Γιατί τα οικονομικά του πραγματικού κόσμου έχουν σημασία
του Michael Roberts
μετ. Δημήτρης Κούλος
επιμ. Διονύσης Περδίκης
Το περασμένο Σαββατοκύριακο, έδωσα κεντρική διάλεξη στο London School of Economics σε φοιτητές οικονομικών του Ανοικτού Πανεπιστημίου της Βρετανίας για την Ημέρα Οικονομίας. Αυτό είναι το κείμενο της παρουσίασής μου.
Σήμερα μου ζητήθηκε να μιλήσω για το θέμα: Γιατί τα “οικονομικά του πραγματικού κόσμου” έχουν σημασία; Αυτός ο τίτλος δημιουργεί μερικά ερωτήματα: Τι είναι τα οικονομικά του πραγματικού κόσμου; Και αυτό υπονοεί ότι υπάρχουν οικονομικά που δεν αφορούν τον πραγματικό κόσμο. Και αν υπάρχουν οικονομικά του πραγματικού κόσμου, πώς μπορούν να συνεισφέρουν στη δημιουργία ενός καλύτερου κόσμου για όλους μας;
Τα οικονομικά του πραγματικού κόσμου θα πρέπει να αφορούν την κατανόηση του τι συμβαίνει στον κόσμο γύρω μας: τι προκαλεί τον πληθωρισμό, την ανεργία, τη φτώχεια, την ανισότητα, την κλιματική αλλαγή κ.λπ. Και ποιες είναι οι απαντήσεις της οικονομικής πολιτικής. Υπάρχει όμως ένα πρόβλημα. Αυτό που ονομάζω κυρίαρχα (Σ.τ.E., mainstream) οικονομικά δεν συζητά ή δεν ασχολείται με αυτά τα ζητήματα του πραγματικού κόσμου ιδιαίτερα αποτελεσματικά.
Μου έρχεται στο μυαλό ένα παράδειγμα που αφορά άμεσα αυτό το κτίριο. Πίσω, σε εκείνη την εποχή που ονομάστηκε Μεγάλη Ύφεση του 2008-9, όταν όλες οι μεγάλες οικονομίες υπέστησαν απότομη και βαθιά πτώση της εθνικής παραγωγής, της απασχόλησης και του μέσου εισοδήματος, μετά από μια τεράστια κατάρρευση του τραπεζικού και χρηματοπιστωτικού συστήματος, η βασίλισσα Ελισάβετ επισκέφθηκε το London School of Economics.
Καθώς έμπαινε σε αυτό ακριβώς το κτίριο, ρώτησε τη συγκέντρωση των διακεκριμένων οικονομολόγων που τη συνάντησε: «Γιατί κανείς δεν το είδε να έρχεται;» Με άλλα λόγια, ρώτησε γιατί κανείς δεν είχε προβλέψει τη χρηματοπιστωτική κατάρρευση και την επακόλουθη ύφεση, τη χειρότερη από τα χρόνια της ύφεσης της δεκαετίας του 1930. Οι διακεκριμένοι οικονομολόγοι έμειναν άναυδοι από την ερώτηση της βασίλισσας για τον πραγματικό κόσμο. Χρειάστηκαν τρεις μήνες για να απαντήσουν – σε μια δημοσιευμένη τρισέλιδη επιστολή προς τη βασίλισσα.
Παραθέτω: «Ο καθένας φαινόταν να κάνει σωστά τη δουλειά του στο μέτρο των δυνατοτήτων του. Και σύμφωνα με τα συνήθη μέτρα επιτυχίας, συχνά όλοι την έκαναν καλά. Η αποτυχία ήταν να δουν πώς συλλογικά αυτό αθροιζόταν σε μια σειρά διασυνδεδεμένων ανισορροπιών, επί των οποίων καμία αρχή δεν είχε δικαιοδοσία». Νομίζω ότι οι οικονομολόγοι έλεγαν ότι οι θεωρίες τους έμοιαζαν να είναι καλές, αλλά στη συνέχεια πολλά διαφορετικά πράγματα για τα οποία γνώριζαν, με κάποιο τρόπο, ενώθηκαν όλα μαζί σε μια τέλεια καταιγίδα και δημιούργησαν το κραχ και δεν μπορούσαν να το προβλέψουν αυτό.
