1

Υπερεκμετάλλευση και η ιμπεριαλιστική ορμή του καπιταλισμού: Πώς η “Διαλεκτική της Εξάρτησης” του Μαρίνι υπερβαίνει το “Κεφάλαιο” του Μαρξ

του Andy Higginbottom

Ο Andy Higginbottom είναι πρώην αναπληρωτής καθηγητής

στο Πανεπιστήμιο Kingston του Λονδίνου.

Συνεχίζει ως ανεξάρτητος μελετητής και ακτιβιστής.

 

Μηνιαία Επιθεώρηση, 01/04/2023

μετ. Γιάννης Παπαδάκης

επιμ. Διονύσης Περδίκης

Η δημοσίευση στα αγγλικά του έργου του Ruy Mauro Marini Η Διαλεκτική της Εξάρτησης (The Dialectics of Dependency), πενήντα χρόνια μετά την αρχική του έκδοση στα ισπανικά, άργησε να έρθει.[i] Το έργο, το οποίο κυκλοφόρησε τώρα με μια εκτενή εισαγωγή από την Amanda Latimer, συγκαταλέγεται μεταξύ των σημαντικότερων συνεισφορών στον μαρξισμό κατά το δεύτερο μισό του εικοστού αιώνα και είναι, αν μη τι άλλο, ακόμη πιο επίκαιρο σήμερα. Η σκέψη του Μαρίνι ήταν στραμμένη στον αγώνα για τον σοσιαλισμό στη Λατινική Αμερική.[ii] Η πρωτοποριακή του ανάλυση υποστήριζε την ανάγκη χειραφέτησης της εργατικής τάξης μέσω της επανάστασης και της δράσης ενάντια και όχι σε συμμαχία με την αστική τάξη. Ανέλυσε την κατάσταση του καπιταλισμού στη Λατινική Αμερική, με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της υπανάπτυξης και της διαφορετικής σχέσης της με το παγκόσμιο σύστημα του καπιταλισμού σε σχέση με τη Δυτική Ευρώπη και τις Ηνωμένες Πολιτείες. Ο Μαρίνι βάσισε το επιχείρημά του υπέρ του σοσιαλισμού στο παράδειγμα της εξάρτησης, με το οποίο εννοούσε ότι η καπιταλιστική υπανάπτυξη της Λατινικής Αμερικής συμβάλλει στην ανάπτυξη των ιμπεριαλιστικών οικονομιών. Η σχέση εξάρτησης εκφράζεται ως μεταφορά αξίας από τις φτωχές, υποταγμένες χώρες, στις πλούσιες, κυρίαρχες χώρες.

Η αρχική συμβολή του Marini ήταν να εξηγήσει τις κοινωνικές σχέσεις παραγωγής που βρίσκονται στη ρίζα της διεθνούς μεταφοράς αξίας, αναπτύσσοντας έτσι μια ξεχωριστή εργασιακή θεωρία του ιμπεριαλισμού που αποτελεί το θεμέλιο της μαρξιστικής θεωρίας της εξάρτησης. Ο Marini προσδιόρισε την “υπερεκμετάλλευση” της εργασίας ως τη θεμελιώδη κοινωνική σχέση της καπιταλιστικής υπανάπτυξης. Αυτή δεν είναι η μόνη στρατηγική του έννοια – η συστηματική του ανάλυση συνδέει την υπερεκμετάλλευση της εργασίας με την άνιση διεθνή ανταλλαγή, την ιδέα της κατακερματισμένης εσωτερικής αγοράς και την έννοια του υποϊμπεριαλισμού- αλλά το παρόν άρθρο επικεντρώνεται στην υπερεκμετάλλευση.[iii]

Η υπερεκμετάλλευση της εργασίας αποτυπώνει εννοιολογικά την πραγματική κατάσταση της εργατικής τάξης στη Λατινική Αμερική. Περιλαμβάνει τρία στοιχεία: χαμηλούς μισθούς, πολλές ώρες εργασίας και έντονη εργασία μέχρις εξαντλήσεως. Πάνω απ’ όλα, χαρακτηρίζεται από “τη μεγαλύτερη εκμετάλλευση της φυσικής δύναμης του εργάτη, σε αντίθεση με την εκμετάλλευση που προκύπτει από την αύξηση της παραγωγικότητάς του, και τείνει συνήθως να εκφράζεται με το γεγονός ότι η εργατική δύναμη αμείβεται κάτω από την πραγματική της αξία”[iv].

Ο Marini πέτυχε μια τεράστια θεωρητική ανακάλυψη, όχι μόνο ως θεμέλιο για τη λατινοαμερικανική μαρξιστική θεωρία της εξάρτησης, αλλά και για την αναγέννηση της μαρξιστικής θεωρίας παγκοσμίως. Όπως έχει αρχίσει να αναγνωρίζεται ευρύτερα, το έργο του Marini παρέχει το κλειδί για να ξεκλειδώσει η ανάλυση της τελευταίας φάσης του παγκοσμιοποιημένου, νεοφιλελεύθερου και ακόμα καπιταλιστικού ιμπεριαλισμού στον 21ο αιώνα.[v]

Η Εχθρική Υποδοχή της Θεωρίας της Εξάρτησης από τον Ευρωκεντρικό Μαρξισμό

Τις τελευταίες δεκαετίες, οι κυρίαρχες τάσεις της μαρξιστικής σκέψης στο Ηνωμένο Βασίλειο και αλλού στον Παγκόσμιο Βορρά έχουν γίνει όλο και πιο ευρωκεντρικές στις παραδοχές τους. Αυτές οι τάσεις ήταν ιδιαίτερα εχθρικές προς τη θεωρία της εξάρτησης όταν κάποιοι από τους συγγραφείς της έγιναν γνωστοί στα αγγλικά τη δεκαετία του 1970. Για παράδειγμα, η δημοσίευση των έργων του Andre Gunder Frank προκάλεσε σφοδρή αντίδραση. Θα επιλέξω μία καταχώρηση από τον κατάλογο των αρνητών της εξάρτησης: στο βιβλίο World Accumulation, 1492-1789, ο Frank διασταυρώνει την υπερεκμετάλλευση με την ανάλυση της υπεραξίας του Καρλ Μαρξ στο Κεφάλαιο, η οποία αναπτύχθηκε γύρω από την απόλυτη υπεραξία και τη σχετική υπεραξία. Παραθέτει δύο βασικά χωρία όπου ο ίδιος ο Μαρξ εισάγει φαινόμενα που δεν εντάσσονται σε καμία από τις δύο αυτές κατηγορίες: το κεφάλαιο 24 του πρώτου τόμου, σχετικά με τη μετατροπή της υπεραξίας σε κεφάλαιο, και το κεφάλαιο 14 του τρίτου τόμου, σχετικά με τους παράγοντες που αντισταθμίζουν την τάση του ποσοστού κέρδους να μειώνεται[vi]. Στο πρώτο απόσπασμα, ο Μαρξ επισημαίνει τις περιπτώσεις της “βίαιης μείωσης του μισθού της εργασίας κάτω από την αξία της”– και στο δεύτερο, της “μείωσης των μισθών κάτω από την αξία τους “[vii]. Ο Φρανκ συμπεραίνει ότι η υπερεκμετάλλευση ταυτίζεται με τη “βίαιη μείωση” ή τη “συμπίεση των μισθών κάτω από την αξία της εργατικής δύναμης” του Μαρξ, η οποία συχνά εννοιολογείται στη μαρξική ανάλυση του Μαρξ και του Φρίντριχ Ένγκελς και των μεταγενέστερων μαρξιστών ως “κέρδη από αφαίρεση “[viii] . Όπως υποστηρίζει ο Φρανκ:

η καπιταλιστική συσσώρευση κεφαλαίου βασίζεται επίσης σε μια υπερεκμετάλλευση της εργατικής δύναμης μέσω της υπερβάλλουσας υπεραξίας [extra surplus value], η οποία συχνά -και όχι μόνο στη βρετανική εγχώρια βιομηχανία- στερεί από τον εργάτη ακόμη και το ελάχιστο αναγκαίο για τη διαβίωση με οποιονδήποτε ορισμό και η οποία, σε ορισμένες εποχές και τόπους, απαγορεύει ακόμη και την αναπαραγωγή της εργατικής δύναμης. Επιπλέον, αυτή η υπερεκμετάλλευση ‘κατώτερη από το ελάχιστο διαβίωσης’’ συμβαίνει τόσο μέσω της μισθωτής εργασίας όσο και μέσω άλλων σχέσεων παραγωγής, καθώς και μέσω της σύνδεσης μεταξύ των δύο.[ix]

Ο Φρανκ δεν ανέπτυξε την έννοια της υπερεκμετάλλευσης, ούτε εξήγησε τη μη ταύτισή της είτε με την απόλυτη υπεραξία είτε με τη σχετική υπεραξία. Αφέθηκε σε έναν από τους επικριτές του Φρανκ, τον Jairus Banaji, να καταστήσει σαφές το κρίσιμο σημείο: “γι’ αυτόν [τον Φρανκ] αυτό φαίνεται να αντιπροσωπεύει μια τρίτη μορφή παραγωγής υπεραξίας που δεν είναι ούτε σχετική ούτε απόλυτη, ενώ για τον Μαρξ είναι μια μορφή απόλυτης παραγωγής υπεραξίας”[x].

Εδώ, ο Banaji εκπροσωπεί τη μαρξιστική ορθοδοξία ως απάντηση στην πρόκληση της μαρξιστικής θεωρίας της εξάρτησης, αλλά με έναν ασυνήθιστα οξυδερκή τρόπο. Η ιδέα “μιας τρίτης μορφής υπεραξίας” είναι ουσιαστικά σωστή και, όπως θα δούμε, ο Μαρίνι είχε ήδη διατυπώσει αυτό το σημείο στη Διαλεκτική της Εξάρτησης. Η χρήση της μορφής σε αυτό το πλαίσιο αναφέρεται στη διαμόρφωση, το είδος ή τη διάσταση και όχι στη μορφή ως εξωτερική μορφή ή εμφάνιση, όπως χρησιμοποιείται συχνά από τον Μαρξ ως αντίθεση προς την εσωτερική ουσία. Μια “τρίτη μορφή υπεραξίας” είναι επομένως μια άλλη διαμόρφωση ή διάσταση της υπεραξίας, της ουσιαστικής κατηγορίας της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης.[xi]

Επιβεβαιώνοντας τους Marini και Frank, τονίζω ότι η υπερεκμετάλλευση της εργασίας αποκαλύπτει έναν άλλο τρόπο αύξησης της υπεραξίας, μειώνοντας το κόστος της εργατικής δύναμης για το κεφάλαιο μέσω χαμηλότερων μισθών και μικρότερης κατανάλωσης εμπορευμάτων από τους εργάτες. Αυτή η μέθοδος περιγράφεται επίσης από τον Μαρξ ως “φθηνή εργασία”.[xii] Πιο σωστά, πρόκειται για φθηνή εργατική δύναμη, η οποία παρέχει ζωντανή εργασία στο κεφάλαιο με χαμηλότερο κόστος, και επομένως αποτελεί βάση για έναν υψηλότερο βαθμό εκμετάλλευσης – ένα μεγαλύτερο ποσοστό υπεραξίας λόγω της συντόμευσης του χρόνου εργασίας που απαιτείται για την παραγωγή της ισοδύναμης αξίας της εργατικής δύναμης. Το χαμηλότερο κόστος οφείλεται σε σκληρότερη και πιο καταπιεστική εκμετάλλευση των σχετικών τμημάτων της εργατικής τάξης. Αυτή η αύξηση του ποσοστού υπεραξίας διαφέρει από την απόλυτη υπεραξία, η οποία, κατά τον Μαρξ, οφείλεται στις περισσότερες ώρες εργασίας. Η μείωση του μεταβλητού κεφαλαίου με αυτόν τον τρόπο δεν αποτελεί επίσης σχετική υπεραξία, καθώς αυτή, σύμφωνα με τον Μαρξ, εξαρτάται αποκλειστικά από την αύξηση της παραγωγικότητας στους τομείς που παράγουν τα εμπορεύματα που καταναλώνονται για την αναπαραγωγή της εργατικής δύναμης[xiii].

Εφόσον δεν πρόκειται ούτε για απόλυτη υπεραξία ούτε για σχετική υπεραξία, όπως την ορίζει ο Μαρξ, η αύξηση της υπεραξίας μέσω της μείωσης της αμοιβής της εργατικής δύναμης αποτελεί μια επιπλέον κατηγορία. Ως αναγκαίο και ουσιώδες χαρακτηριστικό του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, βρίσκεται στο ίδιο οντολογικό επίπεδο με την απόλυτη υπεραξία και τη σχετική υπεραξία, αλλά δεν μπορεί να αναχθεί σε καμία από αυτές τις δύο κατηγορίες, αφού από μόνη της συνεπάγεται πιο καταπιεστικές συνθήκες εκμετάλλευσης. Προτείνω ότι αυτή η πτυχή της υπερεκμετάλλευσης της εργασίας δημιουργεί την ιδέα της σχεσιακής υπεραξίας, που αντιστοιχεί στην έννοια της “σχετικής ανισότητας” του Marcel Van der Linden στο εσωτερικό της παγκόσμιας εργατικής τάξης[xiv].

Ορισμένες Θέσεις στην Τρέχουσα Συζήτηση στη Λατινική Αμερική

Ο τρόπος με τον οποίο η υπερεκμετάλλευση της εργασίας του Marini συνδέεται με το Κεφάλαιο είναι υπό συζήτηση στη Λατινική Αμερική. Από τη μια πλευρά, οι Carlos Alves do Nascimento, Fernando Frota Dillenburg και Fábio Maia Sobral υποστηρίζουν ότι η υπερεκμετάλλευση είναι ήδη παρούσα ως θεωρητική κατηγορία στο Κεφάλαιο. Αναφέρουν ότι στο κεφάλαιο 10, σχετικά με την εργάσιμη ημέρα, είναι “το σημείο όπου ο Μαρξ αναπτύσσει λογικά και ιστορικά, δηλαδή θεωρητικά, την υπερεκμετάλλευση, τη σχέση μεταξύ της αξίας της εργατικής δύναμης και της φθοράς της πάνω από το επίπεδο που είναι απαραίτητο για την αποκατάσταση των κανονικών συνθηκών”[xv].

Υποστηρίζουν ότι η υπερεκμετάλλευση είναι παρούσα στις φωνές των εργατών (με βάση το μανιφέστο των απεργών οικοδόμων) όταν θέτουν το ζήτημα της πολύωρης υπερεργασίας ως αιτία της εξάντλησης και του πρόωρου θανάτου τους. “Με μια απεριόριστη επιμήκυνση της εργάσιμης ημέρας, μπορείτε σε μια μέρα να καταναλώσετε μια ποσότητα εργατικής δύναμης μεγαλύτερη από αυτή που μπορώ να αποκαταστήσω σε τρεις”.[xvi] Η εργατική δύναμη που αγοράζεται “στην αξία της” πρέπει να εξετάζεται σε όλη τη διάρκεια της εργασιακής ζωής ενός ατόμου. Αντί να χρησιμοποιεί κανείς την εργατική δύναμη σε τριάντα χρόνια, το να την καταναλώνει σε δέκα μόλις χρόνια αποτελεί μεγαλύτερη εκμετάλλευση. Σύμφωνα με τον Μαρξ, ο εργάτης λέει ότι “το να χρησιμοποιώ την εργασία μου και το να τη λεηλατώ είναι εντελώς διαφορετικά πράγματα”, μια ισχυρή απόρριψη της εξαντλητικής υπερεκμετάλλευσης, αν όχι της εκμετάλλευσης ως τέτοιας[xvii].

