1

Θα υποστεί η Κίνα την ίδια μοίρα με την ΕΣΣΔ;

 

του Carlos Martinez[i]

Πηγή: Martinez C., Will China Suffer the Same Fate as the Soviet Union?,  World Review of Political Economy , Summer 2020, Vol. 11, No. 2 (Summer 2020), pp. 189-207

Εκδόθηκε από τα Pluto Journals

μετ. Φίλιππος Μπαρδουνιώτης

επιμ. Διονύσης Περδίκης

 

Περίληψη: Μετά την κατάρρευση του ευρωπαϊκού σοσιαλισμού θεωρήθηκε ευρέως στη Δύση ότι η Κίνα θα περνούσε μια παρόμοια διαδικασία αντεπανάστασης. Αυτό το άρθρο προσπαθεί να κατανοήσει γιατί τρεις δεκαετίες αργότερα, αυτό δεν συνέβη και αν είναι πιθανό να συμβεί στο ορατό μέλλον. Το άρθρο αντιπαραβάλλει τη “μεταρρύθμιση και το άνοιγμα” της Κίνας που ακολουθείται από το 1978, με τις πολιτικές της “περεστρόικα” και της “γκλάσνοστ” που υιοθετήθηκαν στη Σοβιετική Ένωση υπό την ηγεσία του Γκορμπατσόφ. Μια προσεκτική ανάλυση των διαθέσιμων δεδομένων καθιστά σαφές ότι η μεταρρύθμιση της Κίνας ήταν πολύ πιο επιτυχής από τη σοβιετική μεταρρύθμιση. Σε αντίθεση με τη Σοβιετική Ένωση στη δεκαετία του 1980, όλοι οι βασικοί δείκτες ποιότητας ζωής στην Κίνα έχουν υποστεί σημαντική βελτίωση τα τελευταία 40 χρόνια, και η Κίνα αναδεικνύεται σε παγκόσμιο ηγέτης στην επιστήμη, την τεχνολογική καινοτομία και τη διατήρηση του περιβάλλοντος. Το άρθρο υποστηρίζει ότι τα διαφορετικά αποτελέσματα στην Κίνα και στη Σοβιετική Ένωση είναι το αποτέλεσμα κυρίως της πολύ πιο αποτελεσματικής οικονομικής στρατηγικής που ακολούθησαν οι κινεζικές κυβερνήσεις, μαζί με τη συνεχή ενίσχυση της ηγεσίας του Κομμουνιστικού Κόμματος της Κίνας.

 

Λέξεις-κλειδιά: Σοβιετική Ένωση, σοσιαλισμός, μεταρρύθμιση.

 

 

[i] Ο Carlos Martinez είναι ανεξάρτητος ερευνητής και πολιτικός ακτιβιστής από το Λονδίνο της Βρετανίας. Το πρώτο του βιβλίο του, Το τέλος της αρχής: Μαθήματα από τη σοβιετική κατάρρευση, εκδόθηκε το 2019 από την LeftWord Βιβλία. Οι κύριοι τομείς της έρευνάς του είναι η οικοδόμηση των σοσιαλιστικών κοινωνιών (του παρελθόντος και του παρόντος), τα προοδευτικά κινήματα στη Λατινική Αμερική και η πολυπολικότητα. Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο: [email protected]

 

 

 

«Θα πρέπει να σκεφτόμαστε το κομμουνιστικό καθεστώς της Κίνας εντελώς διαφορετικά από εκείνο της ΕΣΣΔ: έχει, άλλωστε, πετύχει εκεί που η Σοβιετική Ένωση απέτυχε.»

(Jacques 2009, 535).

Το παρόν άρθρο ασχολείται με τους λόγους της κατάρρευσης της Σοβιετικής Ένωσης και επιδιώκει να κατανοήσει αν η Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας (ΛΔΚ) είναι ευάλωτη στις ίδιες δυνάμεις που υπονόμευσαν τα θεμέλια του ευρωπαϊκού σοσιαλισμού. Ποια διδάγματα μπορούν να εξαχθούν από τη σοβιετική κατάρρευση; Νίκησε ο καπιταλισμός; Ποιο είναι το μέλλον που έχει ο σοσιαλισμός στον κόσμο; Υπάρχει κάποια διέξοδος για την ανθρωπότητα από την κτηνώδη εκμετάλλευση, την ανισότητα και την υπανάπτυξη; Υπάρχει ένα μέλλον στο οποίο τα δισεκατομμύρια των ανθρώπων, παγκόσμια, μπορούν πραγματικά να ασκήσουν την ελεύθερη βούλησή τους, την ανθρωπιά τους, απελευθερωμένοι από τη φτώχεια και την αποξένωση;

Τα συμπεράσματα που βγάζω είναι ότι η Κίνα ακολουθεί έναν θεμελιωδώς διαφορετικό δρόμο από εκείνον της Σοβιετικής Ένωσης˙ ότι έχει κάνει μια σοβαρή και ολοκληρωμένη μελέτη της σοβιετικής κατάρρευσης και εφάρμοσε αυστηρά όσα έμαθε˙ ότι η Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας παραμένει μια σοσιαλιστική χώρα και είναι η κινητήρια δύναμη προς έναν πολυπολικό κόσμο˙ ότι, παρά την ανατροπή του πρώτου κύματος της σοσιαλιστικής προόδου, ο μαρξισμός παραμένει τόσο επίκαιρος όσο ποτέ˙ και ότι, κατά συνέπεια, ο σοσιαλισμός έχει λαμπρό μέλλον στον κόσμο.

 

Διατήρηση της νομιμοποίησης του ΚΚΚ μέσω εξαιρετικά αποτελεσματικής διακυβέρνησης και βελτίωσης του βιοτικού επιπέδου.

«Η κινεζική εμπειρία από το 1978 δείχνει ότι μια αναπτυσσόμενη χώρα πρέπει να λάβει υπόψιν τη βελτίωση του βιοτικού επιπέδου του λαού ως την πρώτη της προτεραιότητα…. Με αυτή την πεποίθηση, η Κίνα έχει κάνει τα πάντα για να βελτιώσει το βιοτικό επίπεδο των ανθρώπων και πέτυχε αξιοσημείωτα αποτελέσματα στην εξάλειψη της φτώχειας.»

(Zhang 2012, 96).

Στον απόηχο της κατάρρευσης της Σοβιετικής Ένωσης και των ευρωπαϊκών λαϊκών δημοκρατιών μεταξύ 1989 και 1991, πολλοί ανώτεροι αξιωματούχοι στην Κίνα ανησυχούσαν ότι η μεταρρυθμιστική διαδικασία θα μπορούσε να ξεφύγει από τον έλεγχο. Οι σοβιετικοί ηγέτες είχαν επιχειρήσει τη μεταρρύθμιση μέσω της γκλάσνοστ και της περεστρόικα και τα πειράματά τους είχαν καταλήξει σε καταστροφή. Δεν ήταν αυτό ένα προειδοποιητικό μήνυμα για το Κομμουνιστικό Κόμμα της Κίνας (ΚΚΚ) να επιστρέψει στο μοντέλο της συνολικής κρατικής ιδιοκτησίας και του αυστηρά συγκεντρωτικού οικονομικού ελέγχου;

Η διορατικότητα του Ντενγκ Σιαοπίνγκ ήταν ότι το κεντρικό στοιχείο αποσταθεροποίησης της Σοβιετικής Ένωση δεν ήταν το πείραμά της με τη μικτή οικονομία, αλλά η αποτυχία της να επιτύχει βελτιώσεις στο βιοτικό επίπεδο των ανθρώπων. Η οικονομική στασιμότητα από τα μέσα της δεκαετίας του 1970 και μετά σήμαινε ότι οι βασικές προσδοκίες των ανθρώπων για μια καλύτερη ζωή δεν εκπληρώνονταν. Ως αποτέλεσμα, όταν επρόκειτο να υπερασπιστούν τον σοσιαλισμό από επιθέσεις (τόσο εγχώριες και διεθνείς), οι μάζες δεν μπορούσαν εύκολα να κινητοποιηθούν.

 Ο Ντενγκ κατάλαβε ότι η νομιμότητα του Κομμουνιστικού Κόμματος θα διατηρηθεί μόνο με την εξάλειψη της φτώχειας και τη βελτίωση της καθημερινής ποιότητας της ζωής των ανθρώπων. Ως εκ τούτου, στην περίφημη περιοδεία του στον Νότο το 1992, προέτρεψε την τόλμη αντί για την επιφύλαξη. Όσο το ΚΚΚ διατηρούσε τον πολιτικό έλεγχο, όσο τα κρίσιμα τμήματα της οικονομίας (τα “διοικητικά ύψη”· Σ.τ.Μ., commanding heights) εξακολουθούσαν να είναι δημόσια, οι αγορές και οι ξένες επενδύσεις θα ωφελούσαν την Κίνα. Προσελκόμενες από το τεράστιο, μορφωμένο, και σκληρά εργαζόμενο εργατικό δυναμικό, οι ξένες εταιρείες θα επένδυαν στην Κίνα, αυξάνοντας έτσι το κεφάλαιο και την τεχνική τεχνογνωσία της Κίνας, δημιουργώντας έναν ενάρετο κύκλο που θα επιτρέψει στην Κίνα να ανέλθει στην αλυσίδα αξίας και να παρέχει σε μεγάλο βαθμό βελτιωμένες συνθήκες διαβίωσης στον πληθυσμό της.

Δεκαετίες αργότερα, είναι αδιαμφισβήτητο το να πούμε ότι η οικονομική στρατηγική που υιοθετήθηκε στην περίοδο των “μεταρρυθμίσεων και του ανοίγματος” (από το 1978 και μετά) υπήρξε εξαιρετικά επιτυχής. Το κατά κεφαλήν εισόδημα της Κίνας το 1979 ήταν 210 δολάρια. Μεγάλο μέρος του αγροτικού πληθυσμού ζούσε κάτω από το όριο της φτώχειας. Η κατά κεφαλήν παραγωγή τροφίμων είχε αυξηθεί συνολικά μόλις κατά 10% από το 1952. Η ΛΔΚ είχε μείνει πολύ πίσω από τη ζώνη του “θαύματος της Ανατολικής Ασίας” (Ιαπωνία, Νότια Κορέα, κινεζική Ταϊβάν, κινεζικό Χονγκ Κονγκ, Σιγκαπούρη, Ταϊλάνδη, Μαλαισία και Ινδονησία) όσον αφορά το βιοτικό επίπεδο. Ο Justin Yifu Lin γράφει ότι η ηγεσία μετά τον Μάο «έπρεπε να βελτιώσει τις εθνικές οικονομικές επιδόσεις και να να κάνει τον λαό της τόσο πλούσιο όσο οι γείτονές της, αλλιώς θα μπορούσε να χάσει την υποστήριξη και τη νομιμοποίησή της για να κυβερνήσει» (Lin 2012, 154).