Έξι μήνες αργότερα η βασίλισσα επισκέφθηκε την Τράπεζα της Αγγλίας και ένας από τους κορυφαίους εμπειρογνώμονες χρηματοοικονομικής πολιτικής της Τράπεζας σταμάτησε τη βασίλισσα για να της πει ότι θα ήθελε να απαντήσει στο ερώτημα που εκείνη έθεσε αρχικά σε εκείνους τους οικονομολόγους στο LSE. Είπε στη βασίλισσα ότι οι χρηματοπιστωτικές κρίσεις μοιάζουν λίγο με τους σεισμούς και τις πανδημίες γρίπης, καθώς είναι σπάνιες και δύσκολα προβλέψιμες, και τη διαβεβαίωσε ότι το προσωπικό της Τράπεζας είναι εκεί για να βοηθήσει στην πρόληψη μιας νέας κρίσης. Ο πρίγκιπας Φίλιππος δεν έχασε την ευκαιρία: “Λοιπόν, έρχεται κι άλλη;” Καμία απάντηση.
Αλλά εδώ είναι το θέμα μου. Δεν είναι μόνο ότι οι οικονομολόγοι δεν παρατήρησαν ότι ήρθε “ξαφνικά” σαν αστεροειδής που χτυπάει τη γη, ένα σοκ σε ένα τέλεια λειτουργικό οικονομικό σύστημα. Οι θεωρίες τους απέκλειαν εντελώς την πιθανότητα αυτή.
Ο Ρόμπερτ Λούκας είναι ένας διακεκριμένος οικονομολόγος της κυρίαρχης (Σ.τ.E., mainstream) τάσης, και μάλιστα κάτοχος του βραβείου Νόμπελ Οικονομικών. Το 2003, περίπου πέντε χρόνια πριν από το παγκόσμιο οικονομικό κραχ, δήλωσε ότι «η μακροοικονομική έχει επιτύχει: Το κεντρικό της πρόβλημα της πρόληψης της ύφεσης έχει λυθεί, για όλους τους πρακτικούς σκοπούς, και μάλιστα έχει λυθεί εδώ και πολλές δεκαετίες».
Ο Eugene Fama είναι ένας άλλος κάτοχος βραβείου Νόμπελ Οικονομικών. Το βραβείο του είναι για την απόδειξη ότι οι αγορές λειτουργούν αποτελεσματικά και, εφόσον εσείς και εγώ και όλοι οι άλλοι έχουμε αρκετές πληροφορίες για το τι συμβαίνει, τότε η αγορά θα εξασφαλίσει πλήρη απασχόληση, σταθερή ανάπτυξη και αύξηση των εισοδημάτων για όλους. Αυτό ονομάζεται Υπόθεση των Αποτελεσματικών Αγορών (YAA). Μετά τη Μεγάλη Ύφεση, ο Fama ρωτήθηκε τι πήγε στραβά. Απάντησε: «Δεν ξέρουμε τι προκαλεί τις υφέσεις. Ποτέ δεν το μάθαμε. Οι συζητήσεις συνεχίζονται μέχρι σήμερα σχετικά με το τι προκάλεσε τη Μεγάλη Ύφεση. Τα οικονομικά δεν είναι πολύ καλά στο να εξηγούν τις διακυμάνσεις της οικονομικής δραστηριότητας».
Μέχρι τώρα έχω μιλήσει για ένα οικονομικό γεγονός και ένα σκέλος της εξήγησης: αυτό που αποκάλεσα κυρίαρχα οικονομικά και την αποτυχία τους να προβλέψουν ή να αντιμετωπίσουν αυτό το γεγονός, δηλαδή την παγκόσμια οικονομική κατάρρευση των τραπεζών και τη βαθιά συρρίκνωση της απασχόλησης και των εισοδημάτων παγκοσμίως. Ένα πραγματικό πρόβλημα, αλλά χωρίς απάντηση από την κυρίαρχη τάση. Αυτό όμως θέτει το ερώτημα ότι αν τα κυρίαρχα οικονομικά της αγοράς δεν μπορούν να εξηγήσουν πολύ καλά τον πραγματικό κόσμο, τότε χρειαζόμαστε νέες θεωρίες για να καθοδηγήσουμε τις πολιτικές μας αποφάσεις.
