1

Τριάντα χρόνια από την αντεπανάσταση (Μέρος 3ο)

 

του Βασίλη Λιόση

 

διαβάστε και τα Μέρη 1 και 2

 

Συνεχίζουμε με το τρίτο και τελευταίο μέρος των σκέψεών μας για τις σοσιαλιστικές χώρες ορμώμενοι από το σχετικό αφιέρωμα της ΕΦΣΥΝ. Στο τελευταίο αυτό μέρος θα σχολιάσουμε την τοποθέτηση του Μάκη Παπαδόπουλου (εφεξής ΜΠ), μέλους του ΠΓ της ΚΕ του ΚΚΕ.

 

ΜΕΡΟΣ 3ο: ΓΙΑ ΤΗΝ ΤΟΠΟΘΕΤΗΣΗ ΤΟΥ ΜΑΚΗ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ

 

Α. Ο ΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΑΓΟΡΑΣ

Ο ΜΠ επιχειρεί στην τοποθέτησή του να ερμηνεύσει το ιστορικό πισωγύρισμα που σημειώθηκε με τη διάλυση των σοσιαλιστικών χωρών. Έτσι, κινείται στο πνεύμα του 18ου συνεδρίου του ΚΚΕ το οποίο παρήγαγε ένα ντοκουμέντο υπό τον τίτλο «Εκτιμήσεις και συμπεράσματα από τη σοσιαλιστική οικοδόμηση στον 20ο αιώνα, με επίκεντρο την ΕΣΣΔ. Η αντίληψη του ΚΚΕ για τον σοσιαλισμό». Οι αιτίες των ανατροπών εντοπίζονται στην οικονομία και συγκεκριμένα στην πολιτική που ασκήθηκε από τον Χρουτσόφ κι έπειτα. Σύμφωνα με το συγκεκριμένο ντοκουμέντο, στην ΕΣΣΔ υπήρξε διαπάλη μετά τον Β΄ παγκόσμιο πόλεμο σχετικά με τις νομοτέλειες της σοσιαλιστικής οικονομίας. Διαμορφώθηκαν δύο στρατόπεδα, των αγοραίων και των αντιαγοραίων. Οι μεν πρώτοι πρότειναν την εισαγωγή νόμων της αγοράς στη σοσιαλιστική οικονομία, οι δε δεύτεροι ήταν αντίθετοι με την ενίσχυση των εμπορευματοχρηματικών σχέσεων.

Στη συνέχεια, μετά τον θάνατο του Στάλιν, οι δυνάμεις των αγοραίων μπόρεσαν σταδιακά να κυριαρχήσουν και επέβαλλαν στη σοβιετική οικονομία μέσω μεταρρυθμίσεων –η μεταρρύθμιση Κοσίγκιν του 1965 θεωρείται ορόσημο– το μοντέλο ενός σοσιαλισμού της αγοράς. Αυτό επετεύχθη με την παραβίαση της αναλογίας που υπήρχε ανάμεσα στις υποδιαιρέσεις Ι και ΙΙ, με την ιδιοσυντήρηση των επιχειρήσεων, με τη θέσπιση υλικών κινήτρων των διευθυντικών στελεχών, των οποίων ο μισθός εξαρτιόταν από μη σοσιαλιστικά κριτήρια, με το πέρασμα των τρακτέρ και άλλων μηχανημάτων στα κολχόζ κ.λπ.. Παράλληλα με όλα αυτά συνυπήρχε και η σκιώδης οικονομία, δηλαδή μια μορφή παραοικονομίας, όπου οι παραγωγοί μπορούσαν να πωλήσουν τα προϊόντα τους σε υψηλές τιμές. Έτσι, σιγά – σιγά φτάσαμε στην περεστρόικα και στον Γκορμπατσόφ όπου δόθηκε η χαριστική βολή. Σε αυτό το σημείο τρία ερωτήματα ζητούν απαντήσεις:

