1

Ουκρανία: η εισβολή του κεφαλαίου

 

Εισαγωγή επιμελητή

Μεταφράζουμε και αναδημοσιεύουμε άλλο ένα άρθρο από το ιστολόγιο του Michael Roberts σχετικά με την οικονομική πλευρά της υποταγής της Ουκρανίας στον ευρω-ατλαντικό ιμπεριαλισμό, με τίτλο Ουκρανία: η εισβολή του κεφαλαίου (Ukraine: the invasion of capital).  Ο αρθρογράφος επανέρχεται στο θέμα αυτό μετά από προηγούμενό του άρθρο, το οποίο επίσης μεταφράσαμε και αναδημοσιεύσαμε.

Το άρθρο προσφέρει στοιχεία για το τι σημαίνει πραγματικά όταν ο ιμπεριαλισμός «αναδιανέμει σφαίρες επιρροής», δηλ. θέτει υπό τον έλεγχό του μια χώρα, και την καταπιέζει εθνικά, προκειμένου να λεηλατήσει οικονομικά το εργατικό της δυναμικό, τον φυσικό της πλούτο, και τη δημόσια περιουσία της. Τα στοιχεία αναδεικνύουν την ενσωμάτωση της Ουκρανίας στο ιμπεριαλιστικό σύστημα υπό την ηγεμονία του ευρω-ατλαντικού ιμπεριαλισμού, ως ιστορικό σημείο καμπής, μετά από το οποίο αναδιαμορφώνονται ριζικά οι σχέσεις εργασίας και ιδιοκτησίας (ξεπούλημα δημόσιας ιδιοκτησίας και φυσικού πλούτου), ενώ εισρέει το ξένο κεφάλαιο με ληστρικούς όρους.

Προκύπτει το ερώτημα του γιατί δεν συνέβαιναν όλα αυτά για όσο επί χρόνια και δεκαετίες η Ουκρανία είχε «φιλορωσικές», ή έστω πιο ουδέτερες κυβερνήσεις;

Προτείνουμε μια εξήγηση, χωρίς να μπορούμε να επεκταθούμε στο παρόν σημείωμα για να την υποστηρίξουμε επιχειρηματολογημένα.

Το – πραγματικά – ιμπεριαλιστικό, μονοπωλιακό κεφάλαιο, είναι προσανατολισμένο στη λεηλασία των εξαρτημένων χωρών. Κατέχει την τεχνογνωσία, τόσο τη θεσμική, όσο και την παραγωγική, αλλά και την κεφαλαιακή υπερσυσσώρευση, προκειμένου να φέρει εις πέρας ένα τέτοιο …θεάρεστο έργο. Αντίστοιχα, διαμορφώνει διαφορετικές ταξικές σχέσεις (διαμεσολαβημένες από κράτη και διακρατικούς οργανισμούς), μεταξύ του κεφαλαίου, της εργασίας, και των ενδιάμεσων στρωμάτων, από τη μια των ιμπεριαλιστικών, και από την άλλη των εξαρτημένων χωρών.