Και υπάρχουν και άλλες θεωρίες. Πράγματι, μπορούμε να κατηγοριοποιήσουμε την οικονομική επιστήμη σε διάφορες σχολές, με κύριο διαχωρισμό μεταξύ “κυρίαρχων” (Σ.τ.E., “mainstream”) και “ετερόδοξων”. Στην κυρίαρχη τάση, έχουμε δύο μεγάλες υποδιαιρέσεις. Η πρώτη ονομάζεται νεοκλασική σχολή. Αυτή η σχολή ξεκινά από τη βασική υπόθεση ότι μια “ελεύθερη αγορά”, δηλαδή χωρίς παρεμβάσεις ή ατέλειες που προκαλούνται από μονοπώλια ή συνδικάτα ή την κυβέρνηση, θα επιφέρει αρμονική οικονομική βελτίωση σε αυτό που ονομάζεται “γενική ισορροπία”. Όπως το έθεσε κάποτε ένας νεοκλασικός οικονομολόγος: «η οικονομία της αγοράς είναι σαν μια ήρεμη λίμνη ή πισίνα. Μερικές φορές ένας βράχος ή μια πέτρα μπορεί να τη διαταράξει, ένα σοκ στο ήρεμο περιβάλλον, αλλά τελικά, αν σταματήσουν αυτές οι παρεμβάσεις, οι κυματισμοί στην πισίνα θα υποχωρήσουν και η πισίνα θα είναι και πάλι ήρεμη».
Στο πλαίσιο της κυρίαρχης τάσης, υπάρχει επίσης η κεϋνσιανή σχολή, η οποία πήρε το όνομά της από τις θεωρίες του John Maynard Keynes, του μεγάλου Βρετανού οικονομολόγου του 20ού αιώνα. Η κεϋνσιανή θεωρία απορρίπτει την ιδέα της ισορροπίας της ήρεμης πισίνας της νεοκλασικής σχολής. Οι κεϋνσιανοί πιστεύουν ότι το νεοκλασικό υπόδειγμα δεν είναι “πραγματική οικονομία”. Οι κεϋνσιανοί υποστηρίζουν ότι οι οικονομίες της αγοράς μερικές φορές περιπίπτουν σε “ανισορροπία” που οδηγεί σε ύφεση και ανεργία, από την οποία οι οικονομίες δεν βγαίνουν εκτός αν οι κυβερνήσεις παρεμβαίνουν με μέτρα που περιλαμβάνουν την εκτύπωση περισσότερου χρήματος ή την αύξηση των κρατικών δαπανών για την αποκατάσταση της ισορροπίας.
Αλλά τόσο η νεοκλασική όσο και η κεϋνσιανή σχολή συμφωνούν σε ένα πράγμα: ότι ένα σύστημα που βασίζεται στην αγορά είναι η μόνη βιώσιμη μορφή οικονομίας. Απλώς η μία σχολή πιστεύει ότι η “αρμονική” ανάπτυξη μπορεί να επιτευχθεί από την ελεύθερη αγορά χωρίς παρεμβάσεις και η άλλη πιστεύει ότι η κυβέρνηση και οι κεντρικές τράπεζες πρέπει να παρέμβουν για να διορθώσουν οποιαδήποτε ανισορροπία.
Αλλά η κυρίαρχη οικονομική επιστήμη ξεκινά από μια υπόθεση που δεν έχει αποδείξει – ότι δηλαδή μια οικονομία της αγοράς, όπου οι εταιρείες απασχολούν ανθρώπους σαν εμάς για να παράγουν αγαθά και υπηρεσίες που πωλούνται στην αγορά έναντι χρημάτων – και κυρίως για κέρδη για τους ιδιοκτήτες και τους μετόχους αυτών των εταιρειών – είναι ο μόνος τρόπος για να οργανωθεί η παραγωγή και η διανομή των πραγμάτων που χρειαζόμαστε εμείς οι άνθρωποι.