Τις επόμενες δεκαετίες, ο αριθμός των ανθρώπων στην Κίνα που ζούσαν σε “απόλυτη φτώχεια” (όπως ορίζεται από την Παγκόσμια Τράπεζα) μειώθηκε από 840 εκατομμύρια σε σχεδόν μηδέν (Gupta 2020). Οι μισθοί αυξάνονταν συνεχώς. Μεταξύ 1988 και 2008, το μέσο κατά κεφαλήν εισόδημα αυξήθηκε κατά 229%, δεκαπλάσιο του παγκόσμιου μέσου όρου του 24%. Το 1994, ένας Κινέζος εργάτης εργοστασίου έβγαζε 500 δολάρια το χρόνο, μόλις το ένα τέταρτο του μισθού του αντίστοιχου εργάτη στην Ταϊλάνδη (Kroeber 2016, 174). Το 2020, το μέσο ετήσιο εισόδημα στην Κίνα ξεπερνά τα 10.000 δολάρια, τριπλάσιο του αντίστοιχου ποσού της Ταϊλάνδης.

Αν και η ανισότητα έχει αναδειχθεί σε σοβαρό πρόβλημα, σχεδόν όλοι οι Κινέζοι είναι σε σημαντικά καλύτερη κατάσταση από ό,τι ήταν πριν από 40 χρόνια όσον αφορά τη διατροφή, τη στέγαση, την ένδυση, την πρόσβαση σε υπηρεσίες και τη δυνατότητα να ταξιδεύουν. Καταναλωτικά αγαθά που προηγουμένως θεωρούνταν πολυτέλεια (όπως πλυντήρια ρούχων, ψυγεία, θερμαινόμενα ντους, κλιματιστικά, έγχρωμες τηλεοράσεις, υπολογιστές) μπορούν τώρα να βρίσκονται σχεδόν σε κάθε σπίτι.

Στη δεκαετία του 2000, η κυβέρνηση επανέφερε ένα πρόγραμμα ολοκληρωμένου συστήματος κοινωνικής ασφάλισης, συμπεριλαμβανομένης της καθολικής ασφάλισης υγείας, της δωρεάν υποχρεωτικής εκπαίδευσης για τις ηλικίες 6-15 ετών, συντάξεις, επιδοτούμενη στέγαση και εισοδηματική στήριξη. Οι μισθοί των εργαζομένων αυξάνονται με πολύ ταχύτερο ρυθμό από ό,τι το ΑΕΠ, με αποτέλεσμα το εισοδηματικό χάσμα να αρχίζει να μειώνεται.

Ο Δείκτης Ανθρώπινης Ανάπτυξης (Human Development Index, HDI) είναι ένας χρήσιμος και σύνθετος δείκτης μέτρησης που περιλαμβάνει το προσδόκιμο ζωής, το μορφωτικό επίπεδο και το κατά κεφαλήν εισόδημα. Σε όρους HDI, η Κίνα αυξήθηκε από 0,407 το 1980 σε 0,758 σήμερα (για λόγους βαθμονόμησης, η Νορβηγία βρίσκεται στην κορυφή των διαγραμμάτων με 0,949 και η Κεντροαφρικανική Δημοκρατία στον πάτο με 0.352). Η αύξηση του HDI της Κίνας την καθιστά τη μόνη χώρα που ξεπέρασε την “μεσαία” κατάταξη του HDI, μεταβαίνοντας από την ομάδα “χαμηλού HDI” το 1990 στην ομάδα “υψηλού HDI” σήμερα (η απαίτηση για την ομάδα “πολύ υψηλό HDI” είναι 0,800 – είναι πιθανό η Κίνα να φτάσει εκεί πριν από το τέλος της δεκαετίας).

Το κινεζικό επίπεδο παραγωγικότητας και καινοτομίας προφθάνει σταδιακά τις πιο προηγμένες καπιταλιστικές χώρες, καθώς οι τεράστιες επενδύσεις της κυβέρνησης στην επιστήμη και την τεχνολογία αποδίδουν καρπούς. Ο βετεράνος επιστημονικός συγγραφέας Philip Ball σημειώνει ότι:

«η συγκαταβατική (Σ.τ.Μ., patronizing) παλιά ιδέα ότι η Κίνα … μπορεί να μιμείται αλλά όχι να καινοτομεί είναι σίγουρα λανθασμένη τώρα. Σε διάφορους επιστημονικούς τομείς, η Κίνα αρχίζει να δίνει το ρυθμό για τους άλλους να ακολουθήσουν. Κατά την περιήγησή μου σε κινεζικά εργαστήρια το 1992, μόνο εκείνα που είδα στη ναυαρχίδα του Πανεπιστήμιου του Πεκίνου έμοιαζαν συγκρίσιμα με αυτά που θα μπορούσε να βρει κανείς σε ένα καλό πανεπιστήμιο στη Δύση. Σήμερα οι πόροι που διαθέτουν οι κορυφαίοι επιστήμονες της Κίνας είναι αξιοζήλευτοι για πολλούς από τους δυτικούς συναδέλφους τους.» (Ball 2018).

Ενώ οι σοβιετικές υποδομές είχαν αρχίσει να καταρρέουν από τη δεκαετία του 1980, οι σύγχρονες κινεζικές υποδομές είναι παγκόσμιας κλάσης. Πράγματι, η ποιότητα των δρόμων, των τρένων, των αεροδρομίων, των λιμανιών και των κτηρίων στις μεγάλες κινεζικές πόλεις είναι τώρα αισθητά υψηλότερη από ό,τι στις παγκόσμιες πόλεις όπως η Νέα Υόρκη και το Λονδίνο.

Η συνεχής βελτίωση της οικονομικής κατάστασης και η αντίστοιχη βελτίωση στην ποιότητα ζωής των ανθρώπων έχει οδηγήσει σε ισχυρή λαϊκή υποστήριξη προς την κυβέρνηση και τον κινεζικό σοσιαλισμό. Το Pew Research Center αναφέρει ότι ο πρόεδρος Σι Τζιπίνγκ απολαμβάνει ποσοστό εμπιστοσύνης 94%[1], το οποίο συγκρίνεται ευνοϊκά με αυτό του Βρετανού πρωθυπουργού Μπόρις Τζόνσον, του οποίου η δημοτικότητα είναι μόλις 34%[2]. Στο 2014, το 89% των Κινέζων αξιολόγησαν την οικονομία τους ως “καλή”, σε σύγκριση με το 64% των Ινδών για την Ινδία και το 40% των Αμερικανών για τις ΗΠΑ (Kroeber 2016, 198). Ο βρετανός ακαδημαϊκός Peter Nolan γράφει ότι, «υπό την εξουσία του Κομμουνιστικού Κόμματος, η Κίνα έχει βιώσει την πιο αξιοσημείωτη εποχή μεγέθυνσης και ανάπτυξης στη σύγχρονη ιστορία» (Nolan 2016, 2). Γι΄αυτούς τους λόγους, η διακυβέρνηση του Κομμουνιστικού Κόμματος της Κίνας απολαμβάνει τεράστιας λαϊκής υποστήριξης και νομιμοποίηση.

 

Γιατί η κινεζική οικονομική μεταρρύθμιση πέτυχε όταν η σοβιετική μεταρρύθμιση απέτυχε;

«Τα πολύ διαφορετικά αποτελέσματα των ρωσικών και κινεζικών μεταρρυθμίσεων είναι ενδεικτικά της κρίσιμης σημασίας της επιλογής των σωστών μεταρρυθμιστικών στρατηγικών και μονοπατιών.»

(Hu 2011, 28).

Ο αείμνηστος Ιταλός μαρξιστής ιστορικός Domenico Losurdo σημείωσε ότι, στις δεκαετίες του 1930 και 1940, η σοβιετική “διοικητική οικονομία” (Σ.τ.Μ., “command economy”) είχε λειτουργήσει εξαιρετικά καλά: «η ταχεία ανάπτυξη της σύγχρονης βιομηχανίας ήταν συνυφασμένη με την οικοδόμηση ενός κράτους ευημερίας που εγγυόταν τα οικονομικά και κοινωνικά δικαιώματα των πολιτών με τρόπο που ήταν πρωτοφανής» (Losurdo 2017, 17). Ωστόσο, μετά την περίοδο της φρενήρους οικοδόμησης του σοσιαλισμού, ακολουθούμενη από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και στη συνέχεια από την ανοικοδόμηση, ήρθε «η μετάβαση από τη μεγάλη ιστορική κρίση σε μια πιο “κανονική” περίοδο», κατά την οποία «ο ενθουσιασμός και η δέσμευση των μαζών για την παραγωγή και την εργασία εξασθένησαν και στη συνέχεια εξαφανίστηκαν» (Losurdo 2017, 17). Στα τελευταία χρόνια της,

«η Σοβιετική Ένωση χαρακτηριζόταν από μαζικές απουσίες και αποδέσμευση από τον χώρο εργασίας: όχι μόνο η ανάπτυξη της παραγωγής παρέμενε στάσιμη, αλλά δεν υπήρχε πλέον καμία εφαρμογή της αρχής που ο Μαρξ είπε ότι οδηγούσε στον σοσιαλισμό: αμοιβή ανάλογα με την ποσότητα και την ποιότητα της παρεχόμενης εργασίας.» (Losurdo 2017, 17).

Από τα μέσα της δεκαετίας του 1970 και μετά, η σοβιετική οικονομία εισήλθε σε μια περίοδο αργής οικονομικής ανάπτυξης, ακριβώς τη στιγμή που οι μεγάλες καπιταλιστικές χώρες άρχισαν να αξιοποιήσουν τις εξελίξεις στην τεχνολογία και τη διοίκηση για να επιτύχουν σημαντικά βήματα προς τα εμπρός στην παραγωγικότητα. Ο Jude Woodward σημειώνει ότι,

«από το 20% του μεγέθους της αμερικανικής οικονομίας το 1944, η σοβιετική οικονομία κορυφώθηκε στο 44% της αμερικανικής το 1970 (1.352 δισ. δολάρια έναντι 3.082 δισ. δολάρια). αλλά υποχώρησε στο 36% του ΑΕΠ των ΗΠΑ μέχρι το 1989 (2.037 δισ. δολάρια έναντι 5,704 δισ. δολάρια). Ποτέ δεν πλησίασε να αμφισβητήσει το οικονομικό βάρος των ΗΠΑ. (Woodward 2017, 248).

