
των John Bellamy Foster και Gabriel Rockhill*
μετ. Δημήτρης Κούλος
επιμ. Διονύσης Περδίκης
από τη Μηνιαία Επιθεώρηση (Monthly Review, 1η Μαρτίου, 2025)
Gabriel Rockhill: Θα ήθελα να ξεκινήσω αυτή τη συζήτηση διευθετώντας, πρώτα και κύρια, μια παρανόηση σχετικά με τον Δυτικό Μαρξισμό, η οποία ξέρω ότι μας απασχολεί αμοιβαίως. Ο Δυτικός Μαρξισμός δεν είναι ισοδύναμος με τον Μαρξισμό στη Δύση. Αντίθετα, είναι μια συγκεκριμένη εκδοχή του Μαρξισμού που, για πολύ υλικούς λόγους, αναπτύχθηκε στον αυτοκρατορικό πυρήνα, όπου υπάρχει σημαντική ιδεολογική πίεση για συμμόρφωση με τις επιταγές του. Ως κυρίαρχη ιδεολογία όσον αφορά τον Μαρξισμό, καθορίζει τις ζωές όσων εργάζονται στον αυτοκρατορικό πυρήνα και, κατ’ επέκταση, στα καπιταλιστικά κράτη σε όλο τον κόσμο, αλλά δεν καθορίζει αυστηρά τη μαρξιστική επιστήμη και οργάνωση σε αυτές τις περιοχές. Η απλούστερη απόδειξη γι’ αυτό είναι το γεγονός ότι δεν αυτοπροσδιοριζόμαστε ως Δυτικοί Μαρξιστές, παρόλο που είμαστε μαρξιστές που εργάζονται στη Δύση, όπως ακριβώς και ο Ιταλός φιλόσοφος Ντομένικο Λοζούρντο, του οποίου ο Δυτικός Μαρξισμός εκδόθηκε πρόσφατα από τον εκδοτικό οίκο Monthly Review Press. Ποιες είναι οι σκέψεις σας σχετικά με τη σχέση μεταξύ του «Δυτικού Μαρξισμού» και του «Μαρξισμού στη Δύση»;
John Bellamy Foster: Δεν μου αρέσει ο όρος «Δυτικός Μαρξισμός», εν μέρει επειδή υιοθετήθηκε ως μορφή αυτοπροσδιορισμού από στοχαστές που απορρίπτουν όχι μόνο τον Σοβιετικό Μαρξισμό, αλλά και μεγάλο μέρος του κλασικού Μαρξισμού του Καρλ Μαρξ και του Φρέντερικ Ένγκελς, καθώς και τον Μαρξισμό του παγκόσμιου Νότου. Ταυτόχρονα, πολύ μεγάλα τμήματα του Μαρξισμού στη Δύση, συμπεριλαμβανομένων των πιο υλιστικών, πολιτικο-οικονομικών και ιστορικών αναλύσεων, έτειναν να αποκλείονται από αυτό το είδος του αυτοπροσδιοριζόμενου Δυτικού Μαρξισμού, ο οποίος παρ’ όλα αυτά παρουσιάστηκε ως ο κριτής της μαρξιστικής σκέψης και κυριάρχησε στη μαρξολογία. Συνήθως, αντιμετωπίζοντας το ζήτημα του Δυτικού Μαρξισμού θεωρητικά, επισημαίνω ότι αυτό με το οποίο έχουμε να κάνουμε είναι μια συγκεκριμένη φιλοσοφική παράδοση. Αυτό ξεκίνησε με τον Μωρίς Μερλώ- Ποντύ (και όχι με τον Γκέοργκ Λούκατς, όπως συνήθως υποτίθεται), και χαρακτηρίστηκε από την εγκατάλειψη της έννοιας της διαλεκτικής της φύσης που συνδέεται με τον Ένγκελς (αλλά και με τον Μαρξ). Αυτό σήμαινε ότι η έννοια του Δυτικού Μαρξισμού απομακρύνθηκε συστηματικά από έναν οντολογικό υλισμό με μαρξιστικούς όρους και στράφηκε προς τον ιδεαλισμό, ο οποίος ταίριαζε καλά με την υποχώρηση από τη διαλεκτική της φύσης.
Επιπλέον, αν και δεν αποτελούσε μέρος του αυτοπροσδιορισμού του Δυτικού Μαρξισμού, αλλά σωστά τονίστηκε από τον Λοζούρντο, ήταν η υποχώρηση από την κριτική του ιμπεριαλισμού και το όλο πρόβλημα του επαναστατικού αγώνα στον τρίτο κόσμο ή τον Παγκόσμιο Νότο. Από αυτή την άποψη, οι αυτοπροσδιοριζόμενοι Δυτικοί Μαρξιστές έτειναν προς μια Ευρωκεντρική προοπτική, αρνούμενοι συχνά τη σημασία του ιμπεριαλισμού, και έτσι μπορούμε να μιλήσουμε για έναν Δυτικό Ευρωκεντρικό Μαρξισμό.
Έτσι, όταν ασχολούμαι με αυτά τα ζητήματα, τείνω να τονίζω αυτές τις δύο πτυχές, δηλαδή (1) μια Δυτική Μαρξιστική φιλοσοφική παράδοση που απέρριψε τη διαλεκτική της φύσης και τον οντολογικό υλισμό, διαχωρίζοντας έτσι τον εαυτό της τόσο από τον κλασικό Μαρξισμό του Μαρξ όσο και του Ένγκελς, και (2) έναν Δυτικό Ευρωκεντρικό Μαρξισμό, που απέρριψε την έννοια του ιμπεριαλιστικού σταδίου του καπιταλισμού (και του μονοπωλιακού καπιταλισμού) και υποβάθμισε τη σημασία των επαναστατικών αγώνων του τρίτου κόσμου και των νέων επαναστατικών ιδεών που δημιούργησαν. Ο Μαρξισμός, σε αυτή τη στενή Δυτική Μαρξιστική ενσάρκωση, έγινε έτσι ένα απλό ακαδημαϊκό πεδίο που ασχολείται με τον κύκλο της πραγμοποίησης, ή με δομές χωρίς υποκείμενο: η ίδια η άρνηση μιας φιλοσοφίας της πράξης.
GR: Πράγματι, αυτά είναι σημαντικά χαρακτηριστικά του λεγόμενου Δυτικού Μαρξισμού, ο οποίος συμφωνώ ότι είναι μια έκφραση που μπορεί εύκολα να προσφέρεται για παρεξηγήσεις. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο, κατά τη γνώμη μου, η διαλεκτική προσέγγιση είναι τόσο σημαντική: μας επιτρέπει να είμαστε προσεκτικοί με τις ασυνέπειες μεταξύ των απλουστευτικών εννοιών και της πολυπλοκότητας της υλικής πραγματικότητας, ενώ παράλληλα επιχειρούμε να πραγματευτούμε την τελευταία, εκλεπτύνοντας και βελτιώνοντας τις κατηγορίες της σκέψης μας και της ανάλυσης όσο το δυνατόν περισσότερο. Εκτός από τα δύο χαρακτηριστικά που επισημάνατε, θα πρόσθετα επίσης, τουλάχιστον για τον θεωρητικά προσανατολισμένο πυρήνα του Δυτικού Μαρξισμού -όπως στο έργο των κορυφαίων φωστήρων της Σχολής της Φρανκφούρτης και σε μεγάλο μέρος του μεταπολεμικού γαλλικού και βρετανικού θεωρητικού Μαρξισμού- την τάση να αποσύρεται από την πολιτική οικονομία υπέρ της πολιτισμικής ανάλυσης, καθώς και την κριτική απόρριψη πολλών, αν όχι όλων, των σχεδίων οικοδόμησης σοσιαλιστικών κρατών του πραγματικού κόσμου (η οποία, φυσικά, συμπίπτει με το δεύτερο σημείο σας).
Προσπαθώντας να προσδιορίσουμε όσο το δυνατόν ακριβέστερα το περίγραμμα του Δυτικού Μαρξισμού και τις κινητήριες δυνάμεις που τον διέπουν, θεωρώ σημαντικό να τοποθετήσουμε τη μοναδική μορφή διανοητικής παραγωγής του μέσα στις συνολικές σχέσεις θεωρητικής παραγωγής, οι οποίες και οι ίδιες φωλιάζουν στις κοινωνικές σχέσεις παραγωγής γενικότερα. Με άλλα λόγια, μια μαρξιστική ανάλυση του Δυτικού Μαρξισμού απαιτεί, σε ορισμένο βαθμό, μια ενασχόληση με την πολιτική οικονομία της παραγωγής, της κυκλοφορίας και της κατανάλωσης της γνώσης. Αυτό είναι που μας επιτρέπει να εντοπίσουμε τις κοινωνικοοικονομικές δυνάμεις που δρουν πίσω από αυτόν τον ιδιαίτερο ιδεολογικό προσανατολισμό, αναγνωρίζοντας ωστόσο, φυσικά, την ημιαυτονομία της ιδεολογίας.
Βασιζόμενος στο έργο του Μαρξ και του Ένγκελς, ο Βλαντιμίρ Ίλιτς Λένιν διέγνωσε με αιχμηρό τρόπο πώς η υλική ύπαρξη μιας «εργατικής αριστοκρατίας» στον αυτοκρατορικό πυρήνα, δηλαδή ενός προνομιούχου τομέα της παγκόσμιας εργατικής τάξης, ήταν η κινητήρια δύναμη πίσω από την τάση της Δυτικής Αριστεράς να ευθυγραμμίζεται περισσότερο με τα συμφέροντα της αστικής τάξης της παρά με το προλεταριάτο στην αποικιακή και ημιαποικιακή περιφέρεια. Μου φαίνεται ότι αν θέλουμε να πάμε στη ρίζα των πραγμάτων, τότε πρέπει να εφαρμόσουμε το ίδιο βασικό πλαίσιο για την κατανόηση των θεμελιωδών αναθεωρήσεων του Μαρξισμού από τον Δυτικό Μαρξισμό και της τάσης του να αγνοεί, να υποβαθμίζει ή ακόμα και να υποτιμά και να απορρίπτει τον επαναστατικό μαρξισμό του Παγκόσμιου Νότου, ο οποίος δεν έχει απλώς ερμηνεύσει τον κόσμο, αλλά τον έχει αλλάξει ριζικά σπάζοντας τις αλυσίδες του ιμπεριαλισμού. Δεν είναι άραγε Δυτικοί Μαρξιστές, σε γενικές γραμμές, μέλη αυτού που θα μπορούσαμε να αποκαλέσουμε διανοητική εργατική αριστοκρατία, με την έννοια ότι επωφελούνται από μερικές από τις καλύτερες υλικές συνθήκες θεωρητικής παραγωγής στον κόσμο, πράγμα που είναι εύκολο να διαπιστωθεί όταν συγκρίνεται, για παράδειγμα, με τον Μαρξισμό που ανέπτυξε ο Μάο Τσετούνγκ στην κινεζική ύπαιθρο, ο Χο Τσι Μινχ στο πολιορκημένο Βιετνάμ, ο Ερνέστο «Τσε» Γκεβάρα στη Σιέρα Μαέστρα ή άλλα τέτοια παραδείγματα; Δεν επωφελούνται, όπως η εργατική αριστοκρατία γενικότερα, από τα ψίχουλα που πέφτουν από το τραπέζι της ιμπεριαλιστικής γιορτής της άρχουσας τάξης, και αυτή η υλική πραγματικότητα δεν οριοθετεί -χωρίς να καθορίζει αυστηρά- τη στάση τους;
JBF: Το σημείο σχετικά με την απόσυρση από την πολιτική οικονομία που προσδιόρισε μεγάλο μέρος του Δυτικού Μαρξισμού είναι σημαντικό. Ξεκίνησα μεταπτυχιακές σπουδές στο Πανεπιστήμιο York στο Τορόντο στα μέσα της δεκαετίας του 1970. Είχα προηγουμένως ένα υπόβαθρο στα οικονομικά, συμπεριλαμβανομένων τόσο της νεοκλασικής οικονομίας όσο και της μαρξιστικής πολιτικής οικονομίας. Αυτά ήταν τα χρόνια κατά τα οποία η Ένωση για τη Ριζοσπαστική Πολιτική Οικονομία στις Ηνωμένες Πολιτείες είχε ηγηθεί μιας επανάστασης στα οικονομικά. Αλλά με ενδιέφεραν επίσης η κριτική θεωρία και οι εγελιανές σπουδές. Στον φιλοσοφικό τομέα είχα μελετήσει, εκτός από τον Μαρξ, τη Φαινομενολογία του πνεύματος του Γκέοργκ Βίλχελμ Φρίντριχ Χέγκελ, το μεγαλύτερο μέρος του έργου του Χέρμπερτ Μαρκούζε, τη Θεωρία της αλλοτρίωσης του Μαρξ του Ιστβάν Μέσαρος και πολλά άλλα κείμενα της κριτικής φιλοσοφίας. Έτσι, μπήκα στο μεταπτυχιακό πρόγραμμα με την προσδοκία να ακολουθήσω σπουδές τόσο στη μαρξική πολιτική οικονομία όσο και στην κριτική θεωρία. Είχα επισκεφθεί το Γιορκ το 1975, αλλά όταν έφτασα εκεί ένα χρόνο αργότερα για να ξεκινήσω τις μεταπτυχιακές μου σπουδές, ανακάλυψα με έκπληξη ότι το πρόγραμμα Κοινωνικής Πολιτικής Σκέψης στο Γιορκ (και, σε κάποιο βαθμό, η Αριστερά στο τμήμα Πολιτικών Επιστημών εκεί) είχε περάσει μέσα από μια έντονη διάσπαση που χώριζε αυτούς που αποκαλούνταν «πολιτικοί οικονομολόγοι» από τους «κριτικούς θεωρητικούς». Αυτή ήταν η εποχή κατά την οποία ορισμένα από τα κυριότερα κείμενα της Σχολής της Φρανκφούρτης από στοχαστές όπως ο Τέοντορ Αντόρνο και ο Μαξ Χορκχάιμερ γίνονταν για πρώτη φορά διαθέσιμα σε αγγλικές μεταφράσεις. Για παράδειγμα, το 1971 μεταφράστηκε στα αγγλικά το Η Έννοια της Φύσης στον Μαρξ του Άλφρεντ Σμιτ, το 1972 το Η Διαλεκτική του Διαφωτισμού των Χορκχάιμερ και Αντόρνο και το 1973 το Η Αρνητική Διαλεκτική του Αντόρνο. Αυτό όχι μόνο σήμαινε ένα είδος ενίσχυσης των συζητήσεων στο εσωτερικό του Μαρξισμού, αλλά αποτελούσε επίσης από πολλές απόψεις μια ρήξη με τον κλασικό Μαρξισμό, ο οποίος συχνά επικρίθηκε σε τέτοια έργα. Έτσι, το πρώτο πράγμα που άκουσα όταν μπήκα σε ένα μάθημα κριτικής θεωρίας ήταν ότι η διαλεκτική της φύσης ήταν απαράδεκτη. Οι πρώιμες «ανθρωπολογικές» συζητήσεις του Μαρξ σχετικά με τις αλληλεπιδράσεις της ανθρωπότητας και της φύσης απορρίφθηκαν με συνοπτικές διαδικασίες. Το μόνο μάθημα για τον Χέγκελ που διδασκόταν ήταν ο Χέγκελ του Alexandre Kojève, ο οποίος ήταν η μανία τόσο της γαλλικής Αριστεράς όσο και, παραδόξως, ορισμένων συντηρητικών στοχαστών. Εκείνα τα χρόνια επικεντρώθηκα περισσότερο στη μαρξιστική πολιτική οικονομία. Ο Μέσαρος, ο οποίος αποτέλεσε για μένα μεγάλο κίνητρο στην απόφασή μου να πάω στο York, έφυγε την ίδια χρονιά που ήρθα, λόγω της απέχθειάς του και για τις δύο πλευρές του διχασμού.
Εκείνο το πρώτο έτος στο Γιορκ, συνεργαζόμουν με έναν φιλελεύθερο καθηγητή που ήταν αυθεντία στην Κίνα. Μου ανέφερε ότι είχε μπερδευτεί σχετικά με την ανάπτυξη του Μαρξισμού και μου έδωσε το βιβλίο του Πέρρυ Άντερσον «Δυτικός Μαρξισμός» και μου ζήτησε να το διαβάσω και να του εξηγήσω περί τίνος επρόκειτο. Κάθισα και διάβασα το βιβλίο του Άντερσον και τότε σοκαρίστηκα, καθώς χρησιμοποιούσε διάφορες τεχνικές για να τονίσει μια μετατόπιση της μαρξιστικής θεωρίας προς τη φιλοσοφία και τον πολιτισμό, μακριά από την πολιτική οικονομία και την ιστορία – κάτι που στην πραγματικότητα δεν ίσχυε, αλλά ταίριαζε με τους στοχαστές που επέλεξε να υμνήσει. Έτσι, ο «Δυτικός Μαρξισμός», κατά τον Άντερσον, απέκλειε κυρίως τους πολιτικούς οικονομολόγους και τους ιστορικούς. Μαζί με αυτό, θεωρήθηκε ότι διαχωρίστηκε από τον «κλασσικό Μαρξισμό», συμπεριλαμβανομένων των κύριων εμφάσεων των ίδιων των Μαρξ και Ένγκελς. Φυσικά, ο Άντερσον δεν μπορούσε να αρνηθεί εντελώς την ύπαρξη μαρξιστών πολιτικών οικονομολόγων και ιστορικών στην πραγμάτευσή για τον «Δυτικό Μαρξισμό», αλλά ο αποκλεισμός τους ήταν αρκετά εμφανής.