Όμως η οικονομία της αγοράς δεν υπήρχε πάντοτε – και μάλιστα υπάρχει μόνο περίπου 250 χρόνια. Πριν από αυτό υπήρχαν φεουδαρχικές οικονομίες, όπου οι αγρότες ή οι δουλοπάροικοι δούλευαν τη γη για λογαριασμό των αφεντικών τους, οι οποίοι κατανάλωναν τα προϊόντα. Αυτό το σύστημα υπήρχε για πάνω από 1000 χρόνια. Πριν από αυτό υπήρχαν οικονομίες δουλείας όπου οι άνθρωποι που αιχμαλωτίζονταν σε πολέμους αναγκάζονταν να εργάζονται για τους ιδιοκτήτες τους – αυτό το σύστημα υπήρχε για χιλιάδες χρόνια.
Το επισημαίνω αυτό επειδή θα πρέπει να γνωρίζουμε ότι ο τρόπος με τον οποίο λειτουργούν οι οικονομίες τώρα δεν ήταν πάντα εδώ και μπορεί να μην διαρκέσει ως ο καλύτερος τρόπος για την κάλυψη των αναγκών της ανθρωπότητας. Πράγματι, κατά την άποψή μου, η οικονομία της αγοράς παρουσιάζει σημαντικά σημάδια αποτυχίας. Επομένως, μπορεί να υπάρχουν και άλλοι τρόποι οικονομικής οργάνωσης.
Ως εκ τούτου, υπάρχουν οικονομολόγοι που ασκούν σοβαρή κριτική στην κυρίαρχη οικονομία της αγοράς. Υπάρχει αυτό που μπορούμε να ονομάσουμε ετερόδοξες σχολές οικονομικών – ο όρος σημαίνει αυτό που λέει, έξω από το ορθόδοξο ρεύμα. Μέσα σε αυτό το ευρύ ρεύμα, οι οικονομολόγοι αυτοί τονίζουν την ανορθολογική συμπεριφορά των αγορών και την εγγενή αστάθεια της οικονομίας της αγοράς. Περιλαμβάνουν τη μαρξιστική σχολή που υποστηρίζει ότι η οικονομία της αγοράς θα έχει πάντα κρίσεις που δεν μπορούν να επιλυθούν από την αγορά και έτσι η οικονομία της αγοράς (που οι μαρξιστές ονομάζουν καπιταλισμό) πρέπει να αντικατασταθεί από μια σχεδιασμένη οικονομία που θα βασίζεται στην κοινή ιδιοκτησία όλων των παραγωγών.
Η ετερόδοξη σχολή είναι πολύ επικριτική απέναντι στην κυρίαρχη τάση. Πράγματι, σχεδόν ακριβώς πριν από έξι χρόνια, κορυφαίοι ετερόδοξοι οικονομολόγοι διοργάνωσαν ένα σεμινάριο εδώ στο LSE σχετικά με την κατάσταση των κυρίαρχων οικονομικών, όπως διδάσκονται στα πανεπιστήμια. Το ξεκίνησαν καρφώνοντας στην πόρτα αυτού του κτιρίου μια αφίσα με 33 θέσεις που ασκούσαν κριτική στα κυρίαρχα οικονομικά. (Μπορείτε να το αναζητήσετε στο google). Ήταν η 500ή επέτειος από τότε που ο Μαρτίνος Λούθηρος κάρφωσε τις 95 θέσεις του στην εκκλησία του Κάστρου της Βιτεμβέργης, γεγονός που προκάλεσε την έναρξη της προτεσταντικής μεταρρύθμισης κατά της “μίας και μοναδικής αληθινής θρησκείας” του καθολικισμού.
Οι ετερόδοξοι οικονομολόγοι μας έλεγαν ότι η κυρίαρχη οικονομική επιστήμη ήταν σαν τον καθολικισμό και πρέπει να διαμαρτυρηθούμε εναντίον της, όπως έκανε ο Λούθηρος το 1517. Όπως το έθεσαν, «τα οικονομικά έχουν καταρρεύσει. Από την κλιματική αλλαγή μέχρι την ανισότητα, η κυρίαρχη (νεοκλασική) οικονομική επιστήμη δεν έχει δώσει λύσεις στα προβλήματα που αντιμετωπίζουμε και παρόλα αυτά εξακολουθεί να είναι κυρίαρχη στην κυβέρνηση, στην ακαδημαϊκή κοινότητα και σε άλλους οικονομικούς θεσμούς. Είναι καιρός για μια νέα οικονομική επιστήμη».