Οι Hugo Figueira Corrêa και Marcelo Dias Carcanholo ασκούν κριτική στους Nascimento, Dillenburg και Sobral, υποστηρίζοντας ότι αυτό το σχόλιο του Μαρξ είναι απλώς διαμορφωτικό, όχι εννοιολογική θεωρία, και ότι δεν χρειάζεται να είναι ούτε αυτό. Υποστηρίζουν ότι το Κεφάλαιο απευθύνεται σε ένα πιο γενικό, αφηρημένο επίπεδο καθαρής θεωρίας, και σε αυτό το επίπεδο εννοιολογικού προσδιορισμού δεν υπάρχει ανάγκη να ληφθεί υπόψη η υπερεκμετάλλευση της εργασίας, η οποία αποτελεί χαρακτηριστικό των ιδιαιτεροτήτων των χωρών της Λατινικής Αμερικής, και συνεπώς ανήκει σε ένα πιο συγκεκριμένο επίπεδο ανάλυσης.[xviii]

Ο Jaime Osorio παίρνει μια ακόμη διαφορετική θέση. Εξετάζει τα σημεία του Κεφαλαίου όπου ο Μαρξ χαλαρώνει τη συνήθη παραδοχή του ότι η εργατική δύναμη πωλείται στην αξία της και παραθέτει αποσπάσματα που μεταφέρουν τη φωνή των εργατών, τα οποία αναφέρονται επίσης από τους Nascimento, Dillenburg και Sobral. Από αυτά, ο Osorio υποστηρίζει ότι η υπερεκμετάλλευση της εργασίας μπορεί να θεωρηθεί ως “η παραβίαση της αξίας της εργατικής δύναμης” επισημαίνοντας ορθά ότι η εργατική δύναμη δεν είναι ίση με άλλα εμπορεύματα με αυτή την έννοια. Προχωρώντας, θα δούμε ότι συγκλίνω με τον Osorio, με μια διαφορετική γραμμή επιχειρηματολογίας.[xix]

Κατά την εκτίμησή μου, οι Nascimento, Dillenburg και Sobral έχουν δίκιο ότι η εκμετάλλευση τείνει προς την υπερεκμετάλλευση, δηλαδή το κεφάλαιο θα επιδιώξει να αυξήσει την υπεραξία του και, συνεπώς, το κέρδος του. Ωστόσο, όπως υποστηρίζει ο Osorio, η υπερεκμετάλλευση πρέπει να εξεταστεί ποιοτικά.[xx] Η υπερεκμετάλλευση της εργασίας δεν μπορεί απλώς να αναχθεί σε περισσότερη εκμετάλλευση και πρέπει να εξεταστεί ως μια κατηγορία από μόνη της. Αυτή η μετατόπιση από την ποσότητα στην ποιότητα οφείλεται στο γεγονός ότι κάθε καπιταλιστική εκμετάλλευση της εργασίας πρέπει να εξετάζεται τόσο με κοινωνικούς όσο και με οικονομικούς όρους, προκειμένου να εξεταστεί πώς η κοινωνική σχέση γίνεται οικονομική κατηγορία.

Υποβιβάζοντας την έννοια της υπερεκμετάλλευσης της εργασίας σε μια επιστημολογική περιφέρεια, το επιχείρημα των Corrêa και Carcanholo περί “επιπέδων αφαίρεσης” αρνείται την επαναστατική ώθηση του έργου του Marini, η οποία είναι ότι ο ιμπεριαλιστικός χαρακτήρας του καπιταλισμού είναι εγγενής στο πιο ουσιαστικό επίπεδο ορισμού του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής. Είναι εξαιρετικά σημαντικό πολιτικά η υπερεκμετάλλευση της εργασίας στον Παγκόσμιο Νότο και οι αντίστοιχοι μηχανισμοί μεταφοράς αξίας να αναγνωρίζονται από τους εργαζόμενους στον Παγκόσμιο Βορρά ως η γενική συνθήκη των δικών τους σχετικών προνομίων. Ο διεθνισμός θα έχει τότε μια θεωρητική βάση σε έναν αναζωογονημένο μαρξισμό, κάτι για το οποίο αξίζει να αγωνιστούμε.

Για το Κεφάλαιο και τον Πληρέστερο Προσδιορισμό της Υπεραξίας

Ο Marini μελέτησε προσεκτικά το Κεφάλαιο. Τόσο το έργο όσο και η σχέση του Marini με αυτό πρέπει να διερευνηθούν περαιτέρω. Εν συντομία, το επιχείρημά μου είναι ότι παρόλο που η υπερεκμετάλλευση της εργασίας δεν διατυπώνεται ως θεωρητική κατηγορία στο Κεφάλαιο, το βιβλίο μας δίνει πολλές ενδείξεις για το πώς θα μπορούσαμε να κατασκευάσουμε μια τέτοια θεωρία.

Η κρίσιμη κατηγορία, και το πραγματικό σημείο εκκίνησης της συζήτησής μας, είναι η έννοια της υπεραξίας. Η μεσαία ενότητα του πρώτου τόμου, μέρη 3, 4 και 5, αφορά την καπιταλιστική παραγωγή ως παραγωγή υπεραξίας. Το κείμενο εναλλάσσεται μεταξύ κεφαλαίων που αναπτύσσουν θεωρητικές έννοιες και εκείνων με μεγαλύτερη έμφαση στην ιστορία του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής από διάφορες οπτικές γωνίες. Η έννοια της υπεραξίας εισάγεται “ως τέτοια” στους θεωρητικούς προσδιορισμούς της ως ουσία του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής- στη συνέχεια αναπτύσσεται μέσω των ιδιαίτερων μεθόδων αύξησής της ως απόλυτη υπεραξία και σχετική υπεραξία. Τέλος, η μετατρεπόμενη υπεραξία οδηγεί τη γενική συσσώρευση του κεφαλαίου ως αυτή που αναπαράγει το ταξικό σύστημα συνολικά.[xxi]

Αν και το φυλετικό, αποικιοκρατικό πρόσωπο της εργασιακής εκμετάλλευσης περιλαμβάνεται στην περιγραφή του Μαρξ για την “αποκαλούμενη πρωταρχική συσσώρευση” του κεφαλαίου, είναι περιθωριακό σε αυτό το μεσαίο τμήμα. Ο περιορισμός του πεδίου εφαρμογής ώστε να επικεντρωθεί στο κέντρο της Βιομηχανικής Επανάστασης επηρεάζει το τι περιλαμβάνεται και τι όχι στην έννοια της υπεραξίας. Γενικά, η προσφορά πρώτων υλών αντιμετωπίζεται ως δεδομένη. Η μαρξιστική ορθοδοξία ακολουθεί κυριολεκτικά το Κεφάλαιο δηλώνοντας ότι η αύξηση της υπεραξίας εξαρτάται από την απόλυτη υπεραξία, τη σχετική υπεραξία και την ένταση της εργασιακής διαδικασίας. Ο Μαρξ εξετάζει παραλλαγές αυτών των στοιχείων σε συνδυασμό στο 5ο μέρος του 1ου τόμου, όπου επιστρέφει στην έμφαση στο ότι η υπεραξία είναι η κοινωνικά αντικειμενική μορφή της υπερεργασίας στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής[xxii].

Η υπεραξία βασίζεται στο κεφάλαιο που παρατείνει την εργάσιμη ημέρα πέρα από τον χρόνο εργασίας που απαιτείται για την παραγωγή της ισοδύναμης αξίας της εργατικής δύναμης. Αλλά αυτή η υπερεργασία είναι δυνατή, με τη σειρά της, μόνο αν η εργασία επαρκεί για να παράγει την ισοδύναμη αξία της δικής της εργατικής δύναμης σε λιγότερο χρόνο από την πλήρη εργάσιμη ημέρα. Ο Μαρξ επισημαίνει επίσης ότι, παρόλο που η γραμμική παρουσίαση της συσσώρευσης του κεφαλαίου -που καθοδηγείται πρώτα από την απόλυτη υπεραξία και στη συνέχεια από τη σχετική υπεραξία- αντιστοιχεί σε μια ορισμένη ιστορική ακολουθία στο πλαίσιο του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, καθώς αυτός παίρνει σάρκα και οστά, τα δύο αυτά στοιχεία είναι εντελώς αδιαχώριστα και αποτελούν διαλεκτικά συνδεδεμένους προσδιορισμούς της υπεραξίας.[xxiii] Η απόλυτη υπεραξία, η σχετική υπεραξία και η ένταση δεν υπάρχουν και δεν μπορούν να υπάρχουν χωριστά, αλλά αποτελούν διαφορετικές πτυχές ή διαστάσεις της υπεραξίας ως τέτοιας. Οι εναλλακτικές μέθοδοι αύξησης της υπεραξίας εφαρμόζονται σε μία ή περισσότερες από αυτές τις διαστάσεις. Ακολουθώντας τον Marini, η ουσία του επιχειρήματος εδώ είναι ότι η ενσωμάτωση της υπερεκμετάλλευσης στο Κεφάλαιο απαιτεί την επανεπεξεργασία της έννοιας της υπεραξίας που περιορίζεται στις τρεις διαστάσεις της απόλυτης, της σχετικής και της έντασης, ώστε να συμπεριλάβει την αύξηση της υπεραξίας που επιτυγχάνεται μέσω της καταβολής χαμηλότερων μισθών (ή ακόμη και χωρίς μισθούς). Επιπλέον, υποστηρίζω ότι αυτή είναι μία από τις τέσσερις τροποποιήσεις που απαιτούνται για τον πληρέστερο προσδιορισμό της υπεραξίας.

Οι δύο πρώτες περαιτέρω τροποποιήσεις είναι οι μεταβολές της υπεραξίας που σχετίζονται με το επίπεδο δεξιοτήτων της εργασίας και οι μεταβολές της υπεραξίας που προκύπτουν από τις συνθήκες παραγωγής που διέπουν την ιδιοποίηση των αξιών χρήσης από τη φύση σε συγκεκριμένους τόπους. Και οι δύο αυτές τροποποιήσεις αναφέρονται στην παραγωγικότητα της εργασίας και είχαν ήδη αναγνωριστεί από τον Μαρξ, αλλά τις αντιμετώπισε πολύ διαφορετικά στην αρχιτεκτονική του Κεφαλαίου.

Ο Μαρξ παραμερίζει το ζήτημα της ειδικευμένης εργασίας από την αρχή του πρώτου τόμου ως κάτι που λύνεται στην πράξη με την αναγωγή της σύνθετης εργασίας σε απλή εργασία. Ο Μαρξ κάνει μια απλουστευτική υπόθεση σχετικά με τον σχηματισμό της ειδικευμένης εργατικής δύναμης και τη δαπάνη της ως ειδικευμένη εργασία.[xxiv] Στην πραγματικότητα, αργότερα ο Μαρξ δίνει μεγάλη προσοχή στο πώς ο καπιταλισμός αναδιαρθρώνει τον καταμερισμό της εργασίας στη μεταποίηση και τη μεγάλης κλίμακας βιομηχανία. Επιστρέφει στο θέμα αρκετές φορές με σημαντική διορατικότητα στο κεφάλαιο 10 για την εργάσιμη ημέρα, στο κεφάλαιο 14 για τον καταμερισμό της εργασίας και στο κεφάλαιο 15 για το εργοστάσιο, αν και χωρίς να επιλύει ορισμένα θεωρητικά προβλήματα σχετικά με τον σχηματισμό και τη δαπάνη της εργατικής δύναμης.[xxv]

Η μέθοδος του Μαρξ ήταν ριζικά διαφορετική όσον αφορά την καπιταλιστική γεωργία, μια δεύτερη τροποποίηση της υπεραξίας που αφορά τον τρόπο με τον οποίο ο καπιταλισμός εκμεταλλεύεται τις ιδιαίτερα ευνοϊκές συνθήκες που υπάρχουν στη φύση, την οποία πραγματεύεται διεξοδικά στο Κεφάλαιο και ξανά περαιτέρω στις Θεωρίες της Υπεραξίας. Ένα κοινό λάθος επιμένει – κατανοητό δεδομένης της θέσης της κύριας ανάλυσης του Μαρξ στη σειρά των τόμων και της παρουσίασής της – ότι το ενοίκιο είναι μόνο ένα ζήτημα διανομής της πραγματοποιημένης υπεραξίας μεταξύ των καπιταλιστών και των γαιοκτημόνων (και των εξορυκτικών βιομηχανιών, όπως τα ορυχεία στην εποχή του Μαρξ και το πετρέλαιο από τα τέλη του 19ου αιώνα). Αυτό που έχει περάσει σε μεγάλο βαθμό απαρατήρητο είναι ότι η καπιταλιστική εκμετάλλευση στη γεωργία επηρεάζει επίσης τους εργαζόμενους που απασχολούνται σε αυτήν, οι οποίοι παράγουν περισσότερη ή λιγότερη υπεραξία, ανάλογα με τις ιδιαίτερες συνθήκες που επικρατούν. Ο Μαρξ προλαβαίνει την ενδελεχή επεξεργασία του στον 3ο τόμο με μια περίληψη στον 1ο τόμο. Ξεκινά με τη σημασία της φύσης ως πηγής πλούτου για όλες τις κοινωνίες και συνεχίζει: “Αν υποθέσουμε την καπιταλιστική παραγωγή, τότε… η ποσότητα της υπεραξίας θα ποικίλει ανάλογα με τις φυσικές συνθήκες μέσα στις οποίες διεξάγεται η εργασία, ιδίως τη γονιμότητα του εδάφους”.[xxvi] Για να το διευκρινίσουμε, οι διαφοροποιήσεις που συναντάμε στη φύση αφορούν την παραγωγή υπεραξίας, καθώς και τη διανομή της.27[xxvii]

Δηλαδή, η εργασία που εφαρμόζεται γίνεται περισσότερο ή λιγότερο παραγωγική σε υπεραξία ανάλογα με τις περισσότερο ή λιγότερο ευνοϊκές φυσικές συνθήκες για την παραγωγή εμπορευμάτων που βρίσκει το κεφάλαιο και διαμορφώνει για τον σκοπό του. Όσο πιο ευνοϊκές είναι οι συγκεκριμένες συνθήκες, τόσο μεγαλύτερη είναι η επιπλέον παραγόμενη υπεραξία, η οποία στη συνέχεια είναι διαθέσιμη για σύλληψη ως διαφορικό ενοίκιο. Υπάρχει έτσι μια ισχυρή, αν και όχι πλήρης, αναλογία μεταξύ της εργασίας που γίνεται πιο παραγωγική μέσω της πρώιμης υιοθέτησης της τεχνολογίας των μηχανών, και της εργασίας που γίνεται πιο παραγωγική λόγω της γονιμότητας της φύσης και του τρόπου με τον οποίο λειτουργεί στις καπιταλιστικές κοινωνικές σχέσεις.[xxviii]

Μερικά Σχετικά Παραδείγματα Περαιτέρω Εκμετάλλευσης που Εισήγαγε ο Μαρξ

Περνάμε στην τρίτη τροποποίηση της θεωρίας της υπεραξίας. Ο Μαρξ δίνει πολλά παραδείγματα φαινομένων που θέτουν το ζήτημα των άνισων βαθμών εκμετάλλευσης που συνδέονται με την ποιοτική διαφοροποίηση στο εσωτερικό της εργατικής τάξης. Εδώ εξετάζω πώς τα αντιμετωπίζει θεωρητικά, εστιάζοντας πρώτα στα παραδείγματα.