  1. Επιτρέπεται μία σοσιαλιστική χώρα να κάνει υποχωρήσεις και να εισάγει οικονομικές μεθόδους που υπάγονται στον καπιταλιστικό νόμο της αξίας;
  2. Ανεξάρτητα από τις επιδιώξεις των εμπνευστών των αγοραίων μεταρρυθμίσεων υπήρχε η ανάγκη για μεταρρυθμίσεις στην ΕΣΣΔ, και, αν ναι, ποιες θα έπρεπε να είναι αυτές;
  3. Πώς έγινε κατορθωτή η κατίσχυση εκείνων των κοινωνικών και πολιτικών δυνάμεων που χαρακτηρίζονται ως οπορτουνιστικές και αποτέλεσαν αργότερα τον πολιορκητικό κριό της παλινόρθωσης;

 

Β. ΜΠΟΡΕΙ Ο ΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟΣ ΝΑ ΛΕΙΤΟΥΡΓΗΣΕΙ ΜΕ ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΤΙΚΕΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΜΕΘΟΔΟΥΣ;

Το σημειώσαμε στο πρώτο κείμενό μας. Η πορεία του σοσιαλισμού δεν μπορεί να είναι ευθύγραμμη, όπως δεν υπάρχει κανένα φαινόμενο, φυσικό ή κοινωνικό, που έχει γραμμική εξέλιξη. Η γραμμική εξέλιξη ενός φαινομένου είναι εφικτή μόνο στο εργαστήρι και σε θεωρητικές κατασκευές. Ο σοσιαλισμός δεν πορεύεται σε ένα αποστειρωμένο κι απομονωμένο περιβάλλον. Δέχεται τις επιδράσεις του προηγούμενου κοινωνικοοικονομικού καθεστώτος, οι τάξεις δεν έχουν καταργηθεί, υπάρχουν υπολείμματα των μικροαστών και των αστών, υπάρχουν έξωθεν πιέσεις, η ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων μπορεί να μην έχει φτάσει σε ένα τέτοιο επίπεδο που να επιτρέπει άλματα. Η συνείδηση των ανθρώπων βρίσκεται σε μία πορεία διαμόρφωσης και δεν είναι καθόλου δεδομένο ότι η κομμουνιστική ιδεολογία είναι κυρίαρχη στην κοινωνία. Το πλαίσιο μπορεί να είναι τέτοιο που να αναγκάσει την εργατική τάξη και το κόμμα της, να κάνουν υποχωρήσεις. Τέτοιες υποχωρήσεις έγιναν από την επόμενη μέρα κιόλας της επανάστασης όταν ο Λένιν υιοθέτησε το πρόγραμμα των Εσέρων που αφορούσε τους αγρότες. Ο Λένιν δεν εμφορείτο από οπορτουνισμό αλλά καταλάβαινε άριστα την ανάγκη των κοινωνικών συμμαχιών και τις ιδιαιτερότητες της ρωσικής πραγματικότητας (χαμηλό ποσοστό εργατικής τάξης, μεγάλο ποσοστό αγροτών, περιορισμένη βιομηχανία συγκριτικά με τις πιο αναπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες, πρώτο εργατικό κράτος δίχως διεθνείς στηρίξεις κ.λπ.).

Η μεγάλη υποχώρηση, υπό την ηγεσία του Λένιν, σημειώθηκε με τη Νέα Οικονομική Πολιτική (ΝΕΠ). Η ΝΕΠ που διαδέχτηκε την πολιτική του Πολεμικού Κομμουνισμού, ήταν μία εξ ανάγκης πολιτική για να αντιμετωπιστούν τα μεγάλα προβλήματα της ρωσικής οικονομίας. Με τη ΝΕΠ καταργήθηκε η παρακράτηση των αγροτικών προϊόντων και αντικαταστάθηκε με την απόδοση ενός υποφερτού, για τους αγρότες, φόρου, προκειμένου με αυτόν τον τρόπο να ανέβει η παραγωγικότητα των αγροτών και να στερεωθεί η συμμαχία προλεταριάτου – αγροτιάς. Επιπλέον, επιτράπηκε η ανταλλαγή και πώληση για τα αγροτικά προϊόντα και στα είδη οικιακής βιοτεχνίας και μικρής βιομηχανίας. Ακόμη, δόθηκαν προς εκμετάλλευση κάποιες βιομηχανίες σε ξένους καπιταλιστές, ένα μέρος της βιομηχανίας τελούσε υπό καθεστώς αυτοσυντήρησης κι ένα μέρος των μικρών εργοστασίων απεθνικοποιήθηκε. Όσον αφορά τους μισθούς η αύξησή τους εξαρτήθηκε απευθείας από την αύξηση της παραγωγικότητας και από τον βαθμό συμμετοχής του εργάτη στην αύξηση της παραγωγής.