Αφήνοντας στην άκρη τους συγκεκριμένους τρόπους με τους οποίους απορρίφθηκαν οι πολιτικοί και οικονομικοί στοχαστές, μπορεί κανείς να ρίξει μια ματιά στο ευρετήριο για να δει τη φύση των οριοθετήσεων του Άντερσον. Οι φιλόσοφοι και οι θεωρητικοί του πολιτισμού κατέχουν εξέχουσα θέση στον χαρακτηρισμό του για τους Δυτικούς Μαρξιστές. Έτσι, ο Λουί Αλτουσσέρ αναφέρεται σε τριάντα τέσσερις σελίδες, ο Λούκατς σε τριάντα μία, ο Ζαν Πωλ Σαρτρ σε είκοσι οκτώ, ο Μαρκούζε σε είκοσι πέντε, ο Αντόρνο σε είκοσι τέσσερις, ο Γκαλβάνο Ντέλλα Βόλπε σε δεκαεννέα, ο Λούτσιο Κολλέτι σε δεκαοκτώ, ο Χορκχάιμερ σε δώδεκα, ο Ανρί Λεφέβρ σε δώδεκα, ο Βάλτερ Μπένγιαμιν σε έντεκα, ο Λουσιέν Γκόλντμαν σε οκτώ, ο Μερλώ-Ποντύ σε τρεις, ο Μπέρτολτ Μπρεχτ σε δύο και ο Φρέντερικ Τζέιμσον σε μία. Ωστόσο, όταν απευθυνόμαστε σε μαρξιστές πολιτικούς οικονομολόγους και ιστορικούς (συμπεριλαμβανομένων των πολιτισμικών ιστορικών) της ίδιας περίπου περιόδου, έχουμε μια εντελώς διαφορετική εικόνα: Ο Ισαάκ Ντόιτσερ αναφέρεται σε τέσσερις σελίδες, ο Πολ Μ. Σουίζι σε τέσσερις, ο Έρντστ Μαντέλ σε δύο, ο Πολ Α. Μπάραν σε μία, ο Μίχαλ Καλέτσκι σε μία, ο Νίκος Πουλαντζάς σε μία, ο Πιέρο Σράφα σε μία και ο Ρέιμοντ Γουίλιαμς σε μία.
Οι μαρξιστές επιστήμονες δεν αναφέρονται καθόλου, σαν να μην υπήρχαν. Ενώ ορισμένοι μαρξιστές, που είχαν κεντρική θέση στις συζητήσεις στη Δύση, θεωρούνταν από τον Άντερσον περισσότερο Ανατολικοί παρά Δυτικοί, αφού επέλεξαν να ζήσουν στην άλλη πλευρά του λεγόμενου σιδηρού παραπετάσματος, δηλαδή ο Μπρεχτ, ο οποίος αναφέρεται σε δύο σελίδες, και ο Ερνστ Μπλοχ, το όνομα του οποίου δεν εμφανίζεται σε καμία.
Για μένα, λοιπόν, ο χαρακτηρισμός του Άντερσον για τον «Δυτικό Μαρξισμό» ήταν εξαρχής περίεργος. Παρόλο που ο Άντερσον, όπως κάθε στοχαστής, δικαιούται να δίνει έμφαση σε όσους είναι πιο κοντά στην ανάλυσή του, η προσέγγισή του στην ταξινόμηση των «Δυτικών Μαρξιστών», δίνοντας έμφαση κυρίως σε εκείνους που ανήκουν στους τομείς της φιλοσοφίας και του πολιτισμού, αποσπάται αποφασιστικά από τον κλασικό Μαρξισμό, την πολιτική οικονομία, την ταξική πάλη και την κριτική του ιμπεριαλισμού. Ο «Δυτικός Μαρξισμός», σύμφωνα με τον χαρακτηρισμό του Άντερσον, ήταν τότε ένα είδος άρνησης των βασικών πτυχών του κλασικού Μαρξισμού μαζί με τον Σοβιετικό Μαρξισμό. Ο Άντερσον δεν πρέπει να κατηγορηθεί εξ ολοκλήρου γι’ αυτό. Είχε να κάνει με κάτι πραγματικό. Αλλά η πραγματικότητα εδώ ήταν η τεράστια απόσταση από τον κλασικό Μαρξισμό, ακόμη και αν έγινε σημαντική θεωρητική πρόοδος σε ορισμένους τομείς.
Δεν υπάρχει αμφιβολία, λοιπόν, ότι ο Δυτικός Μαρξισμός, σύμφωνα με τον ορισμό του Άντερσον, ή ακόμη και σύμφωνα με την πιο θεωρητική οριοθέτηση που καθορίζεται από την εγκατάλειψη της διαλεκτικής της φύσης, απογυμνώθηκε από μεγάλο μέρος της αρχικής μαρξιστικής κριτικής, ακόμη και αν διερεύνησε πληρέστερα ορισμένα ζητήματα, όπως η διαλεκτική της πραγμοποίησης. Με τον αποκλεισμό των μαρξιστών πολιτικών οικονομολόγων, ιστορικών και επιστημόνων, και συνεπώς του υλισμού, ο Δυτικός Μαρξισμός με αυτούς τους όρους απομακρύνθηκε επίσης από την τάξη και τον ιμπεριαλισμό, και συνεπώς από την ίδια την ιδέα της πάλης. Το αποτέλεσμα ήταν να δημιουργηθεί μια αποκλειστική λέσχη, ή αυτό που ο Λούκατς ανέφερε κριτικά ως ένα σύνολο στοχαστών που κάθονταν στο «Grand Hotel Άβυσσος», όλο και περισσότερο απομακρυσμένοι ακόμα και από τη σκέψη της επαναστατικής πρακτικής. Δεν νομίζω ότι έχει πολύ νόημα να το συνδέσουμε αυτό άμεσα με την εργατική αριστοκρατία (αν και αυτή η ανάλυση είναι από μόνη της σημαντική). Αντίθετα, αυτοί οι στοχαστές αναδείχθηκαν ως μερικά από τα πιο εκλεκτά μέλη της αστικής ακαδημίας, που δύσκολα μπορούν να θεωρηθούν ως μαρξιστές, πόσο μάλλον ως εργάτες, καταλαμβάνοντας συχνά καρέκλες και τιμές. Σίγουρα ήταν συνολικά σε καλύτερη μοίρα από εκείνους που παρέμειναν σταθερά εντός της κλασικής μαρξιστικής παράδοσης.
GR: Στα δύο βιβλία του επί του θέματος, ο Άντερσον παρέχει μια Δυτική Μαρξιστική πραγμάτευση του Δυτικού Μαρξισμού. Αυτό είναι, κατά τη γνώμη μου, εκείνο ακριβώς στο οποίο συνίστανται τα πλεονεκτήματα και οι αναπόφευκτες αδυναμίες της προσέγγισής του. Από τη μια πλευρά, προσφέρει μια διορατική διάγνωση επιλεγμένων πτυχών του θεμελιώδους ιδεολογικού προσανατολισμού του, συμπεριλαμβανομένης της απόσυρσής του από την πρακτική πολιτική προς χάριν της θεωρίας και της υιοθέτησης της πολιτικής ηττοπάθειας. Από την άλλη πλευρά, δεν φτάνει ποτέ στην καρδιά του θέματος μέσω της τοποθέτησης του Δυτικού Μαρξισμού, όπως τον αντιλαμβάνεται, μέσα στις παγκόσμιες κοινωνικές σχέσεις παραγωγής (συμπεριλαμβανομένης της θεωρητικής παραγωγής) και στη διεθνή ταξική πάλη. Τελικά μας παρέχει μια περιγραφή που δεν είναι αυστηρά υλιστική, επειδή δεν ασχολείται σοβαρά με την πολιτική οικονομία της παραγωγής, της κυκλοφορίας και της κατανάλωσης της γνώσης, ούτε τοποθετεί τον ιμπεριαλισμό στο επίκεντρο της ανάλυσής του.
Από μια μαρξιστική οπτική γωνία, πέρα και πάνω από τη Δυτική παρωδία της, δεν είναι οι ιδέες που καθοδηγούν την ιστορία, αλλά οι υλικές δυνάμεις. Επομένως, η διανοητική ιστορία, συμπεριλαμβανομένης της ιστορίας του μαρξισμού ως θεωρητικού εγχειρήματος, πρέπει να τοποθετηθεί σαφώς σε σχέση με αυτές τις δυνάμεις, αναγνωρίζοντας βέβαια ότι η ιδεολογία λειτουργεί ημιαυτόνομα από την κοινωνικοοικονομική βάση. Οι μαρξιστές διανοούμενοι στην Ευρώπη στα τέλη του δέκατου ένατου και στις αρχές του εικοστού αιώνα εργάζονταν συχνά εκτός της ακαδημαϊκής κοινότητας, μερικές φορές ως πολιτικοί οργανωτές ή δημοσιογράφοι, και έτειναν να συνδέονται πολύ πιο οργανικά με την πρακτική ταξική πάλη με διάφορους τρόπους. Όταν επήλθε η διάσπαση του σοσιαλιστικού κινήματος κατά τη διάρκεια του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, ορισμένοι από αυτούς τους διανοούμενους γύρισαν την πλάτη στο διεθνές προλεταριάτο και ευθυγραμμίστηκαν, ηθελημένα ή όχι, με τα συμφέροντα των εθνικών τους αστικών τάξεων. Άλλοι, ωστόσο, συμφώνησαν με τον Λένιν ότι ο μόνος πόλεμος που άξιζε να υποστηριχθεί ήταν ένας διεθνής ταξικός πόλεμος, που εκδηλώθηκε ξεκάθαρα στη Ρωσική Επανάσταση, και όχι ο ενδoϊμπεριαλιστικός ανταγωνισμός της καπιταλιστικής άρχουσας τάξης. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο ο Λοζούρντο χρησιμοποιεί αυτή τη διάσπαση για να πλαισιώσει το βιβλίο του για τον Δυτικό Μαρξισμό, και είναι ένας από τους λόγους που είναι κατά πολύ ανώτερο από την περιγραφή του Άντερσον: Ο Δυτικός Μαρξισμός είναι η παράδοση που προέκυψε από τον κοινωνικό σοβινισμό της ευρωπαϊκής μαρξιστικής παράδοσης, η οποία περιφρόνησε τις αντιαποικιακές επαναστάσεις που βρίσκονταν εκτός της Ευρώπης. Όπως απέδειξε αποφασιστικά ο Λένιν, αυτό δεν συνέβη απλώς επειδή οι Δυτικοί Μαρξιστές διανοούμενοι έκαναν θεωρητικά λάθη. Ήταν επειδή υπήρχαν υλικές δυνάμεις που καθόριζαν τον ιδεολογικό τους προσανατολισμό: ως μέλη της εργατικής αριστοκρατίας στον καπιταλιστικό πυρήνα, είχαν προσωπικό συμφέρον να διατηρήσουν την ιμπεριαλιστική παγκόσμια τάξη.
Αυτός ο αρχικός διχασμός εξελίχθηκε σε ένα μεγάλο χάσμα, καθώς η ενδοϊμπεριαλιστική αντιπαλότητα του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου συνεχίστηκε και κατά τη διάρκεια του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου και τελικά οδήγησε σε ένα παγκόσμιο αδιέξοδο, με την αντιπαράθεση του νικητή του ιμπεριαλιστικού στρατοπέδου (Ηνωμένες Πολιτείες) με το αναπτυσσόμενο σοσιαλιστικό στρατόπεδο υπό την ηγεσία της χώρας που έπαιξε αποφασιστικό ρόλο στην ήττα του φασισμού και στην υποστήριξη πολλών αντιαποικιακών επαναστάσεων σε όλο τον κόσμο (Σοβιετική Ένωση). Στο πλαίσιο του Ψυχρού Πολέμου, οι Δυτικοί Μαρξιστές ήταν όλο και περισσότερο καθηγητές πανεπιστημίων στη Δύση, οι οποίοι έτειναν να αντιμετωπίζουν με σκεπτικισμό τις πρακτικές εξελίξεις του μαρξισμού στον Παγκόσμιο Νότο και ασχολήθηκαν με σημαντικές θεωρητικές αναθεωρήσεις του κλασικού Μαρξισμού των Μαρξ, Ένγκελς και Λένιν. Για πολύ υλικούς λόγους, ο αντικομμουνιστικός αναθεωρητισμός τους έτεινε να ενισχύει το κύρος τους στους Δυτικούς θεσμούς και στη θεωρητική βιομηχανία. Αυτό δεν συνέβη μονομιάς, και οι αντικειμενικές κοινωνικές δυνάμεις και οι υποκειμενικοί προσανατολισμοί δεν βάδισαν χέρι-χέρι, καθώς υπήρχαν μια σειρά από αντιφάσεις που χαρακτήριζαν αυτές τις εξελίξεις.
Οι ηγετικές φυσιογνωμίες της Σχολής της Φρανκφούρτης, δηλαδή ο Αντόρνο και ο Χορκχάιμερ, ήταν δογματικοί αντικομμουνιστές επικριτές του υπαρκτού σοσιαλισμού, και χρηματοδοτήθηκαν και υποστηρίχθηκαν από την κυρίαρχη καπιταλιστική τάξη και τα κορυφαία ιμπεριαλιστικά κράτη για να υποστηρίξουν αυτές τις απόψεις. Στη Γαλλία, ο Σαρτρ ανακάλυψε την υποκειμενιστική εκδοχή του μαρξισμού κατά τη διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, υποστήριξε ορισμένες πτυχές του παγκόσμιου κομμουνιστικού κινήματος που ακολούθησε, αλλά επίσης έδειχνε όλο και περισσότερο σκεπτικισμό καθώς ο Ψυχρός Πόλεμος τραβούσε σε μάκρος. Ο Αλτουσέρ ευθυγραμμίστηκε με το μεταπολεμικό Γαλλικό Κομμουνιστικό Κόμμα, αλλά ασπάστηκε επίσης την αντιδιαλεκτική θεωρητική μόδα του δομισμού, και ιδιαίτερα του λακανισμού.
Αυτές οι αντιφάσεις πρέπει να ληφθούν σοβαρά υπόψη, αναγνωρίζοντας παράλληλα ότι το γενικότερο τόξο της ιστορίας έχει οδηγήσει, για παράδειγμα, έναν Σαρτρικό Αλτουσεριανό όπως ο Αλέν Μπαντιού να είναι ο πιο διάσημος Δυτικός Μαρξιστής στη Γαλλία σήμερα. Κουνώντας μια θεωρητική κόκκινη σημαία και ισχυριζόμενος ότι είναι ένας από τους μοναδικούς εν ζωή κομμουνιστές, υποστηρίζει ότι «ούτε τα σοσιαλιστικά κράτη ούτε οι εθνικοαπελευθερωτικοί αγώνες ούτε, τέλος, το εργατικό κίνημα αποτελούν πλέον ιστορικά σημεία αναφοράς, τα οποία θα μπορούσαν να είναι ικανά να εγγυηθούν τη συγκεκριμένη καθολικότητα του μαρξισμού». Έτσι, «ο μαρξισμός σήμερα… έχει καταστραφεί ιστορικά» και το μόνο που απομένει είναι η νέα «ιδέα του κομμουνισμού» που προτείνει ο Μπαντιού από ένα από τα κορυφαία ακαδημαϊκά ιδρύματα της ιμπεριαλιστική Δύσης[1]. Αν ο Μαρξισμός ως θεωρία που ενσωματώνεται στην πράξη είναι νεκρός, παρόλα αυτά μας ενθαρρύνει να χαρούμε την πνευματική του αναγέννηση μέσω μιας μαρξικής εκδοχής της γαλλικής θεωρίας. Συγχωνεύοντας θρασύτατα τον μεσσιανισμό του με την καιροσκοπική αυτοπροβολή, το σιωπηρό μαρκετινίστικο σλόγκαν του Μπαντιού για το έργο του διαβάζεται σαν μια χριστολογική διαστροφή της περίφημης δήλωσης του Μαρξ για την επανάσταση: «Ο μαρξισμός είναι νεκρός. Ζήτω η ιδέα μου για τον κομμουνισμό!». Μέσα στον ενθουσιασμό του για τη θεωρητική ανάσταση, ωστόσο, ο Μπαντιού παραλείπει να αναφέρει ότι η δήθεν νέα ιδέα του, στην πρακτική της ουσία, είναι στην πραγματικότητα μια πολύ παλιά ιδέα, η οποία είχε ήδη επικριθεί έντονα από τον Ένγκελς. Πρόκειται για την ιδέα του ουτοπικού σοσιαλισμού.
