Βενεζουέλα: κριτική συμπαράσταση σε ένα εγχείρημα που εμπνέει
του Κώστα Κατσαρέα
Την Κυριακή, 6 Δεκέμβρη ο λαός της Βενεζουέλας διαμόρφωσε με την ψήφο του την σύνθεση της νέας Εθνοσυνέλευσης, η οποία -κατά την συνταγματική πρόβλεψη- θα νομοθετεί για τα επόμενα πέντε χρόνια. Ο κυβερνητικός συνασπισμός των προοδευτικών δυνάμεων υπό το Ενωμένο Σοσιαλιστικό Κόμμα (PSUV) και τον Νικολάς Μαδούρο κατήγαγε συντριπτική νίκη, συγκεντρώνοντας ποσοστό που άγγιξε το 70% των ψήφων. Ακολούθησαν με 28% οι πιο μετριοπαθείς δυνάμεις του αντι-τσαβισμού, ενώ η νεοσύστατη Λαϊκή Επαναστατική Εναλλακτική, της οποίας ηγείται το ΚΚ Βενεζουέλας και προγραμματικά υπερασπίζεται την κληρονομιά του Τσάβες, κατόρθωσε να συσπειρώσει το ισχνό 2,7% των ψηφοφόρων και να εκλέξει μόλις έναν βουλευτή.
Ο κυβερνητικός συνασπισμός ανέκτησε τον έλεγχο της νομοθετικής εξουσίας, έπειτα από πέντε χρόνια δεξιάς κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας, της οποίας, βέβαια, την θεσμική ισχύ ο Μαδούρο είχε φροντίσει νόμιμα να περιορίσει, αξιοποιώντας ορισμένες συνταγματικές δυνατότητες. Σε αυτές τις εκλογές το αντιδραστικό τμήμα της αντιπολίτευσης, το οποίο και εκφράζει τα συμφέροντα της, διαπλεκόμενης με τον βορειοαμερικανικό ιμπεριαλισμό, ντόπιας ολιγαρχίας επέλεξε να απόσχει, επιχειρώντας μάταια να απονομιμοποιήσει την εκλογική διαδικασία, σε συνεργασία με τις ΗΠΑ και την ευρωπαϊκή γραφειοκρατία. Στο Καράκας συνέρρευσαν διεθνείς παρατηρητές, μεταξύ των οποίων και ο πρώην Ισπανός πρωθυπουργός, Χοσέ Λουίς Θαπατέρο, ο οποίος υπήρξε ένας από τους λίγους -ακόμα και στην «επικράτεια» της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας- ηγέτες της ΕΕ που ανέπτυξαν διπλωματικές σχέσεις με τις προοδευτικές κυβερνήσεις της Λατινικής Αμερικής.
Ο ηγέτης του ακροδεξιού μπλοκ είναι ο αποτυχημένος πραξικοπηματίας και αχυράνθρωπος της Ουάσινγκτον, Χουαν Γκουαϊδό… Καθόλου άγνωστος δεν μας είναι ο κύριος αυτός, αφού η κατάσταση στην Λατινική Αμερική και ιδιαίτερα στην Βενεζουέλα, αναδεικνύεται συχνά στο πλαίσιο της εγχώριας δημόσιας συζήτησης σε ζήτημα ιδεολογικής αιχμής. Μάλιστα ο Γκουαϊδό είχε μιλήσει προ μηνών και στο Athens Democracy Forum, ως προσκεκλημένος του Κώστα Μπακογιάννη… Ο δήμαρχος, σε μια εκδήλωση η οποία, σημειωτέον, διεξήχθη υπό την αιγίδα της Προέδρου της Δημοκρατίας, απέδειξε τις δημοκρατικές του ευαισθησίες, κρίνοντας ότι ένας επίδοξος πραξικοπηματίας νομιμοποιείται να μιλήσει για την δημοκρατία. Μην ξεχνάμε βέβαια ότι μια από τις πρώτες διπλωματικές ενέργειες της κυβέρνησης Μητσοτάκη (λίγες ημέρες μόνο μετά την ανάληψη των καθηκόντων της) ήταν να αναγνωρίσει τον Γκουαϊδό ως μεταβατικό πρόεδρο, ενώ λίγους μήνες αργότερα διορίστηκε στο Μαξίμου σύμβουλος για θέματα Λατινικής Αμερικής ο Ιάσονας Πιπίνης, δημοσιογράφος με ρίζες από το Περού, ο οποίος έχει συμβάλει καθοριστικά με βιβλία και ντοκιμαντέρ στην χυδαία προπαγάνδα των κυρίαρχων ΜΜΕ με θύματα δημοκρατικά εκλεγμένους ηγέτες -όπως ο Μαδούρο ή ο Μοράλες στην Βολιβία.