Ο Losurdo υποστηρίζει ότι η Κίνα στα τέλη της δεκαετίας του 1970 αντιμετώπιζε πολύ παρόμοια προβλήματα:

«Η Κίνα που προέκυψε από την Πολιτιστική Επανάσταση έμοιαζε με τη Σοβιετική Ένωση σε εξαιρετικό βαθμό τα τελευταία χρόνια της ύπαρξής της: η σοσιαλιστική αρχή της αποζημίωσης με βάση την ποσότητα και την ποιότητα της παρεχόμενης εργασίας είχε ουσιαστικά ρευστοποιηθεί και η δυσαρέσκεια, η αποδέσμευση, οι απουσίες από την εργασία και η αναρχία κυριάρχησε στους χώρους εργασίας.» (Losurdo 2017, 19).

Η Κίνα είχε σημειώσει αξιοσημείωτη πρόοδο όσον αφορά το προσδόκιμο ζωής, την ιδιοκτησία γης, την κοινωνική ισότητα, την εκπαίδευση και τη μαζική ενδυνάμωση από τη γέννηση της Λαϊκής Δημοκρατίας το 1949, αλλά μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1970 απείχε ακόμη πολύ από το να είναι μια προηγμένη χώρα. Εκατοντάδες εκατομμύρια άνθρωποι στα χωριά αντιμετώπιζαν επισιτιστική ανασφάλεια και κακές συνθήκες στέγασης. Όντας μια φτωχή χώρα με τεράστια ευθύνη να ανταποκριθεί στις άμεσες ανάγκες του τεράστιου πληθυσμού της, η Κίνα δεν είχε τους πόρους για να επενδύσει σημαντικά στην έρευνα και την ανάπτυξη, και η συνεπαγόμενη χαμηλή παραγωγικότητα σήμαινε ότι δεν μπορούσε να εγγυηθεί ένα επαρκές βιοτικό επίπεδο στο λαό της. Αποκομμένη από την παγκόσμια αγορά, δεν ήταν σε θέση να μαθαίνει γρήγορα από τους άλλους ή να επωφελείται από έναν ολοένα και πιο παγκοσμιοποιημένο καταμερισμό εργασίας. Υπήρχε έλλειψη κεφαλαίου, χαμηλό επίπεδο τεχνολογικής ανάπτυξης, καθώς και έλλειψη κινήτρων για την παραγωγή και την καινοτομία. Όπως και στη Σοβιετική Ένωση στις τελευταίες δεκαετίες της, ο σχεδιασμός της Κίνας συνέχισε να βασίζεται υπερβολικά στον βολονταρισμό και τα “ηθικά κίνητρα” για την αύξηση της παραγωγής. Η ιστορία της σοσιαλιστικής οικονομίας τον τελευταίο αιώνα δείχνει ότι μια τέτοια προσέγγιση πάσχει από φθίνουσες αποδόσεις και δεν μπορεί να διατηρηθεί για πάντα.

Αυτό είναι το πλαίσιο στο οποίο υιοθετήθηκε η μεταρρύθμιση και το άνοιγμα στα τέλη της δεκαετίας του 1970. Επιφανειακά, η μεταρρυθμιστική στρατηγική που ακολούθησε η Κίνα από το 1978 μοιράζεται κάποιες ομοιότητα με τις διάφορες προσπάθειες οικονομικής μεταρρύθμισης στη Σοβιετική Ένωση, ιδιαίτερα το σύνολο των πολιτικών που εισήγαγε η ηγεσία του Γκορμπατσόφ στο πλαίσιο της ομπρέλας της περεστρόικα. Ωστόσο, υπάρχουν βαθιές διαφορές μεταξύ κινεζικής και σοβιετικής προσέγγισης που βοηθούν να εξηγηθεί η αδιαμφισβήτητη επιτυχία της μίας και η συνολική αποτυχία της άλλης.

Η προσέγγιση της Κίνας στη μεταρρύθμιση ήταν εξαιρετικά προσεκτική και ρεαλιστική, «βασισμένη σε μια βήμα προς βήμα, κατά περίπτωση (Σ.τ.Μ., piecemeal) και πειραματική προσέγγιση. Εάν μια μεταρρύθμιση λειτουργούσε, επεκτεινόταν σε νέους τομείς˙ ότι αποτύγχανε, εγκαταλείπονταν” (Jacques 2009, 176). Όλες οι μεταρρυθμίσεις έπρεπε να δοκιμαστούν στην πράξη, όλα τα αποτελέσματα έπρεπε να αναλυθούν, και όλες οι αναλύσεις έπρεπε να ενημερώσουν τα μελλοντικά πειράματα. Ο Chen Yun, ο επικεφαλής οικονομολόγος της εποχής του Deng, δήλωσε το 1980 ότι:

«τα βήματα πρέπει να είναι σταθερά, γιατί θα συναντήσουμε πολλά περίπλοκα προβλήματα. Γι’ αυτό μη βιάζεστε… Θα πρέπει να προχωρήσουμε με πειράματα, να επανεξετάσουμε την εμπειρία μας από καιρό σε καιρό, και να διορθώνουμε τα λάθη όποτε τα ανακαλύπτουμε, έτσι ώστε τα μικρά λάθη να μην εξελιχθούν σε μεγάλα.» (Hu 2011, 33).

Πολλές βασικές μεταρρυθμιστικές ιδέες προήλθαν από τη βάση. «Επεξεργαστήκαμε τις ιδέες τους και τις αναγάγαμε σε επίπεδο κατευθυντήριων γραμμών για ολόκληρη τη χώρα. Η πράξη είναι το μόνο κριτήριο για τον έλεγχο της αλήθειας» (Deng 1992).

Η μεταρρύθμιση στην Κίνα ήταν υπομονετική, σταδιακή και προσανατολισμένη στα αποτελέσματα, ενώ «ο Γκορμπατσόφ έκανε το μοιραίο λάθος να προσπαθήσει να κάνει πάρα πολλά και πολύ γρήγορα» (Shambaugh 2008, 65). Οι μεταρρυθμίσεις του Γκορμπατσόφ εφαρμόστηκαν με έναν σκληρό, από πάνω προς τα κάτω τρόπο, χωρίς να αξιοποιήσουν τις ιδέες και τη δημιουργικότητα των μαζών ή να προσπαθήσουν να συγκεντρώσουν ανατροφοδότηση. Δεδομένου ότι το σχέδιο παρουσιάστηκε ως μια μορφή “εκδημοκρατισμού”, είναι ειρωνικό το γεγονός ότι υλοποιήθηκε με έναν βαθιά αντιδημοκρατικό τρόπο. Η ηγεσία δεν κινητοποίησε τις υπάρχουσες, δοκιμασμένες δομές της κοινωνίας (τα σοβιέτ και το Κομμουνιστικό Κόμμα), αλλά επιδίωξε να τις παρακάμψει και να τις αποδυναμώσει.

«Αντί να στηριχθεί στα πιο ρεαλιστικά στοιχεία του κόμματος και της κρατικής επίσημης εξουσίας στην αναδιάρθρωση της χώρας, ο Γκορμπατσόφ προσπάθησε να οικοδομήσει νέες πολιτικές δυνάμεις και κινήματα, μειώνοντας σταδιακά τη δύναμη του κόμματος και των συγκεντροποιημένων κρατικών δομών.» (Zubok 2007, 307).

Τα μέσα ενημέρωσης δεν χρησιμοποιήθηκαν για να ενώσουν τον λαό πίσω από ένα πρόγραμμα ανάπτυξης αλλά για να δυσφημίσουν το Κομμουνιστικό Κόμμα. Το οικονομικό πρόγραμμα ήταν ασυνάρτητο και υπόκειται σε ξαφνικές αλλαγές κατεύθυνσης. Το αποτέλεσμα ήταν, σύμφωνα με τα λόγια του βετεράνου Ρώσου κομμουνιστή Gennady Zyuganov, «μια παρέλαση πολιτικής αλαζονείας, δημαγωγίας, και ερασιτεχνισμού, που σταδιακά κατέκλυσε και παρέλυσε τη χώρα». (Zyuganov 1997, 107).

Η κινεζική και η σοβιετική οικονομία στη δεκαετία του 1970 υπέφεραν αμφότερες από μια ασφυκτική υπερσυγκέντρωση. Η μεταρρυθμιστική διαδικασία της Κίνας αντιμετώπισε αυτή την ανισορροπία με έναν σταδιακό τρόπο, κατά τον οποίο «η χαλάρωση των περιορισμών στην ανάπτυξη του ιδιωτικού κεφαλαίου συνδυάστηκε με κρατικό έλεγχο και προγραμματισμένες και κρατικά καθοδηγούμενες βαριές επενδύσεις» (Roberts 2017). Στη Σοβιετική Ένωση, αντίθετα, οι υπηρεσίες σχεδιασμού απλώς διαλύθηκαν εν μία νυκτί, δημιουργώντας χάος σε ολόκληρη την οικονομία.

Αν και η μεταρρυθμιστική διαδικασία της Κίνας χρησίμευσε για να εισαγάγει τις δυνάμεις της αγοράς στην οικονομία, η όλη διαδικασία διεξήχθη υπό τον αυστηρό έλεγχο της κυβέρνησης και έλαβε χώρα στο πλαίσιο μιας σχεδιασμένης οικονομίας. Το επίπεδο αγοραιοποίησης που έλαβε χώρα στην Κίνα είναι πολύ μεγαλύτερο από εκείνο που έλαβε χώρα στη Σοβιετική Ένωση˙ ωστόσο, η Κίνα διατήρησε επίσης ισχυρότερο μακροοικονομικό έλεγχο. Ακόμη και τώρα, μετά από περισσότερες από τέσσερις δεκαετίες οικονομικής μεταρρύθμισης, «το κράτος εξακολουθεί να κρατάει σταθερά τον έλεγχο» της κινεζικής οικονομίας. «Η κυβέρνηση θα επιδιώξει μεταρρυθμίσεις που αυξάνουν το ρόλο της αγοράς στον καθορισμό των τιμών, αλλά θα αποφύγει μεταρρυθμίσεις που επιτρέπουν στην αγορά να μεταφέρει τον έλεγχο των περιουσιακών στοιχείων από το κράτος στην ιδιωτικό τομέα» (Kroeber 2016, 225).

