταση κ.λπ.).
Μάλιστα από την ανθρωπολογία της υγείας γνωρίζουμε πως τα άτομα ανάλογα με τη ταξική τους θέση και τη μορφή της εργασίας (δημιουργική/εκτελεστική, αυτόνομη/μονότονη, ανειδίκευτη, χειρωνακτική κ.ο.κ.) έχουν διαφορετικές αντιλήψεις για την υγεία. Ενώ μέλη των ανώτερων κοινωνικών τάξεων εκτιμούν πως όλα τα συμπτώματα χρήζουν άμεσης ιατρικής εξέτασης, τα εργατικά και τα λαϊκά στρώματα αναζητούν ιατρική βοήθεια μόνο όταν τα συμπτώματα είναι αισθητά και πολύ ορατά (αίμα στα κόπρανα και στα ούρα, υπερβολική κολπική αιμορραγία στις γυναίκες κ.λπ.). Μάλιστα τα κατώτερα κοινωνικά στρώματα βλέπουν ως «φυσικά» τα συμπτώματα που επιβαρύνουν τη σπονδυλική στήλη, το πεπτικό και το κυκλοφορικό σύστημα, επιβαρύνσεις που προέρχονται από τη φύση της εργασίας τους (χειρωνακτική, εκτελεστική, αγροτική κ.λπ.). Συνεπώς σε ένα κρυολόγημα ή, σε μια εποχική γρίπη, όπως τώρα, που μπορεί όμως να είναι και κορονοϊός, άτομα από μεσοαστικά και αστικά στρώματα θα πάνε στο γιατρό, θα κάνουν το τεστ ενώ άτομα από τα εργατικά και λαϊκά στρώματα θα το «αμελήσουν» αφού θα χρειαστεί να πληρώσουν για αυτό πέντε με έξι μεροκάματα, καθώς θα λείψουν και από τη δουλειά.
Ας γίνει όμως σαφές πως οι αντιλήψεις για την υγεία, το σώμα, τη ψυχική υγεία δε πέφτουν από τον ουρανό αλλά συνιστούν τρόπους «διαχείρισης» της υγείας και του σώματος σε διαφορετικές συνθήκες χρήσης τους. Τη μια, σε συνθήκες δημιουργικής και αυτόνομης εργασίας, το σώμα βιώνεται ως αυτοσκοπός και η υγεία ως «ευεξία», πράγμα που θα αφορά μεσοαστικά και αστικά στρώματα. Την άλλη, σε συνθήκες εκτελεστικής, βιοποριστικής και κακοπληρωμένης εργασίας ή ανεργίας, το σώμα θα βιώνεται, -αντανακλώντας τη μισθωτή σχέση όπου η εργατική δύναμη έγινε εμπόρευμα-, ως «πράγμα», και η υγεία ως μέσον για ξόδεμα και ανάλωση. Είναι προφανές πως το δεύτερο θα αφορά τα εργατικά και λαϊκά στρώματα.
Αυτό σημαίνει, λοιπόν, πως όλο αυτό το διάστημα, από τον Μάρτιο, ο ΕΟΔΥ (με γνώση της Επιτροπής;), μετρούσε τα κρούσματα «στον αέρα» ενώ είναι πάλι κεκτημένο της κοινωνιολογικής γνώσης ή, μάλλον της κοινής γνώσης πως η μόλυνση από τον Covid-19 στα εργατικά και λαϊκά στρώματα, στη κοινότητα, που δε μπορούσαν να κάνουν λόγω κόστους το τεστ για το κορονοϊό, θα είναι με βάση τη παραπάνω συσχέτιση μεταξύ ταξικής θέσης, κοινωνικο-πολιτισμικού περιβάλλοντος και έκθεσης στον Covid-19 και στην ασθένεια, πολλά περισσότερα. Επομένως δεν υπάρχει αντιπροσωπευτικό δείγμα του πληθυσμού για να οργανωθεί η προστασία της δημόσιας υγείας. Είναι σα να το αφήνουμε πάλι στο τυχαίο έτσι που η χώρα μας παίρνει τη πρώτη θέση σε θανάτους από τον κορονοϊό (βλ. https://tinyurl.com/y3qg6lsk). Όμως, καλά η Κυβέρνηση, δε βλέπει το λόγο να ξοδέψει για ένα πράγμα (εργατική δύναμη) που σε συνθήκες μαζικής ανεργίας, είναι μπόλικο και δεν παράγει υπερπροϊόν (υπεραξία); Η αξιωματική αντιπολίτευση, η αριστερή, με τόσους πρώην υπουργούς και γενικούς γραμματείς (υγείας, εργασίας, κοινωνικής πολιτικής κ.ά.) δεν αναρωτήθηκε για τη «μέθοδο» του ΕΟΔΥ, αν δεχτούμε πως τα μικρότερα κόμματα είχαν περιορισμένη πρόσβαση σε αυτή την «ειδική» γνώση.
Νομίζω πως η ιατρικοποίηση ενός ζητήματος δημόσιας υγείας συνιστά τη πιο φτηνή διαχείριση της επιδημίας Covid-19, καθώς η αντιμετώπιση της επιδημίας, όπως ακόμη και η απόφαση για το lockdown, δε γίνεται με όρους πρόληψης δημόσιας υγείας (κοινωνικές υποδομές κ.λπ.) αλλά με αποκλειστικό κριτήριο τη πίεση στις ΜΕΘ. Και αυτό παρόλο που είναι επίσης επιστημονική γνώση από τη δεκαετία του ΄80, πως η «ουδέτερη» διαχείριση προβλημάτων (εργασία, υγεία, περιβάλλον, κλίμα κ.λπ.), παράγει, -όπως τώρα η «κοινωνική αποστασιοποίηση»-, ρίσκα που μια τεχνοκρατική (ιατρική) διαχείριση της δημόσιας υγείας αδυνατεί να εκτιμήσει, καθώς λείπουν τα μεθοδολογικά εργαλεία (κοινωνική ιδιώτευση, κοινωνική αποειδίκευση, μαζική κατάθλιψη, ενδοοικογενειακή βία κ.ά.). Τη προβληματική αυτή μπορούμε να παρακολουθήσουμε κριτικά, μεταξύ άλλων, στον Γερμανό κοινωνιολόγο U. Beck (U. Beck, Κοινωνία της διακινδύνευσης, Αθήνα:Πεδίο).
Ουσιαστικά πρόκειται για πολιτική διαχείριση της επιδημίας και αυτό φαίνεται πως είναι αποδεκτό από τη ΝΔ αλλά και από τον ΣΥΡΙΖΑ. Γιατί το άλλο, η παρέμβαση στην οργάνωση κατανομής των πόρων για να υπάρξουν κοινωνικές υποδομές (υποδομές Public Health, νοσοκομεία, σχολεία, συγκοινωνίες κ.λπ.) απαιτεί συγκρούσεις (να τα πάρεις από κάπου), κοινωνικές συμμαχίες αλλά και κοινωνική-λαϊκή βάση για να το επιβάλλεις.
Υ.Γ. Ο παρακάτω πίνακας που δείχνει τη σχέση κοινωνικής τάξης και θνησιμότητας είναι από Nettleton, S. (2002). Κοινωνιολογία της υγείας και της ασθένειας. Αθήνα:Τυπωθείτω, σελ. 229.
*O Θανάσης Αλεξίου είναι καθηγητής στο Τμήμα Κοινωνιολογίας του Πανεπιστημίου Αιγαίου
Αναδημοσίευση από τον Ημεροδρόμο