Ποια θα πρέπει να είναι αυτή η νέα οικονομική επιστήμη; Πρόσφατα, ο Benoît Cœuré, κορυφαίο γαλλικό μέλος του Εκτελεστικού Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, απηύθυνε μια ομιλία όπως ακριβώς κάνω τώρα σε εσάς, σε φοιτητές οικονομικών στο Paris School of Economics, αν θέλετε, το αδελφό πανεπιστήμιο του LSE. Ο Cœuré είπε στο φοιτητικό του ακροατήριο ότι «τα οικονομικά είναι μια κοινωνική επιστήμη. Τα μοντέλα δεν θα αφαιρέσουν το βάρος και την ευθύνη της κρίσης. Τα οικονομικά περιλαμβάνουν πολλές δοκιμές και λάθη – πρέπει να παίρνετε αποφάσεις στην ομίχλη, όταν μόλις και μετά βίας βλέπετε το χέρι σας μπροστά από το πρόσωπό σας. Αυτό κάνει το επάγγελμά μας συναρπαστικό!».
Για μένα, τα οικονομικά είναι επιστήμη – αν και κοινωνική επιστήμη που ασχολείται με τον άνθρωπο, όχι φυσική επιστήμη. Ως επιστήμη, απαιτεί επιστημονική μέθοδο. Για μένα, αυτό σημαίνει ότι ξεκινάς με μια υπόθεση που έχει ρεαλιστικές προκείμενες που έχουν “αφαιρεθεί” από την πραγματικότητα και στη συνέχεια κατασκευάζεις ένα μοντέλο ή ένα σύνολο νόμων που μπορούν να ελεγχθούν με βάση τα στοιχεία. Το μοντέλο μπορεί να χρησιμοποιήσει μαθηματικά για να βελτιώσει την ακρίβειά του, αλλά τελικά τα στοιχεία αποφασίζουν. Κατά την άποψή μου, όπως οι φυσικοί και οι αστρονόμοι, έτσι και οι οικονομολόγοι πρέπει να είναι σε θέση να αναπτύσσουν θεωρίες για τις οικονομίες του πραγματικού κόσμου και να τις ελέγχουν εμπειρικά, ώστε να μπορούμε να κάνουμε προβλέψεις και, ελπίζουμε, να αποφύγουμε τις οικονομικές κρίσεις που οι σύγχρονες οικονομίες έχουν σε τακτική βάση.
Μέχρι στιγμής, έχω πραγματευτεί τα μεγάλα γεγονότα όπως η Μεγάλη Ύφεση και τη συμβολή ή την αποτυχία της κυρίαρχης οικονομικής επιστήμης να τα προβλέψει ή να τα εξηγήσει ή να παράσχει αποτελεσματικές οικονομικές πολιτικές για την αντιμετώπισή τους και την αποφυγή νέων στο μέλλον. Αλλά ένα μεγάλο μέρος των κυρίαρχων οικονομικών δεν αφορά αυτά τα μεγάλα γεγονότα. Ο Benoit Cœuré στη διάλεξή του στο Παρίσι απέρριψε την κριτική ότι οι οικονομολόγοι απέτυχαν να προβλέψουν το ξέσπασμα της χρηματοπιστωτικής κρίσης. «Αυτή η κριτική είναι ανοησία. Περιμένουμε από τους γιατρούς να προβλέψουν τις ασθένειες; Φυσικά, δεν το περιμένουμε. Περιμένουμε όμως από αυτούς να μας βοηθήσουν να θεραπεύσουμε τις ασθένειες. Οι οικονομολόγοι θα πρέπει να κάνουν το ίδιο». Επομένως, δεν είναι δουλειά των οικονομολόγων να μαντεύουν ή να προβλέπουν, αλλά να αναπτύσσουν πολιτικές για να θεραπεύουν τα όποια χάλια προκύπτουν.
Αυτό είναι ένα κοινό θέμα μεταξύ των οικονομολόγων. Μια άλλη πρόσφατη κάτοχος του βραβείου Νόμπελ, η Esther Duflo, εκτίμησε ότι οι οικονομολόγοι θα πρέπει να εγκαταλείψουν τις μεγάλες ιδέες και αντ’ αυτού να επιλύουν προβλήματα όπως οι υδραυλικοί «τοποθετούν τους σωλήνες και διορθώνουν τις διαρροές». Οι οικονομολόγοι έμοιαζαν περισσότερο με μηχανικούς παρά με φυσικούς. Ο Keynes διατύπωσε μια παρόμοια άποψη: ότι οι οικονομολόγοι θα πρέπει να είναι σαν τους οδοντιάτρους – να διευθετούν τα ενοχλητικά οδοντικά προβλήματα, ώστε ο καπιταλισμός να μπορεί στη συνέχεια να λειτουργεί ομαλά.