Ο Peter Nolan, που σε καμία περίπτωση δεν είναι υποστηρικτής των κεντρικά σχεδιασμένων οικονομιών, γράφει: «Η σύγκριση της εμπειρίας των μεταρρυθμίσεων της Κίνας και της Ρωσίας επιβεβαιώνει ότι, σε ορισμένες συγκυρίες και σε ορισμένες χώρες, ο αποτελεσματικός σχεδιασμός είναι μια απαραίτητη προϋπόθεση της οικονομικής επιτυχίας» (Nolan 1995, 312). Ο Nolan (1995, 160- 175) επισημαίνει ότι το κινεζικό κράτος πρωτοστάτησε στη διεξαγωγή μεγάλης κλίμακας πειραμάτων και την ανάλυση των αποτελεσμάτων τους, στην προστασία της εγχώριας βιομηχανίας από την ξαφνική εμφάνιση ξένων αγαθών, στην υποστήριξη της ανάπτυξης των κρατικών επιχειρήσεων έως ένα επίπεδο όπου θα μπορούσαν να γίνουν ανταγωνιστικές στην παγκόσμια αγορά, στην επένδυση σε κοινωνικές και οικονομικές υποδομές (μεταφορές, υγειονομική περίθαλψη, εκπαίδευση, παραγωγή ενέργειας) και στον συντονισμό των διαφόρων τμημάτων του μεταρρυθμιστικού προγράμματος.

Οι David Kotz και Fred Weir παρατηρούν ότι δεν υπήρξε σχεδόν καμία ιδιωτικοποίηση στην κινεζική μεταρρυθμιστική διαδικασία˙ οι κρατικές επιχειρήσεις διατηρήθηκαν υπό κρατική ιδιοκτησία και υπό κρατικό έλεγχο.

«Δεν υπήρξε ξαφνική απελευθέρωση των τιμών˙ οι κρατικές επιχειρήσεις συνέχισαν να πωλούν σε ελεγχόμενες τιμές. Ο κεντρικός σχεδιασμός διατηρήθηκε για τον κρατικό τομέα της οικονομίας. Αντί να μειωθούν οι κρατικές δαπάνες, τα διάφορα επίπεδα της κυβέρνησης διέθεσαν κεφάλαια για τη βελτίωση των βασικών οικονομικών υποδομών της Κίνας, δηλαδή των μεταφορών, των επικοινωνιών και της ηλεκτρικής ενέργειας. Αντί για αυστηρή νομισματική πολιτική, χορηγήθηκαν άφθονες πιστώσεις για την επέκταση και τον εκσυγχρονισμό. Το κράτος έχει επεδίωξει να αναπτύξει σταδιακά μια οικονομία της αγοράς σε μια περίοδο δεκαετιών, και έχει καθοδηγήσει ενεργά τη διαδικασία.» (Kotz και Weir 1997, 197).

Το αποτέλεσμα ήταν ένα πολύ πιο αποτελεσματικό πρόγραμμα οικονομικής μεταρρύθμισης από εκείνο που έλαβε χώρα στη Σοβιετική Ένωση από το 1985-1991 ή στη μετασοβιετική Ρωσία από το 1991 και μετά.

Αν «η απόδειξη της πουτίγκας εμφανίζεται κατά την διάρκεια του φαγητού» (Σ.τ.Μ., «the proof of the pudding is in the eating»), τότε το κινέζικο επιδόρπιο έχει αποδειχθεί ότι είναι πολύ πιο νόστιμο από το αντίστοιχο σοβιετικό. Η περεστρόικα μετέτρεψε μια υποτονική οικονομία σε αποτυχημένη. Μέχρι το 1991, το τελευταίο έτος της ύπαρξης της ΕΣΣΔ, η οικονομία συρρικνωνόταν με ρυθμό 15% ετησίως. Η τυφλή πίστη του Γκορμπατσόφ στην εγγενή διορθωτική δύναμη της αγοράς αποδείχθηκε λανθασμένη˙ οι επενδύσεις κατέρρευσαν. «Οι καθαρές πάγιες επενδύσεις μειώθηκαν με τον εκπληκτικό ρυθμό του 21% το 1990 και κατά 25% το 1991» (Kotz και Weir 1997, 97).

Στην Κίνα, η αύξηση του ΑΕΠ αυξήθηκε από περίπου 4% τη δεκαετία του 1970 σε σχεδόν 10%  την περίοδο από το 1978 έως το 1992. Από το 1978, η οικονομία της Κίνας αυξήθηκε περισσότερο από σε οποιαδήποτε άλλη χώρα˙ κατέχει επίσης την πρώτη θέση στη λίστα για την αύξηση του κατά κεφαλήν ΑΕΠ, το οποίο έχει αυξηθεί από 156 δολάρια το 1978 σε λίγο πάνω από 10.000 δολάρια τη στιγμή που γράφονται αυτές οι γραμμές.

 

Η Κίνα δεν αποδυναμώνει την κυριαρχία του Κομμουνιστικού Κόμματος ούτε επιτίθεται εναντίον της Ιστορίας του.

«Αν η Κίνα επέτρεπε την αστική φιλελευθεροποίηση, θα υπήρχε αναπόφευκτα αναταραχή. Εμείς δεν θα καταφέρναμε τίποτα, και οι αρχές, οι πολιτικές, η γραμμή και η αναπτυξιακή στρατηγική μας θα ήταν όλα καταδικασμένα σε αποτυχία.»

(Deng 2007).

Τόσο στην Κίνα όσο και στη Σοβιετική Ένωση, η οικονομική μεταρρύθμιση με προσανατολισμό στην αγορά σήμαινε ρήξη με την πολιτική του παρελθόντος σε κάποιο βαθμό. Μια σημαντική διαφορά είναι ότι, στη Σοβιετική Ένωση, αυτή η αλλαγή πολιτικής συνοδεύτηκε από μια συντονισμένη προσπάθεια υπονόμευσης της νομιμότητας του Κομμουνιστικού Κόμματος και της εμπιστοσύνης του λαού στην ιστορία του.

Το 1986, ο Γκορμπατσόφ και οι σύμβουλοί του επινόησαν την έννοια της γκλάσνοστ – ‘ανοιχτότητα’ (Σ.τ.Μ., ‘openness’) – για να συμπεριλάβει πολιτικές μεγαλύτερης κυβερνητικής διαφάνειας, ευρύτερης πολιτικής συζήτησης και αυξημένης λαϊκής συμμετοχής. Η ιδέα φαινόταν στην αρχή αδιαμφισβήτητη, αλλά η γκλάσνοστ σύντομα έγινε μια κραυγή μάχης για μια ολοκληρωτική επίθεση στη νομιμότητα της εξουσίας του Κομμουνιστικού Κόμματος και ένα ισχυρό όπλο στα χέρια των ταξικών δυνάμεων που εχθρεύονται τον σοσιαλισμό.

Αντιμέτωποι με σημαντικές αντιδράσεις στις οικονομικές τους προτάσεις εντός του Κομμουνιστικού Κόμματος και χωρίς να έχει βάση στις μάζες, η ομάδα του Γκορμπατσόφ αναζητούσε όλο και περισσότερο υποστήριξη από “φιλελεύθερους μεταρρυθμιστές”, ανθρώπους που υποστήριζαν την περεστρόικα και ήθελαν να συνοδεύεται από μια μετάβαση προς μια ευρωπαϊκού τύπου κοινοβουλευτικό πολιτικό σύστημα. Αυτοί οι μεταρρυθμιστές ενθάρρυναν τον Γκορμπατσόφ να οργανώσει ένα αθόρυβο πραξικόπημα στο όνομα της δημοκρατίας, τερματίζοντας την εξουσία του Κομμουνιστικού Κόμματος στον ηγετικό ρόλο του στην κυβέρνηση, διαλύοντας το Ανώτατο Σοβιέτ και αντικαθιστώντας το με ένα Κογκρέσο Λαϊκών Αντιπροσώπων. Αντιπρόσωποι σε αυτό το τελευταίο όργανο ήταν όσοι εκλέγονταν άμεσα, αλλά η επιλογή των υποψηφίων χειραγωγούνταν σε μεγάλο βαθμό υπέρ των φιλο-περεστρόικων, φιλοδυτικών πιστών του Γκορμπατσόφ.

Οι Cheng και Liu παρατηρούν ότι,

«στο όνομα της προώθησης των νέων στελεχών και της μεταρρύθμισης, ο Γκορμπατσόφ αντικατέστησε μεγάλο αριθμό κομματικών, πολιτικών και στρατιωτικών ηγετών με αντι-ΚΚΣΕ και αντισοσιαλιστικά στελέχη ή στελέχη με αμφίσημες θέσεις. Αυτή η πρακτική έθεσε τα θεμέλια σε όρους οργανωτικούς και επιλογής στελεχών για την πολιτική “αλλαγή κατεύθυνσης”». (Cheng and Liu 2017, 305).

Ο Yegor Ligachev, ένας υψηλόβαθμος σοβιετικός αξιωματούχος που τα παρακολούθησε όλα αυτά από πρώτο χέρι, υποστηρίζει αυτό το συμπέρασμα: «Αυτό που συνέβη στη χώρα μας είναι πρωτίστως το αποτέλεσμα της αποδυνάμωσης και τελικά της εξάλειψης του ηγετικού ρόλου του Κομμουνιστικού Κόμματος στην κοινωνία, της απομάκρυνσης του κόμματος από τη χάραξη σημαντικών πολιτικών, της ιδεολογικής και οργανωτικής αποδιάρθρωσης” (Ligachev 1996, 286).

Ο πολιτικός μετασχηματισμός υποστηρίχθηκε από μια διεξοδική εκστρατεία στα μέσα μαζικής ενημέρωσης που δυσφημούσε τη σοβιετική ιστορία, υπερβάλλοντας σε μεγάλο βαθμό τις υπερβολές και τα λάθη της περιόδου του Στάλιν, και ασκούσε ακόμη και επιθέσεις κατά του ρόλου της Σοβιετικής Ένωσης στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Τα πράγματα πήγαν τόσο μακριά ώστε ο ηγέτης της Κούβας Φιντέλ Κάστρο αναγκάστηκε να σχολιάσει το 1989:

«Είναι αδύνατο να πραγματοποιήσεις μια επανάσταση ή να κάνεις μια διόρθωση χωρίς ένα ισχυρό, πειθαρχημένο και σεβαστό κόμμα. Δεν είναι δυνατόν να πραγματοποιηθεί μια τέτοια διαδικασία συκοφαντώντας τον σοσιαλισμό, καταστρέφοντας τις αξίες του, απαξιώνοντας το κόμμα, αποθαρρύνοντας την ηθική του πρωτοπορία, εγκαταλείποντας τον ηγετικό του ρόλο, εξαλείφοντας την κοινωνική πειθαρχία και σπέρνοντας το χάος και την αναρχία παντού. Αυτό μπορεί να προωθήσει μια αντεπανάσταση αλλά όχι μια επαναστατική αλλαγή… Είναι αηδιαστικό να βλέπουμε πόσοι άνθρωποι, ακόμη και στην ίδια τη Σοβιετική Ένωση, ασχολούνται με την άρνηση και την καταστροφή των ιστορικών κατορθωμάτων και των εξαιρετικών αρετών αυτού του ηρωικού λαού.» (Castro 2013, 56).