Αυτός είναι ένας από τους λόγους για τους οποίους μια διαλεκτική αξιολόγηση του Δυτικού Μαρξισμού είναι τόσο σημαντική. Μας επιτρέπει να εμπλακούμε σε μια ποικιλόμορφη ανάλυση μεμονωμένων στοχαστών και κινημάτων, αναδεικνύοντας πού και πότε ευθυγραμμίζονται με την κυρίαρχη ιδεολογία του Δυτικού Μαρξισμού, αλλά και πώς μπορεί να χωρίσουν τους δρόμους τους με αυτήν σε ορισμένα ζητήματα ή σε συγκεκριμένες χρονικές στιγμές (όπως ο Σαρτρ και ο Αλτουσέρ). Επιπλέον, αυτή η διαλεκτική προσέγγιση πρέπει να είναι εξ ολοκλήρου υλιστική, θεμελιώνοντας τον εαυτό της σε μια ανάλυση των κοινωνικών σχέσεων της πνευματικής παραγωγής. Οι πιο γνωστοί σύγχρονοι Δυτικοί Μαρξιστές είναι καθηγητές πανεπιστημίου στον αυτοκρατορικό πυρήνα, ορισμένοι από τους οποίους είναι παγκόσμιοι σούπερ σταρ της βιομηχανίας της αυτοκρατορικής θεωρίας, και αυτό έχει σίγουρα επηρεάσει το είδος της δουλειάς που κάνουν.
Επιπλέον, η ενσωμάτωση του μαρξισμού στην αστική ακαδημία τον υπέβαλε σε μια σειρά από σημαντικές αλλαγές. Στον καπιταλιστικό πυρήνα, δεν υπάρχουν ακαδημίες μαρξισμού όπου μπορεί κανείς να εκπαιδευτεί, και στη συνέχεια να εκπαιδεύσει άλλους, στον μαρξισμό ως συνολική επιστήμη που αγκαλιάζει τον φυσικό και τον κοινωνικό κόσμο. Αντ’ αυτού, υπάρχει ένα σύστημα διανοητικού τεϋλορισμού που βασίζεται στον πειθαρχικό καταμερισμό της εργασίας μεταξύ των φυσικών, των κοινωνικών και των ανθρωπιστικών επιστημών. Αυτό το σύστημα, ως μέρος του εποικοδομήματος, καθοδηγείται τελικά από τα καπιταλιστικά συμφέροντα. Από αυτή την άποψη, ο μαρξισμός έχει, σε μεγάλο βαθμό, παραγκωνιστεί ή απορριφθεί ως πλαίσιο για τις αστικές φυσικές επιστήμες, και έχει συχνά υποβαθμιστεί σε ένα —λάθος ή ανεπαρκές— ερμηνευτικό παράδειγμα σε μεγάλο μέρος των αστικών κοινωνικών επιστημών. Πολλοί από τους πιο γνωστούς Δυτικούς Μαρξιστές διδάσκουν στις ανθρωπιστικές επιστήμες ή σε τμήματα κοινωνικών επιστημών που γειτνιάζουν με τις ανθρωπιστικές επιστήμες και κινούνται με θεωρητικό εκλεκτικισμό, συνδυάζοντας σκόπιμα τη μαρξιστική θεωρία με αστικές θεωρητικές μόδες.
Δεδομένου αυτού του υλικού πλαισίου, δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι οι Δυτικοί Μαρξιστές τείνουν να απορρίπτουν την υλιστική επιστήμη, να εγκαταλείπουν την αυστηρή ενασχόληση με την πολιτική οικονομία και την υλιστική ιστορία και να επιδίδονται στη θεωρία και την αστική πολιτισμική ανάλυση για χάρη τους. Το νόημα της μαρξιστικής θεωρίας, για τους πιο χοντροκομμένους Δυτικούς Μαρξιστές, όπως ο Σλαβόι Ζίζεκ, δεν είναι να αλλάξει τον κόσμο που τους προβάλλει ως κορυφαίους φωστήρες, αλλά μάλλον να τον ερμηνεύσουν με τέτοιο τρόπο ώστε να προωθηθεί η καριέρα τους στην αυτοκρατορική ακαδημία και τις πολιτιστικές βιομηχανίες. Το αντικειμενικό, υλικό σύστημα παραγωγής γνώσης ορίζει την υποκειμενική συμβολή τους σε αυτό. Αυτό που τείνουν να στερούνται είναι μια αυτοκριτική, διαλεκτική-υλιστική αξιολόγηση των δικών τους συνθηκών πνευματικής παραγωγής, η οποία οφείλεται, εν μέρει, στον τρόπο με τον οποίο έχουν εκπαιδευτεί ιδεολογικά από το ίδιο το σύστημα που τους προωθεί. Είναι ιδεολόγοι του αυτοκρατορικού μαρξισμού.
JBF: Αυτό που παρουσιάζετε εδώ είναι μια κλασική ιστορικο-υλιστική κριτική που εστιάζει στα ταξικά θεμέλια της ιδεολογίας, σε ό, τι αφορά τη Δυτική Μαρξιστική παράδοση. Ήταν από τον Μαρξ, όπως εξήγησε περίφημα ο Καρλ Μανχάιμ στο έργο του Ιδεολογία και Ουτοπία, που πρωτοεμφανίστηκε η κριτική της ιδεολογίας. Παρ’ όλα αυτά, ο Μαρξισμός, όπως κατηγορήθηκε από τον Μανχάιμ, είχε αποτύχει στην αυτοκριτική που είναι απαραίτητη για μια αναπτυγμένη κοινωνιολογία της γνώσης, λόγω της αδυναμίας του να αποσυνδεθεί από την επαναστατική προλεταριακή του θέση (μια αδυναμία που απέδωσε ιδιαίτερα στον Λούκατς). Ωστόσο, αντίθετα, είναι αυτή η αυτοκριτική, δηλαδή οι ριζικές αλλαγές στην επαναστατική θεωρία και πρακτική ως απάντηση στις μεταβαλλόμενες υλικές – ταξικές συνθήκες, όπως υποστήριξε ο Μέσαρος, που συμβάλλει στην εξήγηση της συνεχιζόμενης θεωρητικής ζωντάνιας της μαρξικής θεωρίας, εκτός από τις πραγματικές επαναστάσεις στον Παγκόσμιο Νότο.
Για τον Δυτικό Μαρξισμό ως ξεχωριστή παράδοση, μια τέτοια αυτοκριτική ήταν φυσικά αδύνατη, χωρίς να προδώσει όλο το παιχνίδι. Δεν είναι τυχαίο ότι η πιο πικρόχολη πολεμική των Δυτικών Μαρξιστών στράφηκε εναντίον του Λούκατς, όταν αυτός επέκτεινε την κριτική του στον ανορθολογισμό, εμμέσως πλην σαφώς και στη Δυτική Αριστερά και τη σαγήνευση της από τον αντι-ανθρωπισμό του Μάρτιν Χάιντεγκερ. Στη Δυτική Μαρξιστική φιλοσοφική παράδοση, όλες οι θετικές οντολογίες, ακόμη και αυτές του Μαρξ και του Χέγκελ, απορρίφθηκαν, μαζί με την ιστορική ανάλυση. Αυτό που απέμεινε ήταν μια περιορισμένη διαλεκτική, που περιορίστηκε σε μια λογική σημείων και σημαινόντων, αποκομμένη από την υλιστική οντολογία, την ταξική πάλη, ακόμη και την ιστορική αλλαγή. Ο ανθρωπισμός, ακόμη και ο μαρξιστικός ανθρωπισμός, έγινε ο εχθρός. Έχοντας εγκαταλείψει κάθε πραγματικό περιεχόμενο, οι αυτοπροσδιοριζόμενοι Δυτικοί Μαρξιστές βοήθησαν στην εισαγωγή της γλωσσικής στροφής. Αυτό οδήγησε στη συγχώνευσή τους με τον μετα-μαρξισμό, τον μεταδομισμό, τον μεταμοντερνισμό, τον μετα-ανθρωπισμό, τη μετα-αποικιοκρατία και τον μετα-καπιταλισμό. Εδώ το «μετά» σήμαινε συχνά ένα σύρσιμο προς τα πίσω, παρά μια πρόοδο προς τα εμπρός.
Μπορούμε να συνοψίσουμε ένα μεγάλο μέρος της μέχρι τώρα συζήτησής μας λέγοντας ότι η Δυτική Μαρξιστική παράδοση, αν και παρείχε πλούτο κριτικών ενοράσεων, παγιδεύτηκε σε μια υποχώρηση τεσσάρων επιπέδων: (1) υποχώρηση από την τάξη, (2) υποχώρηση από την κριτική του ιμπεριαλισμού, (3) υποχώρηση από τη φύση/υλισμό/επιστήμη και (4) υποχώρηση από τη λογική. Χωρίς να απομένει καμιά θετική οντολογία, το μόνο που διατηρήθηκε, στη μεταμοντέρνα και μεταμαρξιστική αριστερά, ήταν ο Λόγος (Word) ή ένας κόσμος κενών αφηγήσεων, που παρέχει μια βάση για την αποδόμηση της πραγματικότητας, αλλά είναι άδειος από κάθε χειραφετητικό πρόταγμα.
Το σημερινό καθήκον, λοιπόν, είναι η ανάκτηση και ανασύσταση του ιστορικού υλισμού ως επαναστατικής θεωρίας και πρακτικής, στο πλαίσιο της πλανητικής κρίσης της εποχής μας. Ο Μαξ Βέμπερ είπε περίφημα ότι ο ιστορικός υλισμός δεν είναι ένα αυτοκίνητο που μπορεί να οδηγηθεί οπουδήποτε. Θα μπορούσε κανείς να απαντήσει ότι ο μαρξισμός, με την κλασική του έννοια, δεν προορίζεται να μεταφέρει την ανθρωπότητα παντού. Αντίθετα, ο προορισμός είναι ένα πεδίο ουσιαστικής ισότητας και οικολογικής βιωσιμότητας: ο πλήρης σοσιαλισμός.
GR: Αυτή η τεσσάρων επιπέδων υποχώρηση συνιστά μια απόσυρση από την υλική πραγματικότητα στο πεδίο του λόγου και των ιδεών. Πρόκειται επομένως για μια ιδεολογική αντιστροφή του κλασικού μαρξισμού που φέρνει τον κόσμο ανάποδα. Η κύρια πολιτική συνέπεια ενός τέτοιου προσανατολισμού είναι η εγκατάλειψη του περίπλοκου και συχνά αντιφατικού καθήκοντος της οικοδόμησης του σοσιαλισμού στον πραγματικό κόσμο. Οι Τέσσερις Υποχωρήσεις, οι οποίες εξαλείφουν αυτό που ο Λένιν αποκαλούσε επαναστατικό πυρήνα του μαρξισμού, τροφοδοτούν έτσι μια απόσυρση από το πρωταρχικό πρακτικό καθήκον του μαρξισμού, δηλαδή να αλλάξει τον κόσμο και όχι απλώς να τον ερμηνεύσει.
Προκειμένου να διατηρηθεί μια πλήρως διαλεκτική ανάλυση, είναι σημαντικό να επιμείνουμε στο γεγονός ότι οι Τέσσερις Υποχωρήσεις και η συνολική εγκατάλειψη του σοσιαλισμού στον πραγματικό κόσμο δεν λειτουργούν ως μηχανικές αρχές που καθορίζουν αναγωγιστικά όλες τις πτυχές κάθε Δυτικού Μαρξιστικού λόγου. Είναι μάλλον ότι αποτελούν χαρακτηριστικά ενός ευρέος ιδεολογικού πεδίου που θα μπορούσε να χαρτογραφηθεί με όρους ενός διαγράμματος Venn. Κάθε συγκεκριμένος λόγος μπορεί να καταλαμβάνει μάλλον διαφορετικές θέσεις μέσα σε αυτό το ιδεολογικό πεδίο. Στο ένα άκρο, υπάρχουν προληπτικοί ιδεαλιστικοί λόγοι που έχουν αποδράσει από όλες τις μορφές υλιστικής ανάλυσης υπέρ διαφόρων «μετα» προσανατολισμών – μετα-μαρξισμού, μεταδομισμού, μεταμοντερνισμού κ.ο.κ. – οι οποίοι είναι βαθιά οπισθοδρομικοί.
Στο άλλο άκρο, υπάρχουν λόγοι που ισχυρίζονται ότι είναι σταθερά μαρξιστικοί και ασχολούνται, σε κάποιο βαθμό, με μια ορθολογιστική εκδοχή της ταξικής ανάλυσης. Ωστόσο, παρερμηνεύουν τις θεμελιώδεις ταξικές δυναμικές που δρουν στον ιμπεριαλισμό και τείνουν να απορρίπτουν τον σοσιαλισμό του πραγματικού κόσμου ως αντιιμπεριαλιστικό πρόταγμα κρατικής οικοδόμησης υπέρ ουτοπικών, λαϊκίστικων ή επαναστατικών εκδοχών του σοσιαλισμού με αναρχικό πρόσημο (ο Λοζούρντο διέγνωσε με οξυδέρκεια και τις τρεις αυτές τάσεις στο βιβλίο του για τον Δυτικό Μαρξισμό).
Ενώ οι διάφοροι «μετα»-προσανατολισμοί είναι σχετικά εύκολο να αμφισβητηθούν από μια αυστηρά υλιστική οπτική γωνία, οι Δυτικές Μαρξιστικές αναλύσεις μπορεί να είναι πιο δύσκολο να αμφισβητηθούν λόγω της θεσμικής τους δύναμης και της φαινομενικής αφοσίωσής τους στον ιστορικό υλισμό. Είναι επομένως ζωτικής σημασίας, αναλαμβάνοντας το καθήκον της αναζωογόνησης του διαλεκτικού και ιστορικού υλισμού ως επαναστατικής θεωρίας και πρακτικής, να καταπολεμήσουμε τους αυτοαποκαλούμενους μαρξιστές που παραποιούν τον ιμπεριαλισμό και τον παγκόσμιο ιστορικό αγώνα εναντίον του. Τα πρόσφατα δοκίμιά σας πάνω σε αυτό το θέμα στο Monthly Review είναι απαραίτητο ανάγνωσμα γιατί μπαίνετε στην καρδιά ενός από τα πιο σημαντικά ζητήματα της σύγχρονης ταξικής πάλης στη θεωρία, δηλαδή πώς να κατανοήσουμε τον ιμπεριαλισμό[2]. Καθώς συνεχίζετε την κριτική σας ανάλυση, ελπίζω ότι θα συνεχίσετε να ρίχνετε φως σε μια από τις πιο διεστραμμένες Δυτικές Μαρξιστικές ιδεολογικές ανατροπές: την απεικόνιση των χωρών που συμμετέχουν στον αντιιμπεριαλιστικό αγώνα —από την Κίνα μέχρι τη Ρωσία, το Ιράν, και όχι μόνο— ως θεμελιωδώς ιμπεριαλιστικές, ως καθρέφτες της συλλογικής Δύσης στις πράξεις και τις φιλοδοξίες τους, ή ακόμη και ως εμπλεκόμενες σε μια πιο αυταρχική και καταπιεστική μορφή ιμπεριαλισμού από τις αστικές δημοκρατίες της Δύσης.
JBF: Η σχέση του Δυτικού Μαρξισμού με τον ιμπεριαλισμό είναι εξαιρετικά πολύπλοκη. Μέρος του προβλήματος είναι ότι αυτό που πρέπει να αναλύσουμε πρώτα είναι ο Ευρωκεντρισμός που είναι εγγενής στη Δυτική κουλτούρα (συμπεριλαμβανομένης, φυσικά, όχι μόνο της Ευρώπης, αλλά και των αποικιοκρατικών κρατών-εποικιστών: των Ηνωμένων Πολιτειών και του Καναδά στη Βόρεια Αμερική και της Αυστραλίας και της Νέας Ζηλανδίας στην Αυστραλασία, συν, σε ένα κάπως διαφορετικό πλαίσιο, το Ισραήλ). Ο Μάρτιν Μπερνάλ υποστήριξε στο βιβλίο του Μαύρη Αθηνά ότι ο μύθος του Άριου σε σχέση με την αρχαία Ελλάδα που αποτέλεσε την πραγματική αρχή του Ευρωκεντρισμού προέκυψε την εποχή της εισβολής του Ναπολέοντα στην Αίγυπτο στα τέλη του 18ου αιώνα —αν και ίχνη του σίγουρα υπήρχαν και πριν από αυτό. Ο Ευρωκεντρισμός πήρε περαιτέρω ώθηση με την άνοδο αυτού που ο Λένιν ονόμασε ιμπεριαλιστικό στάδιο του καπιταλισμού στα τέλη του δέκατου ένατου και στις αρχές του εικοστού αιώνα, το οποίο συμβολίστηκε με τον αμοιβαίο τεμαχισμό της Αφρικής από τις μεγάλες δυνάμεις.