Ο Γκουαϊδό βυθίζεται σταδιακά στην ανυποληψία, ωστόσο ούτε οι πραξικοπηματικές μεθοδεύσεις των ντόπιων αντιδραστικών δυνάμεων πρόκειται να σταματήσουν, ούτε βέβαια και η προσπάθεια των ΗΠΑ να ανακτήσουν τον έλεγχο της «πίσω αυλής» τους. Η απειλή «ανθρωπιστικής» επέμβασης είναι διαρκής, εντούτοις τέτοιες νίκες στέλνουν ένα μήνυμα αντίστασης, παρά τη χαμηλή συμμετοχή (μόλις 30%), οι οποία εν πολλοίς οφείλεται στην πανδημία και λιγότερο στο μποϊκοτάζ της αντιδραστικής αντιπολίτευσης, ενώ μπορεί να αποδοθεί και στην μορφή του πολιτεύματος της Βενεζουέλας (προεδρική δημοκρατία), αφού διαχρονικά έχει παρατηρηθεί ότι οι πολίτες ασχολούνται κυρίως με τις προεδρικές εκλογές, παραγνωρίζοντας την σημασία των βουλευτικών.
Παράλληλα είναι κρίσιμο και πολιτικά χρήσιμο να διακρίνουμε τη δημοκρατική δεξιά αντιπολίτευση που συμμετείχε στις εκλογές από τις ακροδεξιές δυνάμεις που υπηρετούν απροκάλυπτα τον αμερικανικό ιμπεριαλισμό, χωρίς αυτό βέβαια να την καθιστά αθώα του αίματος. Η μετριοπαθής αυτή έκφραση του αντι-τσαβισμού, προσλαμβάνει μεν αντιιμπεριαλιστικό περιεχόμενο, καθως οι εκπρόσωποί της συντάσσονται στις διακηρύξεις για εθνική ανεξαρτησία, αλλά και στην καταδίκη των αμερικανικών κυρώσεων με τις δυνάμεις της μπολιβαριανής διαδικασίας, όπως έχει αποκληθεί το ριζοσπαστικό εγχείρημα. Συνειδητοποιεί -ωστόσο- κανείς ποσό κίβδηλος είναι αυτός ο αντιιμπεριαλισμός, αφού απορρέει κυρίως από την πρόθεση ενός τμήματος της βενεζουελάνικης αστικής τάξης να διεκδικήσει καλύτερη θέση στον διεθνή καταμερισμό, σε ένα πλαίσιο ενίσχυσης της διπλωματικής και οικονομικής συνεργασίας με την Κίνα και την Ρωσία, στην οποία έχει ούτως ή άλλως στηριχθεί η εξωτερική πολιτική του τσαβισμού. Ως εκ τούτου, η Λατινική Αμερική αποτελεί κι ένα πεδίο κρίσιμων γεωπολιτικών αντιθέσεων, αφού δοκιμάζει στην πράξη την μεγάλη ενδοϊμπεριαλιστική σύγκρουση μεταξύ Δύσης και Κίνας-Ρωσίας.