Το Κομμουνιστικό Κόμμα ήταν το σημαντικότερο μέσο για την προώθηση των αναγκών και των ιδεών της σοβιετικής εργατικής τάξης˙ μόλις παραγκωνίστηκε, οι εργάτες δεν είχαν κανένα προφανές μέσο οργάνωσης για την υπεράσπιση των συμφερόντων τους. Αυτό άνοιξε ένα χώρο για μια φιλοκαπιταλιστική μειοψηφία να κυριαρχήσει στην πολιτική εξουσία και, τελικά, να διαλύσει τη χώρα και να διαλύσει το σοσιαλισμό.

Η κινεζική ηγεσία κατάλαβε ότι η Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας δεν θα μπορούσε να επιβιώσει χωρίς τη συνεχή ηγεσία του Κομμουνιστικού Κόμματος, και αυτό είναι ένα βασικό μάθημα που πήρε από την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης. Ο Σι Τζι Πινγκ σημειώνει ότι:

«Ένας σημαντικός λόγος για τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης και την κατάρρευση του ΚΚΣΕ είναι η πλήρης άρνηση της ιστορίας της Σοβιετικής Ένωσης, της ιστορίας του ΚΚΣΕ, της άρνησης του Λένιν και άλλων ηγετικών προσωπικοτήτων, και ο ιστορικός μηδενισμός μπέρδεψαν τις σκέψεις των ανθρώπων.» (Αναφέρεται στο Rudolph και Szonyi 2018, 23).

Δεν υπήρχε καμία απολύτως διάθεση να μεταμοσχευθούν οι πολιτικές ιδέες της αμερικανικής και ευρωπαϊκής αστικής τάξης στο κινεζικό έδαφος. Σύμφωνα με τον Zhang Weiwei, ο οποίος εργάστηκε ως διερμηνέας για τον Deng Xiaoping, ο Deng ήταν εντελώς επικεντρωμένος στο κύριο καθήκον: τη βελτίωση των μέσων διαβίωσης των ανθρώπων. Οποιαδήποτε πολιτική μεταρρύθμιση θα πρέπει να διεξάγεται όχι για τον εαυτό της, αλλά μόνο στο βαθμό που εξυπηρετούσε το το γενικότερο στόχο.

«Πίστευε ότι η αντιγραφή του δυτικού μοντέλου και η τοποθέτηση της πολιτικής μεταρρύθμισης στην κορυφή της ατζέντας, όπως έκαναν οι Σοβιετικοί εκείνη την εποχή, ήταν εντελώς ανόητο. Πράγματι, αυτό ακριβώς ήταν το σχόλιο του Ντενγκ για τον Γκορμπατσόφ μετά τη συνάντησή τους: “Αυτός ο άνθρωπος μπορεί να φαίνεται έξυπνος, αλλά στην πραγματικότητα είναι ηλίθιος”.» (Zhang 2014).

Σε ένα μεταβαλλόμενο οικονομικό περιβάλλον, όπου το ιδιωτικό κεφάλαιο συσσωρευόταν και μια νέα τάξη επιχειρηματιών αναδυόταν, η συνέχιση της διακυβέρνησης του Κομμουνιστικού Κόμματος ήταν απαραίτητη για να εγγυηθεί ότι η ανάπτυξη θα ωφελούσε τις μάζες και ότι οι νέοι ιδιοκτήτες του κεφαλαίου δεν θα γίνονταν πολιτικά κυρίαρχοι. Επιπλέον, η πολιτική σταθερότητα ήταν απόλυτη προϋπόθεση για την επιτυχή οικονομική μεταρρύθμιση.

Σχεδόν σε κάθε σημαντική ομιλία σχετικά με την αναπτυξιακή πορεία της Κίνας από το 1978 μέχρι το θάνατό του το 1997, ο Ντενγκ επέμεινε σε αυτό που ονόμασε “Τέσσερις βασικές αρχές Αρχές”: 1) Υπεράσπιση της σοσιαλιστικής πορείας, 2) Διατήρηση της δικτατορίας του προλεταριάτου (κυριαρχία της εργατικής τάξης), 3) Διατήρηση της ηγεσίας του κόμματος και 4) Προσκόλληση στον μαρξισμό-λενινισμό και τη σκέψη του Μάο Τσετούνγκ. Ήταν εξαιρετικά σαφής όσον αφορά τη σημασία ενός εργατικού κράτους:

«Τι είδους δημοκρατία χρειάζεται σήμερα ο κινεζικός λαός; Μπορεί να είναι μόνο σοσιαλιστική δημοκρατία, λαϊκή δημοκρατία, και όχι αστική δημοκρατία…. Τα προσωπικά συμφέροντα πρέπει να υποταχθούν στα συλλογικά, τα συμφέροντα του μέρους σε αυτά του όλου και τα άμεσα στα μακροπρόθεσμα συμφέροντα. Με άλλα λόγια, τα περιορισμένα συμφέροντα πρέπει να υποτάσσονται στα συνολικά συμφέροντα και τα δευτερεύοντα συμφέροντα στα μείζονα… Είναι ακόμα απαραίτητο να ασκηθεί δικτατορία πάνω σε όλα αυτά τα αντισοσιαλιστικά στοιχεία… Το γεγονός είναι ότι ο σοσιαλισμός δεν μπορεί να υπερασπιστεί ή να οικοδομηθεί χωρίς τη δικτατορία του προλεταριάτου.» (Deng 2001, 183).

Το ΚΚΚ δεν ακολούθησε το σοβιετικό παράδειγμα της επίθεσης στην ίδια του την ιστορία. Παρόλο που η κινεζική ηγεσία άσκησε σοβαρή κριτική σε ορισμένες πολιτικές που σχετίζονται με τον Μάο (ιδίως στο Μεγάλο Άλμα προς τα Εμπρός και στην Πολιτιστική Επανάσταση), ποτέ δεν πλησίασε στο σημείο να αποκηρύξει τον Μάο και να υπονομεύσει τα βασικά ιδεολογικά και ιστορικά θεμέλια του κινεζικού σοσιαλισμού. Κανένα Κινεζικό Τείχος δεν υπάρχει μεταξύ της εποχής του Μάο και της εποχής μετά τον Μάο˙ οι δύο φάσεις είναι άρρηκτα συνδεδεμένες, και είναι και οι δύο «πραγματιστικές εξερευνήσεις στην οικοδόμηση του σοσιαλισμού που διεξάγονται από τον λαό υπό την ηγεσία του Κόμματος» (Xi 2014, 47).

«Θα κρατήσουμε για πάντα το πορτρέτο του προέδρου Μάο στην πύλη Τιενανμέν ως σύμβολο της χώρας μας και θα τον θυμόμαστε πάντα ως ιδρυτή του κόμματός μας και του κράτους μας… Δεν θα κάνουμε στον Πρόεδρο Μάο ό,τι έκανε ο Χρουστσόφ στον Στάλιν.» (Deng 1980).

Η ηγεσία του ΚΚΣΕ υπέστη μια κρίση νομιμοποίησης που η ίδια είχε δημιουργήσει. Ο Γκορμπατσόφ και οι συνεργάτες του επιτέθηκαν και αποδυνάμωσαν τα όργανα της εργατικής τάξης στην διακυβέρνηση. Συνεργάστηκαν στη μεταβίβαση της πολιτικής εξουσίας σε αντισοσιαλιστικές δυνάμεις. Εν τω μεταξύ, στην Κίνα, «η κυριαρχία του Κομμουνιστικού Κόμματος δεν είναι πλέον αμφίβολη: απολαμβάνει το κύρος που θα περίμενε κανείς δεδομένης της μεταμόρφωσης στην οποία προΐσταται.» (Jacques 2009, 277).

Εκτός από τις επιτυχίες του στον οικονομικό τομέα, το ΚΚΚ ηγήθηκε επίσης μιας διαδικασίας της ενοποίησης, της σταθεροποίησης και της ανάκαμψης μετά τον “αιώνα της ταπείνωσης”, ο οποίος ξεκίνησε με τον Πρώτο Πόλεμο του Οπίου (1839-1842) και ολοκληρώθηκε με την ίδρυση της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας το 1949. Το κινεζικό πολιτικό σύστημα υπήρξε εξαιρετικά αποτελεσματικό στην προστασία της ανεξαρτησίας και της εθνικής ακεραιότητας της Κίνας, και αυτός είναι ο κατεξοχήν παράγοντας για την υποστήριξη του κινεζικού λαού στην κυβέρνηση υπό την ηγεσία του ΚΚΚ.

 

Η Κίνα κατάφερε να αποφύγει έναν “ψυχρό πόλεμο” υπερδυνάμεων

«Το τελευταίο πράγμα που θέλει η Κίνα είναι ο πόλεμος. Η Κίνα είναι πολύ φτωχή και θέλει να αναπτυχθεί˙ δεν μπορεί να το κάνει αυτό χωρίς ένα ειρηνικό περιβάλλον. Αφού θέλουμε ένα ειρηνικό περιβάλλον, πρέπει να συνεργαστούμε με όλες τις παγκόσμιες δυνάμεις για την ειρήνη

(Deng 1984).

Η αναγκαιότητα της διατήρησης ειρηνικών σχέσεων με τον ιμπεριαλιστικό κόσμο ήταν ένα μέλημα των σοσιαλιστικών κρατών από το 1917 και μετά. Όλες οι σοσιαλιστικές ηγεσίες (συμπεριλαμβανομένων των Λένιν, Στάλιν, Μάο, Χο Τσι Μινχ, Κιμ Ιλ Σουνγκ και Φιντέλ Κάστρο) επιδίωξαν την “ειρηνική συνύπαρξη” στο βαθμό που αυτό ήταν δυνατό.

Η σημασία της διεθνούς ειρήνης για την ανάπτυξη της Κίνας αναγνωρίστηκε σιωπηρά από τον Μάο στις αρχές της δεκαετίας του 1970, όταν η επίσκεψη του Χένρι Κίσινγκερ στο Πεκίνο άνοιξε το δρόμο για τη ΛΔΚ να πάρει τελικά την έδρα της στον ΟΗΕ. Συνεχίζοντας τις επικοινωνίες ΗΠΑ – Κίνας καθ’ όλη τη δεκαετία του 1970, αυτές οδήγησαν στην εγκαθίδρυση των επίσημων διπλωματικών σχέσεων μεταξύ Κίνας και ΗΠΑ το 1979. Από τότε, η Κίνα κατάφερε να διατηρήσει ειρηνικές και αμοιβαία επωφελείς σχέσεις με τον καπιταλιστικό κόσμο.