Για όλα τα παραπάνω υπήρχε απόλυτη επίγνωση ότι αποτελούσαν μία υποχώρηση, αλλά μία αναγκαστική και προσωρινή υποχώρηση που την επέτασσε η πραγματικότητα και οι τεράστιες δυσκολίες που προέκυπταν από την καθυστέρηση της προηγούμενης καπιταλιστικής ανάπτυξης, ο μεγάλος όγκος αγροτικών μαζών, ο εξοντωτικός εμφύλιος και τα παρεπόμενα που επήλθαν στην οικονομία λόγω της συμμετοχής της Ρωσίας στον Α΄ παγκόσμιο πόλεμο. Ο Λένιν έλεγε με καθαρότητα ότι δεν μπορούν να υπολογίζουν σε ένα άμεσο πέρασμα στον κομμουνισμό και πως η ΝΕΠ αποτελεί στρατηγική υποχώρηση που θα πάει τελικά μπροστά την υπόθεση του σοσιαλισμού. Αυτά τα έγραφε στις αρχές του 1922, εντούτοις είχε διατυπώσει τη γνώμη του για την αξία των συμβιβασμών με μεγάλη διαύγεια στο έργο του Ο «Αριστερισμός», Παιδική Αρρώστια του Κομμουνισμού, διαχωρίζοντας τους αναγκαστικούς από τους οπορτουνιστικούς συμβιβασμούς, όπως επίσης στηλίτευε όλους εκείνους που θεωρούσαν ότι θα πρέπει να απευθυνθούν στους εργάτες με έτοιμες συνταγές. Γνώριζε πολύ καλά τη διάσταση μεταξύ θεωρίας και πράξης και ότι η ζωή ανατρέπει πολλά σχέδια επί χάρτου.

Επομένως, η απάντηση στο αρχικό ερώτημα είναι καταφατικό: σε ορισμένες φάσεις του επαναστατικού καθεστώτος μπορεί να υπάρξει η ανάγκη να γίνουν οι αναγκαίες υποχωρήσεις, δηλαδή ως ένα βαθμό και με μια ορισμένη μορφή να εισαχθούν εμπορευματοχρηματικές σχέσεις στην οικονομία. Το κλειδί είναι η απόλυτη επίγνωση της υποχώρησης και το προσωρινό των μέτρων.

 

Γ. ΥΠΗΡΧΕ ΑΝΑΓΚΗ ΜΕΤΑΡΡΥΘΜΙΣΕΩΝ;

Τώρα ερχόμαστε σε ένα δύσκολο ερώτημα. Υπήρχε η ανάγκη μεταρρυθμίσεων στη σοβιετική οικονομία και, αν ναι, ποιων; Αναφερόμαστε στην περίοδο μετά το πέρας του Β΄ παγκοσμίου πολέμου.

Αν κρίνουμε από τις εκτιμήσεις που έγιναν στην «Πλήρη Έκθεση Απολογισμού της ΚΕ του ΚΚΣΕ στο 20ο Συνέδριο» το 1956, όλα έβαιναν καλώς. Το ντοκουμέντο εκτιμούσε πως υπήρχε μία αδιάκοπη άνοδος όλων των κλάδων της κοινωνικής παραγωγής, ότι σημειωνόταν μία ανύψωση της υλικής ευημερίας του λαού και ότι το σοβιετικό κράτος ανταποκρίνεται στις λαϊκές ανάγκες. Ωστόσο, επισημαίνεται και η καθυστέρηση της παραγωγικότητας σε σχέση με τις αναπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες. Σε αυτό το σημείο πρέπει να διευκρινίσουμε πως, ενώ υπήρχαν οι τεχνικές δυνατότητες και το επιστημονικό δυναμικό, δεν υπήρξε μαζική παραγωγή προϊόντων κατανάλωσης στα οποία η Δύση επέλαυνε. Γιατί, για παράδειγμα, θα ήταν μεμπτό ο Σοβιετικός πολίτης να απολαμβάνει μία σύγχρονη οικοσκευή; Να υπάρχουν παπούτσια καλής ποιότητας; Τα έπιπλα των σπιτιών να πληρούν κάποια αισθητικά κριτήρια;