Ας δώσουμε ένα παράδειγμα. Στο παρόν άρθρο αναφέρεται το ξεπούλημα της αγροτικής γης της Ουκρανίας,  σε μεγάλο βαθμό υπό μικροϊδιοκτησία προς το παρόν, προς το ξένο μεγάλο κεφάλαιο. Στην προηγούμενη σχετική ανάρτηση του αρθρογράφου, αναφέρονται η παραγωγικότητα της αγροτικής γης στην Ουκρανία, σε σύγκριση με τις παρακάτω χώρες: «Το 2014 η γεωργική προστιθέμενη αξία ανά εκτάριο ήταν $413 στην Ουκρανία σε σύγκριση με $1.142 στην Πολωνία, $1.507 στη Γερμανία και $2.444 στη Γαλλία. Η γη είναι εξαιρετικά πολωμένη μεταξύ ενός μικρού εργατικού δυναμικού σε μεγάλες μηχανοποιημένες εμπορικές εκμεταλλεύσεις και μιας μάζας των αγροτών που καλλιεργούν μικρά αγροτεμάχια. Περίπου το 30% του πληθυσμού εξακολουθεί να ζει σε αγροτικές περιοχές και η γεωργία παρέχει απασχόληση σε περισσότερο από το 14% του εργατικού δυναμικού.». Ανατρέξαμε σε πιο πρόσφατα στοιχεία (2019) της Παγκόσμιας Τράπεζας για την παραγωγικότητα (βλ. την παρακάτω εικόνα), υπολογιζόμενη ως η προστιθέμενη αξία ανά εργάτη – αντί για ανά εκτάριο –  για τις παρακάτω χώρες (σε τιμές δολαρίου του 2015), Γαλλία 53.556,05, Γερμανία 43.714,52, Ρωσία 14.201,45, Πολωνία 6.560,00, Ουκρανία 4.887,78. Γίνεται φανερό γιατί είναι πολύ δύσκολο για την Ρωσία να εκμεταλλευτεί την ουκρανική αγροτική γη με τον τρόπο που το κάνουν τα μονοπώλια των ιμπεριαλιστικών χωρών. Θα έπρεπε καταρχήν να καταφέρει να εκμεταλλευτεί τη δική της γη με τέτοιον τρόπο, με ότι αυτό συνεπάγεται για τη συγκέντρωσή της, την εφαρμογή παραγωγικών τεχνολογιών, την ανάπτυξη της σχετικής επιστημονικής έρευνας κοκ!

 

 

Είναι γνωστό, επίσης, ότι οι χώρες στη «σφαίρα επιρροής» της Ρωσίας διατηρούν τη βιομηχανική τους βάση υπό κρατική ιδιοκτησία, πχ η Λευκορωσία, ενώ και για την ίδια την Ρωσία, τα μεγαλύτερα μονοπώλια, 12 από τα 16 μεγαλύτερα για παράδειγμα σύμφωνα με τη Wikipedia, είναι κρατικά.

Συμπερασματικά, χώρες με τον (γραφειο)κρατικό καπιταλισμό της Ρωσίας δεν έχουν καν τη δυνατότητα, θεσμική, τεχνολογική, κοκ, για να εκμεταλλευτούν ιμπεριαλιστικά χώρες όπως η Ουκρανία, με τον τρόπο που το κάνει το πραγματικά ιμπεριαλιστικό, μονοπωλιακό κεφάλαιο. Συνολικά οι ελίτ χωρών σαν την Ρωσία διαμορφώνουν άλλου είδους σχέσεις, τόσο με τις διεφθαρμένες αστικές τάξεις χωρών σαν την Ουκρανία, αλλά και με τα υπόλοιπα λαϊκά στρώματα των χωρών αυτών. Για το τι σχέσεις διαμορφώνουν, αντίθετα,  οι ιμπεριαλιστικές χώρες, όταν «αναδιανέμουν τις σφαίρες επιρροής» τους, καλούμε τον αναγνώστη να διαβάσει το άρθρο που αναδημοσιεύουμε σήμερα, για να …πάρει μια γεύση (σε περίπτωση που η γεύση της (μετα)μνημονιακής Ελλάδας δεν αρκεί…).

 

 

Για την εισαγωγή,

Διονύσης Περδίκης

 

 

Ουκρανία: η εισβολή του κεφαλαίου

 

του Michael Roberts

 

Την περασμένη εβδομάδα, οι ξένοι ιδιώτες πιστωτές της Ουκρανίας συμφώνησαν με το αίτημα της χώρας για διετές πάγωμα των πληρωμών για περίπου 20 δισ. δολάρια εξωτερικού χρέους. Αυτό θα επέτρεπε στην Ουκρανία να αποφύγει την αθέτηση πληρωμών των δανείων της στο εξωτερικό. Σε αντίθεση με άλλες “αναδυόμενες οικονομίες” που αντιμετωπίζουν πρόβλημα χρέους, φαίνεται ότι οι ξένοι ομολογιούχοι είναι πρόθυμοι να βοηθήσουν την Ουκρανία – έστω και για δύο χρόνια. Η κίνηση αυτή θα εξοικονομήσει στην Ουκρανία 6 δισ. δολάρια κατά τη διάρκεια της περιόδου, συμβάλλοντας στη μείωση της πίεσης στα αποθεματικά της κεντρικής τράπεζας, τα οποία διολίσθησαν κατά 28% από την αρχή του έτους, παρά τη σημαντική εξωτερική βοήθεια.