Η νίκη λοιπόν των δυνάμεων της επανάστασης, που εμπνέεται από τον αντιαποικιοκρατικό αγώνα του απελευθερωτή των λαών της Λατινικής Αμερικής, Σιμόν Μπολίβαρ, ο οποίος ηγήθηκε των κινημάτων που συγκρούστηκαν με την Ισπανική Αυτοκρατορία στις αρχές του 19ου αιώνα, σηματοδοτεί την συνέχεια του αγώνα του λαού της Βενεζουέλας για εθνική κυριαρχία, δημοκρατία και κοινωνική δικαιοσύνη. Η άνοδος αριστερών κυβερνήσεων στην Λατινική Αμερική μέσα από την ενίσχυση και την οργανωτική ανάπτυξη των κινημάτων, τόσο στην πιο συστημική εκδοχή τους στην Χιλή, στην Αργεντινή και την Βραζιλία όσο και στην πιο ριζοσπαστική, στην Βενεζουέλα και στην Βολιβία, έχει καταγραφεί στην διεθνή βιβλιογραφία ως «ροζ κύμα» (“pink tide”, πιο εύστοχα «ροζ πλημμυρίδα»).
Σημειολογικά βέβαια η υιοθέτηση του όρου αυτού είναι λίγο δυσοίωνη, αφού μετά την πλημμυρίδα αναμένει κανείς την άμπωτη… Άρα μήπως υπονοείται ότι η «ροζ πλημμυρίδα» ως άνοδος των προοδευτικών δυνάμεων εγγράφεται σε έναν κύκλο φυσικής εναλλαγής των συσχετισμών κι άρα ακολουθείται από μια άμπωτη συντήρησης; Πράγματι, οι συντηρητικές δυνάμεις φάνηκε τα τελευταία χρόνια να κλιμακώνουν την επίθεσή τους, ιδιαίτερη με την εκλογή του νεοφασίστα Μπολσονάρου στην Βραζιλία, την συντηρητική στροφή του διαδόχου τού Ραφαέλ Κορέα, Λένιν Μορένο, στο Εκουαδόρ καθώς και το πραξικόπημα στην Βολιβία.
Το κλίμα ωστόσο φαίνεται να αντιστρέφεται και ο προοδευτικός κόσμος έχει λόγους να αισιοδοξεί: οι μαζικές κινητοποιήσεις του λαού της Χιλής απέδωσαν και τον Απρίλιο πρόκειται να εκλέξουν συντακτική Εθνοσυνέλευση, ο πρόεδρος Μάκρι στην Αργεντινή, ο οποίος επανέφερε τις νεοφιλελεύθερες συνταγές που καταβαράθρωσαν την αργεντίνικη οικονομία το 2001, ηττήθηκε εμφατικά από την επάνοδο του κιρχνερισμού με τον νέο πρόεδρο, Αλμπέρτο Φερνάντες, να πετυχαίνει πριν από λίγους μήνες αναδιάρθρωση του δημοσίου χρέους, το οποίο εξετίναξε ο προκάτοχός του, αν και το είχε παραλάβει ρυθμισμένο. Οι ευοίωνες εξελίξεις συνεχίζονται με την ήττα των πραξικοπηματιών στην Βολιβία και την εκ νέου εδραίωση του MAS στην εξουσία και φυσικά την νίκη του τσαβισμού στην Βενεζουέλα. Αυτά τα εγχειρήματα ριζικού εκδημοκρατισμού και κοινωνικού μετασχηματισμού με έμφαση στην Βενεζουέλα και την Βολιβία, αξίζει να απασχολούν τον ριζοσπαστικά προβληματιζόμενο προοδευτικό κόσμο και στην Ευρώπη. Η κριτική αποτίμηση της ιστορικής εμπειρίας γεννά καίρια συμπεράσματα που τροφοδοτούν την πολιτική πράξη και τον κινηματικό αναστοχασμό, καθώς συνυφαίνονται με την προσπάθεια διαμόρφωσης ενός νέου, ευνοϊκότερου διεκδικητικού περιβάλλοντος.