Ο Ευρωκεντρισμός δεν πρέπει να θεωρείται απλώς ένα είδος εθνοκεντρισμού. Αντίθετα, ο Ευρωκεντρισμός είναι η άποψη, η οποία εκφράζεται με τον πιο έντονο τρόπο από τον Βέμπερ στην εισαγωγή του στην Κοινωνιολογία των Θρησκειών (που δημοσιεύεται ως «εισαγωγή του συγγραφέα» στην κύρια αγγλική μετάφραση του Τάλοκοτ Πάρσονς του Η Προτεσταντική Ηθική και το Πνεύμα του Καπιταλισμού). Εκεί ο Βέμπερ πήρε τη θέση ότι ο ευρωπαϊκός πολιτισμός ήταν ο μόνος παγκόσμιος πολιτισμός. Βεβαίως, υπήρχαν και άλλοι ιδιαίτεροι πολιτισμοί σε όλο τον κόσμο, κατά την άποψή του, μερικοί από αυτούς πολύ προηγμένοι, αλλά όλοι τους ήταν αναγκασμένοι να συμμορφωθούν με τον παγκόσμιο πολιτισμό της Ευρώπης αν επρόκειτο να εκσυγχρονιστούν, πράγμα που σήμαινε ανάπτυξη με ευρωπαϊκούς ορθολογιστικούς και καπιταλιστικούς όρους. Άλλες χώρες, κατά την άποψη αυτή, θα μπορούσαν να αναπτυχθούν, αλλά μόνο με την υιοθέτηση του παγκόσμιου πολιτισμού, ο οποίος θεωρήθηκε ως η βάση της νεωτερικότητας, ένα ιδιαίτερο προϊόν της Ευρώπης. Είναι ο Ευρωκεντρισμός με αυτήν ακριβώς την έννοια που ο Τζόζεφ Νήνταμ άσκησε κριτική στο έργο του Μέσα στις Τέσσερις Θάλασσες (1969) και που ο Σαμίρ Αμίν αποδόμησε ιστορικά στο έργο του Ευρωκεντρισμός (1988).
Η ευρωπαϊκή σκέψη του δέκατου ένατου αιώνα είχε αναπτυχθεί στο πλαίσιο ενός αναδυόμενου Eυρωκεντρισμού με αυτή την έννοια. Μπορεί κανείς να σκεφτεί το αποικιοκρατικό και ρατσιστικό μοντέλο του κόσμου που παρουσιάζεται στη Φιλοσοφία της Ιστορίας του Χέγκελ. Ωστόσο, το έργο του Μαρξ και του Ένγκελς ήταν αξιοσημείωτα ανέγγιχτο από έναν τέτοιο Ευρωκεντρισμό. Επιπλέον, από τα τέλη της δεκαετίας του 1850, ενώ ήταν ακόμα στα τριάντα τους, και από εκείνο το σημείο και μετά, υποστήριξαν σθεναρά τους αντιαποικιακούς αγώνες και τις επαναστάσεις στην Κίνα, την Ινδία, την Αλγερία και τη Νότια Αφρική. Εξέφραζαν επίσης τον βαθύ θαυμασμό τους για τα έθνη της Συνομοσπονδίας των Ιρόκων στη Βόρεια Αμερική. Κανένας άλλος σημαντικός στοχαστής του 19ου αιώνα, σε σύγκριση με τον Μαρξ, δεν καταδίκασε τόσο έντονα αυτό που αποκάλεσε «τον αφανισμό, την υποδούλωση και τον ενταφιασμό σε ορυχεία, του ιθαγενούς πληθυσμού της αμερικανικής ηπείρου», ούτε αντιτάχθηκε τόσο έντονα στην καπιταλιστική δουλεία. Ο Μαρξ ήταν ο σφοδρότερος Ευρωπαίος αντίπαλος των βρετανικών και γαλλικών πολέμων του οπίου στην Κίνα και των λιμών που δημιούργησε η βρετανική αυτοκρατορική πολιτική στην Ινδία. Υποστήριξε ότι η επιβίωση της ρωσικής κομμούνας ή του mir σήμαινε ότι η ρωσική επανάσταση θα μπορούσε να εξελιχθεί με άλλους όρους από ό,τι στην Ευρώπη, ακόμη και παρακάμπτοντας ενδεχομένως την πορεία της καπιταλιστικής ανάπτυξης. Ο Ένγκελς εισήγαγε την έννοια της εργατικής αριστοκρατίας (που αργότερα αναπτύχθηκε περαιτέρω από τον Λένιν) για να εξηγήσει την ηρεμία των Βρετανών εργατών και τις φτωχές προοπτικές του σοσιαλισμού εκεί. Η τελευταία παράγραφος, εκτός από μερικές επιστολές, που έγραψε ο Ένγκελς, δύο μήνες πριν από το θάνατό του το 1895, ήταν μια αναφορά —στις τελευταίες γραμμές της έκδοσής του στον 3ο τόμο του Κεφαλαίου του Μαρξ— στο πώς το χρηματιστικό κεφάλαιο (ή το χρηματιστήριο) των κορυφαίων ευρωπαϊκών δυνάμεων είχε τεμαχίσει την Αφρική. Αυτή ήταν η ίδια η πραγματικότητα που επρόκειτο να στηρίξει την αντίληψη του Λένιν για το ιμπεριαλιστικό στάδιο του καπιταλισμού.
Αλλά η θέση των μαρξιστών της επόμενης γενιάς δύσκολα μπορεί να ειπωθεί ότι ήταν στενά συντονισμένη με τα προβλήματα του ιμπεριαλισμού ή ότι συμπαθούσε ιδιαίτερα τους αποικιοκρατούμενους λαούς. Στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, σχεδόν όλα τα σοσιαλιστικά κόμματα στην Ευρώπη υποστήριξαν τα δικά τους ιμπεριαλιστικά έθνη-κράτη σε αυτό που ήταν κυρίως, όπως εξήγησε ο Λένιν, μια διαμάχη για το ποιο έθνος ή ποια έθνη θα εκμεταλλευόταν τις αποικίες και τις ημιαποικίες. Μόνο το Μπολσεβίκικο Κόμμα του Λένιν και ο μικρός Σύνδεσμος Σπάρτακος της Ρόζας Λούξεμπουργκ και του Καρλ Λίμπκνεχτ πολέμησαν εναντίον αυτού.
Μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, η ανάλυση του Λένιν για τον ιμπεριαλισμό στο βιβλίο «Ιμπεριαλισμός: Το Ανώτατο Στάδιο του Καπιταλισμού» υιοθετήθηκε και αναπτύχθηκε, με την υποστήριξη του Λένιν, στην Κομιντέρν. Ήταν στα έγγραφα της Κομιντέρν που βλέπουμε την πρώτη εμφάνιση αυτού που θα ονομαζόταν θεωρία της εξάρτησης, η οποία στη συνέχεια αναπτύχθηκε περαιτέρω στη Λατινική Αμερική και αλλού και αργότερα επεκτάθηκε στην ανάλυση περί άνισης ανταλλαγής και στη θεωρία του παγκόσμιου συστήματος. Αυτή ήταν μια περίοδος επαναστάσεων και αποαποικιοποιήσεων σε όλο τον Παγκόσμιο Νότο. Σε απάντηση αυτών των εξελίξεων ο μαρξισμός επρόκειτο να διασπαστεί ριζικά. Ορισμένοι μαρξιστές θεωρητικοί στη Δύση πήραν τη θέση, που διατυπώθηκε με μεγαλύτερη σαφήνεια από τον Σουίζι τη δεκαετία του 1960, ότι η επανάσταση, και μαζί της το επαναστατικό προλεταριάτο και το κατάλληλο επίκεντρο της μαρξιστικής θεωρίας, είχε μετατοπιστεί στον τρίτο κόσμο ή στον Παγκόσμιο Νότο. Αντίθετα, οι περισσότεροι από εκείνους που ανήκαν στην αυτοπροσδιοριζόμενη Δυτική Μαρξιστική παράδοση θεωρούσαν τον μαρξισμό ως ιδιόμορφο κτήμα της Δύσης, από όπου είχε προέλθει, παρόλο που οι κύριοι επαναστατικοί αγώνες σε όλο τον κόσμο λάμβαναν χώρα αλλού. Φυσικά, αυτό πήγαινε χέρι-χέρι με έναν παραγκωνισμό στην καλύτερη περίπτωση και στη χειρότερη μια πλήρη απόρριψη του φαινομένου του ιμπεριαλισμού.
Η δυναμική αυτή διακόπηκε από ορισμένες από τις κυριότερες επαναστάσεις του τρίτου κόσμου, που ήταν αδύνατο να αγνοηθούν, όπως η αλγερινή και η βιετναμέζικη επανάσταση. Έτσι, μια προσωπικότητα όπως ο Μαρκούζε, που ανήκε γενικά στη Δυτική Μαρξιστική φιλοσοφική παράδοση, επηρεάστηκε βαθιά από την επανάσταση του Βιετνάμ. Αλλά και πάλι, αυτό ήταν αρκετά απομακρυσμένο από το θεωρητικό του έργο. Ως επί το πλείστον, η Δυτική Μαρξιστική παράδοση στην πιο αφηρημένη ακαδημαϊκή της μορφή ενεργούσε σαν η Ευρώπη να παρέμενε το κέντρο των πραγμάτων, αγνοώντας τις βαθιές επιπτώσεις του ιμπεριαλισμού στην κοινωνική δομή της Δύσης και έχοντας σχετικά λίγο σεβασμό για τους μαρξιστές θεωρητικούς εκτός Ευρώπης.
Ο Τζον Σ. Σολ, το έργο του οποίου επικεντρώθηκε στους απελευθερωτικούς αγώνες στην Αφρική, μου εμφύσησε την έννοια της «κυρίαρχης αντίφασης». Ο Λένιν είχε δει ότι η κυρίαρχη αντίφαση του μονοπωλιακού καπιταλισμού ήταν ο ιμπεριαλισμός, και στην πραγματικότητα η μια επανάσταση μετά την άλλη στον Παγκόσμιο Νότο (και οι αντεπαναστατικές απαντήσεις στον Παγκόσμιο Βορρά) το επιβεβαίωναν αυτό. Αλλά όχι μόνο αυτό αγνοήθηκε συχνά από τη Δυτική Αριστερά, αλλά είδαμε όλο και πιο απελπισμένες κινήσεις για να αρνηθούμε ότι ο Βορράς εκμεταλλευόταν οικονομικά τον Νότο και να απορρίψουμε την ιδέα ότι αυτό ήταν η καρδιά της θεωρίας του Λένιν. Αυτό πήγαινε μαζί με τις συχνές επιθέσεις στις θεωρίες της εξάρτησης, της άνισης ανταλλαγής και της θεωρίας του παγκόσμιου συστήματος. Σκέφτεται κανείς το έργο του Μπιλ Γουόρεν, ο οποίος προσπάθησε να υποστηρίξει ότι ο Μαρξ έβλεπε τον ιμπεριαλισμό ως «πρωτοπόρο του καπιταλισμού», δηλαδή ότι έπαιζε προοδευτικό ρόλο (ακόμη και αν ο Λένιν δεν τον έβλεπε έτσι)· και την προσπάθεια του Ρόμπερτ Μπρένερ στο New Left Review να χαρακτηρίσει τους Σουίζι, Αντρέ Γκούντερ Φρανκ και Ιμμάνουελ Βάλερστάιν ως «νεο-σμιθιανούς μαρξιστές» με βάση το ότι αυτοί, όπως ο Άνταμ Σμιθ (και υποτίθεται σε αντίθεση με τον Μαρξ), ασκούσαν κριτική στην εκμετάλλευση των χωρών που βρίσκονταν στις παρυφές ή στην περιφέρεια του καπιταλισμού. (Η κριτική του ίδιου του Σμιθ στρεφόταν κατά του μερκαντιλισμού και υπέρ του ελεύθερου εμπορίου).
Στις Ηνωμένες Πολιτείες, η μαρξιστική πολιτική οικονομία ήταν πολύ σημαντική στη δεκαετία του 1960. Οι περισσότεροι από αυτούς που ήρθαν στον μαρξισμό εκείνη την εποχή δεν το έκαναν ως αποτέλεσμα των αριστερών κομμάτων, τα οποία ήταν πρακτικά ανύπαρκτα, όπως και το ριζοσπαστικό εργατικό κίνημα. Ως εκ τούτου, οι αριστεροί προσελκύστηκαν στον ιστορικό υλισμό τη δεκαετία του 1960 και του ’70 κυρίως από την κριτική του ιμπεριαλισμού και την οργή για τον πόλεμο του Βιετνάμ. Επιπλέον, ο μαρξισμός στις Ηνωμένες Πολιτείες επηρεαζόταν πάντα βαθιά από το ριζοσπαστικό κίνημα των μαύρων, το οποίο είχε πάντα στο επίκεντρο τη σχέση του καπιταλισμού, του ιμπεριαλισμού και της φυλής, παίζοντας ηγετικό ρόλο στην κατανόηση αυτών των σχέσεων.
Παρ’ όλα αυτά, τόσο στη Βόρεια Αμερική όσο και στην Ευρώπη, η κριτική του ιμπεριαλισμού εξασθένησε στα τέλη της δεκαετίας του 1970 και τη δεκαετία του ’80 λόγω του επικρατούντος Eυρωκεντρισμού. Υπήρχε επίσης το πρόβλημα, με πιο οπορτουνιστικούς όρους, του αποκλεισμού από την ακαδημαϊκή κοινότητα και τα αριστερά κινήματα αν κάποιος έδινε μεγάλη έμφαση στον ιμπεριαλισμό. Προφανώς, η Αριστερά έκανε ορισμένες επιλογές εδώ. Στις Ηνωμένες Πολιτείες, όλες οι προσπάθειες δημιουργίας ενός αριστερού φιλελεύθερου ή σοσιαλδημοκρατικού κινήματος προσκρούουν στο γεγονός ότι δεν πρέπει να αντιταχθεί κανείς ενεργά στον αμερικανικό μιλιταρισμό ή τον ιμπεριαλισμό ή να υποστηρίξει επαναστατικά κινήματα στο εξωτερικό, αν θέλει να μπει στην πόρτα του «δημοκρατικού» πολιτικού συστήματος. Ακόμη και στην ακαδημία, υπάρχουν ανομολόγητοι έλεγχοι από αυτή την άποψη.
Σήμερα βλέπουμε ένα κλιμακούμενο κίνημα μεταξύ των διανοουμένων που δηλώνουν μαρξιστές, οι οποίοι απορρίπτουν ανοιχτά τη θεωρία του ιμπεριαλισμού με την έννοια του Λένιν και με την έννοια της μαρξιστικής θεωρίας κατά τον τελευταίο αιώνα ή περισσότερο. Χρησιμοποιούνται διάφορα επιχειρήματα, όπως ο περιορισμός του ιμπεριαλισμού απλώς στις συγκρούσεις μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων (δηλαδή η θεώρησή του κυρίως με οριζόντιους όρους)· η αντικατάσταση του ιμπεριαλισμού με μια άμορφη έννοια της παγκοσμιοποίησης ή της υπερεθνικοποίησης· η άρνηση ότι μια χώρα μπορεί να εκμεταλλεύεται μια άλλη, ανάγοντας τον ιμπεριαλισμό σε μια ηθική κατηγορία, έτσι ώστε να συνδέεται με αυταρχικά κράτη και όχι με «δημοκρατίες»· ή καθιστώντας την έννοια του ιμπεριαλισμού τόσο πανταχού παρούσα ώστε να καθίσταται άχρηστη, ξεχνώντας το γεγονός ότι οι σημερινές χώρες της G7 (με την προσθήκη του Καναδά) είναι ακριβώς οι ίδιες μεγάλες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις του μονοπωλιακού καπιταλισμού που ο Λένιν όρισε πριν από έναν αιώνα. Αυτό αντιπροσωπεύει μια θεμελιώδη αλλαγή που διχάζει την Αριστερά, στην οποία ο Νέος Ψυχρός Πόλεμος κατά της Κίνας —που είναι επίσης ένας πόλεμος κατά του Παγκόσμιου Νότου— οδηγεί μεγάλο μέρος της Αριστεράς στο πλευρό των δυτικών δυνάμεων, που θεωρούνται κατά κάποιο τρόπο «δημοκρατικά» ανώτερες και επομένως λιγότερο ιμπεριαλιστικές.