Η οικονομία της Ουκρανίας βρίσκεται, όπως είναι φυσικό, σε απελπιστική κατάσταση. Το πραγματικό ΑΕΠ προβλέπεται να μειωθεί κατά περισσότερο από 30% το 2022 και το ποσοστό ανεργίας ανέρχεται στο 35% (Constantinescu et al. 2022, Blinov and Djankov 2022, National Bank of Ukraine 2022). “Είμαστε ευγνώμονες για την υποστήριξη της πρότασής μας από τον ιδιωτικό τομέα σε τέτοιους τρομερούς καιρούς για τη χώρα μας“, απάντησε ο Yuriy Butsa, αναπληρωτής υπουργός Οικονομικών της Ουκρανίας, “θα ήθελα να τονίσω ότι η υποστήριξη που λάβαμε κατά τη διάρκεια αυτής της συναλλαγής είναι δύσκολο να υποτιμηθεί… Θα παραμείνουμε πλήρως δεσμευμένοι με την επενδυτική κοινότητα και στο εξής και ελπίζουμε στη συμμετοχή τους στη χρηματοδότηση της ανοικοδόμησης της χώρας μας μετά τη νίκη μας στον πόλεμο“, δήλωσε ο Butsa.

Εδώ ο Butsa αποκαλύπτει το τίμημα που πρέπει να πληρώσει για αυτή την περιορισμένη γενναιοδωρία των ξένων πιστωτών: την επιταχυνόμενη απαίτηση των ξένων πολυεθνικών και των κυβερνήσεων να πάρουν τον έλεγχο των πόρων της Ουκρανίας και να τους θέσουν υπό τον έλεγχο του ξένου κεφαλαίου χωρίς περιορισμούς και δεσμεύσεις.

Σε προηγούμενη ανάρτηση, είχα περιγράψει το σχέδιο ιδιωτικοποίησης και παράδοσης των τεράστιων αγροτικών πόρων της Ουκρανίας σε ξένες πολυεθνικές. Και εδώ και αρκετά χρόνια, μια σειρά εκθέσεων του οικονομικού παρατηρητηρίου του Ινστιτούτου Όκλαντ έχει τεκμηριώσει την εξαγορά του ξένου κεφαλαίου. Μεγάλο μέρος των όσων αναφέρονται παρακάτω προέρχεται από το Oakland.

Η μετασοβιετική Ουκρανία, με τα 32 εκατομμύρια καλλιεργήσιμα εκτάρια πλούσιου και εύφορου μαύρου εδάφους (γνωστού ως “cernozëm”), διαθέτει το ένα τρίτο της συνολικής γεωργικής γης της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Το “καλάθι του ψωμιού της Ευρώπης”, όπως αποκαλείται, είχε ετήσια παραγωγή 64 εκατομμυρίων τόνων σιτηρών και σπόρων, μεταξύ των μεγαλύτερων παραγωγών κριθαριού, σιταριού και ηλιέλαιου στον κόσμο (για το τελευταίο, η Ουκρανία παράγει περίπου το 30% του παγκόσμιου συνόλου).

Όπως εξήγησα στην προηγούμενη ανάρτησή μου, η σχεδιαζόμενη κατάληψη των πόρων της Ουκρανίας προκάλεσε εν μέρει τη σύγκρουση: τον ημι-εμφύλιο πόλεμο, την εξέγερση του Μαϊντάν και την προσάρτηση της Κριμαίας από τη Ρωσία. Όπως έχει περιγράψει το Ινστιτούτο Όκλαντ, για να περιοριστεί η ανεξέλεγκτη ιδιωτικοποίηση, είχε επιβληθεί το 2001 μορατόριουμ στην πώληση γης σε ξένους. Έκτοτε, η κατάργηση αυτού του κανόνα αποτελεί κύριο στόχο των δυτικών θεσμών. Ήδη από το 2013, για παράδειγμα, η Παγκόσμια Τράπεζα παρείχε δάνειο ύψους 89 εκατομμυρίων δολαρίων για την ανάπτυξη ενός προγράμματος τίτλων ιδιοκτησίας και ιδιοκτησίας γης που απαιτείται για την εμπορική εκμετάλλευση κρατικών και συνεταιριστικών εκτάσεων. Σύμφωνα με τα λόγια ενός εγγράφου της Παγκόσμιας Τράπεζας του 2019, ο στόχος ήταν η “επιτάχυνση των ιδιωτικών επενδύσεων στη γεωργία“. Η συμφωνία αυτή, που καταγγέλθηκε τότε από τη Ρωσία ως κερκόπορτα για τη διευκόλυνση της εισόδου δυτικών πολυεθνικών, περιλαμβάνει την προώθηση της “σύγχρονης γεωργικής παραγωγής … συμπεριλαμβανομένης της χρήσης βιοτεχνολογιών”, ένα προφανές άνοιγμα προς τις καλλιέργειες ΓΤΟ στα ουκρανικά χωράφια.