Ανεμπόδιστη Εκμετάλλευση της Εργασίας

Ο τίτλος του 3ου μέρους, “Η Παραγωγή Απόλυτης Υπεραξίας”, που καλύπτει τα κεφάλαια 7 έως 11, είναι παραπλανητικός όσον αφορά τα τρία πρώτα κεφάλαια. Τα κεφάλαια 7, 8 και 9 έχουν μια εσωτερική ενότητα που ασχολείται με τον αναγκαίο προσδιορισμό της υπεραξίας ως τέτοιας, με βάση τις διακρίσεις μεταξύ εργατικής δύναμης και εργασιακής δραστηριότητας και τους διαφορετικούς ρόλους του σταθερού και του μεταβλητού κεφαλαίου. Μόνο από το κεφάλαιο 10 και μετά συναντάμε τη συγκεκριμένη μέθοδο της προσπάθειας του κεφαλαίου να αυξήσει την υπεραξία με την παράταση των ωρών εργασίας.

Το κεφάλαιο 10 αφηγείται τη σειρά των εργοστασιακών νόμων στην Αγγλία από το 1833 έως το 1847, που περιόριζαν την εργάσιμη ημέρα από δώδεκα σε δέκα ώρες. Ο Μαρξ δίνει πολλά παραδείγματα των αγώνων για την αποτροπή της επιμήκυνσης της εργάσιμης ημέρας (και επομένως της υπερεργασίας), την οποία αργότερα αποκαλεί απόλυτη υπεραξία. Επιπλέον, αναφέρει την ιδιαίτερα σκληρή και καταπιεστική εκμετάλλευση, όπως αυτή παρατηρείται: α) πριν από τον καπιταλισμό, β) στην παραγωγή πρώτων υλών για τα εργοστάσια, γ) μέσα στα ίδια τα εργοστάσια και δ) σε βιομηχανικούς τομείς που δεν καλύπτονταν από τους εργοστασιακούς νόμους της εποχής. Οι δύο τελευταίες περιπτώσεις ήταν σίγουρα παραδείγματα ιδιαίτερα καταπιεστικών συνθηκών εντός του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, ενώ υπάρχουν επιχειρήματα ότι στην προμήθεια βαμβακιού, της σημαντικότερης πρώτης ύλης, η δουλεία ήταν επίσης ένας καπιταλιστικός τομέας με ιδιαίτερο τρόπο εκμετάλλευσης.

Η περιορισμένη προστασία των εργοστασιακών νόμων ξεκίνησε με την κλωστική και την υφαντική και γενικεύτηκε σε διάστημα τριάντα ετών. Ο Μαρξ γράφει για “ορισμένους κλάδους της παραγωγής στους οποίους η εκμετάλλευση της εργασίας είτε είναι ακόμη και σήμερα χωρίς περιορισμούς είτε ήταν έτσι χθες“.[xxix]Αυτή η εκμετάλλευση “χωρίς νομικούς περιορισμούς” περιελάμβανε τους αγγειοπλάστες, τους σιδηροδρομικούς, τους μυλωνάδες, τους σιδηρουργούς, τους αρτοποιούς, τους μοδίστρες κ.ο.κ., κλάδους των οποίων τα μεγαλύτερα ωράρια και οι άθλιες συνθήκες κατέστρεφαν τις ζωές των εργατών. Στον 3ο τόμο του Κεφαλαίου, ο Μαρξ εξηγεί το ζήτημα ως την εξοικονόμηση σταθερού κεφαλαίου με τη μη δαπάνη για πράγματα όπως ο εξαερισμός των χώρων και οι προστατευτικές διατάξεις για τις μηχανές.[xxx]

Η Τοποθέτηση της Δουλείας του Βαμβακιού

Ο Μαρξ επισημαίνει την υποκρισία της αγγλικής βιοτεχνικής τάξης, η οποία μιλούσε κατά της σκληρότητας των Ισπανών και της δουλείας στην αμερικανική ήπειρο, ενώ ήταν εξαιρετικά σκληρή με τους δικούς της εργάτες, όπως, για παράδειγμα, το να σέρνουν τα παιδιά από τα κρεβάτια τους στη μέση της νύχτας και να τα αναγκάζουν να εργάζονται σε επικίνδυνες συνθήκες για δέκα ώρες τη φορά.[xxxi] Εκτός από τη χρήση της δουλείας ως σημείο αντιπαράθεσης με τη μισθωτή δουλεία, το κεφάλαιο 10 υποδεικνύει τις ξεχωριστές αγορές για την εργατική δύναμη των υπόδουλων Αφρικανών. [xxxii]Υπάρχει μια αντιπαράθεση της μεταχείρισης των εγχώριων εμπορεύσιμων “σκλάβων” και του διεθνούς “δουλεμπορίου” (δύο τύποι εντός της κατηγορίας της δουλείας). Εν ολίγοις, παρόλο που ο Μαρξ εμφανίζει εδώ το σπέρμα της αναγνώρισης, δεν ανέπτυξε τη συγκεκριμένη αξιακή κατηγορία που αφορά τη δουλεία (Σ.τ.Μ., “chattel slavery).[xxxiii]

Για να είναι πραγματικά γενική, η θεωρία της υπεραξίας πρέπει να συμπεριλάβει την ελεύθερη, μισθωτή εργασία και την υποδουλωμένη εργασία, καθώς και άλλες μορφές καταναγκαστικής εργασίας, ως τρόπους εκμετάλλευσης. Στην πραγματικότητα, ο Μαρξ έδειξε ότι η μισθωτή εργασία δεν ήταν “ελεύθερη εργασία” σε πολλές περιπτώσεις. Το κλωστήριο βαμβακιού είναι το κορυφαίο παράδειγμα του Μαρξ για την καπιταλιστική παραγωγική διαδικασία από το κεφάλαιο 7 και μετά. Εκτός από το κλώσιμο του βαμβακιού, γίνεται εκτενής αναφορά στα συναφή επαγγέλματα της ύφανσης, της βαφής υφασμάτων και της κατασκευής ενδυμάτων. Ο Μαρξ εξετάζει τις αλληλεπιδράσεις μεταξύ αυτών των κλάδων, ιδίως τους κύκλους άνθησης και ύφεσης, για παράδειγμα, τη μαζική προσέλκυση εργατών στο εμπόριο της υφαντουργίας για να συμβαδίσουν με την ταχεία επέκταση της μηχανικής παραγωγής βαμβακερού νήματος, και στη συνέχεια την εκδίωξη των ίδιων αυτών εργατών όταν οι πιο παραγωγικοί αργαλειοί αντικατέστησαν τους χειροποίητους αργαλειούς, με τραγικές συνέπειες.[xxxiv] Αυτή, κατά τη σύγχρονη ορολογία, ήταν μια εμπορευματική αλυσίδα- μια αλυσίδα που ξεκίνησε όχι με το κλώσιμο του βαμβακιού, αλλά με την ανάπτυξη και τη συγκομιδή του βαμβακιού.

Ο Μαρξ αναγνωρίζει ότι το ακατέργαστο βαμβάκι δεν είναι πραγματικά ακατέργαστο- δεν έπεσε από τον ουρανό, αλλά έχει μια αξία βασισμένη στον χρόνο εργασίας που είναι κοινωνικά απαραίτητος για την παραγωγή του.[xxxv] Ενώ το κείμενό του είναι γεμάτο με ακριβή σχόλια για τη δουλεμπορική παραγωγή, ο Μαρξ δεν τα συγκεντρώνει ποτέ σε μια εστιασμένη ανάλυση με τον ίδιο τρόπο που το κάνει με τόση δεξιοτεχνία για τα μεταγενέστερα στάδια της εμπορευματικής αλυσίδας. Εδώ υπάρχουν τρεις άξονες. Το ένα σκέλος είναι ότι τα σχόλια του Μαρξ συχνά παρουσιάζουν την υποδουλωμένη εργασία ως σημείο αντίθεσης προς τη μισθωτή εργασία, όπως επισημαίνει η Stephanie Smallwood.[xxxvi] Ένα άλλο σκέλος είναι ότι το βαμβάκι ως εμπόρευμα αντιμετωπίζεται ως δεδομένο, όπως τα δεμάτια που φτάνουν στις αποβάθρες του Λίβερπουλ σε μεγάλες ποσότητες για να μεταφερθούν στα βαμβακοποιεία του Μάντσεστερ. Για το σκοπό αυτό, ο Μαρξ είχε το πλεονέκτημα της πρόσβασης στις λεπτομερείς αναφορές του Ένγκελς.[xxxvii] Αυτή η προοπτική της κρίσιμης εσωτερικής γνώσης απλώς δεν ήταν διαθέσιμη στον Μαρξ όσον αφορά την παραγωγή βαμβακιού. Για πληροφορίες σχετικά με αυτό, βασίστηκε σε φιλελεύθερες πηγές, αναπαράγοντας μερικές φορές άκριτα τις σμιθιανές απόψεις τους- για παράδειγμα, το απόσπασμα από τον John E. Cairnes και τον Frederick Olmsted που παρουσιάζει την “αδεξιότητα” των σκλαβωμένων εργατών στο χειρισμό των μέσων παραγωγής ως ένδειξη εγγενούς αναποτελεσματικότητας και όχι ως ερμηνεία ως μορφής αντίστασης.[xxxviii]Το τρίτο σκέλος, τα σχόλια του Μαρξ για την οικονομία των νότιων Ηνωμένων Πολιτειών που βασιζόταν στο βαμβάκι, τα οποία παραθέτει ο Marini, είναι πολύ πιο αιχμηρά: “η υπερεργασία του νέγρου, και μερικές φορές η κατανάλωση της ζωής του σε επτά χρόνια εργασίας, έγινε παράγοντας ενός υπολογισμένου και υπολογίσιμου συστήματος. Δεν επρόκειτο πλέον για την απόκτηση από αυτόν μιας ορισμένης ποσότητας χρήσιμων προϊόντων, αλλά μάλλον για την παραγωγή της ίδιας της υπεραξίας”[xxxix].

Το θέμα εδώ είναι ότι η μεγάλης κλίμακας παραγωγή από την υποδουλωμένη μαύρη εργασία στις φυτείες του Νότου των ΗΠΑ ήταν εξίσου απαραίτητη για τη Βιομηχανική Επανάσταση όσο και η μισθωτή εργασία στα εργοστάσια και τα εργαστήρια του Ηνωμένου Βασιλείου. Ο Φρανκ ορθά τονίζει αυτό το σημείο, όπως και ο Μαρξ κατά καιρούς.[xl]

Συνοψίζοντας αυτή την ενότητα: παρά κάποια έλλειψη κριτικής απόστασης από τις αμφισβητούμενες πηγές του, το Κεφάλαιο του Μαρξ προσφέρει πολλές πληροφορίες για τη δουλεία του βαμβακιού της εποχής του- ωστόσο, υπάρχει επίσης ένα κενό ή η απουσία πλήρους ανάλυσης του πρώτου σταδίου της εμπορευματικής αλυσίδας.

Τα Καταπιεσμένα Τμήματα της Εργατικής Τάξης ως Φθηνότερη Εργατική Δύναμη

Στο κλώσιμο βαμβακιού, τον βασικό τομέα της Βιομηχανικής Επανάστασης, οι καπιταλιστές εκμεταλλεύτηκαν στο έπακρο τα νέα “αυτοδύναμα” μηχανήματα. Εισήγαγαν το σύστημα βάρδιας, με εναλλασσόμενες ομάδες εργατών και άλλαξαν το προφίλ του εργατικού δυναμικού, με την εκτεταμένη χρήση γυναικών, νέων και παιδιών. Ο Μαρξ άντλησε από τις εκθέσεις των επιθεωρητών των εργοστασίων εκτενείς αφηγήσεις για τις καταχρήσεις των κατασκευαστών και των γονέων (για παράδειγμα, ανάθεση των παιδιών τους σε εργολάβους).[xli] Το κεφάλαιο 10, και, αργότερα, το κεφάλαιο 15, δείχνουν πώς οι καπιταλιστές της Βρετανίας απασχολούσαν γυναίκες, νέους και παιδιά σε ακόμη χειρότερες συνθήκες από ό,τι οι ενήλικοι άνδρες εργάτες.[xlii] Οι άμεσοι οικογενειακοί δεσμοί μέσα στην εργατική τάξη ωθήθηκαν σε οριακό σημείο, δεν διακόπηκαν εντελώς, αλλά αναπαράχθηκαν καταχρηστικά. Το αποτέλεσμα ήταν μια κατακερματισμένη εθνική αγορά εργασίας και όχι ξεχωριστές αγορές εργασίας, όπως συνέβαινε με τη σκλαβωμένη εργασία. Υπήρχε μια αρκετά σταθερή σχέση μεταξύ των μέσων μισθολογικών ποσοστών των διαφόρων τμημάτων, η οποία χάνεται όταν λαμβάνεται ένας συνολικός μέσος όρος.

Στο κεφάλαιο 11, ο Μαρξ δίνει μια θεωρητική σύνοψη του ποσοστού και της μάζας της υπεραξίας. Ξεκινά με τον ακόλουθο ισχυρισμό: “η αξία της εργατικής δύναμης, και επομένως το μέρος της εργάσιμης ημέρας που είναι απαραίτητο για την αναπαραγωγή ή τη συντήρηση αυτής της εργατικής δύναμης, θεωρείται δεδομένο, σταθερό μέγεθος”.[xliii]Ωστόσο, πολλά παραδείγματα έχουν ήδη δείξει ότι, με μικρές διαφοροποιήσεις, η εργατική δύναμη των γυναικών πωλούνταν γενικά για λίγο περισσότερο από το μισό του μέσου μισθού των ενηλίκων, των νέων για λίγο λιγότερο και των παιδιών για όχι περισσότερο από το ένα τέταρτο.[xliv] Παρά την πραγματικότητα αυτή, η διαφοροποιημένη εκμετάλλευση δεν αντανακλάται στη θεωρητικοποίηση του κεφαλαίου 11 που βασίζεται στην κανονικοποίηση, σε ένα κοινό ποσοστό υπεραξίας.