Όλα αυτά μας οδηγούν πίσω στο ζήτημα του Ευρωκεντρισμού. Οι μεταποικιακοί θεωρητικοί έχουν καταδικάσει τελευταία τον μαρξισμό ως φιλοϊμπεριαλιστικό ή Ευρωκεντρικό. Οι απόπειρες να αποδοθούν τέτοιες απόψεις στον Μαρξ, τον Ένγκελς και τον Λένιν είναι εύκολο να αντικρουστούν σε πραγματική βάση. Όπως είπε ο Μπαρούχ Σπινόζα, «η άγνοια δεν είναι επιχείρημα». Αλλά γίνεται ένα βαθύτερο πρόβλημα στο βαθμό που πολλοί μεταποικιακοί θεωρητικοί παίρνουν ως μέτρο του μαρξισμού τις κύριες Δυτικές Μαρξιστικές πολιτιστικές και φιλοσοφικές αντιλήψεις από τις οποίες η ίδια η μεταποικιακή θεωρία κατάγεται σε μεγάλο βαθμό. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι Δυτικοί Μαρξιστές θεωρητικοί, με το βλέμμα τους στραμμένο μόνο στην Ευρώπη ή στις Ηνωμένες Πολιτείες, ήταν συχνά επιρρεπείς στον Ευρωκεντρισμό. Επιπλέον, ο Δυτικός Μαρξισμός πρόβαλλε μια άποψη του κλασικού Μαρξισμού ως οικονομικού ντετερμινισμού, και επομένως ασυγκίνητου μπροστά στα εθνικά και πολιτισμικά ζητήματα. Όλα αυτά οδήγησαν σε διαστρεβλώσεις της ιστορικής και θεωρητικής καταγραφής.
Στην πραγματικότητα υπάρχει ένας ολόκληρος κόσμος μαρξιστικών αναλύσεων, οι περισσότερες από τις οποίες προκύπτουν από υλικούς αγώνες. Διαβάζω ένα ενδιαφέρον βιβλίο της Σιμίν Φαντέι με τίτλο Παγκόσμιος Μαρξισμός: Αποαποικιοποίηση και Επαναστατική Πολιτική, που δημοσιεύεται από το Manchester University Press το 2024. Υποστηρίζει ότι ο μαρξισμός είναι παγκόσμιος και παρέχει ξεχωριστά κεφάλαια για τον Μάο, τον Χο, τον Αμίλκαρ Καμπράλ, τον Φραντς Φανόν, τον Τσε και άλλους. Γράφει στο τέλος της εισαγωγής του βιβλίου της: «Είναι στην πραγματικότητα Ευρωκεντρικό να ισχυρίζεται κανείς ότι ο μαρξισμός είναι Ευρωκεντρικός, διότι αυτό συνεπάγεται την απόρριψη του ακρογωνιαίου λίθου ορισμένων από τα πιο μετασχηματιστικά κινήματα και επαναστατικά εγχειρήματα της πρόσφατης ανθρώπινης ιστορίας. Αντί να διατυπώνουμε τέτοιους ισοπεδωτικούς ισχυρισμούς, μια πιο γόνιμη ενασχόληση με την ιστορία θα μας προέτρεπε αντ’ αυτού να διδαχθούμε από την εμπειρία του Παγκόσμιου Νότου με τον μαρξισμό και να αναρωτηθούμε τι μπορούμε να διδαχθούμε από την παγκόσμια σημασία του μαρξισμού».
GR: Ο Δυτικός Μαρξισμός είναι ένα ιδεολογικό προϊόν του ιμπεριαλισμού, η κύρια λειτουργία του οποίου είναι να συσκοτίζει ή να αποκρύπτει τον ιμπεριαλισμό, ενώ παράλληλα παρερμηνεύει τον αγώνα εναντίον του. Εννοώ τον «ιμπεριαλισμό» με την πιο διευρυμένη έννοια, ως μια διαδικασία εγκαθίδρυσης και επιβολής συστηματικής μεταφοράς αξιών από ορισμένες περιοχές του κόσμου, δηλαδή τον Παγκόσμιο Νότο, σε άλλες (τον Παγκόσμιο Βορρά), μέσω της εξόρυξης φυσικών πόρων, της χρήσης δωρεάν ή φθηνής εργασίας, της δημιουργίας αγορών για το ξεφόρτωμα εμπορευμάτων και άλλα. Αυτή η κοινωνικοοικονομική διαδικασία υπήρξε η κινητήρια δύναμη πίσω από την υπανάπτυξη της πλειοψηφίας του πλανήτη και την υπερανάπτυξη του αυτοκρατορικού πυρήνα, συμπεριλαμβανομένων των βιομηχανιών παραγωγής γνώσης. Στο εσωτερικό των ηγετικών ιμπεριαλιστικών χωρών, αυτό έχει δημιουργήσει ένα αυτοκρατορικό εποικοδόμημα, το οποίο αποτελείται από τον πολιτικο-νομικό μηχανισμό του κράτους και ένα υλικό σύστημα πολιτιστικής παραγωγής, κυκλοφορίας και κατανάλωσης που μπορούμε να ονομάσουμε, ακολουθώντας τον Μπρεχτ, «πολιτιστικό μηχανισμό». Οι κυρίαρχες βιομηχανίες παραγωγής γνώσης στον αυτοκρατορικό πυρήνα αποτελούν μέρος του πολιτιστικού μηχανισμού των ηγετικών ιμπεριαλιστικών κρατών.
Ισχυριζόμενος ότι ο Δυτικός Μαρξισμός είναι ιδεολογικό προϊόν του ιμπεριαλισμού, εννοώ, λοιπόν, ότι είναι μια συγκεκριμένη εκδοχή του μαρξισμού που έχει προκύψει μέσα στο εποικοδόμημα —και πιο συγκεκριμένα στον πολιτιστικό μηχανισμό— των κυριότερων ιμπεριαλιστικών κρατών. Είναι μια ιδιαίτερη μορφή του μαρξισμού που χάνει την επαφή με την καθολική φιλοδοξία του μαρξισμού να διαφωτίσει επιστημονικά και να μετασχηματίσει πρακτικά την καπιταλιστική παγκόσμια τάξη. Στο επερχόμενο βιβλίο μου από τη Monthly Review Press, Ποιος πλήρωσε του αυλητές του Δυτικού Μαρξισμού τοποθετώ αυτή την εκδοχή του μαρξισμού μέσα στο αυτοκρατορικό εποικοδόμημα και εξετάζω τις πολιτικοοικονομικές δυνάμεις που την καθοδηγούν. Ένα αξιοσημείωτο χαρακτηριστικό είναι ο βαθμός στον οποίο η καπιταλιστική άρχουσα τάξη και τα ιμπεριαλιστικά κράτη τον έχουν χρηματοδοτήσει και υποστηρίξει άμεσα.
Για να πάρουμε μόνο ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα, οι Ροκφέλερ —που είναι από τους πιο διαβόητους ληστές-βαρόνους στην ιστορία του αμερικανικού καπιταλισμού— επένδυσαν εκατομμύρια δολαρίων σε ένα διεθνές «Σχέδιο Μαρξισμού-Λενινισμού». Ο κύριος στόχος του ήταν να προωθήσει τον Δυτικό Μαρξισμό ως ιδεολογικό όπλο πολέμου ενάντια στη μορφή του μαρξισμού που επενδύει στην ανάπτυξη του σοσιαλισμού στον πραγματικό κόσμο ως προπύργιο ενάντια στον ιμπεριαλισμό. Ο Μαρκούζε βρισκόταν στο επίκεντρο αυτού του σχεδίου, όπως και ο στενός του φίλος και ακαδημαϊκός υποστηρικτής του Φίλιπ Μόσλι, ο οποίος ήταν ένας υψηλόβαθμος, μακροχρόνιος σύμβουλος της CIA που είχε εμπλακεί βαθιά στον πόλεμο των δογμάτων. Εκτός του ότι ήταν ένας από τους πιο γνωστούς Δυτικούς Μαρξιστές, ο Μαρκούζε είχε εργαστεί για χρόνια ως κορυφαία αυθεντία για τον κομμουνισμό για το αμερικανικό υπουργείο Εξωτερικών. Αυτό είναι σημαντικό γιατί αναδεικνύει τον βαθμό στον οποίο στοιχεία του αστικού κράτους συνεργάστηκαν χέρι-χέρι με παρατάξεις της αστικής τάξης για την προώθηση του Δυτικού Μαρξισμού. Μοιράζονται τον ίδιο θεμελιώδη στόχο, δηλαδή την καλλιέργεια μιας εκδοχής του μαρξισμού που θα μπορούσε να διαδοθεί ευρέως, επειδή τελικά εξυπηρετεί τα συμφέροντά τους. Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι πρόκειται για έναν ταξικό συμβιβασμό, αφού οι ιμπεριαλιστές θα προτιμούσαν πολύ περισσότερο να εξαλείψουν τον μαρξισμό σε όλους τους τομείς. Ωστόσο, δεδομένου ότι δεν ήταν σε θέση να το κάνουν αυτό, έχουν αντ’ αυτού εμπλακεί σε μια προσέγγιση ήπιας πώλησης, προσπαθώντας να προωθήσουν τον Δυτικό Μαρξισμό ως τη μόνη αποδεκτή και αξιόπιστη μορφή μαρξισμού.
Το βασικό ζήτημα, από πολλές απόψεις, είναι ότι ο Δυτικός Μαρξισμός δεν αντιλαμβάνεται την κυρίαρχη αντίφαση της καπιταλιστικής παγκόσμιας τάξης πραγμάτων, που είναι ο ιμπεριαλισμός. Επίσης, δεν κατανοεί επιστημονικά τη διαλεκτική ανάδυση του σοσιαλισμού μέσα στον ιμπεριαλιστικό κόσμο και δεν αναγνωρίζει ότι τα σχέδια οικοδόμησης σοσιαλιστικών κρατών σε όλο τον Παγκόσμιο Νότο αποτέλεσαν το πρωταρχικό εμπόδιο στον ιμπεριαλισμό. Η έλλειψη κατανόησης του ιμπεριαλισμού και του αγώνα εναντίον του σημαίνει ότι τελικά στερείται επιστημονικής αυστηρότητας. Συσκοτίζοντας την κύρια αντίφαση και την υλική υπέρβασή της μέσω του πραγματικού σοσιαλισμού, αντιστρέφει ιδεολογικά την υλική πραγματικότητα με διάφορους και ποικίλους τρόπους. Αν και υπάρχουν διαφορετικοί βαθμοί Δυτικού Μαρξισμού, όπως συζητήσαμε παραπάνω, έχει πάντα μια δόση αν-επιστημονικότητας. Η απόρριψη της υλιστικής οντολογίας του αποτελεί προέκταση της συνολικής υποχώρησής του από την υλιστική επιστήμη. Αυτό ελπίζω να είναι αυτονόητο, αλλά η «επιστήμη» δεν νοείται εδώ με την έννοια της θετικιστικής εκδοχής που συχνά λοιδορείται από τους Δυτικούς Μαρξιστές. Η επιστήμη, ή αυτό που ο Μαρξ και ο Ένγκελς ονόμασαν Wissenschaft, το οποίο έχει μια πολύ πιο διευρυμένη έννοια στα γερμανικά, αναφέρεται στη συνεχή διαδικασία διαψευσιμότητας (Σ.τ.Μ., fallibilistic) της συλλογικής καθιέρωσης του καλύτερου δυνατού επεξηγηματικού πλαισίου, δοκιμάζοντάς το συνεχώς στην υλική πραγματικότητα και τροποποιώντας το με βάση την πρακτική εμπειρία.
Κλείνοντας τον κύκλο, λοιπόν, θα μπορούσαμε να πούμε ότι ο Δυτικός Μαρξισμός θα μπορούσε να περιγραφεί καλύτερα ως «αυτοκρατορικός μαρξισμός» με την ακριβή έννοια ότι είναι ένα ιδεολογικό προϊόν του αυτοκρατορικό εποικοδομήματος που τελικά αποκρύπτει τον ιμπεριαλισμό —προκειμένου να τον προωθήσει— ενώ παράλληλα καταπολεμά τον πραγματικά υπαρκτό σοσιαλισμό. Το οικουμενικό πρόταγμα του μαρξισμού, αντίθετα, είναι αποφασιστικά αντιιμπεριαλιστικό στον κόσμο στον οποίο ζούμε και αυστηρά επιστημονικό: αναγνωρίζει την υλική πραγματικότητα που καθιστά τα σχέδια οικοδόμησης σοσιαλιστικών κρατών τον κύριο τρόπο καταπολέμησης του ιμπεριαλισμού και κίνησης προς το σοσιαλισμό. Αυτό δεν σημαίνει, φυσικά, ότι οι οικουμενικοί μαρξιστές αγκαλιάζουν άκριτα κάθε σχέδιο που ανεμίζει τη σημαία του σοσιαλισμού ή ισχυρίζεται ότι είναι αντιιμπεριαλιστικό. Με την αφοσίωσή του στην επιστημονική αυστηρότητα, ο καθολικός Μαρξισμός επενδύει στην κριτική εξέταση και την ακριβή υλιστική αξιολόγηση.
Για να είμαστε σαφείς, αυτό δεν σημαίνει ότι πρέπει να εγκαταλειφθεί όλη η δουλειά που έχει γίνει στην παράδοση του αυτοκρατορικού μαρξισμού. Θα πρέπει, αντίθετα, να τον προσεγγίσουμε διαλεκτικά, αναγνωρίζοντας πότε έχει συνεισφέρει, για παράδειγμα, στην ανάλυση του καπιταλισμού και της μαρξιστικής θεωρίας με διάφορους τρόπους. Αυτό είναι απόλυτα λογικό, δεδομένου του υψηλού επιπέδου υλικής ανάπτυξης του αυτοκρατορικού εποικοδομήματος που τον υποστηρίζει. Ωστόσο, είναι εξαιρετικά σημαντικό να επισημάνουμε ότι ένας μαρξισμός που δεν αντιλαμβάνεται την κύρια αντίφαση της κοινωνικοοικονομικής παγκόσμιας τάξης πραγμάτων δεν μπορεί να θεωρηθεί επιστημονικός ή χειραφετητικός. Είναι εξίσου κρίσιμο να αναγνωρίσουμε γιατί αυτή η εκδοχή έχει γίνει η κυρίαρχη μορφή του μαρξισμού μέσα στην αυτοκρατορική βιομηχανία θεωριών. Αντί να καταπολεμά τον ιμπεριαλισμό και να συμβάλλει στον πρακτικό αγώνα για την οικοδόμηση του σοσιαλισμού, είναι ιδεολογικά συμβατή με τα ιμπεριαλιστικά συμφέροντα.
JBF: Από μαρξιστική σκοπιά, το να λέμε ότι ο ιμπεριαλισμός είναι η κυρίαρχη αντίφαση του καπιταλισμού στην εποχή μας σημαίνει ότι η πραγματικότητα των επαναστατικών αγώνων ενάντια στον ιμπεριαλισμό είναι αυτή που αποτελεί την κυρίαρχη αντίφαση του καπιταλισμού. Για περισσότερο από έναν αιώνα, επαναστάσεις συμβαίνουν στον Παγκόσμιο Νότο ενάντια στον ιμπεριαλισμό, που έχουν τις ρίζες τους στις δράσεις των καταπιεσμένων τάξεων και διεξάγονται στο όνομα του μαρξισμού ή εμπνέονται από αυτόν. Οι αγώνες ενάντια στη δομή του μονοπωλιακού καπιταλισμού από τους εργαζόμενους στον Παγκόσμιο Βορρά μπορούν να θεωρηθούν αντικειμενικά ως μέρος της ίδιας διαλεκτικής.
Η Δυτική Μαρξιστική παράδοση καθορίστηκε αρχικά από την ακραία αντίθεσή της στον Σοβιετικό Μαρξισμό στο σύνολό του, όχι απλώς στη Σταλινική του μορφή. Έτσι, οι Δυτικοί Μαρξιστές συχνά υποστήριζαν τις ψυχροπολεμικές προσπάθειες της Δύσης με την ιμπεριαλιστική δομή της. Ιδεολογικά, οι Δυτικοί Μαρξιστές καταδίκασαν τον Ένγκελς και όλα όσα ήρθαν μετά από αυτόν στη Δεύτερη και Τρίτη Διεθνή, μαζί με την υλιστική διαλεκτική. Οι επαναστάσεις κατά του ιμπεριαλισμού στον Παγκόσμιο Νότο αντιμετωπίστηκαν ως, σε μεγάλο βαθμό, άσχετες με τη μαρξιστική θεωρία και πρακτική, οι οποίες θεωρήθηκαν ως αποκλειστικό προϊόν της Δύσης. Αν και τα ευρωπαϊκά ευρωκομμουνιστικά κινήματα παρουσίασαν για ένα διάστημα πιο ριζοσπαστικές εναλλακτικές λύσεις, τα κινήματα αυτά σε μεγάλο βαθμό αποκηρύχθηκαν ακόμη και στο απόγειό τους από τη Δυτική Μαρξιστική παράδοση, πριν υποκύψουν πλήρως στη σοσιαλδημοκρατική πολιτική.