Παρά το μορατόριουμ στις πωλήσεις γης σε ξένους, μέχρι το 2016, δέκα πολυεθνικές γεωργικές εταιρείες είχαν ήδη αποκτήσει τον έλεγχο 2,8 εκατομμυρίων εκταρίων γης. Σήμερα, ορισμένες εκτιμήσεις μιλούν για 3,4 εκατομμύρια εκτάρια στα χέρια ξένων εταιρειών και ουκρανικών εταιρειών με ξένα κεφάλαια ως μετόχους. Άλλες εκτιμήσεις φτάνουν τα 6 εκατομμύρια εκτάρια. Το μορατόριουμ στις πωλήσεις, την άρση του οποίου είχαν επανειλημμένα ζητήσει το Στέιτ Ντιπάρτμεντ των ΗΠΑ, το ΔΝΤ και η Παγκόσμια Τράπεζα, καταργήθηκε τελικά από την κυβέρνηση Ζελένσκι το 2020, πριν από το τελικό δημοψήφισμα για το θέμα που είχε προγραμματιστεί για το 2024.

Τώρα, με τον πόλεμο να συνεχίζεται, οι δυτικές κυβερνήσεις και εταιρείες εντείνουν τα σχέδιά τους για την ενσωμάτωση της Ουκρανίας και των πόρων της στις καπιταλιστικές οικονομίες της Δύσης. Στις 4 και 5 Ιουλίου 2022, κορυφαίοι αξιωματούχοι από τις ΗΠΑ, την ΕΕ, τη Βρετανία, την Ιαπωνία και τη Νότια Κορέα συναντήθηκαν στην Ελβετία για τη λεγόμενη “Διάσκεψη για την Ανάκαμψη της Ουκρανίας” (“Ukraine Recovery Conference”, URC).

 

 

Η ατζέντα της URC επικεντρώθηκε ρητά στην επιβολή πολιτικών αλλαγών στη χώρα – δηλαδή, στην  “ενίσχυση της οικονομίας της αγοράς“, “αποκέντρωση, ιδιωτικοποίηση, μεταρρύθμιση των κρατικών επιχειρήσεων, μεταρρύθμιση της γης, μεταρρύθμιση της κρατικής διοίκησης” και “ευρωατλαντική ολοκλήρωση“. Η ατζέντα αποτελούσε στην πραγματικότητα συνέχεια της Διάσκεψης για τις Μεταρρυθμίσεις στην Ουκρανία του 2018 (Ukraine Reform Conferece, URC), η οποία είχε τονίσει τη σημασία της ιδιωτικοποίησης του μεγαλύτερου μέρους του εναπομείναντος δημόσιου τομέα της Ουκρανίας, δηλώνοντας ότι “απώτερος στόχος της μεταρρύθμισης είναι η πώληση κρατικών επιχειρήσεων σε ιδιώτες επενδυτές“, μαζί με εκκλήσεις για περισσότερες “ιδιωτικοποιήσεις, απορρύθμιση, ενεργειακή μεταρρύθμιση, φορολογική και τελωνειακή μεταρρύθμιση“. Στηλιτεύοντας ότι “η κυβέρνηση είναι ο μεγαλύτερος κάτοχος περιουσιακών στοιχείων της Ουκρανίας“, η έκθεση αναφέρει: “Η μεταρρύθμιση στις ιδιωτικοποιήσεις και τις κρατικές επιχειρήσεις αναμενόταν από καιρό, καθώς ο τομέας αυτός της ουκρανικής οικονομίας παρέμεινε σε μεγάλο βαθμό αμετάβλητος από το 1991“.