Η ειρηνική συνύπαρξη απαιτούσε συμβιβασμούς, ένας από τους οποίους ήταν η Κίνα να παραιτηθεί από έναν άμεσο ηγετικό ρόλο στην παγκόσμια μετάβαση στο σοσιαλισμό. Η Σοβιετική Ένωση ανέλαβε μια βαριά ευθύνη ως το παγκόσμιο κέντρο των αντιιμπεριαλιστικών δυνάμεων, παρέχοντας εκτεταμένη πρακτική αλληλεγγύη στα σοσιαλιστικά κράτη, τα εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα και τις προοδευτικές κυβερνήσεις σε όλο τον κόσμο˙ συμπεριλαμβανομένων της τεράστιας οικονομικής υποστήριξης προς τη Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας μεταξύ 1949 και 1959, και της οικονομικής υποστήριξης στην Κούβα, στο Βιετνάμ, στο Αφγανιστάν, στην Αγκόλα, στη Νικαράγουα, στην Κορέα, της εκπαίδευσης, της βοήθειας και της προσφοράς όπλων προς το ANC (Αφρικανικό Εθνικό Κόμμα) στη Νότια Αφρική, στο Frelimo στη Μοζαμβίκη, στο Swapo στη Νοτιοδυτική Αφρική (σήμερα Ναμίμπια), στο PAIGC (Partido Africano da Independência da Guiné e Cabo Verde) στη Γουινέα Μπισσάου, και αλλού.

Εκτός από την άμεση βοήθεια, ο σοβιετικός ρόλος ως προστάτης των προοδευτικού κόσμου – και της θέσης του ως μία από τις δύο “υπερδυνάμεις” – σήμαινε ότι ήταν αναγκασμένος να αφιερώνει ένα εξαιρετικό μέρος των πόρων του στη στρατιωτική ανάπτυξη. Οι αριθμοί ποικίλλουν σημαντικά, αλλά ο ρωσοαμερικανός ιστορικός Αλεξάντερ Παντσόφ εκτιμά ότι ότι: «κατά την έναρξη της περεστρόικα του Γκορμπατσόφ, το 1985, οι Σοβιετικοί δαπανούσαν το 40% του προϋπολογισμού τους για την άμυνα». Πράγματι, ο Παντσόφ καταλήγει στο συμπέρασμα ότι «η οικονομία της ΕΣΣΔ κατέρρευσε υπό το βάρος των στρατιωτικών δαπανών» (Pantsov and Levine 2015, 432). Ο πρόεδρος των ΗΠΑ Ρόναλντ Ρέιγκαν ανέπτυξε μια στρατηγική “πλήρους πίεσης” στις αρχές της δεκαετίας του 1980, η οποία αποσκοπούσε στην τεράστια αύξηση των αμερικανικών στρατιωτικών δαπανών, αναγκάζοντας την ΕΣΣΔ να ακολουθήσει το παράδειγμά των ΗΠΑ και έτσι να εμβαθύνει τις οικονομικές δυσκολίες της.

Η Σοβιετική Ένωση είχε επί μακρόν επιμείνει σε ένα σύστημα “στρατηγικής ισοτιμίας” της ανάπτυξης πυρηνικών όπλων, μη φειδόμενη προσπαθειών για να συμβαδίζει με τις ΗΠΑ (αλλά όχι να τις ξεπεράσει). Όσο είχε τη δυνατότητα να ανταποδώσει οποιοδήποτε πυρηνικό χτύπημα που θα προκαλούσαν οι ΗΠΑ, θα μπορούσε ουσιαστικά να εγγυηθεί ότι ένα τέτοιο χτύπημα δεν θα γινόταν. Ωστόσο, η οικονομική επιβάρυνση ήταν τεράστια. Σε μια καπιταλιστική κοινωνία, η βιομηχανία όπλων είναι ένα εξαιρετικά επικερδές πεδίο επενδύσεων· η δημιουργία ζήτησης για όπλα είναι μια ευλογία για το ιδιωτικό κεφάλαιο. Σε μια σοσιαλιστική κοινωνία με ισχυρή ευθύνη απέναντι στην τροφοδοσία για την κάλυψη των βασικών αναγκών του πληθυσμού της, η κατασκευή όπλων σημαίνει την εκτροπή ανθρώπινων και υλικών πόρων μακριά από αυτές τις βασικές ανάγκες.

Αυτή δεν ήταν μια κατάσταση που δημιούργησε η Σοβιετική Ένωση, αλλά μια κατάσταση που της επιβλήθηκε από την υπό την ηγεσία των ΗΠΑ δυτική ιμπεριαλιστική στρατηγική που ήταν αποφασισμένη να υπονομεύσει τον ευρωπαϊκό σοσιαλισμό. Πράγματι, οι Σοβιετικοί ηγέτες πρότειναν συστηματικά τον πολυμερή αφοπλισμό και το ξεπάγωμα του Ψυχρού Πολέμου. Ο Boris Ponomarev, Επικεφαλής του Διεθνούς Τμήματος της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΣΕ από το 1955-1986, έγραψε:

«Οι ΗΠΑ ανέλαβαν την πρωτοβουλία από την αρχή για την ανάπτυξη και την τελειοποίηση των πυρηνικών όπλων και των οχημάτων μεταφοράς τους από την εμφάνιση της ατομικής βόμβας. Κάθε φορά η ΕΣΣΔ αναγκαζόταν να ανταποκριθεί στην πρόκληση να ενισχύσει την δική της άμυνα, για να προστατεύσει τις χώρες της σοσιαλιστικής κοινότητας και να διατηρήσει τις ένοπλες δυνάμεις της επαρκώς εξοπλισμένες με σύγχρονα όπλα. Αλλά η Σοβιετική Ένωση ήταν και παραμένει ο πιο συνεπής υποστηρικτής του περιορισμού της κούρσας των εξοπλισμών, υπέρμαχος του αφοπλισμού υπό αποτελεσματικό διεθνή έλεγχο.» (Ponomarev 1983, 53).

Επιπλέον, στα τέλη της δεκαετίας του 1970, ο Ψυχρός Πόλεμος είχε γίνει αποφασιστικά θερμός. Οι Δυτικές δυνάμεις είχαν εμπλακεί σε μια μαζική επιχείρηση “αναδίπλωσης”, υποστηρίζοντας εξεγέρσεις κατά των προοδευτικών κυβερνήσεων στην Αγκόλα, στο Αφγανιστάν, στη Νικαράγουα, στην Αιθιοπία, στη Μοζαμβίκη, στη Καμπότζη και στη Νότια Υεμένη. Ο Vijay Prashad γράφει ότι η CIA και το Πεντάγωνο «εγκατέλειψαν την ιδέα της απλής “ανάσχεσης” του κομμουνισμού προς όφελος της χρήσης στρατιωτικής δύναμης για την αντιμετώπιση των προσπαθειών του» (Prashad 2012, 112). Όλα τα κράτη που δέχονταν επίθεση είχαν επείγουσα ανάγκη για στρατιωτική και πολιτική βοήθεια, την οποία η Σοβιετική Ένωση δεν είχε άλλη επιλογή παρά να παράσχει.

Το αποκορύφωμα αυτού του “θερμού” Ψυχρού Πολέμου ήταν στο Αφγανιστάν, όπου το αριστερό Λαϊκό Δημοκρατικό Κόμμα του Αφγανιστάν (PDPA) παρακαλούσε τους Σοβιετικούς ηγέτες να τους βοηθήσουν να καταπνίξουν μια ισλαμική φονταμενταλιστική εξέγερση που γενναιόδωρα χρηματοδοτούνταν και εξοπλίζονταν από τις ΗΠΑ.

Τα πρώτα ρωσικά στρατεύματα πέρασαν τα σύνορα με το Αφγανιστάν στις 25 Δεκεμβρίου 1979. Το πεδίο της αποστολής τους ήταν περιορισμένο: να προσπαθήσουν να αποκαταστήσουν την ενότητα εντός του PDPA, να βοηθήσουν τον αφγανικό στρατό να κερδίσει το πάνω χέρι κατά της εξέγερσης και να επιστρέψουν σύντομα στην πατρίδα τους.

«Ο στόχος δεν ήταν να κατκτήσουν ή να καταλάβουν τη χώρα. Ήταν να εξασφαλίσουν τις πόλεις και τους δρόμους μεταξύ τους, και να αποσυρθούν μόλις η αφγανική κυβέρνηση και οι ένοπλες δυνάμεις της ήταν σε θέση να αναλάβουν την ευθύνη για τον εαυτό τους.» (Braithwaite 2012, 123).

Η παρέμβαση αποδείχθηκε πολύ πιο δύσκολη, πολύπλοκη και παρατεταμένη απ΄ ό,τι είχαν φανταστεί οι Σοβιετικοί. Οι Αφγανοί σύμμαχοί τους ήταν διχασμένοι και συχνά αποθαρρυμένοι˙ εν τω μεταξύ, οι εχθροί τους ήταν οπλισμένοι με εξελιγμένο οπλισμό, είχαν σημαντική υποστήριξη από τον αγροτικό πληθυσμό, τροφοδοτούνταν από ένα σφοδρό μίσος για τους Ρώσους, και ήταν σε θέση να αξιοποιήσουν το ορεινό έδαφος του Αφγανιστάν προς όφελός τους. Εν τω μεταξύ, ο Κόκκινος Στρατός δεν είχε εκπαιδευτεί για την αντιμετώπιση πόλεμου εξεγέρσεων. Ο τελευταίος μεγάλος πόλεμος που είχε διεξάγει ήταν ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος. Ο Odd Arne Westad γράφει ότι:

«από το 1981 και μετά ο πόλεμος μετατράπηκε σε ένα αιματηρό αδιέξοδο, στο οποίο περισσότεροι από ένα εκατομμύριο Αφγανοί και τουλάχιστον 25.000 Σοβιετικοί έχασαν τη ζωή τους. Παρά τις καλά σχεδιασμένες προσπάθειες, ο Κόκκινος Στρατός απλά δεν μπορούσε να ελέγξει τις περιοχές που βρίσκονταν εντός των επιχειρησιακής του ζωνών· προωθούνταν σε οχυρά των ανταρτών, τα κρατούσε υπό κατοχή για εβδομάδες ή μήνες, και στη συνέχεια έπρεπε να αποσυρθεί καθώς οι Μουτζαχεντίν συγκέντρωναν τις δυνάμεις τους, ή πιο συχνά, επειδή οι αντίπαλοί του επιτίθονταν αλλού.» (Westad 2007, 356).