Το μόνο που απέμεινε από τον κλασικό μαρξισμό, λοιπόν, στο πλαίσιο του Δυτικού Μαρξισμού, παρά τις μεγάλες διανοητικές αξιώσεις του, ήταν μια περιορισμένη σφαίρα φιλοσοφικών αραβουργημάτων εμπνευσμένων από την κριτική του Μαρξ στο Κεφάλαιο. Ο Δυτικός Μαρξισμός είχε πάρει διαζύγιο από την εργατική τάξη στη Δύση και παγκοσμίως από την επανάσταση του τρίτου κόσμου, από την αντίθεση στον ιμπεριαλισμό και, τελικά, από τη λογική. Εδώ αξίζει να θυμηθούμε ότι ο Μαρξ και ο Ένγκελς έδωσαν με νόημα στο πρώιμο έργο τους Η Αγία Οικογένεια τον υπότιτλο Κριτική της Κριτικής Κριτικής. Αντιτάχθηκαν σθεναρά σε μια ανάλυση που δεν είχε καταντήσει παρά «κριτική κριτική», ένας καθαρός «θεωρησιακός ιδεαλισμός» που δεν είχε καμία σχέση με τον «πραγματικό ανθρωπισμό», την πραγματική ιστορία και τον πραγματικό υλισμό. Μια τέτοια κριτική κριτική, ξεκομμένη από τον υλισμό και την πράξη, όχι μόνο δεν ταυτιζόταν με τους αγώνες των εργατών, αλλά υπολειπόταν και από τον αγώνα της ίδιας της επαναστατικής αστικής τάξης. Έμελλε να εξαφανιστεί εντελώς μετά την επανάσταση του 1848.
Μια Δυτική αριστερά που απεμπολεί ή κλείνει τα μάτια στους κύριους επαναστατικούς αγώνες που συμβαίνουν στον κόσμο, και που αγνοεί ή υποβαθμίζει τον ρόλο της ιμπεριαλιστικής εκμετάλλευσης, η οποία εδώ και αιώνες προωθείται από τη Δύση, έχει, ως αποτέλεσμα τέτοιων αποσύρσεων από την πραγματικότητα, να κόβει κάθε πρακτική σχέση με τον μαρξισμό, σε αντίθεση με την απλώς φιλοσοφική. Με αυτή την έννοια, ο Δυτικός Μαρξισμός, ως συγκεκριμένο παράδειγμα, πρέπει να δώσει τη θέση του σε μια πιο παγκόσμια διαλεκτική προοπτική, που αντιπροσωπεύεται από τον κλασικό μαρξισμό και σήμερα από αυτό που θα μπορούσαμε να ονομάσουμε παγκόσμιο μαρξισμό ή οικουμενικό μαρξισμό. Οι Τέσσερις Υποχωρήσεις μπορούν να αντιστραφούν καθώς το σημερινό παγκόσμιο σύστημα συσσώρευσης επανενώνει επί υλικού εδάφους τους αγώνες των εργαζομένων σε όλο τον κόσμο.
Οι αναφορές σας στον Μαρκούζε, ωστόσο, υπογραμμίζουν για μένα το ζήτημα ότι αυτό που μας απασχολεί εδώ είναι μια κριτική και όχι μια απόλυτη καταδίκη της μεταπολεμικής Δυτικής Μαρξιστικής παράδοσης (εξαιρουμένου του ζητήματος της μεταμοντέρνας γαλλικής θεωρίας και της στροφής στον ανορθολογισμό). Ο Μαρκούζε ήταν οπωσδήποτε ένας Δυτικός Μαρξιστής και όχι απλώς ένας μαρξιστής της Δύσης. Αλλά ήταν πολύ πιο ριζοσπαστικός από τον Αντόρνο ή τον Χορκχάιμερ, και στην πραγματικότητα ήταν πολύ επικριτικός και προς τους δύο για την όλο και πιο δεξιά πορεία τους.
Επηρεάστηκα σε μεγάλο βαθμό από τον Μαρκούζε όταν ήμουν νέος, κατά τη διάρκεια των δύο πρώτων ετών του πανεπιστημίου. Είχα πάντα βαθιές επιφυλάξεις για τον Μονοδιάστατο Άνθρωπο εξαιτίας της διαλεκτικής της υποχώρησης που ήταν ενσωματωμένη σε αυτόν. Ο Μαρκούζε κατέστησε σαφές εκεί και αλλού ότι είχε εγκαταλείψει την υλιστική διαλεκτική. Αποσύρθηκε επίσης από κάθε πίστη στην εργατική τάξη ως τέτοια. Ούτε ο ιμπεριαλισμός ήταν αναπόσπαστο κομμάτι της συνολικής του ανάλυσης. Η Μεγάλη Άρνηση, μπροστά στη μονοδιάστατη μαζική κοινωνία, ήταν μια πολύ αδύναμη αντίληψη για να αποτελέσει κριτικό λόγο και πρακτική, όπως στον Μαρξ. Η δήλωσή του στο συμπέρασμά του για τον Μονοδιάστατο Άνθρωπο, όπου έγραφε ότι «τόσο για θεωρητικούς όσο και για εμπειρικούς λόγους η διαλεκτική αντίληψη δηλώνει την ίδια την απελπισία της», πήγαινε ενάντια στο πνεύμα του προηγούμενου Λόγος και Επανάσταση: Ο Χέγκελ και η γένεση της κοινωνικής θεωρίας. Ο Μαρκούζε επηρεάστηκε σε μεγάλο βαθμό από τον Σίγκμουντ Φρόιντ και τον Μάρτιν Χάιντεγκερ. Το έργο του Έρωτας και Πολιτισμός, αν και σημαντικό έργο της φροϋδικής Αριστεράς, αντιπροσώπευε μια κίνηση προς τον ψυχολογισμό που έτεινε να αποδομήσει το υποκείμενο στο όνομα της μεγαλύτερης συγκεκριμενοποίησης, ενώ έδινε λιγότερη έμφαση στην ιστορία, τις υλικές συνθήκες και τη δομή. Από τον Χάιντεγκερ, ο Μαρκούζε πήρε μια άποψη για την τεχνολογία, η οποία, αν και κριτική, ήταν σε μεγάλο βαθμό αποκομμένη από το ζήτημα των κοινωνικών σχέσεων, ενσωματώνοντας μια αρνητική, αντιδιαφωτιστική άποψη που ήταν ασύμβατη με μεγάλο μέρος της υπόλοιπης σκέψης του. Ήταν αυτές οι επιρροές από τον Φρόιντ και τον Χάιντεγκερ, η τελευταία από τα πρώτα του χρόνια, καθώς και η έλλειψη γνήσιας ιστορικής ανάλυσης, που οδήγησαν σε μια άποψη των Ηνωμένων Πολιτειών της δεκαετίας του 1950 ως κάτι πιο σταθερό και συμπαγές από ό, τι ήταν στην πραγματικότητα, η οποία οδήγησε σε μια αντίληψη του καπιταλισμού χωρίς κρίση και στην απέλπιδα διαλεκτική του μονοδιάστατου ανθρώπου.
Παρόλα αυτά, το έργο του Μαρκούζε «Λόγος και Επανάσταση», που εκδόθηκε το 1941 (και επομένως προηγήθηκε της εποχής του Ψυχρού Πολέμου), ήταν ένα εντελώς διαφορετικό και πιο επαναστατικό έργο. Μπορώ ακόμα να θυμηθώ τον ενθουσιασμό μου όταν το συνάντησα στα τέλη της εφηβείας μου. Αυτό οδήγησε εμένα και πολλούς άλλους σε μια εντατική μελέτη της Φαινομενολογίας του Χέγκελ. Στη συνέχεια, εν μέσω της οικονομικής και ενεργειακής κρίσης του 1973-1975, έγραψε το έργο του Αντεπανάσταση και Εξέγερση. Το κεφάλαιό του «Η Αριστερά κάτω από την Αντεπανάσταση» ήταν ξεκάθαρο για τον ιμπεριαλισμό, ακόμα κι αν έλειπε μια ευρύτερη θεωρητική ενσωμάτωση αυτού του θέματος από τη συνολική του ανάλυση. Δεν μπορεί κανείς εύκολα να ξεχάσει τις εισαγωγικές γραμμές όπου δήλωσε: «Εκτεταμένες σφαγές στην Ινδοκίνα, την Ινδονησία, το Κονγκό, τη Νιγηρία, το Πακιστάν και το Σουδάν εξαπολύονται ενάντια κάθε τι που ονομάζεται «κομμουνιστικό» ή που εξεγείρεται ενάντια σε κυβερνήσεις υποταγμένες στις ιμπεριαλιστικές χώρες». Στο κεφάλαιο «Φύση και Επανάσταση», προσπάθησε να φέρει μια περιβαλλοντική μαρξιστική προοπτική σε ένα αναδυόμενο οικολογικό κίνημα, φτάνοντας στο σημείο να έρθει σε ρήξη σε ένα σημείο με τη Δυτική Μαρξιστική απαγόρευση κατά του διαλεκτικού νατουραλισμού. Το κεφάλαιο για την «Τέχνη και την Επανάσταση», που θα παρέπεμπε στο έργο του Η Αισθητική Διάσταση, ήταν η τελευταία του απόπειρα κριτικής του καπιταλισμού.
Υπήρχε όμως και μια άλλη πτυχή στη βιογραφία του Μαρκούζε που φαίνεται να μην συνάδει με αυτό. Πώς εξηγείται η άμεση εμπλοκή του για μια περίοδο στο αντικομμουνιστικό, μαρξιστικό-λενινιστικό πρόγραμμα στο οποίο αναφερθήκατε; Μόνο αργότερα, στο μεταπτυχιακό, διάβασα το βιβλίο του Σοβιετικός Μαρξισμός της δεκαετίας του 1950, το οποίο φαινόταν να είναι ένα μείγμα ρεαλισμού και προπαγάνδας, δυστυχώς με περισσότερο από το δεύτερο παρά από το πρώτο. Ήταν σε μεγάλο βαθμό ένα έργο που αντιπροσώπευε το χάσμα του σιδερένιου παραπετάσματος μέσα στον ίδιο τον μαρξισμό. Ο Μαρκούζε, όπως και άλλοι κορυφαίοι μαρξιστές στοχαστές που εντάχθηκαν στο στρατό κατά τον αντιναζιστικό πόλεμο, συμπεριλαμβανομένων των Σουίζι και Φρανζ Νόιμαν, τοποθετήθηκε στο Γραφείο Στρατηγικών Υπηρεσιών (OSS· Σ.τ.Μ., Office of Strategic Services), τον πρόδρομο της CIA. Η έρευνα του Μαρκούζε στην OSS, όπως αποκαλύπτεται από τις εκθέσεις του, είχε ως στόχο την ανάλυση του Γερμανικού Ράιχ υπό τον Αδόλφο Χίτλερ. Ωστόσο, συνέχισε να εργάζεται για τις μυστικές υπηρεσίες στα πρώτα χρόνια του Ψυχρού Πολέμου και το 1949 έγραψε μια έκθεση με θέμα «Οι δυνατότητες του παγκόσμιου κομμουνισμού» για το Γραφείο Έρευνας Πληροφοριών, η οποία θα αποτελούσε τη βάση του Σοβιετικού Μαρξισμού του. Αυτό δίνει ένα εντελώς διαφορετικό χρώμα στα πράγματα.
Ωστόσο, το έργο του Μαρκούζε είχε μια διαρκή ριζοσπαστική ποιότητα μέσα στα όρια του Δυτικού Μαρξισμού. Παρέμεινε προσηλωμένος στην κριτική του καπιταλισμού και στην επαναστατική απελευθέρωση, και τα μεγάλα έργα για τα οποία είναι περισσότερο γνωστός, από τον Έρωτα και τον Πολιτισμό (1952) έως τον Μονοδιάστατο Άνθρωπο (1964), είναι ίσως λιγότερο σημαντικά από τις πιο συγκεχυμένες προσπάθειές του να υποστηρίξει τα ριζοσπαστικά κινήματα της δεκαετίας του 1960. Πρόκειται κάτι για το οποίο δεν ήταν σχεδόν καθόλου προετοιμασμένος, καθώς σήμαινε να ανατρέψει τη δική του εκτίμηση για τη μονοδιάστατη φύση της μαζικής κοινωνίας. Παρ’ όλα αυτά, από το Δοκίμιο για την Απελευθέρωση (1969) μέχρι ίσως την Αισθητική Διάσταση (1978) βλέπουμε έναν Μαρκούζε, όχι πια τον ανώτατο λέκτορα, αλλά τον διανοούμενο στα χαρακώματα που αγαπήθηκε από το φοιτητικό κίνημα στις δεκαετίες του 1960 και του ’70. Ο Μαρκούζε αντιπροσωπεύει έτσι ίσως την πλήρη τραγωδία του Δυτικού Μαρξισμού, ή τουλάχιστον του τμήματος της Σχολής της Φρανκφούρτης. Παρόλο που ο Αντόρνο και ο Χορκχάιμερ γίνονταν όλο και πιο οπισθοδρομικοί στην ατέρμονη επιδίωξη των επαναπροσδιορισμών τους, ο Μαρκούζε διατήρησε μια ριζοσπαστική προοπτική. Η τελική του θέση συνδύαζε έναν πεσιμισμό της διάνοιας με έναν αισθητισμό της βούλησης. Η τέχνη έγινε η απόλυτη βάση της αντίστασης, και ενώ έτεινε να το βλέπει αυτό με έναν μάλλον ελιτίστικο τρόπο, έχει τη δυνατότητα να ενσωματωθεί σε μια γνήσια υλιστική προοπτική.
Αυτό υποδηλώνει ότι η κριτική, που ενσωματώνει το θετικό στοιχείο και όχι την απόλυτη καταδίκη, είναι η κατάλληλη προσέγγιση σε αυτό που μπορεί να αναφέρεται πραγματικά ως Δυτικός Μαρξισμός, στις περιπτώσεις εκείνες όπου, όπως στον Μαρκούζε, διαπιστώνεται μια τετραπλή υποχώρηση αλλά όχι μια πλήρης συνθηκολόγηση. Το πρόβλημα με τη Δυτική Μαρξιστική παράδοση, με την έννοια με την οποία την αντιμετώπισε ο Άντερσον και με τον τρόπο που την επέκρινε ο Λοζούρντο, είναι ότι αντιπροσώπευε μια διαλεκτική της ήττας, ακόμη και κατά τη διάρκεια των δεκαετιών που η επανάσταση επεκτεινόταν σε όλο τον πλανήτη.
Υπήρχε πάντα ένας μαρξισμός, από την εποχή του Μαρξ και του Ένγκελς μέχρι σήμερα, στον οποίο δεν μπορεί να υπάρξει χώρος για μια θεμελιώδη υποχώρηση ή έναν διαρκή συμβιβασμό με το σύστημα, και ο οποίος είναι ανεπιφύλακτα αντικαπιταλιστικός και αντιιμπεριαλιστικός, επειδή βρίσκει τη βάση του στους γνήσιους επαναστατικούς αγώνες σε όλο τον κόσμο. Σε κάθε κριτική του Δυτικού Μαρξισμού, η ταυτόχρονη ύπαρξη ενός πιο παγκόσμιου ή οικουμενικού μαρξισμού, ακόμη και στη Δύση, πρέπει τελικά να λαμβάνεται υπόψη. Αλλά αυτό είναι κάτι που δεν μπορούμε να εξετάσουμε εδώ. Παρόλα αυτά, είναι σημαντικό να αναγνωρίσουμε ότι ο λόγος για τον οποίο η κριτική του Δυτικού Ευρωκεντρικού Μαρξισμού είναι τόσο σημαντική σήμερα είναι εξαιτίας της τρέχουσας διαίρεσης του Νέου Ψυχρού Πολέμου μεταξύ μιας Ευρωκεντρικής Αριστεράς και ενός παγκόσμιου μαρξισμού. Η Ευρωκεντρική αριστερά υποβαθμίζει, αρνείται ή —σε ακραίες περιπτώσεις— αγκαλιάζει ακόμη και τις βασικές ιμπεριαλιστικές δυνάμεις. Ο παγκόσμιος μαρξισμός δεν είναι λιγότερο αποφασιστικός στην πλήρη αντίθεσή του. Ο Δυτικός Ευρωκεντρικός Μαρξισμός πνέει τα λοίσθια, υπονομευμένος, όπως επεσήμανε ο Τζέιμσον, από την παγκοσμιοποίηση. Θεωρώντας τον εαυτό του ως την αυθεντική βάση κάθε μαρξολογίας, ο Δυτικός Μαρξισμός αντικαθίσταται από τον καθολικό ή παγκόσμιο μαρξισμό, στην παράδοση του Μαρξ, του Ένγκελς, του Λένιν και των κυριότερων θεωρητικών του μονοπωλιακού καπιταλισμού και του ιμπεριαλισμού. Εδώ η ανάλυση δεν περιορίζεται σε εκείνη τη μικρή γωνιά του κόσμου στη βορειοδυτική Ευρώπη, όπου πρωτοεμφανίστηκε ο βιομηχανικός καπιταλισμός και η αποικιοκρατία/ιμπεριαλισμός, αλλά βρίσκει την υλική της βάση στους αγώνες του παγκόσμιου προλεταριάτου.