Η ειρωνεία είναι ότι οι περισσότεροι Ουκρανοί ήταν αντίθετοι με τα σχέδια της URC το 2018. Μια δημοσκόπηση διαπίστωσε ότι μόλις το 12,4% υποστήριζε την ιδιωτικοποίηση των κρατικών επιχειρήσεων (State-Owned Enterprises, SOE), ενώ το 49,9% ήταν αντίθετο. (Ένα επιπλέον 12% ήταν αδιάφορο, ενώ το 25,7% δεν απάντησε).

 

 

Ωστόσο, ο πόλεμος μπορεί να κάνει τη διαφορά. Τον Ιούνιο του 2020, το ΔΝΤ ενέκρινε ένα πρόγραμμα δανεισμού 18 μηνών, ύψους 5 δισεκατομμυρίων δολαρίων, για την Ουκρανία. Σε αντάλλαγμα, η κυβέρνηση της Ουκρανίας ήρε το 19ετές μορατόριουμ για την πώληση κρατικών γεωργικών εκτάσεων, μετά από συνεχείς πιέσεις από τα διεθνή χρηματοπιστωτικά ιδρύματα. Η Olena Borodina από το Ουκρανικό Δίκτυο Αγροτικής Ανάπτυξης σχολίασε ότι, “τα συμφέροντα των αγροτικών επιχειρήσεων και οι ολιγάρχες θα είναι οι κύριοι ωφελημένοι από μια τέτοια μεταρρύθμιση… [Αυτό] θα περιθωριοποιήσει περαιτέρω τους μικροκαλλιεργητές και κινδυνεύει να τους αποκόψει από τον πιο πολύτιμο πόρο τους“.

Και τώρα το URC του Ιουλίου έχει επαναλάβει τα σχέδιά του να αναλάβει την οικονομία της Ουκρανίας για το κεφάλαιο, με την πλήρη έγκριση της κυβέρνησης Ζελένσκι. Κατά την ολοκλήρωση της συνάντησης, όλες οι κυβερνήσεις και τα θεσμικά όργανα που ήταν παρόντα ενέκριναν μια κοινή δήλωση που ονομάζεται Διακήρυξη του Λουγκάνο (Lugano Declaration). Η δήλωση αυτή συμπληρώθηκε από ένα “Εθνικό Σχέδιο Ανάκαμψης” (“National Recovery Plan”), το οποίο με τη σειρά του εκπονήθηκε από ένα “Εθνικό Συμβούλιο Ανάκαμψης” (“National Recovery Council”),  που συστάθηκε από την ουκρανική κυβέρνηση.

Το σχέδιο αυτό υποστήριζε μια σειρά από μέτρα υπέρ του κεφαλαίου, συμπεριλαμβανομένης της “ιδιωτικοποίησης μη κρίσιμων επιχειρήσεων” και της “ολοκλήρωσης της μετοχοποίησης των SOEs” (κρατικών επιχειρήσεων) – προσδιορίζοντας ως παράδειγμα την πώληση της κρατικής εταιρείας πυρηνικής ενέργειας EnergoAtom της Ουκρανίας. Προκειμένου να “προσελκύσει ιδιωτικά κεφάλαια στο τραπεζικό σύστημα“, η πρόταση ζητούσε ομοίως την “ιδιωτικοποίηση των SOBs” (State-Owned Banks – SOBs, κρατικών τραπεζών). Επιδιώκοντας να αυξήσει τις “ιδιωτικές επενδύσεις και να ενισχύσει την επιχειρηματικότητα σε εθνικό επίπεδο“, το Εθνικό Σχέδιο Ανάκαμψης προέτρεπε σε σημαντική “απορρύθμιση” και πρότεινε τη δημιουργία “‘καταλυτικών έργων’ για την απελευθέρωση ιδιωτικών επενδύσεων σε τομείς προτεραιότητας“.