Ο Κόκκινος Στρατός δεν έχασε καμία από τις μεγάλες μάχες του στο Αφγανιστάν˙ κέρδισε τον έλεγχο εκατοντάδων πόλεων, χωριών και δρόμων, μόνο και μόνο για να τους χάσει ξανά όταν η εστίαση του πολέμου μεταφέρονταν αλλού. Οι ΗΠΑ ανέπτυξαν με τον κατάλληλο ρυθμό όλο και πιο εξελιγμένα όπλα για τις ομάδες των ανταρτών, ώστε να παρατείνουν τον πόλεμο.

Ο Κόκκινος Στρατός άρχισε να αποσύρεται σταδιακά στις 15 Μαΐου 1988. Δεν είχε ηττηθεί, αλλά είχε προφανώς αποτύχει στους στόχους του να εδραιώσει το PDPA και να καταστείλει την εξέγερση. Εν τω μεταξύ, η Σοβιετική Ένωση είχε δαπανήσει τεράστιους οικονομικούς, στρατιωτικούς και ανθρώπινους πόρους. Χιλιάδες νεαρές ζωές είχαν χαθεί. Η σοβιετική διπλωματική επιρροή είχε μειωθεί. Η λαϊκή νομιμοποίηση του ΚΚΣΕ είχε πληγεί, όπως ακριβώς ήλπιζαν οι στρατηγιστές των ΗΠΑ· ο Ζμπίγκνιου Μπρεζίνσκι, ο οποίος ήταν σύμβουλος εθνικής ασφάλειας των ΗΠΑ την εποχή της σοβιετικής επέμβασης, και ο οποίος είχε μιλήσει συγκεκριμένα για «την ευκαιρία να δοθεί στην ΕΣΣΔ ένας δικός της πόλεμος του Βιετνάμ» (Brzezinski 1998). Το Αφγανιστάν και η κούρσα των εξοπλισμών δεν ήταν σε καμία περίπτωση ο μοναδικός, ή έστω ο πρωταρχικός παράγοντας για την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης, αλλά σίγουρα συνέβαλαν.

Η Κίνα, από την άλλη πλευρά, μπόρεσε να απολαύσει μια μακρά περίοδο ειρήνης. Ο κινεζικός λαϊκός εθελοντικός στρατός απέδειξε κατά τη διάρκεια του πολέμου της Κορέας (ο πόλεμος για την Αντίσταση στην αμερικανική επίθεση και τη Βοήθεια στην Κορέα) του 1950-1953, ότι η Λαϊκή Κίνα ήταν πρόθυμη και ικανή να υπερασπιστεί τον εαυτό της από την επίθεση, και χωρίς αμφιβολία οι ΗΠΑ πήραν το κατάλληλο μάθημα ότι οποιαδήποτε στρατιωτική επιχείρηση εναντίον της θα ήταν εξαιρετικά επικίνδυνη.

Η ηγεσία του ΚΚΚ μετά το 1978 συνειδητοποίησε ότι, εισάγοντας την Κίνα στην αναδυόμενες παγκόσμιες αλυσίδες εφοδιασμού, η Κίνα θα μπορούσε να γίνει αρκετά σημαντική για την λειτουργία της παγκόσμιας οικονομίας, ώστε τα ιμπεριαλιστικά κράτη θα έπρεπε να σκεφτούν πολύ προσεκτικά για τη σοφία της επίθεσης ή της απομόνωσής της. Ο Τζουντ Γούντγουορντ σημειώνει ότι η άνοδος της Κίνας ανάγκασε πολλές χώρες να επιδιώξουν καλές σχέσεις μαζί της, ακόμη και αν αντιτίθενται στην ιδεολογία της.

«Αρκετά ανεπτυγμένοι γείτονες όπως η Νότια Κορέα ή η Ταϊβάν είναι βαθιά οικονομικά δεσμευμένοι με την [ηπειρωτική χώρα της] Κίνας και δεν θέλουν αυτό να εκτροχιαστεί…. Ακόμη και οι Ευρωπαίοι σύμμαχοι της Αμερικής, ιδίως η Γερμανία, η Γαλλία και η Βρετανία, ήταν έτοιμες να αγνοήσουν τη γνώμη των ΗΠΑ για την Κίνα όταν υπέγραψαν την ΑΤΕΥ [Ασιατική Τράπεζα Επενδύσεων Υποδομών· Σ.τ.Μ. Asian Infrastructure Investment Bank, ΑΙΙΒ]». (Woodward 2017, 251).

Αυτό θα μπορούσε να θεωρηθεί ως ένα είδος στρατηγικής ισοτιμίας με κινεζικά χαρακτηριστικά, με πολύ χαμηλότερη τιμή από την αντίστοιχη σοβιετική. Επιπλέον, η κινεζική ενσωμάτωση της Κίνας στην παγκόσμια οικονομία, της επέτρεψε να είναι μέρος «της πρωτοφανούς παγκόσμιας τεχνολογικής επανάστασης, προσφέροντας μια σύντομη διαδρομή για τη χώρα να επιταχύνει τον βιομηχανικό μετασχηματισμό και την αναβάθμιση της οικονομικής της δομής». (Clegg 2009, 129).

Στο σχετικά ασφαλές διεθνές περιβάλλον που έχει κατασκευάσει η κυβέρνηση της ΛΔΚ, η Κίνα μπόρεσε να μειώσει τις στρατιωτικές της δαπάνες από περίπου 7% του ΑΕΠ το 1978 σε περίπου 2% σήμερα, επιτρέποντας τη διάθεση περισσότερων πόρων για τη βελτίωση του βιοτικού επιπέδου. Αν και η στρατηγική της δεν της επιτρέπει να διαδραματίσει ενεργό στρατιωτικό ρόλο στην υπεράσπιση φιλικών κρατών και κινημάτων, η οικονομική δύναμη της Κίνας σημαίνει ότι είναι σε θέση να παρέχει κρίσιμη υποστήριξη στις προοδευτικές χώρες σε όλο τον κόσμο.

 

Συμπέρασμα

«Όσο ο σοσιαλισμός δεν καταρρέει στην Κίνα, θα κρατάει πάντα το έδαφός του στον κόσμο.»

(Deng 2007).

Μετά την κατάρρευση του ευρωπαϊκού σοσιαλισμού θεωρήθηκε ευρέως στη Δύση ότι η Κίνα θα υποστεί μια παρόμοια διαδικασία αντεπανάστασης. Τρεις δεκαετίες μετά, είναι απολύτως σαφές ότι η Κίνα δεν ακολουθεί την ίδια πορεία. Η μεταρρυθμιστική της διαδικασία ήταν εξαιρετικά επιτυχής, η ποιότητα ζωής του λαού της συνεχίζει να βελτιώνεται, αναδεικνύεται σε παγκόσμιο ηγέτη στην επιστήμη, την τεχνολογική καινοτομία και τη διατήρηση του περιβάλλοντος, ο εθνικιστικός αυτονομισμός περιορίζεται αποτελεσματικά και το Κομμουνιστικό Κόμμα της Κίνας παραμένει δημοφιλές και ηγεμονικό. Εν ολίγοις, η Κίνα συνέχισε να αναπτύσσει μια μορφή σοσιαλισμού που είναι κατάλληλη για τις δικές της συνθήκες.

Αυτό φυσικά δεν σημαίνει ότι η Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας δεν αντιμετωπίζει σοβαρά προβλήματα. Η ταχεία ανάπτυξη έχει δημιουργήσει πρωτοφανή επίπεδα ανισότητας και περιβαλλοντικής καταστροφής. Ενώ το βιοτικό επίπεδο έχει αυξηθεί σε όλα τα επίπεδα του πληθυσμού, η εισοδηματική ανισότητα είναι έντονη και αυτό αποτελεί πηγή σημαντικών κοινωνικών τριβών. Εν τω μεταξύ, η πολιτική της επικέντρωσης της ανάπτυξης στις ανατολικές και νότιες παράκτιες πόλεις έχει οδηγήσει σε περιφερειακές ανισότητες. Η κυβέρνηση του ΚΚΚ έχει επικεντρωθεί ιδιαίτερα σε αυτά τα προβλήματα τα τελευταία 10-15 χρόνια, για παράδειγμα, μειώνοντας τις περιφερειακές ανισότητες μέσω προτιμησιακών επενδύσεων στις φτωχότερες περιοχές. Εν τω μεταξύ, η Κίνα έχει κάνει σημαντικά βήματα στη βελτίωση των περιβαλλοντικών της καταγραφών, αναδεικνυόμενη σε ηγετική δύναμη στην παγκόσμια μάχη κατά της κατάρρευσης του κλίματος. (Finamore 2018).

Οι Κινέζοι οικονομολόγοι μιλούν συχνά για το “πλεονέκτημα των καθυστερημένων” στον κόσμο της τεχνολογίας, σύμφωνα με το οποίο «η τεχνολογική καινοτομία και η βιομηχανική αναβάθμιση μπορούν να επιτυγχάνονται με τη μίμηση, την εισαγωγή ή/και την ενσωμάτωση υφιστάμενων τεχνολογιών και βιομηχανιών, τα οποία συνεπάγονται πολύ χαμηλότερο κόστος R&D» (Lin 2013). Υπάρχει μία έννοια κατά την οποία αυτή η ιδέα εφαρμόζεται και στον κόσμο της πολιτικής. Η ΕΣΣΔ ήταν το πρώτο σοσιαλιστικό κράτος στον κόσμο, και ως εκ τούτου οι επιτυχίες και τα λάθη της αποτελούν απαραίτητη πρώτη ύλη για τη μελέτη της σοσιαλιστικής κοινωνίας. Το ΚΚΚ υπήρξε επιμελής στο να μαθαίνει από τη σοβιετική πτώση, προκειμένου να αποφύγει να υποστεί παρόμοια μοίρα. Ο David Shambaugh, επικαλούμενος μελέτη της Κινεζικής Ακαδημίας Κοινωνικών Επιστημών, συνοψίζει μερικά από τα βασικά μαθήματα που προσπάθησε να απορροφήσει το ΚΚΚ. Αυτά περιλαμβάνουν:

«επικέντρωση στην οικονομική ανάπτυξη και στη συνεχή βελτίωση της βιοτικού επιπέδου», «διατήρηση του μαρξισμού ως κατευθυντήριας ιδεολογίας», «ενίσχυση της ηγεσίας του κόμματος» και «συνεχής ενίσχυση των προσπαθειών για την οικοδόμηση του κόμματος, ιδιαίτερα στους τομείς της ιδεολογίας, της εικόνας, της οργάνωσης και του δημοκρατικού συγκεντρωτισμού, προκειμένου να διασφαλιστεί η ηγετική εξουσία στα χέρια των πιστών Μαρξιστών.» (Shambaugh 2008, 77- η έμφαση στο πρωτότυπο).