GR: Δεν θα μπορούσα να συμφωνήσω περισσότερο όσον αφορά τη σημασία της αποφυγής των μη διαλεκτικών προσεγγίσεων του Δυτικού Μαρξισμού, οι οποίες προωθούν είτε τον άκριτο πανηγυρισμό είτε την πλήρη καταδίκη. Η διαλεκτική κριτική αποφεύγει αυτή την αναγωγική δυαδικότητα, διευκρινίζοντας τις συνεισφορές του Δυτικού Μαρξισμού, καθώς και τους περιορισμούς του, παρέχοντας ταυτόχρονα μια υλιστική περιγραφή και των δύο. Ο γενικός στόχος μιας τέτοιας κριτικής είναι να προωθήσει το θετικό πρόταγμα του καθολικού, διεθνούς μαρξισμού, το οποίο μπορεί να αναδειχθεί σαφέστερα και να αναπτυχθεί περαιτέρω ξεπερνώντας τις διαστροφές του μαρξισμού που είναι, σε ένα ορισμένο επίπεδο, υποπροϊόν της ιστορίας του ιμπεριαλισμού. Ο κύριος λόγος για να εντοπίσουμε τα προβλήματα αυτής της παράδοσης, λοιπόν, δεν είναι καθόλου για να επιδοθούμε σε ενδελεχή καταγγελία ή θεωρητική μεγαλοστομία. Είναι για να μάθουμε από τους περιορισμούς της και να τους ξεπεράσουμε μεταβαίνοντας σε ένα υψηλότερο επίπεδο επιστημονικής διαλεύκανσης και πρακτικής συνάφειας. Αυτό ακριβώς έκαναν ο Μαρξ και ο Ένγκελς στην κριτική που άσκησαν στη διαλεκτική φιλοσοφία, την αστική πολιτική οικονομία και τον ουτοπικό σοσιαλισμό (για να αναφέρουμε τις τρεις συνιστώσες του μαρξισμού που διέγνωσε οξυδερκώς ο Λένιν). Η διαλεκτική κριτική επιδίδεται σε μια θεωρητική και πρακτική Aufhebung, με την έννοια μιας άρσης που ενσωματώνει κάθε χρήσιμο στοιχείο από αυτό που ξεπερνιέται.
Η διαλεκτική αξιολόγηση του Δυτικού Μαρξισμού περιλαμβάνει, όπως αναφέρθηκε παραπάνω, μια ανάλυση του εύρους του ιδεολογικού του πεδίου και των παραλλαγών σε αυτό, το οποίο μπορεί να χαρτογραφηθεί με διάφορους τρόπους, όπως με όρους ενός διαγράμματος Venn των Τεσσάρων Υποχωρήσεων. Αυτή η χαρτογράφηση του αντικειμενικού ιδεολογικού πεδίου πρέπει να συνδυαστεί με μια εκλεπτυσμένη περιγραφή των υποκειμενικών θέσεων στο εσωτερικό του και των διαχρονικών παραλλαγών τους. Είναι ακριβώς η κοινή ανάλυση της πολυπλοκότητας του ιδεολογικού πεδίου και των ιδιαιτεροτήτων των υποκειμενικών θέσεων στο εσωτερικό του που μας παρέχει μια πιο εμπεριστατωμένη και εκλεπτυσμένη περιγραφή του Δυτικού Μαρξισμού ως ιδεολογίας που εκδηλώνεται διαφοροποιημένα σε υποκειμενικά προγράμματα με τις δικές τους συγκεκριμένες μορφολογίες. Αυτό είναι το ακριβώς αντίθετο μιας αναγωγιστικής προσέγγισης που επιχειρεί να συρρικνώσει το σύνολο των υποκειμενικών θέσεων σε μια ενιαία, μονολιθική ιδεολογία που τις καθορίζει μηχανικά.
Η περίπτωση του Μαρκούζε είναι ιδιαίτερα αποκαλυπτική από αυτή την άποψη, και θα μπορούσε να αφιερωθεί πολύς χρόνος για να περιγράψει κανείς λεπτομερώς τις υποκειμενικές αλλαγές στο έργο του και να τις τοποθετήσει στο ευρύτερο ιδεολογικό πεδίο του δυτικού μαρξισμού. Επισημαίνοντας μόνο τις πιο ακραίες θέσεις του, θα μπορούσαμε να πούμε ότι από σημαντικό αντικομμουνιστικό στέλεχος του Στέιτ Ντιπάρτμεντ στις αρχές του Ψυχρού Πολέμου μετατράπηκε σε ριζοσπαστικό θεωρητικό που εξέφραζε την έντονη υποστήριξή του σε ορισμένες πτυχές του φοιτητικού, αντιπολεμικού, φεμινιστικού, αντιρατσιστικού και οικολογικού κινήματος. Η εργασία του για το Στέιτ Ντιπάρτμεντ και την OSS δεν ήταν τόσο καλοπροαίρετη όσο θα ισχυριζόταν αργότερα, και το αρχειακό υλικό καταδεικνύει σαφώς ότι συνεργάστηκε στενά με τη CIA για χρόνια και συμμετείχε ακόμη και στην προετοιμασία τουλάχιστον δύο Εκτιμήσεων Εθνικών Πληροφοριών (Σ.τ.Μ., National Intelligence Estimates) (η υψηλότερη μορφή πληροφοριών στην κορυφαία αυτοκρατορία του κόσμου). Επιπλέον, η εργασία αυτή συνέπλεε απρόσκοπτα με τον ρόλο που έπαιξε στο κέντρο των σχεδίων ιδεολογικού πολέμου που διεξήγαγε η καπιταλιστική άρχουσα τάξη εναντίον του Σοβιετικού —και γενικότερα του Ανατολικού Μαρξισμού. Παρ’ όλα αυτά, στα τέλη της δεκαετίας του 1960 και στις αρχές της δεκαετίας του ’70, ριζοσπαστικοποιήθηκε από τα κινήματα της Νέας Αριστεράς της εποχής, και αυτό τον έφερε σε οξεία σύγκρουση με τους αυτοκρατορικούς μαρξιστές της Σχολής της Φρανκφούρτης, όπως ο Αντόρνο. Αν και ο άνθρωπος που προβάλλεται από τον αστικό Τύπο ως νονός της Νέας Αριστεράς δεν ήρθε ποτέ σε σοβαρή ρήξη με τον αντικομμουνισμό ή τον Δυτικό Μαρξισμό, ο εκτενής φάκελός του στο FBI αποδεικνύει ότι ορισμένα στοιχεία του αστικού κράτους τον θεωρούσαν δυνητική απειλή.
Μια άλλη πτυχή του έργου του Μαρκούζε που αξίζει να αναφερθεί είναι ο εκλεκτικισμός του και, πιο συγκεκριμένα, η προσπάθειά του —όπως τόσων άλλων Δυτικών Μαρξιστών— να συγχωνεύσει τον μαρξισμό με μη μαρξιστικές αφηγήσεις, συχνά υποκειμενίστικες, όπως η φαινομενολογία και ο υπαρξισμός, καθώς και η ψυχανάλυση. Μια από τις κατευθυντήριες υποθέσεις ορισμένων Δυτικών Μαρξιστών είναι ότι ο κλασικός μαρξισμός υπερτονίζει τις αντικειμενικές κοινωνικές δυνάμεις εις βάρος της υποκειμενικής εμπειρίας και ότι οι πιο υποκειμενίστικες αφηγήσεις είναι επομένως απαραίτητες ως διορθωτικές προς αυτόν. Αυτός είναι ένας από τους κύριους λόγους για τους οποίους ο φροϋδομαρξισμός υπήρξε τόσο αναπόσπαστο κομμάτι του Δυτικού Μαρξισμού, τάση που διατηρήθηκε στον λακανικό-αλτουσεριανισμό σύγχρονων μορφών όπως ο Μπαντιού και ο Ζίζεκ. Θα χρειαζόταν πολύς χρόνος για να εκθέσουμε τα πολλαπλά προβλήματα αυτού του προσανατολισμού. Αυτό θα έπρεπε να ξεκινήσει με τον λανθασμένο χαρακτηρισμό της διαλεκτικής εξιστόρησης της υποκειμενικότητας και της αντικειμενικότητας στο πλαίσιο του κλασικού μαρξισμού ως μη επαρκώς προσεκτικής στην υποκειμενική εμπειρία ή στην ψυχολογία, κάτι που σαφώς παραποιεί την πραγμάτευση της ιδεολογίας. Θα έπρεπε επίσης να περιλαμβάνει μια κριτική αξιολόγηση του τι σημαίνει να προωθείται ο θεμελιώδης ισχυρισμός ότι ο διαλεκτικός και ιστορικός υλισμός πρέπει να συγχωνευθεί με τη φιλελεύθερη ιδεολογία (το καθοδηγητικό πλαίσιο του φροϋδισμού), αντί, για παράδειγμα, να ασκεί κανείς διαλεκτική κριτική της ψυχανάλυσης από μαρξιστική σκοπιά (ένα εγχείρημα στο οποίο συνέβαλαν προσωπικότητες όπως ο Λεβ Βυγκότσκι και ο Βαλεντίν Βολοζίνοφ).
Δεν υπάρχει χώρος εδώ για να αναλύσουμε αυτή την πτυχή της επιμονής της φιλελεύθερης ιδεολογίας στο εσωτερικό του Δυτικού Μαρξισμού, αλλά είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι ο υποκειμενισμός μεγάλου μέρους αυτής της παράδοσης συνδέεται συχνά με την τάση της να ασπάζεται τον κουλτουραλισμό και τον ψυχολογισμό έναντι της ταξικής ανάλυσης. Ο Τοντ Κρόναν έχει υποστηρίξει, εν προκειμένω, ότι ο Αντόρνο και ο Χορκχάιμερ προσδιόρισαν στοιχεία του εποικοδομήματος, όπως οι φυλετικές, εθνοτικές ή θρησκευτικές ταυτότητες ως πρωταρχικά, ωθώντας την οικονομική βάση στο παρασκήνιο, ενώ τείνουν να επανερμηνεύουν την τάξη ως πρωτίστως ζήτημα εξουσίας. Ο Αντόρνο, όχι σε αντίθεση με τον Μαρκούζε, ασχολήθηκε επίσης ανοιχτά με τον ψυχολογισμό προσπαθώντας, για παράδειγμα, να ερμηνεύσει τον φασισμό —όπως και τον κομμουνισμό— με τους όρους της λεγόμενης αυταρχικής προσωπικότητας. Ο κουλτουραλισμός, όπως εξήγησε ο Αμίν, είναι ένας από τους μακροβιότερους εχθρούς του μαρξισμού, και το ίδιο ισχύει και για τον ψυχολογισμό και άλλες υποκειμενίστικες μορφές εξήγησης.
Αυτό που έχουμε εδώ, με λίγα λόγια, είναι μια αντιστροφή της μαρξιστικής αντίληψης για τη σχέση μεταξύ του εποικοδομήματος και της βάσης. Μεγάλο μέρος του Δυτικού Μαρξισμού ασχολείται με την ανάδειξη των πολιτισμικών και υποκειμενικών δυνάμεων έναντι των αντικειμενικών της κοινωνικοοικονομικής βάσης. Αυτός είναι ένας από τους λόγους για τους οποίους βρίσκω τη Δυτική Μαρξιστική προσέγγιση της τέχνης και του πολιτισμού τόσο θεμελιωδώς προβληματική. Η ιδέα ότι η τέχνη —και πολύ πιο συγκεκριμένα η αστική έννοια και πρακτική της τέχνης, αφού αυτό είναι το κύριο σημείο εστίασης των Δυτικών Μαρξιστών— θα μπορούσε να είναι ένας σημαντικός τόπος αντίστασης τείνει να βάζει σε παρένθεση τις υλικές κοινωνικές σχέσεις της πολιτιστικής παραγωγής ή να τις εξετάζει πραγματικά κριτικά μόνο στην περίπτωση της μαζικής τέχνης και της ψυχαγωγίας, όχι της υψηλής τέχνης και της θεωρίας. Αυτή η προσέγγιση εμπορεύεται επίσης την αστική ιδεολογία της τέχνης, αντιμετωπίζοντας την τελευταία σαν να λειτουργεί σε μια μοναδική σφαίρα παραγωγής που ξεφεύγει, ή τουλάχιστον φιλοδοξεί να ξεφύγει, από τις γενικές κοινωνικές σχέσεις παραγωγής στην κοινωνία.
Είναι αλήθεια ότι ο Αντόρνο έγραψε για τις επιπτώσεις της εκβιομηχάνισης στις λαϊκές μορφές πολιτισμού και μερικά από τα πιο διορατικά έργα του αναλύουν τις επιπτώσεις των τεχνολογιών καταγραφής μουσικής. Ωστόσο, ο απολογισμός του για την αυτονομία της τέχνης, ο οποίος αποτελεί την άμεση έμπνευση για την Αισθητική Διάσταση του Μαρκούζε, διαπνέεται από μια σημαντική δόση φετιχισμού των πολιτιστικών εμπορευμάτων. Έτσι, αντί να παράσχει μια υλιστική ανάλυση των κοινωνικοοικονομικών δυνάμεων που δρουν στην παραγωγή, διανομή και κατανάλωση της αστικής τέχνης, ο Μαρκούζε εξυμνεί τα μεμονωμένα έργα τέχνης ως μαγικές αποθήκες αντίστασης, χωρίς ποτέ να διευκρινίζει με σαφήνεια πώς επηρεάζουν την ουσιαστική κοινωνική αλλαγή. Επιπλέον, Δυτικοί Μαρξιστές όπως ο Μαρκούζε και ο Αντόρνο τείνουν να αγνοούν ή να υποτιμούν τη σοσιαλιστική τέχνη (εκτός αν έχει ενσωματωθεί στον αστικό κανόνα). Αντί να προσδιορίσουν, όπως έκαναν ο Μπρεχτ και άλλοι, πώς η τέχνη μπορεί να προσφέρει μια επαρκή εικόνα της πραγματικότητας και εργαλεία για τον συλλογικό μετασχηματισμό της, οι θεωρητικοί της αστικής τέχνης της Δυτικής Μαρξιστικής αντίληψης αποπροσανατολίζουν την πολιτική ενέργεια των ανθρώπων σε μια προληπτική πίστη στις μαγικές δυνάμεις της αστικής τέχνης. Εφόσον δεν μπόρεσαν ποτέ να εξηγήσουν πώς η ανάγνωση του Σαρλ Μποντλέρ ή η ακρόαση ατονικής μουσικής θα μπορούσε να οδηγήσει σε έναν επαναστατικό κοινωνικό μετασχηματισμό, θα πρέπει να είναι σαφές ότι ο ηττοπαθής αισθητισμός τους είναι ένα ταξικό σχέδιο που τελικά συντηρεί το status quo. Παγιώνει την αστική πολιτιστική τάξη και στηρίζει το μικροαστικό ταξικό στρώμα ως θεωρητικό θεματοφύλακα της αστικής ιδεολογίας, ενώ γενικά υποτιμά ή αγνοεί τις λαϊκές τέχνες της εργατικής τάξης και τις σοσιαλιστικές προσπάθειες εκδημοκρατισμού του πολιτισμού. Αν η μόνη πολιτική λύση που έχουν να προσφέρουν αυτοί οι Δυτικοί διανοούμενοι είναι να στρατολογήσουν ανθρώπους για να επενδύσουν σε υψηλές θεωρητικές ερμηνείες της αστικής τέχνης, τότε αυτό ισοδυναμεί, πρακτικά μιλώντας, με την περαιτέρω ανάπτυξη της μικροαστικής διανόησης ως θεματοφύλακα της αστικής κουλτούρας. Ένα τέτοιο ταξικό σχέδιο δεν εξυπηρετεί τα συμφέροντα των εργαζόμενων και καταπιεσμένων μαζών του κόσμου. Αντίθετα, ενθαρρύνει τους ανθρώπους να αποσυρθούν από την ταξική πάλη και να επενδύσουν στην αστική τέχνη —εννοώντας την αστική ιδεολογία— ως τον πραγματικό τόπο αντίστασης. Αυτός ο ηττοπαθής αισθητικισμός συμπληρώνει έτσι την πολιτική ηττοπάθεια του Δυτικού Μαρξισμού, και οι δύο συμβάλλουν στην εγκατάλειψη της ταξικής πάλης από τα κάτω προς όφελος μιας ιδεολογικής πίστης στις μαγικές δυνάμεις της υψηλής θεωρίας και της αστικής κουλτούρας (που τελικά συμβάλλουν στην ταξική πάλη από τα πάνω).