Ο Duflo εκτιμά ότι η αναλογία των υδραυλικών σημαίνει ότι η καθαρή επιστημονική μέθοδος ανάλυσης της αιτίας και του αποτελέσματος είναι λιγότερο σημαντική από τις πρακτικές λύσεις. Έτσι, οι οικονομολόγοι θα πρέπει να μοιάζουν περισσότερο με τους γιατρούς παρά με τους ιατρικούς ερευνητές. Υδραυλικοί, οδοντίατροι, μηχανικοί, γιατροί – αλλά όχι, όπως φαίνεται, κοινωνικοί επιστήμονες.
Είναι όμως οι γιατροί το μόνο που έχει σημασία για την ανθρώπινη υγεία; Στην πραγματικότητα, η βελτίωση των δεξιοτήτων των γιατρών στη θεραπεία των ασθενών όταν αυτοί έχουν αρρωστήσει προέρχεται από την επιστημονική ανακάλυψη σχετικά με τις ασθένειες, τη βιολογία και το περιβάλλον. Τα επιτυχημένα φάρμακα και οι ιατρικές πρακτικές είναι το αποτέλεσμα της μάθησης της αιτίας της ασθένειας.
Στον Μεσαίωνα, οι γιατροί εφάρμοζαν κάθε είδους άχρηστες και επικίνδυνες θεραπείες (βδέλλες κ.λπ.) επειδή δεν γνώριζαν για τα “μικρόβια” (βακτήρια ή ιούς). Η χολέρα μειώθηκε τελικά από μια γεωγραφική μελέτη στο Λονδίνο που έδειξε ότι ήταν διαδεδομένη κοντά σε κακά πηγάδια πόσιμου νερού. Η ελονοσία και η ευλογιά αντιμετωπίστηκαν με την ανακάλυψη των φορέων των βακτηρίων σε διάφορα ζώα. Στη συνέχεια ακολούθησαν θεραπείες από γιατρούς.
Φυσικά, αυτό δεν σημαίνει ότι τα οικονομικά δεν έχουν να κάνουν με την κατανόηση μιας οικονομίας σε μικροσκοπικό ή μικρό επίπεδο και την ανάπτυξη πολιτικών για να αλλάξουν τα πράγματα προς το καλύτερο – οι σωστοί φόροι για να συγκεντρωθούν κονδύλια για τα κυβερνητικά προγράμματα και να επιτευχθεί καλύτερη ισότητα, τα κατάλληλα ανώτατα όρια τιμών για να περιοριστούν οι τιμές της ενέργειας, τα σωστά τέλη κυκλοφοριακής συμφόρησης για να μειωθεί η κυκλοφορία ορυκτών καυσίμων, η σαφής ανάλυση κόστους-οφέλους για να εκτιμηθεί αν πρέπει να κατασκευαστεί ή όχι το σιδηροδρομικό έργο HS2. Αυτό είναι επίσης μέρος της οικονομικής επιστήμης.
Πράγματι, αυτό είναι το είδος της οικονομικής επιστήμης και της χάραξης πολιτικής που κάνουν οι περισσότεροι οικονομολόγοι και πιθανότατα έτσι θα βγάζετε τα προς το ζην αν και όταν αποφοιτήσετε και παραμείνετε στα οικονομικά. Και θα μπορούσατε να τα καταφέρετε καλά. Ο Cœuré εξηγούσε στους φοιτητές του στο Παρίσι ότι το να γίνεις οικονομολόγος ήταν σπουδαίο πράγμα και ότι πληρωνόταν καλά. «Για πολλούς, το μεταπτυχιακό είναι ένα φυσικό βήμα προς το διδακτορικό. Και ένα διδακτορικό είναι ουσιαστικά μια υπόσχεση για απασχόληση. Στις Ηνωμένες Πολιτείες, για παράδειγμα, το ποσοστό ανεργίας για τους οικονομολόγους με διδακτορικό είναι περίπου 0,8%, το χαμηλότερο μεταξύ όλων των επιστημών. Καθόλου άσχημο σημείο για να ξεκινήσει κανείς». Όμως, είπε ο Cœuré, τα χρήματα είναι λιγότερο σημαντικά, διότι «το διδακτορικό σας θα πρέπει να τροφοδοτείται από το πάθος και την αγάπη σας για την έρευνα και όχι από την ελπίδα να κερδίσετε περισσότερα χρήματα».