Για την αντιμετώπιση των διαφόρων προβλημάτων, το ντοκουμέντο αναφέρει την ανύψωση των τιμών των αγροτικών προϊόντων ως κίνητρο για την αύξηση της παραγωγής των κολχόζ, ενώ διαπιστώνεται η ανάγκη ενός ελαστικότερου συστήματος οικονομικού προγραμματισμού. Για τους μισθούς προτείνεται η θέσπιση ατομικού υλικού κινήτρου και σύνδεση του μισθού με την ποσότητα και την ποιότητα της εργασίας. Έτσι, βλέπουμε ορισμένες δειλές, μάλλον, κατευθύνσεις προς ένα σοσιαλισμό της αγοράς, αλλά η μεγάλη στροφή σημειώνεται το 1965 με τη λεγόμενη μεταρρύθμιση Κοσίγκιν, με την οποία εισήχθη το σύστημα της ιδιοσυντήρησης των επιχειρήσεων. Το μέτρο δικαιολογήθηκε (ή αιτιολογήθηκε) λόγω της μείωσης των ρυθμών αύξησης της ετήσιας παραγωγής στη βιομηχανία. Οι αμοιβές των διευθυντών θα υπολογίζονταν με βάση την υπερκάλυψη του πλάνου των πωλήσεων και σε συνάρτηση με το ποσοστό κέρδους της επιχείρησης. Τα σοβχόζ πέρασαν κι αυτά σε καθεστώς ιδιοσυντήρησης. Το 1975 όλα τα σοβχόζ βρίσκονταν πλέον υπό αυτό το καθεστώς. Ο «σοσιαλισμός της αγοράς» είχε κάνει την εμφάνισή του.

Από τα ντοκουμέντα που έχουμε υπόψη μας, δεν φαίνεται να υπάρχουν ιδιαίτερα πειστικοί λόγοι για αυτές τις μεταρρυθμίσεις αν εξαιρέσουμε την αναφορά στην υστέρηση της παραγωγικότητας σε σχέση με τη Δύση. Κρίνοντας, ωστόσο, εκ του αποτελέσματος τα μέτρα του σοσιαλισμού της αγοράς ούτε έφεραν τα αναμενόμενα αποτελέσματα (μάλιστα σε πολλές περιπτώσεις η οικονομική κατάσταση χειροτέρεψε), ούτε πολύ περισσότερο ενίσχυσαν τα σοσιαλιστικά χαρακτηριστικά του συστήματος.

Επιπλέον, και πάλι με βάση τα ντοκουμέντα που έχουμε υπόψη μας, δεν φαίνεται να υπάρχει μία λογική που να χαρακτηρίζει όλα αυτά τα μέτρα ως μία στρατηγική και αναγκαστική υποχώρηση. Περισσότερο μοιάζουν ως ουδέτερες τεχνικές βελτίωσης της οικονομίας.

Επίσης, πρέπει να πούμε πως τα μεταρρυθμιστικά αυτά μέτρα έτυχαν των θετικών σχολίων του δυτικού Τύπου και αν κάτι τέτοιο δεν αποτελεί καθοριστικό κριτήριο για το πώς θα σταθούμε απέναντί τους, ωστόσο δεν είναι αμελητέα παράμετρος.

Θεωρούμε, εν τέλει, πως υπήρξε κομβική η στροφή που έγινε με τις μεταρρυθμίσεις που περιγράψαμε παραπάνω και πως τέθηκαν οι βάσεις για την τελευταία πράξη του έργου (βλέπε περεστρόικα), ωστόσο η περίοδος αυτή απαιτεί τη συγκέντρωση ενός μεγάλου όγκου υλικού με στατιστικά στοιχεία, κομματικά ντοκουμέντα κ.λπ. ώστε το όποιο συμπέρασμα να είναι σε στέρεη βάση.