Με αφορμή λοιπόν την νίκη της συμμαχίας των δυνάμεων υπό τον Μαδούρο έχει ενδιαφέρον να διερευνήσει κανείς τις αιτίες της οξείας κρίσης που μαστίζει την Βενεζουέλα, ιδιαίτερα μετά τον θάνατο του Τσάβες. Διατεταγμένοι υπηρέτες της αμερικανικής ηγεμονίας και της νεοφιλελεύθερης κυριαρχίας, αξιοποιώντας την μιντιακή τους υπεροπλία οργανώνουν χυδαία προπαγάνδα και κατηγορούν τον σοσιαλισμό για τα προβλήματα της Βενεζουέλας, προωθώντας παράλληλα και το μύθευμα περί ανεπτυγμένης και ευημερούσας Βενεζουέλας πριν από την Μπολιβαριανή Επανάσταση. Όσοι όμως έχουν μελετήσει την ιστορία της Βενεζουέλας γνωρίζουν πως τα πράγματα έγιναν αρκετά διαφορετικά.
Οι «θεραπείες σοκ» που εφάρμοζε κατά την δεκαετία του ’80 ο δικομματισμός της νεοφιλελεύθερης συναίνεσης σε όλη την Λατινική Αμερική, ακολουθώντας τις επιταγές του ΔΝΤ, με την ταυτόχρονη απομύζηση του ορυκτού πλούτου της Βενεζουέλας από τις αμερικανικές πολυεθνικές, όξυνε τις κοινωνικές αντιθέσεις, με αποτέλεσμα ο λαός που υπέφερε από την φτώχεια -στα μέσα της δεκαετίας του ’90- να κινητοποιηθεί και να διεκδικήσει μαζικά και οργανωμένα. Οι διεκδικήσεις αυτές πολιτικά εκφράστηκαν από τον Ούγκο Τσάβες, ο οποίος κατόρθωσε να συσπειρώσει μια σειρά αναδυόμενων πολιτικών σχηματισμών, εξασφαλίζοντας παράλληλα και την υποστήριξη του ΚΚ Βενεζουέλας. Ο Τσάβες εξελέγη Πρόεδρος τον Οκτώβρη του 1998, επιδιώκοντας να δημιουργήσει τις κοινωνικές προϋποθέσεις για την οικοδόμηση μιας πραγματικής, ουσιαστικής δημοκρατίας, στην οποία θα πρωταγωνιστούν οι εργαζόμενες λαϊκές τάξεις. Συνεκλήθη συντακτική Εθνοσυνέλευση, η οποία ψήφισε νέο, εργατικό Σύνταγμα δια του οποίου αποκαταστάθηκε η εθνική ανεξαρτησία. Απομακρύνθηκαν όλες οι ξένες στρατιωτικές βάσεις και το πετρέλαιο εθνικοποιήθηκε.
Η Βενεζουέλα, ως η χώρα με τα μεγαλύτερα αποθέματα πετρελαίου στον κόσμο, κατάφερε με τα έσοδα από την αξιοποίησή του να χρηματοδοτήσει κοινωνικά προγράμματα συστηματικής καταπολέμησης της φτώχειας και εξάλειψης του αναλφαβητισμού, συγκροτήθηκε δημόσιο υγειονομικό και εκπαιδευτικό σύστημα, ενώ δόθηκε δραστική λύση και στη χρόνια στεγαστική κρίση με τον Τσάβες να χτίζει εργατικές κατοικίες ακόμα και στα ακριβά προάστια του Καράκας. Η ρητορεία του Τσάβες ριζοσπαστικοποιήθηκε και φτάσαμε μέχρι και σε διακηρύξεις για «σοσιαλισμό του 21ου αιώνα». Σε μια περίοδο αύξησης της τιμής των πρώτων υλών και πολύ περισσότερο του πετρελαίου, λόγω και της ανάπτυξης της κινεζικής οικονομίας, τα έσοδα της εθνικοποιημένης πετρελαϊκής βιομηχανίας αρκούσαν, για να υποστηρίξουν τις αναδιανεμητικές πολιτικές υπέρ των ασθενέστερων, οι οποίες θα λέγαμε ότι ενύλωσαν και την σημαντική διεύρυνση των δημοκρατικών δικαιωμάτων.