Θα ήθελα να ολοκληρώσω διευκρινίζοντας τον πρωταρχικό λόγο για τον οποίο αυτή η διαλεκτική κριτική του αυτοκρατορικού μαρξισμού είναι σημαντική. Η θεωρία γίνεται πραγματικά μια δύναμη στον κόσμο μόνο όταν παύει να υπάρχει στον περιορισμένο χώρο της διανόησης και έρχεται να αγγίξει τις μάζες. Ο κύριος λόγος για τον οποίο ένας ιδεολογικός αγώνας ενάντια στον Δυτικό Μαρξισμό είναι απαραίτητος είναι λόγω των ευρύτερων επιπτώσεών του στον αποπροσανατολισμό της Αριστεράς. Με την όξυνση των παγκόσμιων αντιθέσεων, τον Νέο Ψυχρό Πόλεμο και την άνοδο του φασισμού σε όλο τον ιμπεριαλιστικό κόσμο, έχουμε μια κατάσταση στον αυτοκρατορικό πυρήνα και σε ορισμένα μέρη της καπιταλιστικής περιφέρειας, όπου η Αριστερά, συμπεριλαμβανομένων στοιχείων της αυτοανακηρυγμένης σοσιαλιστικής ή κομμουνιστικής Αριστεράς, είναι ρητά ή σιωπηρά φιλοϊμπεριαλιστική και αντικομμουνιστική (μέρος της οποίας οφείλεται στην επιρροή του Δυτικού Μαρξισμού). Αν η υπέρβαση των Τεσσάρων Υποχωρήσεων και η αναζωογόνηση του αντιιμπεριαλιστικού μαρξισμού είναι ένα από τα πιο πιεστικά καθήκοντα της ταξικής πάλης στη θεωρία σήμερα, αυτό δεν οφείλεται απλώς στην ανάγκη θεωρητικής επιδιόρθωσης. Είναι μάλλον ότι, αν θέλουμε να αντιμετωπίσουμε με επιτυχία τα πιο επείγοντα προβλήματα της εποχής μας —συμπεριλαμβανομένης της οικοκτονίας (Σ.τ.Μ., ecocide), των κινδύνων πυρηνικής αποκάλυψης, της αδιάκοπης καπιταλιστικής κοινωνικής δολοφονίας, του ανερχόμενου φασισμού κ.ο.κ. — πρέπει να ξαναχτίσουμε και να αναζωογονήσουμε ένα ισχυρό αντιιμπεριαλιστικό, σοσιαλιστικό μέτωπο πάλης θεμελιωμένο στην παράδοση του διαλεκτικού και ιστορικού υλισμού. Αυτός είναι ο απώτερος στόχος της διαλεκτικής κριτικής του Δυτικού Μαρξισμού.
JBF: Αυτό που με εντυπωσιάζει στη συζήτησή μας για τον Μαρκούζε και τους άλλους Δυτικούς Μαρξιστές είναι ο βαθμός στον οποίο υπέκυψαν στην ιδεολογία του συστήματος, ιδιαίτερα στη θεώρηση των Ηνωμένων Πολιτειών ως μιας ολοκληρωτικά μαζικής κοινωνίας και το ορθολογικό αποτέλεσμα του Διαφωτισμού. Εδώ έχασαν από τα μάτια τους την ταξική ανάλυση, ενώ υιοθέτησαν κουλτουραλιστικά και ιδεαλιστικά πλαίσια και μορφές ψυχολογισμού απομακρυσμένες από τον υλισμό (συμπεριλαμβανομένου του πολιτισμικού υλισμού) που θα υπονόμευε την ανάλυσή τους. Αυτή ήταν μια προσέγγιση που είχε περισσότερα κοινά με τον Βέμπερ —με τον κουλτουραλισμό του, τον νεοκαντιανό ιδεαλισμό του και την αντίληψη του καπιταλισμού ως απλώς του θριάμβου της ορθολογιστικής τεχνοκρατικής κοινωνίας— παρά με τον Μαρξ. Ο Μαρκούζε ήταν παγιδευμένος στο σιδερένιο κλουβί του Βέμπερ, εξίσου πλήρως με τον ίδιο τον Βέμπερ. Η μονοδιάστατη κριτική της τεχνολογίας από τον Χάιντεγκερ εντυπωσίασε τόσο πολύ τον Μαρκούζε που έκανε το σιδερένιο κλουβί του Βέμπερ δικό του. Ο Δυτικός Μαρξισμός, και ιδιαίτερα η Σχολή της Φρανκφούρτης, με αυτή την έννοια ήταν προϊόν της εποχής του, αυτού που ο C. Wright Mills αποκάλεσε σαρδόνια «αμερικανική γιορτή». Η γαλλική θεωρία απλώς το πήγε ένα βήμα παραπέρα, υπαγόμενη εξ ολοκλήρου την αμερικανική ιδεολογία σε μια διαδικασία αποδόμησης που δεν έμοιαζε με τίποτα άλλο τόσο πολύ όσο με το μεταμοντέρνο μάρκετινγκ.
Για τον Δυτικό Μαρξισμό, συμπεριλαμβανομένων των σημαντικότερων εκπροσώπων της Σχολής της Φρανκφούρτης, η έκταση της υποχώρησης είναι ανησυχητική. Πραγματικές επιλογές έγιναν για να ενταχθεί στον αγώνα της Δύσης και να επιτεθεί στους μαρξιστές της Ανατολής. Η Μεγάλη Άρνηση του Μαρκούζε δεν τον εμπόδισε να εργαστεί για τις εθνικές μυστικές υπηρεσίες των ΗΠΑ στις αρχές του Ψυχρού Πολέμου. Ούτε η εκδοχή του Αντόρνο για τον Δυτικό Μαρξισμό τον εμπόδισε, μαζί με τον Χορκχάιμερ, να δεχτεί την υποστήριξη των αμερικανικών αρχών στην κατεχόμενη Δυτική Γερμανία μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο ή να επιτεθεί με σφοδρότητα στον Λούκατς σε μια έκδοση που δημιούργησε ο αμερικανικός στρατός και χρηματοδότησε η CIA (Die Monat), ενώ κάθονταν στη βεράντα του «Grand Hotel Άβυσσος». Είναι χαρακτηριστικό ότι οι πιο καυστικές καταδίκες των γραπτών του Λούκατς μέχρι σήμερα, όπως αυτές του Τζέιμσον και του Έντσο Τραβέρσο, έχουν στραφεί κατά του επιλόγου της Καταστροφής του Λόγου. Εκεί ο Λούκατς, γράφοντας την εποχή του Πολέμου της Κορέας, επεσήμανε ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες ήταν ο κληρονόμος ολόκληρης της παράδοσης του ανορθολογισμού, με το συμπέρασμα ότι η Δυτική αριστερά συνεχίζοντας να ασπάζεται τον Φρίντριχ Νίτσε, μαζί με τον Χάιντεγκερ και τον Καρλ Σμιτ —και οι δύο ήταν σημαντικοί ιδεολόγοι των Ναζί— έσπειρε τον ανορθολογισμό στους κόλπους της· κάτι που ο Λούκατς φαίνεται να είχε καταλάβει πριν από οποιονδήποτε άλλον.
Το μεγαλύτερο μέρος της Δυτικής Αριστεράς βρέθηκε έτσι σε μια τεσσάρων επιπέδων υποχώρηση που κατά καιρούς έμοιαζε με ολική φυγή, προκαλώντας μια αίσθηση ήττας και πανικού, στην οποία έτεινε να αναπαράγει την παρούσα τάξη πραγμάτων ξανά και ξανά ως ανυπέρβλητη. Σε όλη την ανάλυση των αντιφάσεων του καπιταλιστικού συστήματος, η πραγματική του ευθραυστότητα και η φρίκη του σπάνια αναδείχθηκαν και ο θάνατος που προκάλεσε η Δύση σε εκατομμύρια ανθρώπους ουσιαστικά αγνοήθηκε. Αλλά δεν έπεσαν όλοι οι μαρξιστές, πρέπει να τονιστεί, στην ίδια παγίδα. Εδώ θα ήθελα να τελειώσω παραθέτοντας μια επιστολή του Μπάραν, ο οποίος ήταν ισόβιος φίλος του Μαρκούζε, από την εποχή που και οι δύο ήταν στο Ινστιτούτο Κοινωνικών Ερευνών της Φρανκφούρτης (όπου ο Μπάραν ήταν οικονομικός ερευνητής υπό τον Φρίντριχ Πόλλοκ). Ο Μπάραν συνέχισε, σε αντίθεση με τους κύριους εκπροσώπους αυτού που έχει προσδιοριστεί ως Δυτική Μαρξιστική παράδοση, να γράφει το 1957 την Πολιτική Οικονομία της Ανάπτυξης, το μεγαλύτερο μαρξιστικό έργο για τον ιμπεριαλισμό στην εποχή του, και να γράφει το Μονοπωλιακό Κεφάλαιο μαζί με τον Σουίζι. Στις 10 Οκτωβρίου 1963, ο Μπάραν έγραψε, σε μια επιστολή του προς τον Σουίζι, αυτό που νομίζω ότι συνοψίζει πολλά από αυτά που λέγαμε:
«Αυτό που προς το παρόν είναι επίμαχο και μάλιστα το πιο επείγον είναι το ερώτημα αν η μαρξική διαλεκτική έχει καταρρεύσει, δηλαδή αν είναι δυνατόν τα Scheisse [τα σκατά] να συσσωρευτούν, να πήξουν, να καλύψουν όλη την κοινωνία (και ένα μεγάλο μέρος του σχετικού κόσμου) χωρίς να παράγουν τη διαλεκτική αντίρροπη δύναμη που θα τα τσακίσει και θα τα τινάξει στον αέρα. Hic Rhodus, hic salta! Αν η απάντηση είναι καταφατική, τότε ο μαρξισμός στην παραδοσιακή του μορφή έχει ξεπεραστεί. Έχει προβλέψει τη δυστυχία, έχει εξηγήσει πολύ καλά τις αιτίες που την οδήγησαν να γίνει τόσο περιεκτική όσο είναι˙ έκανε λάθος, ωστόσο, στην κεντρική του θέση ότι η δυστυχία παράγει από μόνη της τις δυνάμεις της κατάργησής της. Μόλις τελείωσα την ανάγνωση του νέου βιβλίου του Μαρκούζε (MS) [Ο Μονοδιάστατος Άνθρωπος], το οποίο με έναν επίπονο τρόπο προωθεί την ίδια τη θέση που ονομάζεται Μεγάλη Άρνηση ή Απόλυτη Άρνηση. Τα πάντα είναι Dreck [βρωμιά]: ο μονοπωλιακός καπιταλισμός και η Σοβιετική Ένωση, ο καπιταλισμός και ο σοσιαλισμός όπως τον ξέρουμε· το αρνητικό μέρος της ιστορίας του Μαρξ έχει γίνει Αληθινό· το θετικό μέρος της παρέμεινε αποκύημα της φαντασίας. Έχουμε επιστρέψει στην κατάσταση των ουτοπιστών καθαρά και ξάστερα· ένας καλύτερος κόσμος θα έπρεπε να υπάρχει, αλλά δεν υπάρχει καμία κοινωνική δύναμη στον ορίζοντα για να τον φέρει σε πέρας. Όχι μόνο ο σοσιαλισμός δεν είναι απάντηση, αλλά δεν υπάρχει κανείς να δώσει αυτή την απάντηση ούτως ή άλλως. Από τη Μεγάλη Άρνηση και την Απόλυτη Άρνηση στη Μεγάλη Απόσυρση και την Απόλυτη Προδοσία είναι μόνο ένα πολύ μικρό βήμα. Έχω μια πολύ ισχυρή αίσθηση ότι αυτό βρίσκεται αυτή τη στιγμή στο κέντρο της σκέψης (και του συναισθήματος) των διανοουμένων —όχι μόνο εδώ αλλά και στη Λατινική Αμερική και αλλού, και ότι θα ήταν πολύ μεγάλη υποχρέωσή μας sich damit Auseinander zu setzen [να αντιμετωπίσουμε και να συμβιβαστούμε με αυτό το συναίσθημα]. Δεν υπάρχει σχεδόν κανένας άλλος εδώ γύρω. Η επίσημη Αριστερά απλά φωνάζει [έχετε πέσει θύμα] αλά Πολιτικές Υποθέσεις, οι άλλοι είναι σαστισμένοι.
Αυτό που απαιτείται είναι μια ψύχραιμη ανάλυση της όλης κατάστασης, η αποκατάσταση μιας ιστορικής προοπτικής, η υπενθύμιση των σχετικών χρονικών διαστάσεων και πολλά άλλα. Αν μπορούσαμε να κάνουμε καλή δουλειά σε αυτό [στο Μονοπωλιακό Κεφάλαιο]… θα κάναμε μια σημαντική συμβολή και θα επιτελούσαμε σε σχέση με πολλούς μια πραγματικά «απελευθερωτική» πράξη[3].»
Αυτό για το οποίο μιλούσε εδώ ο Μπάραν ήταν αυτό που αλλού αποκαλούσε «η αντιμετώπιση της πραγματικότητας με τη λογική». Αυτό απαιτούσε την αποκατάσταση μιας ιστορικής προσέγγισης, που θα περιελάμβανε μια πιο μακροπρόθεσμη θεώρηση, ενώ παράλληλα θα επανασυνέδεε τη μαρξική διαλεκτική με τον υλισμό. Αυτό θα διευκρίνιζε την αναγκαιότητα και, επομένως, τη δυνατότητα μιας «διαλεκτικής αντίρροπης δύναμης», στο παρόν ως ιστορία, που θα οραματιζόταν δρόμους προς την απελευθέρωση σε όλο τον κόσμο. Αυτή η άποψη, η οποία είναι η προοπτική ενός ανεπιφύλαχτου, καθολικού, πραγματικού (Σ.τ.Μ., unhyphenated) μαρξισμού, παραμένει το καθήκον της εποχής μας —όχι μόνο στη θεωρία, αλλά και αντιληπτή ως φιλοσοφία της πράξης. Απαιτεί μια ρήξη με τον Δυτικό Μαρξισμό, ο οποίος οδήγησε σε ιστορικό αδιέξοδο.
Ο κόκκινος τυφλοπόντικας επανεμφανίζεται και πάλι στην εποχή μας, αλλά με νέους και πιο παγκόσμιους τρόπους, που δεν περιορίζονται πλέον στη Δύση.
*Ο John Bellamy Foster είναι εκδότης της Μηνιαίας Επιθεώρησης και ομότιμος καθηγητής κοινωνιολογίας στο Πανεπιστήμιο του Όρεγκον. Είναι ο συγγραφέας, πιο πρόσφατα, του βιβλίου The Dialectics of Ecology (Σ.τ.Μ., Η Διαλεκτική της Οικολογίας, Monthly Review Press, 2024). Ο Gabriel Rockhill είναι εκτελεστικός διευθυντής του Critical Theory Workshop/Atelier de Théorie Critique και καθηγητής φιλοσοφίας και παγκόσμιων διεπιστημονικών σπουδών στο Πανεπιστήμιο Villanova στην Πενσυλβάνια. Αυτή τη στιγμή ολοκληρώνει το πέμπτο του βιβλίο με ένα μόνο συγγραφέα, Who Paid the Pipers of Western Marxism? (Σ.τ.Μ., Ποιος πλήρωσε τους αυλητές του δυτικού μαρξισμού;), καθώς και ένα χειρόγραφο, σε συνεργασία με τον Aymeric Monville, Requiem for French Theory (Σ.τ.Μ., Ρέκβιεμ για τη Γαλλική Θεωρία, και τα δύο θα κυκλοφορήσουν από τον εκδοτικό οίκο Monthly Review Press).
[1] Alain Badiou, Can Politics Be Thought?, trans. Bruno Bosteels (Durham, North Carolina: Duke University Press, 2018), 57, 60.
[2] Βλ. John Bellamy Foster, “The New Denial of Imperialism on the Left”, Monthly Review 76, no. 6 (November 2024) (Σ.τ.Μ., βλ. και μεταφρασμένο στα ελληνικά), as well as John Bellamy Foster, “The New Irrationalism”, Monthly Review 76, no. 9 (February 2023).
[3] Paul A. Baran to Paul M. Sweezy, October 10, 1963, in Paul A. Baran and Paul M. Sweezy, The Age of Monopoly Capital: Selected Correspondence, 1949–1964, eds. Nicholas Baran and John Bellamy Foster (New York: Monthly Review Press, 2017), 429–30.