Σε μια ρητή έκκληση για περικοπή της προστασίας της εργασίας, το έγγραφο επιτέθηκε στους εναπομείναντες φιλεργατικούς νόμους στην Ουκρανία, ορισμένοι από τους οποίους αποτελούν κατάλοιπο της σοβιετικής εποχής. Το Εθνικό Σχέδιο Ανάκαμψης παραπονέθηκε για “ξεπερασμένη εργατική νομοθεσία που οδηγεί σε περίπλοκη διαδικασία προσλήψεων και απολύσεων, ρύθμιση των υπερωριών κλπ“. Ως παράδειγμα αυτής της υποτιθέμενης “ξεπερασμένης εργατικής νομοθεσίας“, το υποστηριζόμενο από τη Δύση σχέδιο κατήγγειλε ότι οι εργαζόμενοι στην Ουκρανία με εμπειρία ενός έτους έχουν “προθεσμία προειδοποίησης για απόλυση λόγω πλεονασμού εργατικού δυναμικούυ” εννέα εβδομάδων, σε σύγκριση με μόλις τέσσερις εβδομάδες στην Πολωνία και τη Νότια Κορέα.

Τον Μάρτιο του 2022, το ουκρανικό κοινοβούλιο ενέκρινε νομοθεσία έκτακτης ανάγκης που επιτρέπει στους εργοδότες να αναστέλλουν τις συλλογικές συμβάσεις. Στη συνέχεια, τον Μάιο, ψήφισε μια μόνιμη δέσμη μεταρρυθμίσεων που ουσιαστικά εξαιρεί τη συντριπτική πλειοψηφία των ουκρανών εργαζομένων (όσοι εργάζονται σε επιχειρήσεις με λιγότερους από 200 εργαζόμενους) από την ουκρανική εργατική νομοθεσία. Έγγραφα που διέρρευσαν το 2021 έδειξαν ότι η βρετανική κυβέρνηση καθοδηγούσε τους Ουκρανούς αξιωματούχους σχετικά με το πώς να πείσουν ένα απείθαρχο κοινό να παραιτηθεί από τα δικαιώματα των εργαζομένων και να εφαρμόσει αντισυνδικαλιστικές πολιτικές. Το εκπαιδευτικό υλικό θρηνούσε ότι η λαϊκή γνώμη απέναντι στις προτεινόμενες μεταρρυθμίσεις ήταν συντριπτικά αρνητική, αλλά παρείχε στρατηγικές μηνυμάτων για να παραπλανήσει τους Ουκρανούς ώστε να τις υποστηρίξουν.

Ενώ τα δικαιώματα των εργαζομένων πρόκειται να καταργηθούν στη “νέα Ουκρανία”, αντίθετα το Εθνικό Σχέδιο Ανάκαμψης στοχεύει να βοηθήσει τις επιχειρήσεις και τους πλούσιους με τη μείωση των φόρων. Το σχέδιο κατήγγειλε ότι το 40% του ΑΕΠ της Ουκρανίας προέρχεται από φορολογικά έσοδα, κάνοντας λόγο για “μάλλον υψηλή φορολογική επιβάρυνση” σε σύγκριση με το πρότυπο παράδειγμα της Νότιας Κορέας. Έτσι, ζητούσε να “μετασχηματιστεί η φορολογική υπηρεσία” και “να επανεξεταστούν οι δυνατότητες μείωσης του μεριδίου των φορολογικών εσόδων στο ΑΕΠ“. Στο όνομα της “ολοκλήρωσης της ΕΕ και της πρόσβασης στις αγορές“, πρότεινε επίσης “την κατάργηση των δασμών και των μη δασμολογικών μη τεχνικών εμποδίων για όλα τα ουκρανικά προϊόντα“, ενώ ταυτόχρονα ζητούσε να “διευκολυνθεί η προσέλκυση ΑΞΕ [άμεσων ξένων επενδύσεων] για να έρθουν οι μεγαλύτερες διεθνείς εταιρείες στην Ουκρανία“, με “ειδικά επενδυτικά κίνητρα” για τις ξένες εταιρείες.