Η εισαγωγή των γυναικών και των παιδιών στην καπιταλιστική παραγωγή ως καταπιεσμένων τομέων με σημαντικά χαμηλότερους μισθούς επέτρεψε στην καπιταλιστική τάξη να διατηρήσει μειωμένους και τους μισθούς των ενήλικων ανδρών εργατών. Ο Μαρξ δίνει μια περιγραφή των αγορών εργασίας, της εργατικής δύναμης των παιδιών που πωλείται από τους γονείς τους, και αρχίζει να ανοίγει αυτά τα πολύ ανησυχητικά ζητήματα στη συζήτησή του για τον “οικογενειακό μισθό”. Ο Μαρξ παρατηρεί: “Δεν ήταν όμως η κατάχρηση της γονικής εξουσίας που δημιούργησε την άμεση ή έμμεση εκμετάλλευση της ανώριμης εργατικής δύναμης από το κεφάλαιο, αλλά μάλλον το αντίθετο, δηλαδή ο καπιταλιστικός τρόπος εκμετάλλευσης, σαρώνοντας το οικονομικό θεμέλιο που αντιστοιχούσε στη γονική εξουσία, μετέτρεψε τη χρήση της γονικής εξουσίας σε κατάχρησή της”[xlv].

Αυτό ισχύει ιδιαίτερα για την αναπαραγωγή των σχέσεων των φύλων και την καταπίεση των γυναικών στον καπιταλισμό. Ως μέρος της εργατικής τάξης, οι γυναίκες υπόκεινται γενικά σε υψηλότερους βαθμούς εκμετάλλευσης. Αυτό βασίζεται δομικά σε έναν ποιοτικά διακριτό, συγκεκριμένο τρόπο εργασιακής εκμετάλλευσης που περιστρέφεται γύρω από τον έμφυλο συνδυασμό της απλήρωτης οικιακής εργασίας στην οικογένεια και των υποδεέστερων θέσεων στον εργασιακό καταμερισμό της εργασίας. Παρόλο που ο Μαρξ δίνει κάποιες ενδείξεις γι’ αυτό στα κεφάλαια 10 και 15, είναι αναμφισβήτητο ότι δεν αναλύει αυτή την έμφυλη διάσταση – και όμως η καταπίεση των γυναικών είναι θεμελιώδης για τον ορισμό του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής. Τίποτα δεν χάνεται με την παραδοχή της μη πληρότητας του Κεφαλαίου σε αυτό το σημείο.

Στην αρχή του πιο θεωρητικού κεφαλαίου 12, σχετικά με την έννοια της σχετικής υπεραξίας, ο Μαρξ σημειώνει ότι μια διαθέσιμη μέθοδος για τη μείωση του χρόνου που απαιτείται για την παραγωγή του ισοδύναμου του μισθού θα ήταν, αρκετά απλά, η μείωση του ίδιου του μισθού, κατά 10% στο παράδειγμά του. Αλλά, σκέφτεται, “Αυτό το αποτέλεσμα, ωστόσο, θα μπορούσε να επιτευχθεί μόνο με το σπρώξιμο του μισθού του εργάτη κάτω από την αξία της εργατικής του δύναμηςΠαρά τον σημαντικό ρόλο που παίζει αυτή η μέθοδος στην πράξη, μας αποκλείεται να την εξετάσουμε εδώ λόγω της παραδοχής μας ότι όλα τα εμπορεύματα, συμπεριλαμβανομένης της εργατικής δύναμης, αγοράζονται και πωλούνται στην πλήρη αξία τους[xlvi].

Με αυτόν τον τρόπο, ο Μαρξ θέτει τις πιο σκληρές μορφές εκμετάλλευσης, όπου ο μισθός πιέζεται κάτω από την αξία της εργατικής δύναμης του εργάτη, εκτός του εννοιολογικού προσδιορισμού της υπεραξίας. Αλλά η επιστημονική αυστηρότητα του Μαρξ δεν του επέτρεψε να αποκλείσει αυτά τα επίμονα φαινόμενα- περισσότερο από αυτό, τα τόνισε. Πράγματι, ο Μαρξ συνεχίζει να καταγράφει με την αξιοσημείωτη σχολαστικότητά του αυτές τις πραγματικότητες των χαμηλότερων μισθών και των χειρότερων συνθηκών που επιβάλλονται σε ορισμένα τμήματα του πληθυσμού. Σε μια ενότητα του κεφαλαίου 15, δείχνει ότι η εισαγωγή της μηχανικής παραγωγής στην κλωστική και στη συνέχεια στην υφαντική είχε αντίκτυπο στο εμπόριο ενδυμάτων, το οποίο χαρακτηρίστηκε από τον πολλαπλασιασμό των “εξωτερικών τμημάτων”: βοηθητικά, εργολαβικά οικιακά εργαστήρια που απασχολούσαν γυναίκες και κορίτσια σε συνθήκες φρικτές για την υγεία και την ευημερία τους, εντυπωσιακά παρόμοιες με τις σημερινές παραοικονομίες. Ο Μαρξ γράφει για τη σύγχρονη οικιακή βιομηχανία, σε σύγκριση με την παλαιότερη περίοδο της βιοτεχνίας, σχολιάζοντας ότι “ο καταμερισμός της εργασίας βασίζεται πλέον, όπου είναι δυνατόν, στην απασχόληση γυναικών, παιδιών όλων των ηλικιών και ανειδίκευτων εργατών, εν ολίγοις, “φτηνών εργατών”, όπως χαρακτηριστικά περιγράφει ο Άγγλος”[xlvii].

Η υποτίμηση της εργατικής δύναμης ήταν σαφώς συνδεδεμένη: “με την καθαρή κατάχρηση της εργασίας των γυναικών και των παιδιών, με την καθαρή ληστεία κάθε φυσιολογικής προϋπόθεσης που απαιτείται για την εργασία και τη διαβίωση, και με την καθαρή κτηνωδία της υπερεργασίας και της νυχτερινής εργασίας”.[xlviii] Και πάλι εδώ, συναντάμε σε αυτές τις “διάσπαρτες βιοτεχνίες και οικιακές βιομηχανίες” συνθήκες παρόμοιες με αυτές που χαρακτηρίζονται από τον Marini ως υπερεκμετάλλευση: “Η μεγάλη παραγωγή υπεραξίας σε αυτούς τους κλάδους εργασίας και η προοδευτική υποτίμηση των προϊόντων τους, οφείλονταν και οφείλονται κυρίως στους ελάχιστους μισθούς που καταβάλλονταν, οι οποίοι μόλις επαρκούσαν για μια άθλια ύπαρξη, και στην παράταση των ωρών εργασίας στο μέγιστο ανεκτό από τον ανθρώπινο οργανισμό”[xlix].

Στους τομείς της οικοτεχνίας επικρατούσαν ως μορφή αμοιβής τα μεροκάματα ανά τεμάχιο σε τόσο χαμηλά ποσοστά που οι γυναίκες και τα κορίτσια εργάζονταν “υπερβολικά ή τη νύχτα”. Ο Μαρξ σχολιάζει ότι, για τους κλάδους αυτούς, “η απεριόριστη εκμετάλλευση της φτηνής εργατικής δύναμης είναι το μοναδικό θεμέλιο της ικανότητάς τους να ανταγωνίζονται”[l].

Θεμελιώδεις Αντιφάσεις

Η κύρια ιστορία των κεφαλαίων 13, 14 και 15 είναι αυτή του πώς οι μέθοδοι με τις οποίες ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής, όπως ήταν στην Αγγλία τον 18ο και 19ο αιώνα, οδηγούσαν στην αύξηση της σχετικής υπεραξίας. Ο Μαρξ το αντιμετωπίζει αυτό διαλεκτικά, με την έννοια ότι βλέπει την ανάπτυξη της μηχανοποιημένης παραγωγής στον καπιταλισμό να προσελκύει και να απωθεί ταυτόχρονα τους εργάτες. Ο Μαρξ οικοδομεί και βασίζεται σε αυτή την ιδέα μιας κεντρικής, διαρκώς διευρυνόμενης, θεμελιώδους αντίφασης, η οποία δεν μπορεί να επιλυθεί παρά μόνο με την ανατροπή του τρόπου παραγωγής.

Η θεμελιώδης αντίφαση αποκαλύπτεται περαιτέρω στην εξήγηση του Μαρξ για το αν οι καπιταλιστές θα υιοθετήσουν ή όχι μια νέα τεχνολογία. Εξηγεί ότι η υιοθέτηση νέων παραγωγικών δυνάμεων αποτελεί μοχλό για κάθε μεμονωμένο κεφάλαιο να βελτιώσει την ανταγωνιστική του θέση μέσω της φθηνότερης παραγωγής των εμπορευμάτων του με ταυτόχρονη αύξηση του όγκου τους, και αυτό το ισχυρό κίνητρο αποτελεί μοχλό του τρόπου παραγωγής. Ωστόσο, δεν είναι αλήθεια ότι σε κάθε περίσταση το κεφάλαιο θα κερδίσει από τη μηχανοποίηση- τελικά, η απόφαση εξαρτάται από την αμοιβή της εργασίας (εργατική δύναμη). Σε γενικές γραμμές, σε κάθε τρόπο παραγωγής, “η χρήση μηχανών με αποκλειστικό σκοπό την υποτίμηση του προϊόντος περιορίζεται από την απαίτηση ότι για την παραγωγή των μηχανών πρέπει να δαπανάται λιγότερη εργασία από αυτή που εκτοπίζεται από την απασχόληση των μηχανών αυτών”[li].

Στην πιο συγκεκριμένη λογική του καπιταλισμού: η απόφαση για την αντικατάσταση του παλιού από το νέο δεν αξιολογείται σε σχέση με το σύνολο της υπάρχουσας εργασίας, αλλά μόνο σε σχέση με την υπάρχουσα αμειβόμενη εργασία. “Για τον καπιταλιστή, ωστόσο… αντί να πληρώνει για την εργασία, πληρώνει μόνο την αξία της εργατικής δύναμης που χρησιμοποιείται- το όριο στη χρήση μιας μηχανής καθορίζεται επομένως από τη διαφορά μεταξύ της αξίας της μηχανής και της αξίας της εργατικής δύναμης που αντικαθίσταται από αυτή”[lii].

Στη συνέχεια, ο Μαρξ εξηγεί γιατί ο καταμερισμός μεταξύ του αναγκαίου χρόνου εργασίας και του πλεονάζοντος χρόνου εργασίας, δηλαδή το ποσοστό της υπεραξίας, “διαφέρει στις διάφορες χώρες”, και συνεπώς επηρεάζει άμεσα την απόφαση για την επένδυση ή όχι σε μηχανήματα. Για να τονιστεί αυτό το σημείο, σύμφωνα με αυτό το επιχείρημα, ο βαθμός εκμηχάνισης εξαρτάται από το βαθμό εκμετάλλευσης, με μεγαλύτερη εκμετάλλευση να συνάδει με λιγότερη εκμηχάνιση. Φυσικά, αυτός είναι ένας από τους πολλούς παράγοντες στον συγκεκριμένο κόσμο, αλλά ένας πραγματικός. Ο Μαρξ συνεχίζει με το παράδειγμα: “Οι Γιάνκηδες έχουν εφεύρει μια μηχανή θραύσης της πέτρας. Οι Άγγλοι δεν τη χρησιμοποιούν, επειδή ο “άθλιος” που κάνει αυτή τη δουλειά πληρώνεται για ένα τόσο μικρό μέρος της εργασίας του, ώστε η μηχανή θα αύξανε το κόστος παραγωγής για τον καπιταλιστή”. Ο Μαρξ σημειώνει και πάλι την ακόμη χειρότερη καταπίεση των εργατριών: “Στην Αγγλία χρησιμοποιούνται ακόμα περιστασιακά γυναίκες αντί για άλογα για τη ρυμούλκηση φορτηγών, επειδή η εργασία που απαιτείται για την παραγωγή αλόγων και μηχανών είναι ένα με ακρίβεια γνωστό μέγεθος, ενώ αυτή που απαιτείται για τη συντήρηση των γυναικών του πλεονάζοντος πληθυσμού είναι κάτω από κάθε υπολογισμό. Ως εκ τούτου, δεν συναντάμε πουθενά μια πιο ξεδιάντροπη σπατάλη της ανθρώπινης εργατικής δύναμης για ποταπούς σκοπούς από ό,τι στην Αγγλία, τη χώρα των μηχανών”[liii].

Αυτά είναι πολύ σημαντικά σημεία σύνδεσης μεταξύ του Κεφαλαίου και της θεωρίας του Marini για την υπερεκμετάλλευση της εργασίας, η οποία, όπως υποστηρίζει, εξηγεί την υποτιθέμενη “καθυστέρηση” της ηπείρου του ως μια αναγκαία εσωτερική δυναμική του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής διεθνώς. Ο Marini αναπτύσσει αυτή την ιδέα, η οποία είναι ήδη έντονα παρούσα στον Μαρξ.

Ο Μαρξ επισημαίνει ότι η σχετική υπεραξία εξαρτάται από την υποτίμηση των εμπορευμάτων μέσω της σχετικής μείωσης της νέας αξίας και επομένως της υπεραξίας που φέρει κάθε εμπόρευμα. Ως εκ τούτου, θεωρεί ότι “υπάρχει μια εγγενής αντίφαση στην εφαρμογή των μηχανών στην παραγωγή υπεραξίας, αφού, από τους δύο παράγοντες της υπεραξίας που δημιουργείται από μια δεδομένη ποσότητα κεφαλαίου, ο ένας, το ποσοστό της υπεραξίας, δεν μπορεί να αυξηθεί παρά μόνο με τη μείωση του άλλου, του αριθμού των εργατών”[liv].

Μόλις η νέα μέθοδος παραγωγής γενικευτεί σε έναν τομέα και η αξία του εμπορεύματος πέσει λόγω της μείωσης του κοινωνικά αναγκαίου χρόνου εργασίας, η αντίφαση αυτή γίνεται ακόμη πιο έντονη. Η επέκταση της παραγωγής μέσω του καπιταλιστικού καταμερισμού της εργασίας και της υιοθέτησης μηχανημάτων αυξάνει το σταθερό κεφάλαιο σε σχέση με το μεταβλητό κεφάλαιο, η σχέση μεταξύ του μεγέθους του κεφαλαίου και της παραγόμενης υπεραξίας είναι επιπλέον μια σχέση μεταξύ των απασχολούμενων εργατών και των εκδιωχθέντων εργατών που ρίχνονται στην αγορά εργασίας. Αυτές οι αντιφάσεις αυξάνονται και αυξάνονται μέχρι να αναπαραχθούν διεθνώς και στη συνέχεια σε παγκόσμια κλίμακα. Αυτό οδηγεί αναπόφευκτα σε ανταγωνιστική πόλωση, σε πόλωση μέσω της δημιουργίας ενός βιομηχανικού εφεδρικού στρατού και σε πόλωση επειδή το σύστημα είναι βέβαιο ότι θα οδηγηθεί σε κρίση.