Είμαι βέβαιος ότι αυτό ισχύει και για όλους εσάς. Ωστόσο, πρέπει να είμαι ευθύς εδώ. Η εμπειρία του Cœuré στον δημόσιο τομέα μπορεί να είναι διαφορετική από εκείνη όσων από εμάς έχουν εργαστεί στον ιδιωτικό τομέα. Έχοντας δουλέψει στον ιδιωτικό τομέα, σε τράπεζες και άλλα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα στην “καριέρα” μου, οι συμβουλές οικονομικής πολιτικής και το να γίνουν τα πράγματα καλύτερα για όλους δεν είναι ο στόχος, αλλά αντίθετα είναι το “πώς να βγάλουμε χρήματα“. Τα οικονομικά εκεί προσανατολίζονται είτε στην εταιρική στρατηγική για κέρδη στην παραγωγή και το εμπόριο είτε στην επενδυτική στρατηγική για κέρδη στη χρηματοπιστωτική κερδοσκοπία.
Κατά την άποψή μου, τα οικονομικά του πραγματικού κόσμου πρέπει να εξετάζουν τη “μεγάλη εικόνα”. Οι οικονομολόγοι δεν θα πρέπει να είναι απλώς γιατροί αλλά κοινωνικοί επιστήμονες, ή ακριβέστερα θα πρέπει να αναπτύξουν μια οικονομική επιστήμη που αναγνωρίζει τις ευρύτερες κοινωνικές δυνάμεις που καθοδηγούν τα οικονομικά μοντέλα. Αυτό ονομάζεται πολιτική οικονομία, η οποία ως επί το πλείστον δεν διδάσκεται στα πανεπιστήμια. Επιτρέψτε μου να σας θυμίσω μερικά από τα οικονομικά ζητήματα της μεγάλης εικόνας που θα μας επηρεάσουν όλους πολύ περισσότερο από οτιδήποτε άλλο, όπως το αν θα κατασκευαστεί η σιδηροδρομική γραμμή HS2 ή αν θα πρέπει να αυξηθούν ή να μειωθούν οι φόροι εισοδήματος.
Πρώτον, υπάρχει η υπερθέρμανση του πλανήτη και η κλιματική αλλαγή. Η διεθνής ομάδα Cop28 συνεδριάζει αυτή τη στιγμή στο Ντουμπάι για το πώς θα μειωθούν οι εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου – απαιτείται μείωση των εκπομπών κατά 43% μέχρι το τέλος αυτής της δεκαετίας, εάν ο κόσμος θέλει να αποφύγει μια μέση αύξηση της παγκόσμιας θερμοκρασίας περισσότερο από 2C πάνω από τα προβιομηχανικά επίπεδα.
Ποιες είναι οι οικονομικές θεωρίες και πολιτικές που μπορούν να επιτύχουν αυτή τη μείωση; Είναι ανησυχητικό να γνωρίζουμε, όπως σημείωσε ο Nicholas Stern του LSE, ο κορυφαίος οικονομολόγος για το κλίμα στον κόσμο: «Τα οικονομικά έχουν συμβάλει ανησυχητικά λίγο στις συζητήσεις για την κλιματική αλλαγή. Για παράδειγμα, το πιο διάσημο περιοδικό της κυρίαρχης τάσης, Quarterly Journal of Economics, που σήμερα είναι το πιο πολυαναφερόμενο περιοδικό στον τομέα των οικονομικών, δεν έχει δημοσιεύσει ποτέ άρθρο για την κλιματική αλλαγή!».