Εκτός από το εθνικό σχέδιο ανάκαμψης και τη στρατηγική ενημέρωση, στο συνέδριο για την ανάκαμψη της Ουκρανίας τον Ιούλιο του 2022 παρουσιάστηκε έκθεση που εκπονήθηκε από την εταιρεία Economist Impact, μια εταιρεία παροχής εταιρικών συμβουλών που ανήκει στον όμιλο Economist. Το Ukraine Reform Tracker πίεζε να “αυξηθούν οι άμεσες ξένες επενδύσεις” από διεθνείς εταιρείες και όχι να επενδυθούν πόροι σε κοινωνικά προγράμματα για τον ουκρανικό λαό. Η έκθεση Tracker τόνισε τη σημασία της ανάπτυξης του χρηματοπιστωτικού τομέα και ζήτησε την “κατάργηση των υπερβολικών κανονισμών” και των δασμών. Ζήτησε την περαιτέρω “απελευθέρωση της γεωργίας” για την “προσέλκυση ξένων επενδύσεων και την ενθάρρυνση της εγχώριας επιχειρηματικότητας“, καθώς και “διαδικαστικές απλουστεύσεις“, ώστε “να διευκολυνθούν οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις” να “επεκταθούν αγοράζοντας και επενδύοντας σε κρατικά περιουσιακά στοιχεία“, “διευκολύνοντας έτσι την είσοδο των ξένων επενδυτών στην αγορά μετά τις συγκρούσεις“.

Το URT παρουσίασε τον πόλεμο ως μια ευκαιρία για να επιβάλει την ανάληψη της εξουσίας από το ξένο κεφάλαιο. “Η μεταπολεμική στιγμή μπορεί να αποτελέσει μια ευκαιρία για την ολοκλήρωση της δύσκολης μεταρρύθμισης της γης με την επέκταση του δικαιώματος αγοράς γεωργικής γης σε νομικά πρόσωπα, συμπεριλαμβανομένων των ξένων“, ανέφερε η έκθεση. “Το άνοιγμα του δρόμου για την εισροή διεθνούς κεφαλαίου στην ουκρανική γεωργία θα ενισχύσει πιθανότατα την παραγωγικότητα σε ολόκληρο τον τομέα, αυξάνοντας την ανταγωνιστικότητά του στην αγορά της ΕΕ“, προστίθεται. “Μόλις τελειώσει ο πόλεμος, η κυβέρνηση θα πρέπει επίσης να εξετάσει την ουσιαστική μείωση του μεριδίου των κρατικών τραπεζών, με την ιδιωτικοποίηση της Privatbank, του μεγαλύτερου δανειστή της χώρας, και της Oshchadbank, ενός μεγάλου επεξεργαστή συντάξεων και κοινωνικών πληρωμών“, επέμεινε.

Αλλού υπάρχουν λιγότερο σαφείς πολιτικές υπέρ του κεφαλαίου που προσφέρονται από ημι-κεϋνσιανούς δυτικούς οικονομολόγους. Σε μια πρόσφατη συλλογή του Κέντρου Ερευνών Οικονομικής Πολιτικής (Center for Economic Policy Research, CEPR), διάφοροι οικονομολόγοι πρότειναν Μακροοικονομικές Πολιτικές για την Ουκρανία εν Καιρώ Πολέμου (Macroeconomic Policies for Wartime Ukraine). Σε αυτό οι συγγραφείς “τονίζουν εξαρχής ότι η κρίση της Ουκρανίας δεν αποτελεί σκηνικό για ένα τυπικό πρόγραμμα μακροοικονομικής προσαρμογής” δηλαδή όχι τις συνήθεις απαιτήσεις του ΔΝΤ για δημοσιονομική λιτότητα και ιδιωτικοποιήσεις. Αλλά μετά από πολλές σελίδες, γίνεται σαφές ότι οι προτάσεις τους διαφέρουν ελάχιστα από εκείνες του URC. Όπως λένε “ο στόχος θα πρέπει να είναι η επιδίωξη μιας εκτεταμένης ριζικής απορρύθμισης της οικονομικής δραστηριότητας, η αποφυγή των ελέγχων των τιμών, η διευκόλυνση της αντιστοίχισης εργασίας και κεφαλαίου και η ενίσχυση της διαχείρισης των κατασχεμένων ρωσικών και άλλων περιουσιακών στοιχείων που υπόκεινται σε κυρώσεις“.

Έτσι θα ολοκληρωθεί η κατάληψη της Ουκρανίας από το κεφάλαιο (κυρίως το ξένο) και η Ουκρανία θα μπορέσει να αρχίσει να αποπληρώνει τα χρέη της και να προσφέρει νέα κέρδη στον δυτικό ιμπεριαλισμό.