Ο Μαρξ γράφει για την τρομερή κρίση του 1846-47, παραθέτοντας από τις επίσημες εκθέσεις των επιθεωρητών των εργοστασίων τα “μεγάλα δεινά” των εργατών, καθώς οι βιομήχανοι επέβαλαν “μια γενική μείωση των μισθών κατά 10%” μέχρι και μειώσεις μισθών “τουλάχιστον 25%”.[lv]Ακολούθησε η άνθηση του βαμβακιού στις δεκαετίες του 1850 και του ’60, που διακόπηκε από τις κρίσεις του 1857 και του 1866-67. Οι εργάτες αγωνίστηκαν ενάντια σε μειώσεις μισθών της τάξης του 30 και 40 τοις εκατό: “Πέρα από τον ανταγωνισμό που γεννά αυτός ο αγώνας στη χρήση βελτιωμένων μηχανημάτων για την αντικατάσταση της εργατικής δύναμης και την εισαγωγή νέων μεθόδων παραγωγής, έρχεται επίσης μια στιγμή σε κάθε βιομηχανικό κύκλο όπου επιχειρείται μια βίαιη μείωση των μισθών κάτω από την αξία της εργατικής δύναμης, ώστε να φτηνύνουν τα εμπορεύματα.[lvi]Ο σχολιασμός του Μαρξ για αυτές τις κρίσεις συνδέεται στενά με την αντιμετώπισή του για τη διεθνή επέκταση της βαμβακοβιομηχανίας ως δύο όψεις του ίδιου νομίσματος.

Διεθνής Καταμερισμός Εργασίας

Σε συμφωνία με την ιδέα μιας θεμελιώδους συστημικής αντίφασης που υποβόσκει μέσα από τα επίπεδα αφαίρεσης της ανάλυσης, ο Μαρξ αρχίζει να εξετάζει πιο συγκεκριμένα τον διεθνή καταμερισμό της εργασίας. Την περίοδο μεταξύ 1848 και 1860 παρατηρήθηκε ραγδαία βιομηχανική ανάπτυξη στην Αγγλία, με, για παράδειγμα, διπλασιασμό των εξαγωγών βαμβακιού.[lvii] Η άλλη πλευρά αυτού του γεγονότος ήταν η τεράστια αύξηση της ζήτησης για μηχανήματα ως μέσα παραγωγής και, φυσικά, για πρώτες ύλες. Στο πλαίσιο αυτό, ο Μαρξ παραθέτει ενδιαφέροντα στοιχεία σχετικά με τον σχετικό αριθμό των εργατών που απασχολούνταν σε αυτά τα διάφορα τμήματα. Αναφέρει ότι 60.807 άτομα απασχολούνταν στην κατασκευή μηχανών στην Αγγλία και την Ουαλία το 1861. Ωστόσο, συγκρίνει αυτόν τον αριθμό με την εκτίμησή του ότι υπήρχαν δεκαπλάσιοι μισθωτοί εργάτες που απασχολούνταν στις βιομηχανίες βαμβακιού και περίπου τέσσερα εκατομμύρια σκλαβωμένοι Αφρικανοί εργάτες στις Ηνωμένες Πολιτείες, από τους οποίους υπολογίζουμε συντηρητικά ότι σχεδόν ένα εκατομμύριο απασχολούνταν άμεσα στην παραγωγή βαμβακιού που εξάγεται στη Βρετανία (πιθανώς περίπου δεκαπέντε φορές περισσότεροι από τους εργάτες που παρήγαγαν τις μηχανές για την παραγωγή βαμβακιού). Αυτό αποτελεί ένδειξη της αρχόμενης πόλωσης που ήδη αναφέραμε μεταξύ των βιομηχανιών που σήμερα (ανακριβώς) αποκαλούνται βιομηχανίες έντασης κεφαλαίου και έντασης εργασίας, και κυρίως της κοινωνικογεωγραφικής τους θέσης[lviii].

Με την επιδίωξη της υπεραξίας στις διάφορες διαμορφώσεις της, ο Μαρξ μας δίνει την εσωτερική κινητήρια δύναμη αυτού που διαφορετικά θα μπορούσε να θεωρηθεί ως μια σειρά άσχετων στοιχείων. Αναφέρει λεπτομερώς την τεράστια αύξηση των εισαγωγών στη Βρετανία από τις Ηνωμένες Πολιτείες, την Ινδία, την Ιρλανδία και την Αυστραλία. Σημειώνει ότι οι υπεράριθμοι εργάτες των βιομηχανικών τομέων έδωσαν μια νέα ώθηση στην αποικιοκρατία των εποίκων. Ταυτόχρονα, η εγχώρια παραγωγή στην Ινδία και την Ιρλανδία διαταράχθηκε και καταστράφηκε, πρώτα από τα κατασταλτικά φορολογικά μέτρα του βρετανικού αποικιακού κράτους και στη συνέχεια από την υποτίμηση των φθηνότερων, μηχανοποιημένων αγγλικών προϊόντων. Ο συγγραφέας συγκεντρώνει αυτά τα σημεία σε μια συνολική σύνθεση: “Ένας νέος και διεθνής καταμερισμός εργασίας αναδύεται, κατάλληλος για τις ανάγκες των κύριων βιομηχανικών χωρών, και μετατρέπει το ένα μέρος του πλανήτη σε ένα κυρίως γεωργικό πεδίο παραγωγής για τον εφοδιασμό του άλλου [βιομηχανικού] μέρους”.[lix]Αυτό είναι τουλάχιστον το σπέρμα μιας θεωρίας του ιμπεριαλισμού και της άνισης ανταλλαγής.

Απαλλοτρίωση Γης, Μετανάστες Εργάτες και Οικόπεδα Διαβίωσης για να Φτηνύνουν τα Προϊόντα της Εργασίας

Το αν και πώς οι εργαζόμενοι διατηρούν τη σύνδεση με τη γη είναι ένα κρίσιμο ζήτημα στην αρχόμενη απόκλιση μεταξύ καπιταλιστικής ανάπτυξης ή υπανάπτυξης. Η απόλυτη απεικόνιση του “Γενικού Νόμου της Καπιταλιστικής Συσσώρευσης” στο κεφάλαιο 25 είναι η Ιρλανδία, όπου περιγράφεται πώς η αποικιοκρατία των Άγγλων γαιοκτημόνων κατέλαβε τη γη, προκάλεσε λιμό και βύθισε εκατομμύρια αγρότες στη φτώχεια οδηγώντας τους στο θάνατο ή στη μετανάστευση. Ο Μαρξ το βλέπει αυτό ως ένα οξύ παράδειγμα του τρόπου λειτουργίας του τρόπου παραγωγής. Πρόκειται για τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής, ο οποίος δημιουργεί έναν υποτιθέμενο “πλεονάζοντα πληθυσμό”, ο οποίος είναι πλεονάζων μόνο σε σχέση με τους δικούς του ληστρικούς μηχανισμούς[lx].

Η συγκέντρωση της ιδιοκτησίας της γης στα χέρια Άγγλων εποίκων λόρδων και η εισαγωγή της καπιταλιστικής γεωργίας σήμαινε ότι υπήρχε μια συνεχής εκδίωξη των εξαθλιωμένων Ιρλανδών αγροτών από τα πατρογονικά τους εδάφη. Εκτός από τη γεωργία, η κύρια βιομηχανία της Ιρλανδίας ήταν η παραγωγή πουκάμισων από λινάρι. Η εργασιακή διαδικασία οργανώθηκε και πάλι μέσω “του συστήματος της εγχώριας βιομηχανίας”, όπως είχε ήδη περιγράψει ο Μαρξ, “το οποίο διαθέτει τα δικά του συστηματικά μέσα για να καταστήσει τους εργάτες “περιττούς” με τη μορφή της υποαμοιβής και της υπερεργασίας”[lxi].

Οι βιομήχανοι στην Αγγλία δημιούργησαν μια συμμαχία με τους Άγγλους γαιοκτήμονες στην Ιρλανδία, καθώς αποκόμισαν τα οφέλη των φθηνών εμπορευμάτων και της φθηνής εργασίας των μεταναστών. Δυστυχώς, οι ίδιες συνθήκες που ένωσαν τις δύο κύριες πτέρυγες της άρχουσας τάξης επρόκειτο να επιφέρουν και τη διαίρεση της εργατικής τάξης. Ο νεαρός Ένγκελς ήταν ευαίσθητος στις φρικτές συνθήκες που επιβάλλονταν στους Ιρλανδούς μετανάστες εργάτες, χειρότερες ακόμη και από τους Άγγλους εργάτες[lxii].

Σε ένα μεταγενέστερο άρθρο του, ο Ένγκελς επισημαίνει την κατάσταση των αγροτικών εργατών στις ιρλανδικές και γερμανικές οικοτεχνίες, των οποίων οι αμοιβές ήταν τόσο χαμηλές που συμπίεσαν “το γενικό επίπεδο των μισθών”. Αυτό ήταν δυνατό στη Γερμανία, επειδή οι μισοπρολετάριοι εργάτες είχαν ακόμα έναν “μικρό κήπο ή χωράφι” για τη διαβίωσή τους και κάποιο εισόδημα, πράγμα που σήμαινε ότι οι καπιταλιστές μπορούσαν να πληρώνουν πολύ χαμηλά μεροκάματα, τα οποία στην πραγματικότητα ήταν εκπτώσεις “από την τιμή της εργατικής δύναμης”. Ο Ένγκελς καταλήγει: “Αυτός είναι ο λόγος που διατηρεί την ικανότητα της Γερμανίας να ανταγωνίζεται στην παγκόσμια αγορά σε έναν ολόκληρο αριθμό μικρών ειδών. Όλο το κέρδος προέρχεται από μια αφαίρεση από τους κανονικούς μισθούς και όλη η υπεραξία μπορεί να παρουσιαστεί στον αγοραστή. Αυτό είναι το μυστικό της εξαιρετικής φτήνιας των περισσότερων γερμανικών εξαγωγικών ειδών”[lxiii].

Συνδέοντας Αυτά τα Νήματα Μαζί

Εδώ έχουμε μια αντίθεση. Από τη μία πλευρά, ο Μαρξ και ο Ένγκελς αναφέρουν την αυξημένη εκμετάλλευση τμημάτων εργατών που υπόκεινται σε ιδιαίτερα σκληρές καταπιέσεις, αμείβοντας έτσι την εργατική τους δύναμη κάτω από την πραγματική της αξία. Αυτό χρησιμοποιήθηκε από το κεφάλαιο για να αποσπάσει (αυτό που προσωρινά ονομάζω) σχεσιακή υπεραξία, αναγκαστικά σε συγκεκριμένο συνδυασμό με άλλες μεθόδους αύξησης της υπεραξίας. Παραδείγματα περιλαμβάνουν την εισαγωγή γυναικών, νέων και παιδιών στα εργοστάσια και τις οικιακές βιομηχανίες- τον ρατσιστικό τρόπο εκμετάλλευσης της σκλαβωμένης μαύρης εργασίας που παρήγαγε βαμβάκι- την αποικιακή εκμετάλλευση των φτωχών Ιρλανδών αγροτών που αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τη γη για να εισέλθουν στην αγορά εργασίας της Αγγλίας ως φτηνό, υπό μειονεκτική θέση εργατικό δυναμικό μεταναστών- και των εργατών με πρόσβαση σε μικρά οικόπεδα που αναγκάστηκαν να συμπληρώνουν τους πενιχρούς μισθούς τους με την παραγωγή τροφίμων προς το ζην. Όλες αυτές οι καταπιέσεις αναπαράγονται ως καπιταλιστικές κοινωνικές σχέσεις που δομούν τον διαιρετικό ανταγωνισμό στο εσωτερικό της εργατικής τάξης. Επιπλέον, υπάρχουν σημεία κρίσης, είτε κλαδικά είτε γενικευμένα για το σύστημα συνολικά, όπου η καπιταλιστική τάξη επιτίθεται στην εργατική τάξη για να προκαλέσει απότομες μειώσεις μισθών, να οδηγήσει την τιμή της εργατικής δύναμης κάτω από την αξία της και να θέσει έτσι τις προϋποθέσεις για έναν νέο κύκλο συσσώρευσης. Πρόκειται για έναν τρόπο αναπροσαρμογής αυτού που θεωρείται αξία της εργατικής δύναμης.

Από την άλλη πλευρά, ο Μαρξ πειθαρχεί επανειλημμένα στα σύντομα, εμφανώς θεωρητικά κεφάλαια που διανθίζουν τον τόμο 1 ως σημεία εισαγωγής (κεφάλαια 4 έως 9, 12, 13 και 24) και θεμελίωσης (κεφάλαια 11, 16 έως 18) για τα μεγαλύτερα, πιο πλούσια σε εμπειρίες κεφάλαια (κεφάλαια 10, 14, 15 και 25). Παρά τις αναφερόμενες ανισότητες στην εργατική τάξη, στις θεωρητικές περιλήψεις των νόμων της υπεραξίας ο Μαρξ παραμερίζει αυτές τις ανισότητες για τους σκοπούς της ανάλυσης, βασιζόμενος στην υπόθεση ότι η εργατική δύναμη πληρώνεται στην αξία της και στο επακόλουθο ενός τυποποιημένου, μέσου ποσοστού υπεραξίας που ισχύει για την εργατική τάξη στο σύνολό της. Ακόμη και στο “Γενικό νόμο της καπιταλιστικής συσσώρευσης”, κεφάλαιο 25, όπου ο Μαρξ είναι σαφής σχετικά με το πώς η συσσώρευση του κεφαλαίου προκαλεί την αναπαραγωγή διαφορετικών στρωμάτων στην εργατική τάξη, αυτή η σημαντική αναγνώριση δεν ανατροφοδοτείται για την περαιτέρω ανάπτυξη της έννοιας της υπεραξίας.

Η Διαλεκτική της Εξάρτησης ως Πρόοδος του Κεφαλαίου

Η κοινή προοπτική της σκέψης της εξάρτησης είναι η αναγνώριση της καπιταλιστικής αποικιακής εκμετάλλευσης και των νεοαποικιακών κληρονομιών της. Ο Eduardo Galeano το συνοψίζει καλά αυτό στη διάκριση μεταξύ της ελεύθερης εργασίας και της καταναγκαστικής εργασίας που περιλαμβάνει περαιτέρω βαθμούς υποταγής και καταπίεσης.[lxiv] Τώρα, σύμφωνα με τον Marini, η υποταγμένη εργασία δεν είναι προκαπιταλιστική- είναι ένα ξεχωριστό σημείο εισαγωγής στην εργασιακή σχέση του κεφαλαίου στην ωριμότητά του, απογυμνωμένη ακόμη και από τη φιλελεύθερη επίφαση της τυπικής ισότητας που βρισκόταν στο επίκεντρο της θεωρητικής κριτικής του Μαρξ στην πολιτική οικονομία.