Στη συνέχεια, υπάρχει το ζήτημα της παγκόσμιας φτώχειας και της αυξανόμενης ανισότητας του πλούτου και του εισοδήματος μεταξύ των εθνών σε όλο τον κόσμο και εντός των εθνών. Σύμφωνα με την Παγκόσμια Τράπεζα, υπάρχουν περίπου 3,65 δισ. άνθρωποι που ζουν με λιγότερα από 6,85 δολάρια την ημέρα. Υπάρχουν πάνω από 700 εκατομμύρια άνθρωποι που αντιμετωπίζουν καθημερινά την πείνα. Υπάρχουν πάνω από 3 δισεκατομμύρια άνθρωποι που δεν τρέφονται υγιεινά και έτσι αρρωσταίνουν, γίνονται παχύσαρκοι ή ακόμα και καταστρέφεται η υγεία τους. Είναι ηθικά ορθό ή έστω καλά οικονομικά το γεγονός ότι το 1% των ενηλίκων του κόσμου κατέχει σχεδόν το 50% του συνολικού προσωπικού πλούτου στον κόσμο, ενώ το 50% των κατώτερων ατόμων έχει μόνο το 1%; Τι μπορούμε να κάνουμε γι’ αυτό;
Ο Angus Deaton είναι Βρετανός νομπελίστας στα οικονομικά και ειδικός στα οικονομικά της φτώχειας, που εργάζεται στην Αμερική. Σε ένα πρόσφατο βιβλίο του, ο Deaton δήλωσε οργισμένος ότι «οι οικονομολόγοι της κυρίαρχης τάσης αγνοούν σκόπιμα τα αυξανόμενα επίπεδα ανισότητας και τις φρικτές επιπτώσεις της φτώχειας, ισχυριζόμενοι ότι αυτό δεν είναι δουλειά των οικονομικών. …. υπάρχει αυτή η πολύ ισχυρή φιλελεύθερη πεποίθηση ότι η ανισότητα δεν αποτελεί κατάλληλο πεδίο μελέτης για τους οικονομολόγους. Ακόμα και αν ανησυχούσατε για την ανισότητα, θα ήταν καλύτερο να σιωπούσατε και να ζούσατε με αυτήν».
Έπειτα, υπάρχει η τεχνολογία του 21ου αιώνα: ρομπότ, αυτοματισμοί, τεχνητή νοημοσύνη, και ιδίως η εμφάνιση υπερ-ευφυών μοντέλων εκμάθησης γλωσσών (LLM). Έχετε ήδη χρησιμοποιήσει LLMs όπως το ChatGPT για αναψυχή – αλλά ελπίζω όχι για τη συγγραφή αυτόματων διατριβών για τους καθηγητές σας; Προφανώς, τέσσερις στους πέντε Βρετανούς εφήβους το χρησιμοποιούν για σχολικές εργασίες, σύμφωνα με την Ofcom, τη ρυθμιστική αρχή της τεχνολογίας. Τι σημαίνουν όλα αυτά για τις μελλοντικές σας θέσεις εργασίας όταν αποφοιτήσετε – θα σας έχει αντικαταστήσει η τεχνητή νοημοσύνη πριν αποφοιτήσετε; Ορισμένοι οικονομολόγοι εκτιμούν ότι 300 εκατομμύρια θέσεις εργασίας θα χαθούν παγκοσμίως. Εδώ είναι ένας άλλος ζωτικός τομέας για τα οικονομικά του πραγματικού κόσμου.
Κλείνω λέγοντας σε όλους σας: να θυμάστε ότι υπάρχει ένας κόσμος εκεί έξω πέρα από τις καμπύλες προσφοράς και ζήτησης και τους μαθηματικούς τύπους.
Τα οικονομικά και οι οικονομολόγοι δεν θα πρέπει να αναλώνονται στο να είναι απλώς σαν οδοντίατροι που διορθώνουν δόντια, αλλά να χρησιμοποιούν τις ικανότητές τους και την επιστημονική μέθοδο για να κατανοήσουν τη μεγάλη εικόνα και έτσι να συμβάλουν στη δημιουργία ενός καλύτερου κόσμου για όλους. Τότε ίσως μπορέσουμε να αποφύγουμε να μας επισκεφθεί κάποια στιγμή στο μέλλον ο βασιλιάς Κάρολος και να τον βάλουμε να επαναλάβει αυτά που είπε η βασίλισσα Ελισάβετ: «Γιατί δεν το περιμένατε αυτό;»