Μπορούμε, ωστόσο, να καταλήξουμε στο συμπέρασμα πως δεν χρειαζόταν καμία μεταρρύθμιση; Η ερώτηση είναι ήδη λάθος. Καμία κοινωνία δεν μπορεί να μείνει σε ακινησία. Η κομματική ηγεσία και τα Σοβιέτ θα έπρεπε να μεριμνήσουν για τη βελτίωση των τεχνικών παραγωγής, για την εισαγωγή της ρομποτικής και της πληροφορικής στην οικονομία, για την ποιοτική βελτίωση των προϊόντων, για την ανύψωση εν γένει του βιοτικού επιπέδου ζωής των σοβιετικών πολιτών, αλλά και για την αναζωογόνηση των Σοβιέτ. Κι όλα αυτά μέσα σε ένα πλαίσιο υπεράσπισης του σοσιαλισμού.

Αυτό που έχουμε να παρατηρήσουμε σε σχέση με την τοποθέτηση του ΜΠ είναι τούτο: το ΚΚΕ έκανε πολύ καλά που υπερασπίστηκε και υπερασπίζεται τον υπαρκτό σοσιαλισμό. Σε αυτό που λάθεψε ήταν ότι στο παρελθόν δεν τόλμησε να κάνει μία κριτική αποτίμηση, επισημαίνοντας τις στρεβλώσεις που σημειώνονταν. Δεν μπορεί να είσαι υποστηρικτής και της περιόδου Στάλιν και της περιόδου Χρουτσόφ και της περιόδου Μπρέζνιεφ και της περιόδου Αντρόποφ, ακόμη και της περιόδου Γκορμπατσόφ. Κάτι δεν γινόταν καλά στις σχέσεις των κομμάτων καθώς και στο εσωτερικό του ΚΚΕ. Και αν για το παρελθόν υπάρχει μία δικαιολογία πού συνδέεται με την ανελέητη επίθεση του ιμπεριαλισμού στις σοσιαλιστικές χώρες, με τις διώξεις και την παρανομία, σήμερα δεν μπορεί να σταθεί μία τέτοια δικαιολογία. Σήμερα με απόσταση τριάντα ετών κάθε επαναστατικός φορέας οφείλει να αποτιμήσει το παρελθόν της ΕΣΣΔ αλλά και τη δική του στάση (αλλιώς η αυτοκριτική μένει ένα κενό γράμμα). Αυτές οι αποτιμήσεις δεν έχουν γίνει με συνέπεια ή για να είμαστε ακριβείς έχουν γίνει επιλεκτικά.

 

Δ. ΠΩΣ ΚΥΡΙΑΡΧΗΣΕ ΤΟ ΟΠΟΡΤΟΥΝΙΣΤΙΚΟ ΡΕΥΜΑ;

Σύμφωνα με αυτά που γράφει ο ΜΠ η μεταστροφή που σημειώθηκε στη σοβιετική οικονομία, ήταν αποτέλεσμα της νίκης του οπορτουνιστικού ρεύματος στους κόλπους του ΚΚΣΕ. Το οπορτουνιστικό αυτό ρεύμα αντιστοιχούσε σε κοινωνικές δυνάμεις που επιθυμούσαν την παλινόρθωση. Το ερώτημα στο οποίο δεν δίνεται απάντηση είναι γιατί αυτές οι δυνάμεις κυριάρχησαν. Πώς, ενώ η Σοβιετική Ένωση κατόρθωσε να βγει νικήτρια από τον Β΄ παγκόσμιο πόλεμο, να ανορθώσει την οικονομία της, να έχει προηγηθεί μία περίοδος εκκαθαρίσεων που οι εχθροί (ή οι «εχθροί») του σοσιαλισμού εξοντώθηκαν, φτάσαμε σε ένα σημείο ο ταξικός αντίπαλος «να πάρει το κάστρο από τα μέσα»; Το ερώτημα αυτό είναι ιδιαίτερα κρίσιμο και δεν έχει δοθεί καμία πειστική απάντηση.