Ο Marini ακολούθησε τη μέθοδο του Μαρξ προσανατολίζοντας τη θεωρητική εξήγηση ως διαλεκτική κίνηση: από την κυκλοφορία στην παραγωγή, δηλαδή από την αρχική εμφάνιση των εξαγωγικών εμπορευμάτων στις εξαρτημένες οικονομίες στην ουσία τους- και στη συνέχεια, με βάση την ανάλυση των ουσιαστικών κοινωνικών σχέσεων παραγωγής που εντοπίζονται εκεί, πίσω στην αναγκαία μορφή εμφάνισής τους ως εμπορευμάτων στο διεθνές εμπόριο.[lxv] Με αυτή τη συνδυαστική προσέγγιση, ο Marini αναλύει την πραγματικότητα των κοινωνικών σχέσεων σε μια εξαρτημένη περιοχή σε συνδυασμό με τους εξαγωγικούς άξονες παραγωγής της. Δείχνει ότι, όπως αναδύθηκε στη Λατινική Αμερική, ο καπιταλισμός ήταν τόσο διαφορετικός από τον καπιταλισμό της Ευρώπης όσο και εξαρτημένος από αυτόν. Συγκεκριμένα, η στροφή προς τη σύγχρονη βιομηχανία στη Βρετανία βασίστηκε όχι μόνο στην αυξημένη παραγωγικότητα των εργατών εργοστασίων στη μητρόπολη, αλλά ταυτόχρονα στην παροχή φθηνών εισαγωγών τροφίμων και πρώτων υλών. Όπως και ο Μαρξ, ο Μαρίνι εξετάζει τον καπιταλισμό σε διάφορα επίπεδα αφαίρεσης. Το επίπεδο αφαίρεσης δεν είναι αυτό που διαφοροποιεί την περιγραφή του Marini από εκείνη του Μαρξ, αλλά η άποψή του από μια υποταγμένη ήπειρο, μια διαφορετική προοπτική σε όλα τα επίπεδα αφαίρεσης του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής.

Η Διαλεκτική της Εξάρτησης είναι σίγουρα συνοπτική- ο Μαρίνι συχνά αποστάζει τεράστια σημεία σε λίγες κομψές προτάσεις. Αυτό αποτελεί από μόνο του μια πρόκληση για την κατανόηση. Μερικές φορές η σημασία μπορεί να χαθεί απλώς και μόνο από τη συντομία της έκφρασής του. Το να ξεδιπλώσουμε τον Marini σημαίνει να τον κατανοήσουμε, να εκτιμήσουμε την παραδειγματική συμβολή του. Δύο σημεία-κλειδιά που έχουν επισημανθεί στην παρουσίαση του Latimer αξίζουν διαρκούς προσοχής. Είναι α) η τοποθέτηση του Marini για την υπερεκμετάλλευση της εργασίας σε σχέση με τη θεωρία της υπεραξίας του Μαρξ και β) η απάντησή του στην αρχική κριτική του Fernando Henrique Cardoso για την άνιση ανταλλαγή[lxvi]. Επιπλέον, θα ήθελα να επισημάνω γ) τα σχόλια του Marini σχετικά με την υπερεκμετάλλευση της εργασίας και τη δουλεία, τα οποία τοποθετούν τα επιχειρήματά του σε σχέση τόσο με τον Μαρξ όσο και με τον Καρντόσο με τρόπο που βασίζεται στην ερμηνεία του για την ιστορική πραγματικότητα της Βραζιλίας σε αντιδιαστολή με τη δουλεία αλλού στην αμερικανική ήπειρο, συμπεριλαμβανομένων των (μη) Ηνωμένων Πολιτειών.[lxvii] Για λόγους συντομίας, εξετάζουμε εδώ μόνο τη σχέση της υπερεκμετάλλευσης με τη θεωρία του Μαρξ.

Η Υπερεκμετάλλευση της Εργασίας σε Σχέση με τη Θεωρία της Υπεραξίας

Προχωρώντας από το πρόβλημα της εξήγησης της άνισης ανταλλαγής, ο Marini παρουσιάζει την υπερεκμετάλλευση ως το συνδυασμό τριών μεθόδων αύξησης της υπεραξίας: “η εντατικοποίηση της εργασίας, η επιμήκυνση της εργάσιμης ημέρας και η απαλλοτρίωση μέρους της εργασίας που είναι απαραίτητη για να αναπληρώσει ο εργάτης την εργατική του δύναμη – οδηγούν σε έναν τρόπο παραγωγής που βασίζεται αποκλειστικά στη μεγαλύτερη εκμετάλλευση του εργάτη και όχι στην ανάπτυξη της παραγωγικής του ικανότητας. Αυτό συνάδει με το χαμηλό επίπεδο ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων στην οικονομία της Λατινικής Αμερικής, αλλά και με τα είδη των δραστηριοτήτων που διεξάγονται εκεί”[lxviii].

Για τον Marini, σε συνδυασμό με την επιμήκυνση και την ένταση της εργασίας, η υπερεκμετάλλευση συνεπάγεται “μια τρίτη διαδικασία, η οποία συνίσταται στη μείωση της κατανάλωσης του εργάτη πέρα από το κανονικό του όριο”, έτσι ώστε “να μετατρέπει το αναγκαίο απόθεμα του εργάτη για κατανάλωση, μέσα σε ορισμένα όρια, σε απόθεμα για τη συσσώρευση κεφαλαίου, πράγμα που συνεπάγεται έναν συγκεκριμένο τρόπο αύξησης του πλεονάζοντος χρόνου εργασίας”[lxix].

Το απόσπασμα που προσδιορίζει αυτόν τον “συγκεκριμένο τρόπο αύξησης του χρόνου υπερεργασίας” είναι από το Κεφάλαιο, κεφάλαιο 24, σχετικά με τη μετατροπή της υπεραξίας σε κεφάλαιο. Φαίνεται ότι ο Μαρίνι συμφωνεί με τον Μαρξ σε αυτό το σημείο. Ωστόσο, υπάρχει μια διαφορά μεταξύ τους, η οποία δεν έγκειται στο περιεχόμενο, αλλά μάλλον στο θεωρητικό καθεστώς που αποδίδεται σε αυτόν τον τρόπο αύξησης της υπεραξίας. Η κατηγορία που προσδιορίζεται από τον Marini ως ο πυρήνας της υπερεκμετάλλευσης ταιριάζει ακριβώς με την κατηγορία που εξετάζεται εν συντομία από τον Μαρξ στην αρχή του κεφαλαίου 12 και στη συνέχεια παραμερίζεται μέχρι μια άλλη σύντομη συζήτηση στο κεφάλαιο 24. Όσον αφορά την πρόοδό του σε σχέση με τον Μαρξ, η “τρίτη διαδικασία” του Μαρίνι είναι κρίσιμη και συμμορφώνεται με την “τρίτη μορφή υπεραξίας” που αρνείται ο Banaji.

Σε αντίθεση με τις συγχύσεις της αστικής πολιτικής οικονομίας που επικρίνει, ο Μαρξ καθιστά σαφές ότι δεν έχει συμπεριλάβει αυτή τη μέθοδο “μείωσης της κατανάλωσης του εργάτη”, δηλαδή της μείωσης των μισθών, στη γενική του αντίληψη για την υπεραξία. Αναγνωρίζει ότι “στα κεφάλαια για την παραγωγή της υπεραξίας υποθέταμε συνεχώς ότι οι μισθοί ήταν τουλάχιστον ίσοι με την αξία της εργατικής δύναμης. Αλλά η βίαιη μείωση του μισθού της εργασίας κάτω από την αξία της παίζει πολύ σημαντικό ρόλο στην πρακτική κίνηση των πραγμάτων για να μην μείνουμε για λίγο με αυτό το φαινόμενο. Στην πραγματικότητα, μετατρέπει το αναγκαίο απόθεμα του εργάτη για κατανάλωση, μέσα σε ορισμένα όρια, σε απόθεμα για τη συσσώρευση του κεφαλαίου”[lxx].

Αυτό το συγκεκριμένο “αλλά” είναι τεράστιο. Στη θεωρία, όπως και στην πραγματικότητα, οι μειώσεις των μισθών κάτω από την αξία της εργατικής δύναμης είναι απαραίτητες για τον τρόπο παραγωγής γενικά. Αυτό που έχει σημασία είναι το εξής: Είναι η αμοιβή ορισμένων εργαζομένων κάτω από την πραγματική αξία της εργατικής δύναμης μέρος της ουσίας του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής ή όχι; Αυτό είναι το κοινό νήμα που πρέπει να ακολουθήσουμε.

Οι τρεις μέθοδοι αύξησης της υπεραξίας που ο Μαρξ εξετάζει λεπτομερώς χωριστά και σε συνδυασμό, δηλαδή η αύξηση της διάρκειας της εργασίας, η αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας και η αύξηση της έντασης της εργασίας, γίνονται, στη θεωρητικοποίηση του Μαρίνι, τέσσερις μέθοδοι αύξησης της υπεραξίας, με τη συμπερίληψη της αμοιβής κάτω από την αξία της εργατικής δύναμης. Ο Μαρξ δείχνει ξανά και ξανά ότι η προσπάθεια του κεφαλαίου να αυξήσει την υπεραξία, να ξεπεράσει έναν δεδομένο βαθμό εκμετάλλευσης, περιλαμβάνει τη μείωση των μισθών. Αλλά δεν δίνει σε αυτή τη θεωρητική έκφραση τη μορφή μιας δεδομένης έννοιας. Είναι αυτό που η κληρονομιά της ανακάλυψης του Μαρίνι επαναφέρει σταθερά στο τραπέζι.

Η Υπέρβαση της Περιοριστικής Παραδοχής, η Νέα Προοπτική στη Γενική Ανάλυση

Είδαμε ότι ο Μαρξ δίνει πολλά παραδείγματα μισθών κάτω από την αξία της εργατικής δύναμης λόγω πιο καταπιεστικών συνθηκών, και ότι σε αρκετές περιπτώσεις το αναγνώριζε αυτό ως αυξανόμενη εκμετάλλευση[lxxi]. Τώρα ο Μαρξ εξηγεί ότι στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής το ποσοστό της υπεραξίας είναι “ακριβής έκφραση” του βαθμού εκμετάλλευσης της εργασίας, οπότε αυτές οι περιπτώσεις θα αντιστοιχούσαν επομένως σε αυξήσεις του ποσοστού της υπεραξίας. Γιατί λοιπόν ο Μαρξ δεν θεώρησε τους μισθούς κάτω από την αξία της εργατικής δύναμης ως μια διαφορετική πτυχή ή διάσταση του προσδιορισμού της υπεραξίας;[lxxii]

Δεν ισχυρίζομαι ότι έχω την οριστική απάντηση, η οποία σε κάθε περίπτωση είναι πλέον αδύνατη. Παρ’ όλα αυτά, το ερώτημα είναι σημαντικό από την άποψη του τρόπου με τον οποίο διαμορφώνει αυτό που κάνουμε τώρα. Όπως λέει και ο υπότιτλος του έργου, το Κεφάλαιο είναι ταυτόχρονα μια ανάλυση του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής και μια κριτική της κλασικής πολιτικής οικονομίας. Ο Μαρξ υπερβαίνει τα όρια του αστικού ορίζοντα. Το Κεφάλαιο είναι μια έμμεση κριτική του Ντέιβιντ Ρικάρντο και του Άνταμ Σμιθ, οι οποίοι και οι δύο ανέπτυξαν εκδοχές της εργασιακής θεωρίας της αξίας, αλλά δεν εξήγησαν την υπεραξία. Ο Μαρξ εξηγεί την υπεραξία με βάση την ισοδύναμη ανταλλαγή, και το πετυχαίνει επειδή συνειδητοποίησε ότι μεταξύ του κεφαλαίου και της εργασίας δεν υπάρχει μόνο μία ανταλλαγή, αλλά μάλλον δύο διαφορετικές αλλά συναφείς ανταλλαγές, μία στην κυκλοφορία και μία στην παραγωγή. Αυτό που εμφανίζεται στη μορφή του μισθού ως ανταλλαγή για την εργασία είναι για την εργατική δύναμη, τη δυνατότητα δημιουργίας νέας αξίας. Στη συνέχεια, υπάρχει μια δεύτερη “ανταλλαγή” στην εργασιακή διαδικασία, κατά την οποία η εργασία παράγει πραγματικά νέα αξία, συμπεριλαμβανομένης της υπεραξίας που είναι το κίνητρο που κινεί το κεφάλαιο. Ως εκ τούτου, ακόμη και υπό συνθήκες συμβολαίου ισοδύναμων αξιών εξακολουθεί να υπάρχει εκμετάλλευση. Το κλειδί είναι η διάκριση μεταξύ της αξίας της εργατικής δύναμης και της νέας αξίας που παράγει, δηλαδή της υπεραξίας. Η παραδοχή της ισοδυναμίας είναι τότε δύο διαφορετικές ισοδυναμίες στη διπλή σχέση μεταξύ της καπιταλιστικής τάξης και της εργατικής τάξης, η οποία χρησίμευσε για να φτάσουμε στην έννοια της υπεραξίας – ένα τεράστιο επίτευγμα.

Η ισοδυναμία δεν πρέπει να συγχέεται με την ισότητα. Για παράδειγμα, στο κείμενο που προετοιμάστηκε για τον 3ο τόμο του Κεφαλαίου, μέρος 3, σχετικά με την πτώση του ποσοστού κέρδους, ο Μαρξ αρχίζει να αναπτύσσει περαιτέρω τον “Γενικό Νόμο της Καπιταλιστικής Συσσώρευσης”, με μια ισχυρότερη αίσθηση της επιτακτικής ανάγκης της εσωτερικής αντίφασης που οδηγεί αναγκαστικά στη συστημική κρίση. Οι σημειώσεις του εντοπίζουν σημαντικούς αντισταθμιστικούς παράγοντες, οι οποίοι είναι κυρίως τρόποι αύξησης της εκμετάλλευσης της εργασίας. Ωστόσο, ο Μαρξ αναβάλλει και πάλι τη θεωρητική ανάλυση της μείωσης των μισθών κάτω από την αξία της εργατικής δύναμης με το σκεπτικό ότι “δεν έχει καμία σχέση με τη γενική ανάλυση του κεφαλαίου, αλλά έχει τη θέση της σε μια περιγραφή του ανταγωνισμού, η οποία δεν εξετάζεται στο έργο αυτό”73.

Ωστόσο, ο Μαρξ εξετάζει τον ανταγωνισμό μεταξύ των εργαζομένων. Στον τόμο 1, κεφάλαιο 25, σχετικά με τον “Γενικό νόμο της καπιταλιστικής συσσώρευσης”, εξετάζει πώς η καπιταλιστική αναπαραγωγή των κοινωνικών σχέσεων δημιουργεί διαφορετικά στρώματα της εργατικής τάξης. Θα μπορούσαμε να θεωρήσουμε τον αποκλεισμό του Μαρξ ως μια πραγματιστική προσπάθεια να περιορίσει το πεδίο εφαρμογής του, καθώς αγωνιζόταν να ολοκληρώσει το Κεφάλαιο ως έργο. Παρόλο που η οργάνωση του 3ου τόμου είναι αρκετά σαφής, ορισμένες από τις σημειώσεις του Μαρξ δεν ήταν, και ο τόμος απαιτούσε μια δεκαετία δουλειάς από τον Ένγκελς προκειμένου να εκδοθεί. Μπαίνουμε στη σφαίρα των εικασιών, αλλά κατά τη γνώμη μου, αν είχε ζήσει για να το κάνει, είναι πολύ πιθανό ότι ο Μαρξ θα είχε ολοκληρώσει τους αντισταθμιστικούς παράγοντες σε παρόμοιες γραμμές με την εκτενή λεπτομερή περιγραφή του “Γενικού Νόμου της Καπιταλιστικής Συσσώρευσης”, δηλαδή θα έπρεπε να ασχοληθεί με τον ανταγωνισμό μεταξύ των εργαζομένων στο πλαίσιο μιας κρίσης κέρδους. Ωστόσο, είναι επίσης αλήθεια ότι ο Μαρξ σκόπευε να γράψει έξι τόμους, οι οποίοι θα του επέτρεπαν να ασχοληθεί ξανά με το θέμα με πιο συγκεκριμένους όρους. Τέτοιες παρατηρήσεις θα ήταν εντελώς υποθετικές, αν δεν μας παρέπεμπαν στο ζήτημα των επιπέδων αφαίρεσης.