Το ζήτημα της διατήρησης ενός εργατικού κράτους και της αποτροπής της ανόδου της κυριαρχίας των φιλοκαπιταλιστών “φιλελεύθερων”, είναι αναμφισβήτητα το πιο σημαντικό μάθημα που πρέπει να πάρουμε από την κατάρρευση της ΕΣΣΔ. Ακόμη και με τις συνεχιζόμενες οικονομικές δυσκολίες, είναι απολύτως νοητό ότι ο σοβιετικός σοσιαλισμός θα μπορούσε να είχε επιβιώσει αν η ανώτατη ηγεσία δεν είχε ουσιαστικά εγκαταλείψει το εγχείρημα. Υπό αυτή την έννοια, ο Γκορμπατσόφ και οι στενοί του συνεργάτες φέρουν σημαντική ευθύνη για τη σοβιετική κατάρρευση. Ο Άλεν Λιντς, ερευνητής της ρωσικής πολιτικής στο Πανεπιστήμιο της Βιρτζίνια, υποθέτει ότι, αν ο προκάτοχος του Γκορμπατσόφ Γιούρι Αντρόποφ είχε ζήσει περισσότερο (πέθανε σε ηλικία 69 ετών μετά από μόλις ένα χρόνο ως Γενικός Γραμματέας του ΚΚΣΕ), τα πράγματα θα μπορούσαν να ήταν πολύ διαφορετικά.

«Κρίνοντας από τις προγραμματικές δηλώσεις του Αντρόποφ το 1982-83, καθώς και από τη μακροχρόνια πορεία του στνη κορυφή της σοβιετικής πολιτικής, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι δεν θα ενέκρινε οτιδήποτε που να μοιάζει έστω και λίγο με το σχέδιο του Γκορμπατσόφ, τις πολιτικές μεταρρυθμίσεις ή ότι θα δίσταζε να χρησιμοποιήσει βία για να σταματήσει τις δημόσιες αμφισβητήσεις της κομμουνιστικής εξουσίας. Επιπλέον, τα δίκτυα του Αντρόποφ στο Κόμμα, στη KGB, στην κυβέρνηση και στο στρατό ήταν ασύγκριτα ισχυρότερα από εκείνα του Γκορμπατσόφ. Θα μπορούσε κάλλιστα να αξιοποιήσει έναν βιώσιμο συνασπισμό για την αποσπασματική μεταρρύθμιση της Σοβιετικής οικονομίας.» (Lynch 2012).

Επομένως, η διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης δεν προκλήθηκε θεσμικά από τον σοσιαλισμό ή το ίδιο το σύστημα. Αντίθετα, είναι ένα αναπόφευκτο αποτέλεσμα της προδοσίας του σοσιαλισμού, από την ηγεσία του Γκορμπατσόφ και του Γέλτσιν. Τα διδάγματα από την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης πρέπει να διδαχθούν διεξοδικά από τα εναπομείναντα (και μελλοντικά) σοσιαλιστικά κράτη καθώς και από την παγκόσμια εργατική τάξη στο σύνολό της. Στο σημερινό στάδιο της ιστορίας, όπου αυτά τα κράτη αποτελούν μειοψηφία και όπου αντιμετωπίζουν έναν ισχυρό ιδεολογικό εχθρό που είναι αποφασισμένος να τα υπονομεύσει, αυτά τα διδάγματα είναι ευρέως εφαρμόσιμα. Αποτελούν βασικό μέρος της μεγάλης κληρονομιάς που αφήνει η σοβιετική εμπειρία στην παγκόσμια εργατική τάξη.

Το σοβιετικό εγχείρημα δεν είναι σε καμία περίπτωση ιστορικό κατάλοιπο˙ η εμπειρία του είναι σχετική και μάλιστα κρίσιμη για τη σύγχρονη πολιτική. Τα ηρωικά κατορθώματα του σοβιετικού λαού ζουν στην Κίνα, το Βιετνάμ, την Κούβα, το Λάος και την Κορέα, σε σοσιαλιστικά προσανατολισμένα και προοδευτικά κράτη και κινήματα σε όλο τον κόσμο. Ακόμη και στα εδάφη της πρώην Σοβιετικής Ένωσης και των πρώην σοσιαλιστικών κρατών της Ευρώπης, η μνήμη των καλύτερων εποχών ζει (ιδιαίτερα στη σημαντική υπεράσπιση και διατήρηση των σοβιετικών επιτευγμάτων, παραδόσεων και μορφών στη Λευκορωσία). Οι πληθυσμοί τους αρχίζουν, όπως ο Φιντέλ Κάστρο προέβλεψε, να μετανιώνουν για την αντεπανάσταση, να νοσταλγούν «εκείνες τις τακτοποιημένες χώρες, όπου όλοι είχαν ρούχα, τρόφιμα, φάρμακα, εκπαίδευση και δεν υπήρχε εγκληματικότητα, ούτε μαφία”»˙ αρχίζουν να «συνειδητοποιούν το μεγάλο ιστορικό λάθος που έκαναν όταν κατέστρεψαν τον σοσιαλισμό» (Castro 1995).

Το σοσιαλιστικό σχέδιο συνεχίζεται στην Κίνα και γίνεται ισχυρότερο κάθε μέρα. Όπως η ποιότητα ζωής σταδιακά φτάνει και ξεπερνά αυτή των κορυφαίων καπιταλιστικών χωρών, και καθώς η Κίνα αναδεικνύεται σε παγκόσμιο ηγέτη στην επιστήμη, την τεχνολογία και ως δύναμη για την ειρήνη, την πολυπολικότητα και τη διατήρηση του περιβάλλοντος, ο κινεζικός σοσιαλισμός θα αναγνωριστεί ευρέως ως ένας εξαιρετικά αποτελεσματικός, δημιουργικός και προσαρμοστικός κλάδος του μαρξισμού.

 

Σημειώσεις

[1] Βλ. “Confidence in the Chinese President”, Pew Research Center Global Indicators Database, Άνοιξη 2019. Πρόσβαση στις 28 Απριλίου 2020., https://www.pewresearch.org/global/database/indicator/69/country/cn/.

[2] Βλ. “Yougov Public Figure: Boris Johnson,” February 2020. Accessed April 28, 2020. https://yougov.co.uk/topics/politics/explore/public_figure/Boris_Johnson.

 

 

 

Αναφορές

Brzezinski, Z. 1998. “Interview with Le Nouvel Observateur.” Accessed April 28, 2020. https://dgibbs. faculty.arizona.edu/brzezinski_interview.

Castro, F. 1995. “Discurso pronunciado por Fidel Castro Ruz, Presidente de la República de Cuba, en la recepción efectuada en el Palacio de la Reunificacion. Ciudad Ho Chi Minh, Viet Nam, 10 de diciembre de 1995” [Address by Fidel Castro Luz, President of the Republic of Cuba, at a Reception at the Palace of Unification. Ho Chi Minh City, Vietnam, 10 December 1995]. Cuba. cu. Accessed February 18, 2021. http://www.cuba.cu/gobierno/discursos/1995/esp/f101295e.html.

Castro, F. 2013. Cuba and Angola: Fighting for Africa’s Freedom and Our Own. New York: Pathfinder Press.

Cheng, E., and Z. Liu. 2017. “The Historical Contribution of the October Revolution to the Economic and Social Development of the Soviet Union: Analysis of the Soviet Economic Model and the Causes of its Dramatic End.” International Critical Thought 7 (3): 297–308.

Clegg, J. 2009. China’s Global Strategy: Towards a Multipolar World. London: Pluto Press.

Deng, X. 1980. “Answers to the Italian Journalist Oriana Fallaci.” People.cn, August 21. Accessed April 28, 2020. http://en.people.cn/dengxp/vol2/text/b1470.html.

Deng, X. 1984. “We Regard Reform as a Revolution.” China.org.cn, October 10. Accessed April 28, 2020. http://www.china.org.cn/english/features/dengxiaoping/103366.htm.

Deng, X. 1992. “Excerpts from Talks Given in Wuchang, Shenzhen, Zhuhai and Shanghai.” People.cn. Accessed April 28, 2020. http://en.people.cn/dengxp/vol3/text/d1200.html.

Deng, X. 2001. “Uphold the Four Cardinal Principles (1979).” In Selected Works of Deng Xiaoping, 1975–1982, 166–191. Honolulu, HI: University Press of the Pacific.

Deng, X. 2007. “We Must Adhere to Socialism: A Talk with Julius Kambarage Nyerere, Former President of Tanzania, Chairman of the Tanzanian Revolutionary Party and Chairman of the South Commission, November 23, 1989.” China Daily. Accessed April 28, 2020. http://www.chinadaily. com.cn/china/2007-09/30/content_6148311.htm

Finamore, B. 2018. Will China Save the Planet? Environmental Futures. Cambridge: Polity Books.

Gupta, R. 2020. “China on Target to Eliminate Extreme Poverty by 2020.” China.org.cn, January 21. Accessed April 28, 2020. http://www.china.org.cn/opinion/2020-01/21/content_75636612.htm.

Hu, A. 2011. China in 2020: A New Type of Superpower. Washington, DC: Brookings Institution Press.

Jacques, M. 2009. When China Rules the World: The End of the Western World and the Birth of a New Global Order. New York: Penguin Press.

Kotz, D. M., and F. Weir. 1997. Revolution from Above: The Demise of the Soviet System. New York: Routledge.

Kroeber, A. R. 2016. China’s Economy: What Everyone Needs to Know. New York: Oxford University Press.

Ligachev, Y. 1996. Inside Gorbachev’s Kremlin: The Memoirs of Yegor. Boulder, CO: Westview Press.

Lin, J. Y. 2012. Demystifying the Chinese Economy. Cambridge: Cambridge University Press.

Lin, J. Y. 2013. “Advantage of Being a Latecomer.” China.org.cn, August 7. Accessed April 28, 2020. http://www.china.org.cn/opinion/2013-08/07/content_29646629.htm.

Losurdo, D. 2017. “Has China Turned to Capitalism? Reflections on the Transition from Capitalism to Socialism.” International Critical Thought 7 (1): 15–31.

Lynch, A. 2012. “Deng’s and Gorbachev’s Reform Strategies Compared.” Russia in Global Affairs, June 24. Accessed April 28, 2020. https://eng.globalaffairs.ru/articles/dengs-and-gorbachevsreform- strategies-compared/.