Μήπως, τελικά, η επικράτηση αυτή συνδέεται και ως ένα βαθμό εξηγείται από ό,τι προηγήθηκε την προηγούμενη περίοδο; Μήπως η γραφειοκρατικοποίηση του κόμματος και των Σοβιέτ, οι διοικητικές μέθοδοι και οι άδικες εκτελέσεις δημιούργησαν ένα κλίμα στο οποίο ατόνησε η επαναστατική πλευρά ή και αλλοτριώθηκε και η οπορτουνιστική ήταν αυτή που κέρδισε πόντους;

 

Ε. ΤΙ ΑΛΛΟ ΔΕΝ ΛΕΕΙ ΣΤΗΝ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ ΤΟΥ Ο ΜΠ

Σχολιάσαμε στο προηγούμενο κείμενό μας, το ότι ο Κύρκος Δοξιάδης, ρίχνει όλο το βάρος της ανάλυσής του στη δημοκρατία και θεωρεί πως η έλλειψη δημοκρατίας ήταν ο καθοριστικός και, από ό,τι φαίνεται, ο μόνος παράγοντας που οδήγησε την ΕΣΣΔ σε διάλυση. Στην παρέμβαση του ΜΠ το πρόβλημα αυτό καθώς και το ζήτημα της γραφειοκρατίας είναι απόν και ως μόνος παράγοντας αναφέρεται η οικονομία. Ας πάρουμε, όμως, τα πράγματα από την αρχή.

Το φαινόμενο της γραφειοκρατίας έκανε την εμφάνισή του από τις απαρχές ήδη της ζωής του πρώτου εργατικού κράτους και δεν θα μπορούσε να γίνει κι αλλιώς. Ο Λένιν μέσα από τα γραπτά του δείχνει να έχει πολύ μεγάλη αγωνία και αναφέρεται στο πρόβλημα της γραφειοκρατίας σε ουκ ολίγες περιπτώσεις. Το εννοιολογεί, το ερμηνεύει, το στηλιτεύει και προτείνει λύσεις. Παρουσιάζει τη γραφειοκρατία με τριπλή έννοια: Πρώτον, με την έννοια της δημόσιας εξουσίας που είναι χωρισμένη από το λαό κι εξυπηρετεί τα συμφέροντα της αστικής τάξης. Δεύτερον, με την έννοια της σχετικής αυτονόμησης ενός κρατικού στρώματος από την αστική τάξη, η οποία εκφράζεται (η σχετική αυτονόμηση) με την εξυπηρέτηση των ιδιαίτερων συμφερόντων αυτού του στρώματος. Τρίτον, με την έννοια του χαρτοβασιλείου, της δυσκινησίας του κρατικού τομέα. Θεωρεί ακόμα ότι η γραφειοκρατία λειτουργεί ως στήριγμα των ιμπεριαλιστικών επιλογών μαζί με την εργατική αριστοκρατία. Ο λόγος είναι γιατί ο ιμπεριαλισμός έχει τη δυνατότητα να τους δίνει ορισμένα «φιλετάκια», προκειμένου να τραφούν. Κι ακόμη θεωρεί ότι η γραφειοκρατία μαζί πάλι με την εργατική αριστοκρατία αποτελούν αντιπροσώπους του οπορτουνισμού.

Αν και οι δύο πρώτες εννοιολογήσεις του Λένιν αφορούν τον καπιταλισμό, ο Λένιν διευρύνει την εννοιολόγησή του και για το νέο εργατικό κράτος. Κρούει των κώδωνα του κινδύνου λέγοντας «πως αν υπάρχει κάτι που θα μας καταστρέψει, αυτό θα είναι οι γραφειοκράτες». Μέχρι το τέλος της ζωής του δίνει μεγάλη βαρύτητα διότι καταλαβαίνει ότι πρόκειται για ένα φαινόμενο που αποτελεί τροχοπέδη για τον σοσιαλισμό και απαιτεί πολύ μεγάλη προσπάθεια για να περιοριστεί.

Είναι γνωστό πως στη συνέχεια το ρεύμα που εστίασε στο εν λόγω ζήτημα ήταν αυτό του τροτσκισμού. Ο Τρότσκι έκανε πολλές επισημάνσεις για το φαινόμενο της γραφειοκρατίας και αφιέρωσε μεγάλο όγκο γραπτών του και, για να είμαστε δίκαιοι, κάποιες από τις παρατηρήσεις του έχουν αξία, αν και πρέπει να πούμε ότι διατύπωσε μερικές από τις πιο γραφειοκρατικές απόψεις (π.χ. μίλησε για στρατιωτικοποίηση των συνδικάτων και της εργασίας).