Με το ξέσπασμα της χρηματοπιστωτικής κρίσης του 2008 και την κατακόρυφη πτώση των τιμών του πετρελαίου λίγα χρόνια αργότερα σε συνδυασμό και με τον διαρκή οικονομικό αποκλεισμό, που είχαν επιβάλει οι ΗΠΑ, αποδείχθηκε ποσό ευάλωτη ήταν πραγματικά μια οικονομία που βασιζόταν αποκλειστικά στην εξαγωγή πετρελαίου. Το άτολμο δηλαδή οικονομικό πρόγραμμα του Τσάβες περιορίστηκε στην εθνικοποίηση του πετρελαίου, χωρίς να επεκταθεί στην εθνικοποίηση κι άλλων στρατηγικής σημασίας επιχειρήσεων. Εμπόριο και διανομή τροφίμων και ειδών πρώτης ανάγκης ,για παράδειγμα, συνεχίζουν να ελέγχονται από ιδιώτες, οι οποίοι για να υπονομεύσουν το καθεστώς και τις λαϊκές κατακτήσεις προκαλούν τεχνητές ελλείψεις. Ιδιαίτερα σε προεκλογικές περιόδους παρατηρούνται σημαντικές ελλείψεις, οι οποίες πρέπει να εξετάζονται πάντοτε σε σχέση με τα επίπεδα της παραγωγής την αντίστοιχη περίοδο. Προϊόντα δηλαδή που συνεχίζουν να παράγονται κανονικά, δεν κυκλοφορούν στην αγορά. Επιπλέον, λόγω των κυρώσεων και του οικονομικού αποκλεισμού, η Βενεζουέλα αναγκάζεται να εισάγει φάρμακα από την Κίνα. Σημαντικές συναλλαγές που αφορούν στις προμήθειες φαρμάκων, συνδέονται με το διεθνές χρηματοπιστωτικό σύστημα, το οποίο ελέγχεται κυρίως από τις ΗΠΑ. Αυτοί λοιπόν που κυρίως ευθύνονται για όλες αυτές τις σοβαρές ελλείψεις, δηλαδή η ντόπια ολιγαρχία και οι ΗΠΑ, συκοφαντούν την κυβερνητική πολιτική, επειδή απλώς περιόρισε την ασύδοτη κερδοφορία τους, που οδηγούσε στην φτωχοποίηση της κοινωνικής πλειοψηφίας.
Αναγνωρίζοντας την αδυναμία υλοποίησης ενός ριζοσπαστικότερου οικονομικού προγράμματος, πρέπει να αναφερθούμε και στην προβληματική νομισματική πολιτική που χάραξε ο Τσάβες και ακόμα δεν έχει επαναπροσδιορίσει ο Μαδούρο. Η πρακτική της σταθερής συναλλαγματικής ισοτιμίας, την οποία κυβερνητικοί αξιωματούχοι χαρακτηρίζουν μάλιστα κι ως σοσιαλιστική, μάλλον νεοφιλελεύθερες «συνταγές» θυμίζει, αφού ιστορικά έχει προωθηθεί από το ΔΝΤ, για να προστατεύονται οι ξένοι επενδυτές. Η εμμονή αυτή στη σταθερή συναλλαγματική ισοτιμία οδήγησε στην δημιουργία μαύρης αγοράς συναλλάγματος, η οποία υποδαυλίζει τον καλπάζοντα πληθωρισμό. Οι λαθρέμποροι εκμεταλλεύονται και τις κεντρικά ελεγχόμενες τιμές των ειδών πρώτης ανάγκης, τα οποία προμηθεύονται σε μεγάλες ποσότητες και τα εξάγουν στην γειτονική Κολομβία, πουλώντας τα σε τιμές τουλάχιστον κατά 40% υψηλότερες από όσο τα αγόρασαν.