Ο Μαρξ παρουσίαζε τις υπερβολικές και καταπιεστικές συνθήκες εκμετάλλευσης ως απεριόριστες ή με πολύ αδύναμα και ονομαστικά όρια. Και πώς πρέπει να γίνει αυτό κατανοητό σε σχέση με τη θεμελιώδη έννοια της υπεραξίας του; Είναι αλήθεια ότι η φιλελεύθερη αστική τάξη δεν βλέπει την εκμετάλλευση όταν υπάρχει “δίκαιος μισθός για μια δίκαιη ημερήσια εργασία”- ότι βλέπει την εκμετάλλευση μόνο όταν είναι ιδιαίτερα υπερβολική και καταπιεστική, κάτι που πιστεύουν ότι μπορεί να λυθεί με πολιτικές διευθετήσεις μέσα στο σύστημα. Αλλά αυτό δεν αποτελεί επαρκή λόγο για να μην εξηγεί ο μαρξισμός αυτές τις πρακτικές από τη θεωρία της υπεραξίας, αφού πρόκειται για τις μορφές (διαμορφώσεις) που επιδιώκει το κεφάλαιο για να αυξήσει την εκμετάλλευση, η οποία δεν μπορεί να επιλυθεί χωρίς την ανατροπή ολόκληρου του συστήματος. Η μαρξιστική θεωρία δεν μπορεί να υποθέσει την ισότητα όταν παντού γύρω μας βλέπουμε δομημένες ανισότητες. Ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής παράγει συστηματικά ανισότητες στην εργατική τάξη. Οι ζωές των εργαζομένων διαφοροποιούνται αντικειμενικά ως περισσότερο ή λιγότερο πολύτιμες στον καπιταλισμό. Αυτές οι διαφοροποιημένες κοινωνικές σχέσεις εκμετάλλευσης και υπερεκμετάλλευσης είναι ουσιώδεις για τον τρόπο παραγωγής και όχι κάποια επιφαινόμενα μικρότερης γενικής σημασίας.

Η αντιμετώπιση των επιπτώσεων του ανταγωνισμού μεταξύ των διαφόρων τμημάτων της εργατικής τάξης κατέχει εξέχουσα θέση στις δημοφιλείς διαλέξεις του Μαρξ Για την Αξία, την Τιμή και το Κέρδος για τη Διεθνή Ένωση Εργαζομένων.[lxxiii] Ενώ οι προσπάθειες της Ένωσης ένωσαν τους Γάλλους και τους Άγγλους εργάτες, δεν ήταν αρκετές για να ξεπεράσουν τις προκαταλήψεις των Άγγλων συνδικαλιστικών ηγετών, οι οποίοι ήταν εναντίον των πιο μαχητικών Ιρλανδών μεταναστών, ιδίως στον αγώνα εκείνων που συμμετείχαν στο κίνημα των Φενιανών για ανεξαρτησία. Η ασυμφωνία μεταξύ των συνδικάτων που ηγούνταν από τους Άγγλους και των Ιρλανδών εργατών ήταν ένας από τους λόγους για τη διάλυση της οργάνωσης. Η πρακτική του Μαρξ ενημέρωνε τη θεωρία του σε αυτό το σημείο. Το κεφάλαιό του για τον “Γενικό Νόμο της Καπιταλιστικής Συσσώρευσης” τελειώνει με μια έκκληση για υποστήριξη των Φένιανς, του ιρλανδικού εθνικοαπελευθερωτικού κινήματος της εποχής του.[lxxiv]

Ενώ στον πρώτο τόμο του Κεφαλαίου, ο Μαρξ τονίζει ότι η στροφή προς τη σύγχρονη βιομηχανία μετά το 1848 έφερε τον καπιταλισμό στη Βρετανία σε ταχεία οικονομική ανάπτυξη, αντιμετώπισε επίσης τις πολιτικές συνέπειες της στροφής αυτής. Τα νέα περιγράμματα του καταμερισμού της εργασίας μόλις είχαν αρχίσει να αναδιαμορφώνουν τη διαμόρφωση της εγχώριας εργατικής τάξης, τόσο από υλικής όσο και από συνειδησιακής άποψης. Όπως υπογράμμισε ο Β. Ι. Λένιν, από αυτή τη στιγμή και μετά άρχισε να εδραιώνεται μια εργατική αριστοκρατία, πρώτα στην Αγγλία και στη συνέχεια γενικότερα στη Δυτική Ευρώπη.[lxxv] Η κύρια εστίαση του Μαρίνι στη Διαλεκτική της Εξάρτησης αφορά ακριβώς αυτή την ίδια περίοδο της ταχείας βιομηχανικής επέκτασης. Η μετάβαση σε μεθόδους σχετικής υπεραξίας στην Αγγλία κατέστη δυνατή χάρη στη μεγάλης κλίμακας υπερεκμετάλλευση της εργασίας στη Λατινική Αμερική (και στην Ινδία, την Αφρική κ.ο.κ.).

Μια Άλλη Ματιά στο Κεφάλαιο με Διευρυμένες Διαστάσεις της Υπεραξίας

Με την υπερεκμετάλλευση της εργασίας, βλέπουμε για άλλη μια φορά ότι η επιδίωξη για αύξηση της υπεραξίας με σκοπό την αύξηση του κέρδους είναι ο κεντρικός κινητήριος μοχλός του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής. Αυτή η ορμή υπερκαθορίζει το νόμο της αξίας στην απλή εμπορευματική του μορφή. Η υπεραξία δεν είναι μια σταθερή ουσία, αλλά η εσωτερική δυναμική της ταξικής εκμετάλλευσης. Για να ολοκληρώσουμε την αρχική σύλληψη της υπεραξίας, πρέπει να εξετάσουμε τις μεθόδους αύξησής της. Η έκθεση του Μαρξ στο Κεφάλαιο αρχίζει αυτή την πορεία στον πρώτο τόμο από το κεφάλαιο 7 και μετά, αλλά πρέπει επίσης να ληφθεί υπόψη η αναγκαία γραμμικότητα του κειμένου, η πολύπλοκη δομή του έργου και η μη ολοκλήρωσή του. Στο κεφάλαιο 7, ο Μαρξ εξετάζει σε τι συνίσταται η εργασιακή διαδικασία σε κάθε τρόπο παραγωγής και στη συνέχεια ποιο είναι το ειδικά καπιταλιστικό αποτύπωμα στην εργασιακή διαδικασία. Με αυτή τη διάκριση κατά νου, μπορούμε να δούμε τους ακόλουθους προσδιοριστικούς παράγοντες που είναι απαραίτητοι για την αύξηση του προϊόντος μιας δεδομένης εργατικής δύναμης, οι οποίοι ισχύουν σε κάθε τρόπο παραγωγής, αλλά αποκτούν μια ιδιαίτερη σφραγίδα στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής:

  • Επέκταση της εργάσιμης ημέρας,
  • Εντατικοποίηση της εργασιακής δραστηριότητας,
  • Αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας μέσω της συνεργασίας, του καταμερισμού της εργασίας και των μηχανημάτων (τεχνολογία),
  • Αύξηση της παραγωγικότητας μέσω των δεξιοτήτων, των ικανοτήτων και της εκπαίδευσης των εργαζομένων,
  • Αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας μέσω ειδικών, ευνοϊκών φυσικών συνθηκών,
  • Μείωση του αναγκαίου χρόνου εργασίας που απαιτείται μέσω της μείωσης της τιμής της εργατικής δύναμης (μείωση του μεταβλητού κεφαλαίου).

Όλες αυτές είναι μέθοδοι αύξησης της υπεραξίας που αποτελούν επομένως τους ουσιαστικούς και συνάμα αντιφατικούς προσδιορισμούς της. Όλες υποβόσκουν ως αντιφάσεις του συστήματος στο σύνολό του.

Το ερώτημα δεν είναι τόσο το ζήτημα των διαφορετικών επιπέδων αφαίρεσης μεταξύ του Κεφαλαίου και της Διαλεκτικής της Εξάρτησης, αλλά των διαφορετικών οπτικών γωνιών για τον καπιταλισμό ως παγκόσμιο σύστημα από τις οποίες έχουν γραφτεί. Ο αντίκτυπος της σκέψης του Marini, ως θεωρητική αναπαράσταση των διαφορετικών εμπειριών της εργατικής τάξης στη Λατινική Αμερική, είναι ότι φέρνει μια διαφορετική προοπτική από εκείνη του Μαρξ σχετικά με τα πολλαπλά επίπεδα αφαίρεσης των τριών τόμων του Κεφαλαίου. Η σκέψη του Marini αποτελεί εφαλτήριο για μια συνολική επανεπεξεργασία του Κεφαλαίου. Υποστηρίζω ότι ο Μαρίνι το πέτυχε αποτελεσματικά αυτό για τα κύρια συμπεράσματα του δεύτερου τόμου και ότι ένας παρόμοιος επαναπροσδιορισμός είναι δυνατός για τους τόμους 1 και 3.

Όσον αφορά τον τόμο 1, η υπερεκμετάλλευση της εργασίας υποδεικνύει μια άλλη διάσταση της υπεραξίας που αποτελεί γενικό και ουσιαστικό χαρακτηριστικό του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής. Όσον αφορά τον τόμο 2, οι μεταγενέστερες εργασίες του Marini και, ανεξάρτητα, του Hosea Jaffe ορθά επανατοποθέτησαν τα τμήματα της εμπορευματικής παραγωγής ως διαφοροποιημένα μεταξύ των κεντρικών (ανεπτυγμένων) και των περιφερειακών (υπανάπτυκτων) οικονομιών[lxxvi].

Όσον αφορά τον τόμο 3, υπάρχουν δύο ουσιαστικές θεωρητικές προκλήσεις που απορρέουν από τη μαρξιστική θεωρία εξάρτησης. Πρώτον, η αναδιατύπωση του προβλήματος του μετασχηματισμού με διαφορετικά ποσοστά υπεραξίας θα εξηγήσει την άνιση ανταλλαγή ως μορφή μεταφοράς αξίας. Έτσι, η τροποποίηση των τιμών παραγωγής έχει σημαντική επίπτωση στην ανάλυση της εμπορευματικής αλυσίδας.[lxxvii]

Η δεύτερη ουσιαστική πρόκληση στον 3ο τόμο είναι, όπως σημειώθηκε, η θεωρία της γεωπροσόδου ως παράδειγμα “υπερκέρδους”, σύμφωνα με τον Μαρξ. Το θέμα αυτό είναι καθοριστικό για την ανάλυση του εξορυκτισμού της μεγάλης κλίμακας εξόρυξης, της μεγάλης κλίμακας γεωργίας, της υδροηλεκτρικής ενέργειας και των κοιτασμάτων υδρογονανθράκων, που είναι τόσο ληστρικός μέχρι σήμερα. Η ιμπεριαλιστική πρόσοδος αποτελεί προέκταση της υπερεκμετάλλευσης, καθώς αναφέρεται στα υπερκέρδη και στην εξάντληση της πηγής τους μέσω ευνοϊκών πόρων που εξάγονται από τη φύση. Η παραγωγή της “ψευδούς κοινωνικής αξίας” οδηγεί στην ανάλυση της αλυσίδας των κερδών και των υπερκερδών, τα οποία καταλαμβάνονται σε μεγάλο βαθμό από τα κράτη σε κοινοπραξία με τις εθνικές και πολυεθνικές επιχειρήσεις[lxxviii].

Συμπεράσματα και Καθήκοντα

Εξετάσαμε τον μαρξισμό της μαρξιστικής θεωρίας της εξάρτησης, εστιάζοντας στην εννοιολογική σχέση μεταξύ της Διαλεκτικής της Εξάρτησης και του Κεφαλαίου. Κατά την εκτίμησή μας, ο Μαρίνι πηγαίνει τον μαρξισμό πέρα από τον Μαρξ με πολύ θετικό τρόπο, φέρνοντάς τον πιο κοντά στην πραγματικότητα της πλειοψηφίας της παγκόσμιας εργατικής τάξης. Ο Μαρίνι πηγαίνει τον μαρξισμό παραπέρα από τη γενιά του Λένιν και τις κλασικές θεωρίες του σύγχρονου ιμπεριαλισμού, επειδή αντιμετωπίζει άμεσα την πραγματικότητα ενός διαιρεμένου παγκόσμιου συστήματος και του διεθνούς καταμερισμού της εργασίας από την οπτική γωνία της υποταγμένης εργατικής τάξης -στην πραγματικότητα, της πλειοψηφίας της εργατικής τάξης.

Το έργο του Μαρίνι μας ωθεί να επανεξετάσουμε μια από τις βασικές μεθοδολογικές παραδοχές του Μαρξ, αυτή της ανταλλαγής της εργατικής δύναμης σε πλήρη αξία, η οποία προϋποθέτει έναν κοινό βαθμό εκμετάλλευσης σε όλα τα τμήματα της εργατικής τάξης, ανεξάρτητα από την άνιση κοινωνική μεταχείρισή τους στην πράξη. Ο Μαρξ αναγνώρισε ότι αυτή ήταν μια περιοριστική υπόθεση, την οποία εξέφρασε ως τυποποιημένο ποσοστό υπεραξίας. Ακόμα κι έτσι, δίνει πολλά παραδείγματα της φυγόκεντρης δυναμικής που ωθεί προς σκληρότερες συνθήκες και χαμηλότερους μισθούς. Η υπόθεση της ομοιομορφίας δεν αντιστοιχεί σε έναν κόσμο στον οποίο ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής δημιουργεί συστηματικά διεθνείς ανισότητες και αναγεννά συγκεκριμένες καταπιέσεις στην εργατική τάξη, όπως φαίνεται στην παγκόσμια “κούρσα προς τα κάτω”. Ο Marini και άλλοι σύντροφοι της τάσης σκέψης που ίδρυσε έχουν δείξει ότι η υπερεκμετάλλευση της εργασίας είναι θεμελιώδης για την αντιφατική δυναμική του καπιταλισμού στις εξαρτημένες και υποταγμένες περιοχές του κόσμου. Η ενότητα της εργατικής τάξης μπορεί να επιτευχθεί μόνο αν η βάση της διαίρεσής της από τον καπιταλισμό γίνει κατανοητή τόσο στη θεωρία όσο και στην πράξη. Ως εκ τούτου, υποστηρίζουμε ένα ολοκληρωμένο σχέδιο που βασίζεται στο Κεφάλαιο, αλλά το υπερβαίνει, προκειμένου να ληφθεί πλήρως υπόψη η υπερεκμετάλλευση της εργασίας. Καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι η σχεσιακή ανισότητα δημιουργεί και αναπαράγεται από την υπερεκμετάλλευση της εργασίας και τη σχεσιακή υπεραξία.