Αυτό που δεν είναι ιδιαίτερα γνωστό είναι πως και ο Στάλιν έκανε αναφορές στο φαινόμενο της γραφειοκρατίας, αλλά σε πρώτη φάση το εντόπισε μόνο στα μεσαία στελέχη, αφήνοντας έξω από την κριτική του τον ανώτατο καθοδηγητικό κομματικό και κρατικό μηχανισμό. Στη συνέχεια έστω και δειλά έκανε αναφορά και σε κάποια μέλη της Κεντρικής Επιτροπής.

Όπως και να έχει όλες οι αντιπολιτεύσεις που δημιουργήθηκαν στο εσωτερικό της σοβιετικής Ρωσίας, από την εποχή του Λένιν ήδη, είχαν αναφορές στο γραφειοκρατικό φαινόμενο. Για παράδειγμα, το ζήτημα της γραφειοκρατίας και της σοσιαλιστικής δημοκρατίας το έθεσαν με τον ένα ή άλλο τρόπο οι Αριστεροί Κομμουνιστές, η Στρατιωτική Αντιπολίτευση, η ομάδα του Δημοκρατικού Συγκεντρωτισμού, η Εργατική Αντιπολίτευση, η Διακήρυξη των 22, η ομάδα Συγκρουστήρας, η Αριστερή Αντιπολίτευση, η Νέα Αντιπολίτευση, η Ενωμένη Αντιπολίτευση. Υπήρξαν θεωρητικές διαμάχες ανάμεσα στο επίσημο κόμμα και τις προαναφερόμενες δυνάμεις, αλλά σε κάθε περίπτωση για να υπάρχουν τόσες και τέτοιες αναφορές και διενέξεις, σημαίνει ότι εξελισσόταν ένα υπαρκτό φαινόμενο.

Ασφαλώς, η περίοδος που συγκεντρώνει τα φώτα των συζητήσεων και αντιπαραθέσεων είναι η περίοδος Στάλιν. Στην περίοδο αυτή υπήρξαν εκτεταμένα φαινόμενα προσωπολατρίας (πολλές ομιλίες στα κομματικά σώματα εξυμνούσαν τον Στάλιν, οι διαδικασίες τελείωναν με ρυθμικά συνθήματα με το όνομα Στάλιν, υπήρχαν ανδριάντες με τον Στάλιν στην επικράτεια κι ενώ ο Στάλιν ήταν εν ζωή κ.ά.), έγιναν εκτελέσεις, υπήρχε τυπική λειτουργία των Σοβιέτ, διεπράχθησαν λάθη με την ταχεία κολεκτιβοποίηση (για τους επικριτές «βίαια κολεκτιβοποίηση»). Αν τα στοιχεία της Μυστικής Έκθεσης του Χρουτσόφ στο 20ο συνέδριο του ΚΚΣΕ είναι ακριβή, τότε από τα 139 τακτικά και αναπληρωματικά μέλη της Κεντρικής Επιτροπής του κόμματος που εκλέχτηκαν στο 17ο συνέδριο (1934) συνελήφθηκαν κι εκτελέστηκαν (κυρίως την περίοδο 1937-38) οι 98, ποσοστό, δηλαδή, 70% (ασφαλώς αυτό ούτε αγιοποιεί ούτε αθωώνει τον Χρουτσόφ που προέβαλε ως ο καθαρτής και ανανεωτής της πρότερης κατάστασης). Οι κατηγορίες ήταν περί συνεργασίας με τον τροτσκισμό ή περί συνεργασίας με εχθρικές χώρες. Μας είναι πολύ δύσκολο να πιστέψουμε πως ένας τέτοιος μεγάλος αριθμός κομμουνιστών αλλά και χιλιάδες άλλα στελέχη και μέλη, ήταν όλοι τους συνεργάτες του ταξικού εχθρού.