Αντιλαμβανόμαστε ως εκ τούτου ότι το πετρέλαιο αν και χρηματοδότησε τις κοινωνικές πολιτικές του Τσάβες, απέβη εν τελεί μοιραίο, αφού η κατάρρευση της τιμής του στις διεθνείς αγορές, οδήγησε και στην κατάρρευση της βενεζουελάνικης οικονομίας. Αυτή η ιδιότυπη μονοκαλλιέργεια υπονόμευσε και το σχέδιο διεύρυνσης της παραγωγικής βάσης κι αν συνυπολογίσει κανείς και το χαμηλό επίπεδο ειδίκευσης το Βενεζουελάνων εργατών, κατανοεί το αδιέξοδο στο οποίο περιήλθε η διαδικασία του μετασχηματισμού.
Το πρόβλημα όμως είναι ακόμη βαθύτερο και θα ήταν μεθοδολογικά ασύγγνωστο να αποδοθεί απλώς στην διαχειριστική ατολμία του Τσάβες και του Μαδούρο. Οφείλει κανείς να αναζητήσει την ρίζα του προβλήματος στις επαγγελίες για «σοσιαλισμό του 21ου αιώνα», ένα ιδεολόγημα που φαίνεται να προσπαθεί να επιβεβαιώσει με τον πιο τραγικό τρόπο τον Φουκουγιάμα, αλλά και κάθε αντίληψη που προωθεί ότι ο καπιταλισμός αποτελεί το τελευταίο ιστορικό στάδιο ιδεολογικής εξέλιξης της ανθρωπότητας. Είναι δεδομένο ότι οι μεταρρυθμιστικές πολιτικές του τσαβισμού και ευρύτερα του μπολιβαριανού ριζοσπαστισμού ανακούφισαν τους λαούς της Λατινικής Αμερικής και απελευθέρωσαν την περιοχή από τον βρόχο του βορειοαμερικανικού ιμπεριαλισμού, δεν έγιναν όμως αντιληπτά τα δομικά αίτια της κρίσης. Η κριτική εστιάστηκε στην αποτυχία της νεοφιλελεύθερης διαχείρισης και η σύγκρουση είχε απλώς αντι-νεοφιλελεύθερο περιεχόμενο, με αποτέλεσμα να μην θιγεί η ουσία της ταξικής καταπίεσης. Ο Τσάβες και όλοι όσοι πίστεψαν στην -αντί-μαρξιστική- ιδέα του «σοσιαλισμού του 21ου αιώνα», πρόταξαν ένα κορπορατιστικό, επι της ουσίας, μοντέλο οργάνωσης της κοινωνίας, στο πλαίσιο του οποίου -υποτίθεται ότι- καθίσταται εφικτή η άρση της ταξικής σύγκρουσης, μέσα από κοινωνική συνεννόηση και διαταξική συνεργασία. Το ιδεολογικό αυτό ρεύμα θα λέγαμε ότι ισορροπεί μεταξύ της κλασικής-κεϋνσιανής σοσιαλδημοκρατίας των πρώτων μεταπολεμικών δεκαετιών και της ρεφορμιστικής στρατηγικής του ευρωκομμουνισμού. Κατά κάποιο τρόπο ο τσαβισμός χειραγωγεί τον λαό, επαγγελλόμενος μια διαρκή επανάσταση και αναπτύσσει μια ιδιαίτερη λαϊκιστική πρακτική, επαναστατικού πατερναλισμού, η οποία θέτει όρια στην ταξική συνειδητοποίηση και εν τελεί καθιστά το δυνάμει επαναστατικό υποκείμενο έρμαιο της βούλησης του ηγέτη.
Από την εμπειρία της Λατινικής Αμερικής επιβεβαιώνονται πολιτικά ορισμένα κρίσιμα θεωρητικά συμπεράσματα τα οποία θα επιχειρήσω να συνοψίσω.