Ο Marini παρείχε μια πρωτότυπη θεωρητική σύνθεση σχετικά με τον θεμελιώδη ρόλο της υπερεκμετάλλευσης, η οποία θα πρέπει να βρίσκεται στο επίκεντρο των μελλοντικών εργασιών για τον καπιταλιστικό ιμπεριαλισμό. Ο Marini μετατοπίζει την αντίληψή μας για την ίδια την ουσία του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής ώστε να συμπεριλάβει τη δέσμευσή του να εκμεταλλεύεται τη φτηνή εργασία. Αυτό το φαινομενικά μικρό βήμα του Marini είναι ένα γιγάντιο εννοιολογικό άλμα για τη διεθνή εργατική τάξη, καθώς αλλάζει το παράδειγμα για το ποια είναι η ουσία του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής. Είναι ένα ταξίδι από την επιστημολογική περιφέρεια στο κέντρο της γνώσης μας για τον καπιταλισμό που ανταποκρίνεται καλύτερα στην πραγματικότητα, ότι η υπερεκμετάλλευση της εργασίας είναι η ουσία του καπιταλισμού ως ιμπεριαλισμού.

Υποστηρίζουμε ότι η μείωση των μισθών κάτω από την αξία της εργατικής δύναμης αποτελεί μέρος της γενικής ανάλυσης του κεφαλαίου και πρέπει επομένως να περιλαμβάνεται σε όλα τα σχετικά επίπεδα αφαίρεσης, ξεκινώντας από την επεξεργασία της υπεραξίας. Το να υποβιβάζουμε την εμπειρία των καταπιεσμένων τμημάτων της εργατικής τάξης σε χαμηλότερο επίπεδο από αυτό που υποστηρίζεται για την εργατική τάξη στο σύνολό της είναι ένα πολιτικό αλλά και θεωρητικό λάθος, το οποίο στο τέλος μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως υπεράσπιση των πιο προνομιούχων στρωμάτων της. Είναι ένας τρόπος να αμβλυνθεί η αιχμή του Marini, μια γέφυρα προς την αφομοίωση από τον ευρωκεντρικό μαρξισμό, ακριβώς τη στιγμή που πρέπει να χτίσουμε τη γέφυρα με διαφορετικούς όρους, ξεκινώντας ουσιαστικά από την αντίθετη κατεύθυνση και χτίζοντας πάνω στα νέα θεμέλια που έθεσε ο Marini. Η μαρξιστική εργασιακή θεωρία της αξίας πρέπει να συμβαδίσει με την πραγματικότητα των δομικών διαιρέσεων στην παγκόσμια εργατική τάξη, αλλιώς θα μαραθεί και θα πεθάνει.

Τέλος, ποια είναι η άλλη αναγκαία και απαραίτητη τροποποίηση της θεωρίας της υπεραξίας του Μαρξ που αναφέραμε, αλλά επίσης δεν αναπτύχθηκε; Στο υπόβαθρο όλων των μορφών υπεραξίας βρίσκεται η απλήρωτη οικιακή εργασία και η εργασία φροντίδας, που εκτελείται κυρίως από γυναίκες. Αυτή η ουσιαστική προϋπόθεση της υπεραξίας πρέπει να ενσωματωθεί στη συζήτηση.[lxxix] Με αυτή την επιφύλαξη, οι επαναστατικές παρακαταθήκες τόσο του Μαρξ όσο και του Μαρίνι είναι απαραίτητες για τους επερχόμενους αγώνες για το σοσιαλισμό στον εικοστό πρώτο αιώνα. Η συμβολή του Μαρίνι ήταν μια μεγάλη πρόοδος που αφήνει ακόμα πολλά να γίνουν. Γιορτάζουμε το Κεφάλαιο και τη Διαλεκτική της Εξάρτησης μεταφέροντάς τα προς τα εμπρός.

Σημειώσεις

[i] Ruy Mauro Marini, The Dialectics of Dependency (New York: Monthly Review Press, 2022).

[ii] Marini’s works and related materials in Spanish and Portuguese are available at marini-escritos.unam.mx.

[iii] For the latter, see Ruy Mauro Marini, “Brazilian Subimperialism,” Monthly Review 23, no. 9 (February 1972): 14–24.

[iv] Marini, The Dialectics of Dependency, 161.

[v] See especially John Smith, Imperialism in the Twenty-First Century (New York: Monthly Review Press, 2016). Other relevant contributions include Andy Higginbottom, “Structure and Essence in Capital and the Stages of Capitalism,” Journal of Australian Political Economy 70 (2012): 251–70; Jaime Osorio, “The Latin American Debate: Dependent Capitalism, Superexploitation, and Revolution,” Social Justice 40, no. 4 (2014): 5–24; Adrian Sotelo Valencia, The Future of Work (Leiden: Brill, 2015); Benjamin Selwyn, “Poverty Chains and Global Capitalism,” Competition & Change 23, no. 1 (2019): 71–97; Intan Suwandi, Value Chains (New York: Monthly Review Press, 2019); Zak Cope, The Wealth of (Some) Nations: Imperialism and the Mechanics of Value Transfer, (London: Pluto, 2019); Mariano Féliz, “Notes For a Discussion on Unequal Exchange and the Marxist Theory of Dependency,” Historical Materialism 29, no. 4 (2021): 114–52.

[vi] Andre Gunder Frank, World Accumulation 1492–1789 (London: MacMillan, 1978), 239–40

[vii] Karl Marx, Capital, vol. 3 (London: Penguin, 1981), 342.

[viii] See John Bellamy Foster, “A Missing Chapter of Monopoly Capital,” Monthly Review 64, no. 3 (July–August 2012): 13–14.

[ix] Frank, World Accumulation 1492–1789, 240.

[x] Jairus Banaji “Gunder Frank in Retreat?,” in Neo-Marxist Theories of Development, ed. Bruce McFarlane and Peter Limqueco (New York: St. Martin’s Press, 1983), 97–113. Emphasis added.

[xi] For an explanation of the distinction based on translations from Marx’s original German, see Gérard Duménil, Le Concept de Loi Économique dans Le Capital (Paris: Maspero, 1978), 274–78

[xii] Marx, Capital, vol. 1 (London: Penguin, 1976), 590.

[xiii] Marx, Capital, vol. 1, 432–37.

[xiv] Marcel Van der Linden, “The Imperial Mode of Living in the Context of Crisis,” Conference on International Solidarity and Relational Inequality (Amsterdam: SOC21, 2020).

[xv] Carlos Alves do Nascimento, Fernando Frota Dillenburg, and Fábio Maia Sobral, “Teoria da exploração e da superexploração da força de trabalho em O Capital (Livro I) de Marx,” Revista da Sociedade Brasileira de Economia Política 40 (2015): 107–31.

[xvi] Marx, Capital, vol. 1, 343.

[xvii] Nascimento, Dillenburg, and Sobral, “Teoria da exploração e da superexploração da força de trabalho em O Capital de Marx,” 114.

[xviii] Hugo Figueira Corrêa and Marcelo Dias Carcanholo “Uma teoria da superexploração da força de trabalho em Marx? Um Marx que nem mesmo ele tinha percebido,” Revista da Sociedade Brasileira de Economia Política 44 (2016): 10–30. The authors’ argument is summarized in English in Marcelo Dias Carcanholo and Hugo F. Corrêa, “Ruy Mauro Marini (1932–97)” in The Routledge Handbook of Marxism and Post-Marxism, ed. Alex Callinicos, Stathis Kouvelakis, and Lucia Pradella (London: Routledge, 2021), 526–33.

[xix] Jaime Osorio, “Fundamentos de la superexplotación,” Razón y Revolución 25 (2013): 9–34.

[xx] Jaime Osorio, ““Fundamentos de la superexplotación,” 10.

[xxi] For a fuller explanation see Andy Higginbottom, “Reading Marx’s Capital for the 21st Century” (lecture series at the Centre for the Study of Social and Global Justice, 2022), https://cssgj.org/.

[xxii] Marx, Capital, vol. 1, 643–72

[xxiii] Marx, Capital, vol. 1, 646.

[xxiv] Marx, Capital, vol. 1, 135.

[xxv] Marx, Capital, vol. 1, 61–71, 303, 305, 470, 503, 545, 558–60, 590–91.

[xxvi] Marx, Capital, vol. 1, 648.

[xxvii] Marx, Capital, vol. 1, 650

[xxviii] Marx, Capital, vol. 1, 510

[xxix] Marx, Capital, vol. 1, 353.

[xxx] Marx, Capital, vol. 3, chap. 5.

[xxxi] Marx, Capital, vol. 1, 337, 353–56.

[xxxii] Marx, Capital, vol. 1, 377.

[xxxiii] For different views on this, see W. E. B. Du Bois, Black Reconstruction in America, 1860–1880 (New York: The Free Press, 1998); Cedric J. Robinson, Black Marxism: The Making of the Black Radical Tradition (Chapel Hill: University of North Carolina Press, 2000), 235–36; Charles Post, The American Road to Capitalism (Boston: Brill, 2011); Eugene Baptist, The Half Has Never Been Told: Slavery and the Making of American Capitalism (New York: Basic Books, 2014); Andy Higginbottom, “Enslaved African Labour: Violent Racial Capitalism” in The Palgrave Encyclopaedia of Imperialism and Anti-Imperialism, ed. Immanuel Ness and Zak Cope (London: Palgrave Macmillan, 2019); John Clegg, “A Theory of Capitalist Slavery,” Journal of Historical Sociology 33 (2020):74–98; John Bellamy Foster, Hannah Holleman, and Brett Clark, “Marx and Slavery,” Monthly Review 72, no. 3 (July–August 2020): 96–114

[xxxiv] Marx, Capital, vol. 1, 557–58.

[xxxv] Marx, Capital, vol. 1, 318.

[xxxvi] Stephanie Smallwood, “What Slavery Tells Us about Marx,” in Race Capitalism Justice, ed. Walter Johnson with Robin D. G. Kelley (Cambridge, MA: Boston Review, 2017): 78–82.

[xxxvii] See, for example Frederick Engels, “The Condition of the Working Class in England,” Marx and Engels Collected Works, vol. 4 (London: Lawrence & Wishart, 2010), 295–596.

[xxxviii] Marx, Capital, vol. 1, 303–4.

[xxxix] Marx, Capital, vol. 1, 345, cited in Marini, The Dialectics of Dependency, 131.

[xl] Frank, World Accumulation 1492–1789, 257; Marx, Capital, vol. 1, 925.

[xli] Marx, Capital, vol. 1, 355, 369, 516–20.

[xlii] Marx, Capital, vol. 1, 368–74, 517–26.

[xliii] Marx, Capital, vol. 1, 417

[xliv] See, for example, Marx, Capital, vol. 1, 518–19, 627.

[xlv] Marx, Capital, vol. 1, 620.

[xlvi] Marx, Capital, vol. 1, 431. Emphasis added.

[xlvii] Marx, Capital, vol. 1, 590

[xlviii] Marx, Capital, vol. 1, 599

[xlix] Marx, Capital, vol. 1, 601

[l] Marx, Capital, vol. 1, 605.

[li] Marx, Capital, vol. 1, 515.

[lii] Marx, Capital, vol. 1, 515.

[liii] Marx, Capital, vol. 1, 516–17.

[liv] Marx, Capital, vol. 1, 531.

[lv] Marx, Capital, vol. 1, 396.

[lvi] Marx, Capital, vol. 1, 582. Emphasis added.

[lvii] Marx, Capital, vol. 1, 543.

[lviii] Marx, Capital, vol. 1, 571, 574.

[lix] Marx, Capital, vol. 1, 579–80.

[lx] Marx, Capital, vol. 1, 862.

[lxi] Marx, Capital, vol. 1, 863.

[lxii] Engels, “The Condition of the Working Class in England.”

[lxiii] Engels, “Preface to the Second Edition of The Housing Question,” MECW, vol. 16 (London: Lawrence & Wishart, 2010): 424–33. Emphasis in the original. Thank you to Marcel van Linden for drawing attention to this source.

[lxiv] Eduardo Galeano, Open Veins of Latin America (New York: Monthly Review Press, 1973), 147.

[lxv] Marini, The Dialectics of Dependency, 136

[lxvi] Amanda Latimer, “Situating Ruy Mauro Marini (1932–1997)” in Marini, The Dialectics of Dependency, 21–101.

[lxvii] Marini, The Dialectics of Dependency, 131–35.

[lxviii] Marini, The Dialectics of Dependency, 131; see also 132

[lxix] Marini, The Dialectics of Dependency, 130.

[lxx] Marx, Capital, vol. 1, 747–48. Emphasis added.

[lxxi] For example, Marx, Capital, vol. 1, 518, 564, 747.

[lxxii]  Marx, Capital, vol. 1, 326

[lxxiii] Karl Marx, “Value, Price and Profit” MECW, vol. 20 (London: Lawrence & Wishart, 2010), 101–49.

[lxxiv] Marx, Capital, vol. 1, 870.

[lxxv] I. Lenin, “The Right of Nations to Self-Determination,” Lenin’s Collected Works, vol. 20, chap. 8 (Moscow: Progress Publishers, 1972), 393–454.

[lxxvi] Ruy Mauro Marini, “Plusvalía extraordinaria y acumulación de capital,” Cuadernos Políticos 20 (1979): 19–39; Hosea Jaffe, La plusvalía oculta: ¿Cómo funciona el imperialismo? (Bilbao: Zero, 1978).

[lxxvii] See Andy Higginbottom, “Marx’s Capital, Labour, Super-Exploitation and a Fresh Take on the ‘Transformation Problem’” (online lecture series).

[lxxviii] See Andy Higginbottom, “‘Imperialist rent’ in Practice and Theory,” Globalizations 11, no. 1 (2014): 23–33; Jaime Osorio, “Ley Del Valor, Intercambio Desigual, Renta De La Tierra y Dependencia,” Revista da Sociedade Brasileira de Economia Política 46 (2017): 78–102; Andy Higginbottom, “The Imperialist Multinational: Concentration, Fiction or Rent?” in Imperialism and Transitions to Socialism, ed. Rémy Herrera (Bingley, UK: Emerald, 2021), 39–57.

[lxxix] See Olivia Adamson, Carol Brown, Judith Harrison, and Judy Price, “Women’s Oppression Under Capitalism,” Revolutionary Communist 5 (1976): 1–48; and especially Claudia Jones, An End to the Neglect of the Problems of Negro Women (New York: New Century, 1949); Carole Boyce Davies, Left of Karl Marx: The Political Life of Black Communist Claudia Jones (Durham: Duke University Press, 2008); Charisse Burden-Stelly, “Modern U.S. Racial Capitalism,” Monthly Review 72, no. 3 (July–August 2020): 8–20