Οι στοιχίσεις πίσω από ρεύματα ή/και προσωπικότητες έχουν νόημα. Αυτό που δεν έχει νόημα είναι οι στοιχίσεις άνευ όρων. Οφείλουμε, λοιπόν, να είμαστε αντικειμενικοί απέναντι στην ιστορία. Και για να είμαστε αντικειμενικοί απέναντι στον Στάλιν πρέπει να πούμε πως είναι αυτός που πιστώνεται σε μεγάλο βαθμό την οικονομική ανασύσταση της Σοβιετικής Ένωσης, την αντιπαράθεση με τον οπορτουνισμό και κυρίως το τσάκισμα του ναζισμού. Αυτό το τελευταίο όχι μόνο δεν είναι ακόμη ένα συμβάν, αλλά είναι το συμβάν. Η όποια ισοπεδωτική κριτική απέναντι στον Στάλιν και τον σοσιαλισμό, οδηγεί άμεσα ή έμμεσα στην ταύτιση με τις θεωρίες του ολοκληρωτισμού, των δύο άκρων, το τσουβάλιασμα κομμουνισμού- ναζισμού. Τέλος, κατά τη γνώμη μας ο Στάλιν είχε δίκιο στη θεωρητική  αντιπαράθεσή του με τον Τρότσκι όσον αφορά το ζήτημα του «σοσιαλισμού σε μία μόνη χώρα».

Όλα τα προαναφερόμενα ζητήματα που αφορούν τα λάθη και τις στρεβλώσεις της περιόδου Στάλιν δεν αγγίζονται από τον ΜΠ, όπως δεν αγγίζεται το ζήτημα εν γένει των προνομίων των στελεχών: οι ντάτσες, οι μισθοί τους, τα φαινόμενα νεποτισμού, η ιδιαίτερη μεταχείριση των στελεχών στη δημόσια υγεία κ.λπ.. Είναι αλήθεια πως στην πρώτη απόπειρα του ΚΚΕ να αποτιμήσει το τι συνέβη στις σοσιαλιστικές χώρες (πανελλαδικό σώμα το 1995) υπάρχουν κάποιες αναφορές στο ζήτημα της γραφειοκρατίας. Πρόκειται, όμως, για ανολοκλήρωτες και άτολμες παρατηρήσεις. Στο 18ο συνέδριο (2009) οι αναφορές αυτές είναι λιγότερες κι ακόμη πιο άτολμες. Όμως, η απόκρυψη λαθών και προβλημάτων και η τοποθέτησή τους «κάτω από το χαλί» δεν συνιστά πολιτική επαναστατικού φορέα. Τα ζητήματα της γραφειοκρατίας, της στρέβλωσης της σοσιαλιστικής δημοκρατίας, της προσωπολατρίας, των υλικών προνομίων των στελεχών, δεν είναι καθόλου δευτερεύουσας σημασίας. Κάθε φορέας που θέλει να λέγεται επαναστατικός οφείλει να τα εντοπίζει και κυρίως να τα ερμηνεύει και να τα αντιπαλεύει. Το κείμενο του ΜΠ δεν αφιερώνει ούτε μία γραμμή σε όλα αυτά. Επομένως, οφείλουμε να συμπεράνουμε ότι ή τα καλύπτει ή τα αρνείται ή ότι δεν τα αρνείται αλλά δεν δέχεται ότι αποτέλεσαν έναν παράγοντα των ανατροπών. Όποια εκδοχή κι αν πάρουμε είναι προβληματική.

Φυσικά, το κρίσιμο ερώτημα είναι γιατί τα ζητήματα γραφειοκρατίας μένουν εκτός οπτικής του ΜΠ. Παλιά υπήρχε μία κακώς εννοούμενη συντροφικότητα ανάμεσα στα αδελφά κομμουνιστικά κόμματα, τέτοια που περιόριζε μία θαρραλέα και ανοικτή κριτική. Σήμερα, όμως, γιατί υπάρχει αυτό το έλλειμμα; Ίσως, γιατί υπάρχει ένα σύνδρομο που προκύπτει από το μονοπώλιο του τροτσκισμού στο εν λόγω ζήτημα. Ίσως, ακόμη, η απάντηση βρίσκεται στο ότι τα ζητήματα αυτά παραπέμπουν σε ορισμένες αναλογίες με το σήμερα. Αν ισχύει το πρώτο «ίσως», τότε έχουμε να κάνουμε με μία πολιτική ετεροπροσδιορισμού. Αν ισχύει το δεύτερο «ίσως», τότε οι διδαχές του παρελθόντος είναι δυστυχώς ανύπαρκτες.