Η διεύρυνση της λαϊκής συμμετοχής, μέσα από την θεσμική εμβάθυνση της δημοκρατίας είναι διαλεκτικά δεμένη με την εφαρμοζόμενη οικονομική πολιτική. Η δημοκρατική ποιότητα προϋποθέτει μια ρωμαλέα οικονομία, στο πλαίσιο της οποίας ο πλούτος αναδιανέμεται σε όφελος των αδύναμων και καταπιεσμένων, ενώ παράλληλα θεσπίζεται εργατικός έλεγχος και αυτοδιαχείριση στην παραγωγή. Κάπου εδώ πρέπει να ληφθεί υπόψη τόσο το επίπεδο των παραγωγικών δυνάμεων όσο και το μορφωτικό επίπεδο των εργαζομένων, παράγοντες καθοριστικοί τόσο για την διεύρυνση της παραγωγικής βάσης όσο και για την διεύρυνση του λαϊκού ελέγχου, στο πολιτικό πεδίο. Βέβαια εγχειρήματα σαν αυτό της Βενεζουέλας συμβάλλουν ακριβώς σε αυτήν την κατεύθυνση αναβάθμισης του μορφωτικού επιπέδου των εργαζομένων και συσσώρευσης της απαραίτητης πολιτικής πείρας και φυσικά παρά τις στρεβλώσεις δεν παύουν να αποτελούν νησίδες αντίστασης.
Τέλος, θεωρώ πως η περίπτωση της Βενεζουέλας, μέσα από τα πισωγυρίσματα και τις αντιφάσεις της, αποκαλύπτει με ενάργεια και την σχέση πατριωτικού και ταξικού. Ο αγώνας για εθνική κυριαρχία στην καπιταλιστική περιφέρεια μπορεί να οργανωθεί μόνο σε σύγκρουση με τους ιμπεριαλιστικούς μηχανισμούς και κατ’ επέκταση ο συνεπής αντιιμπεριαλιστικός αγώνας προσλαμβάνει διεθνιστικό περιεχόμενο, ατενίζοντας τον σοσιαλισμό.
Ας συμπαρασταθούμε στον αγώνα των λαών της Λατινικής Αμερικής για εθνική κυριαρχία κι ας μάθουμε από τα λάθη τους… Γιατί αλλάζουν οι καιροί.
ΥΓ. Για όσους ενδιαφέρονται για τα θέματα της Λατινικής Αμερικής και ειδικότερα για την επόμενη μέρα στην Βενεζουέλα, μετά τις εκλογές, απόψε διοργανώνεται σχετική διαδικτυακή συζήτηση, με εκλεκτούς εισηγητές… Όσοι πιστοί, συνδεθείτε εδώ.
Προτεινόμενη βιβλιογραφία
Ξενόγλωσση:
- Ciccariello-Maher, G. (2016), Building the Commune: Radical Democracy in Venezuela. Verso books, Λονδίνο.
- Wilpert, G. (2007), Changing Venezuela by Taking Power: The History and Policies of the Chavez Government. Verso books, Λονδίνο.
- Panizza, F. (2009), Contemporary Latin America: Development and Democracy beyond the Washington Consensus: The Rise of the Left. Zed Books Ltd., Λονδίνο.
- Azzelini, D. (2018), Communes and Workers Control in Venezuela: Building 21st Century Socialism from Below, Haymarket Books, Σικάγο.
Ελληνόγλωσση:
- Καλτσώνης, Δ. (2009), Το δίλημμα της μπολιβαριανής δημοκρατίας. Ξιφαράς, Αθήνα
- Ροδρίγες Αράκε, Α. & Μούγερ Ρόχας, Α. (2009), Ο σοσιαλισμός της Βενεζουέλας και το κόμμα που θα τον προωθήσει. ΚΨΜ., Αθήνα.
- Αλί, Τ. (2009), Οι πειρατές της Καραϊβικής: Άξονας ελπίδας. Άγρα, Αθήνα.
- Κλάιν, Ν. (2010), Το Δόγμα του Σοκ. Λιβάνης, Αθήνα.
- Σταυρακάκης, Γ., Νικήσιανης, Ν., Κιουπκιολής, Α., Κατσαμπέκης, Γ., & Σιώμος, Θ. (2017). Λαϊκίστικος λόγος και δημοκρατία. Ελληνική Επιθεώρηση Πολιτικής Επιστήμης, 43, 56-61.